Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

ΟΙ 45 (εορτάζοντες) ΓΙΑΝΝΗΔΕΣ και ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ των (Γκάτσου – Χατζιδάκι – Μητσιά)

$
0
0

Ο Γιάννης ο φονιάςπαιδί μιας πατρινιάς κι ενός μεσσολογγίτη προχτές την Κυριακή μετά τη φυλακή επέρασ'απ'το σπίτι. Του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα του φίλησε βουβά τα χέρια τ'ακριβά και βγήκε από τη σάλα.Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν'αντέξει κι ούτε ένας συγγενής να πει δε βρήκε λέξη.Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ'αγκάθι θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ'όνειρο που εχάθη.... [με ΚΛΙΚ στην εικόνα η ιστορία του τραγουδιού και αυθεντική πρώτη εκτέλεσή του από το Μανόλη Μητσιά]




Ο ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ και ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ
Τι είναι ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ;  Ένα Ποίημα; Πραγματική Ιστορία; Μελοποιημένη Ποίηση; Το αντάμωμα 2 Ογκόλιθων; Όταν ένας Χατζιδάκις αντάμωσε έναν Γκάτσο; Είναι μια ολόκληρη ιστορία αυτοί οι στίχοι, που κάποιοι είπαν πως πρόκειται για μια αληθινή ιστορία κι ύστερα προστέθηκαν κι άλλοι, που ήξεραν λέει το Γιάννη το φονιά, αλλά κανείς τους δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει ποτέ τίποτα στον απόλυτο βαθμό. Ο Μητσιάς είχε πει πως όταν του είπε ο Μάνος Χατζιδάκις να ερμηνεύσει αυτό το τραγούδι, ο Μητσιάς χάρηκε που θα έλεγε ένα βαρύ χασάπικο κι είπε ο Χατζιδάκις: «Δεν κατάλαβες! Συνωμοτικά θα το πεις!», δίνοντας με αυτό τον τρόπο την πραγματική διάσταση στην ιστορία που αφηγούνταν ο Νίκος Γκάτσος μέσα από τους 21 στίχους του…

Ο δίσκος ΑΘΑΝΑΣΙΑ (στον οποίο περιέχεται ο Γιάννης ο Φονιάς) βγήκε στα δισκοπωλεία τον Δεκέμβριο του 1976 και περιείχε συνολικά 11 κομμάτια… Τα 10 με τη φωνή του Μανώλη Μητσιά, όλα σε στίχους- ποίημα του Νίκου Γκάτσου… Εκείνο που ξεχώρισε από την αρχή ήταν «Ο Γιάννης ο φονιάς» που έκτοτε άρχισε να τον περιβάλλει η αχλή του αστικού μύθου.

Ο Γκάτσος δεν μίλησε ποτέ δημόσια για το ποιος ήταν ο ήρωας του τραγουδιού αυτού. Δύο όμως είναι οι πιο πιθανές εκδοχές. Με την πρώτη να υποστηρίζει ότι σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας το 1950 και λίγο μετά από έναν φρικτό εμφύλιο που κατάπιε την Ελλάδα και ένα μεγάλο μέρος της ευαισθησίας και της τρυφερότητάς της, ο Γιάννης, ένα παιδί 15 χρονών, σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της.

Η δεύτερη εκδοχή, ίσως και η πιο πιθανή, την οποία διηγείται ο συγχωρεμένος ο Γιουργομέγγουλης, επιστήθιος φίλος του Λοΐζου, επικαλείται ότι του είπε ο Γκάτσος ότι ο Γιάννης ο φονιάς δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Ο αδελφός του Γιάννη, πατέρας τεσσάρων παιδιών, σκότωσε για λόγους τιμής έναν συγχωριανό του και ο Γιάννης, που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί, πήρε το φονικό απάνω του για να μην ορφανέψει η φαμίλια του αδερφού του και να έχουν καλύτερη φροντίδα οι γονείς του.

Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω και απλώς είναι μία μυθοπλασία του Γκάτσου.
Στο βιβλίο «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» (Εκδόσεις Καστανιώτη 2002) ο Μάνος Ελευθερίου δίνει μια άλλη συναρπαστική εκδοχή:
Ο Γιάννης (ο φονιάς) της ζωής μας, του Νίκου Γκάτσου

[…] Όλα λέγονται τηλεγραφικώς αλλά με σπάνια κρυστάλλινη διαύγεια […] Η αρχή της ιστορίας είναι λαχανιαστική. Όλα πρέπει να ειπωθούν γρήγορα για να φτάσουμε στο σημείο της συνάντησης των ηρώων, δηλαδή στην κλασσική σκηνή που παραπέμπει στις περιλάλητες συναντήσεις και «αναγνωρίσεις» των ηρώων της αρχαίας τραγωδίας. Με μα διαφορά: εδώ δεν θα δοθεί η λυτρωτική λύση. Η τραγωδία έχει ήδη συντελεστεί για όλα τα πρόσωπα.
Εκείνοι που θα σηκώσουν στο εξής το βάρος των αναμνήσεων είναι ο φονιάς και το Φροσί, η γυναίκα-φάντασμα. Σ’ αυτό το κρίσιμο όμως σημείο της συνάντησης φονιά και συγγενών (του;) δε θα δοθεί καμία εξήγηση. […] ούτε ευθύνες θα ζητηθούν από κανέναν ούτε θα του δοθούν παράσημα. Το πιο σημαντικό: όλα θα γίνουν μέσα στην απόλυτη ΣΙΩΠΗ. […] Ήδη από την πρώτη κιόλας λέξη υπάρχει 
μετέωρο με την παρουσία του αλλά άφαντο το θύμα του φόνου. […] 

Πουθενά στο τραγούδι δεν γίνεται έστω και νύξη για το πώς βγήκε από τη φυλακή, αν πήρε χάρη, για παράδειγμα, ή εξέτισε ολόκληρη (πόση άραγε;) την ποινή του…

[…] Για να κάνει όμως αυτή την εσπευσμένη επίσκεψη στο μοιραίο σπίτι, σημαίνει ότι ο κύριος λόγος της πράξης του μόνο αυτό τούτο το σπίτι αφορούσε, πως για χάρη κάποιου και για την τιμή και την υπόληψη κάποιου απ’ αυτό το σπίτι έγινε το φονικό και πως ο φονιάς δεν είχε καμία αναστολή και καμία τύψη. Άραγε πόσο «συγγενής» ήταν με το Φροσί για να «θυμάται ξανά/φεγγάρια μακρινά» και μέχρι ποιο σημείο είχαν προχωρήσει οι σχέσεις τους, είτε συγγενικές είτε όχι. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

[…] Ο φόνος έγινε (με μαχαίρι άραγε ή με περίστροφο;) πιθανότατα για να ξεπλύνει μια βαριά προσβολή. Ίσως να σκότωσε κάποιον αντίπαλο-εκβιαστή ή μόνο εκβιαστή ή μόνο περαστικό εραστή που λάκισε ύπουλα και άνανδρα και δεν κράτησε το λόγο του – αυτά είναι λίγο παρατραβηγμένα, αλλά δεν έχω λόγους να τ’ αποκλείσω, όπως δεν αποκλείω, με κάθε επιφύλαξη, και το φόνο για πολιτικούς λόγους ή το φόνο με ταπεινά ελατήρια – δεν πήγαινε στην ψυχολογία του Γκάτσου κάτι τέτοιο, όπως δεν θ’ άντεχε τη «βεντέτα» ως δίκαιη παράδοση… […] Το Φροσί, έχει όλη τη συμπάθεια εκείνου που μας ιστορεί τα καθέκαστα και ο φονιάς όλο τον συγκρατημένο ανείπωτο θαυμασμό του.

[…] Η μόνη «πράξη» που συντελείται μετά τα κεράσματα του γλυκού και της μέντας είναι να σκύψει (δεν λέγεται, αλλά εννοείται) και να φιλήσει δημοσίως και αμίλητη τα χέρια του «τ’ ακριβά», που ωστόσο έπραξαν ένα φόνο…

[…] Στο σκηνικό του σπιτιού υπάρχει μόνο μία σάλα υποδοχής και είναι το κεντρικό μέρος όπου θα δοθεί η τελική λύση χωρίς να ειπωθεί κουβέντα στο μαρτύριο του σιωπηλού φονιά, μπροστά στους σιωπηλούς συγγενείς και στο «βουβό» Φροσί. Νομίζω ότι τέτοια κορυφαία δραματουργική σκηνή μόνο ο Γκάτσος κατόρθωσε στα χρόνια μας, αρματωμένος καθώς ήταν με τόση θεατρική φόρτιση και παιδεία. Δεν γίνονται και δεν γράφονται εύκολα τέτοια πράγματα και νομίζω ότι τέτοιο τραγούδι δεν θα ξαναγραφτεί τουλάχιστον για τα χρόνια που μας απομένουν…

[…] Το τέλος του μονόπρακτου – γιατί για θεατρικό μονόπρακτο πρόκειται, που ξεπερνά την «αφασία» των δαιμονικών μονόπρακτων του Σάμιουελ Μπέκετ – είναι σύντομο κι αυτό, καμωμένο από τους ίδιους λιγοσύλλαβους, λαχανιαστικούς στίχους.

Ο Γιάννης, από την «άκρη της γωνιάς» του όπου κάθισε μαζεμένος (άλλη μια σκηνική υπόδειξη του Γκάτσου), ανακαλεί σιωπηλός ακόμη μια φορά, αλλά μπροστά σε μάρτυρες, στη μνήμη του το χαμένο όνειρο της αγάπης, χωρίς παράπονο και χωρίς πια να διεκδικεί τίποτα. Εκείνο το σπαρακτικό «θυμήθηκε ξανά / φεγγάρια μακρινά / και τ’ όνειρο που εχάθη» σημαίνει απλούστατα ότι «αυτό» ήταν που τον κατέτρωγε όλα τα βασανισμένα χρόνια μέσα στη φυλακή, ότι «αυτή» η ανάμνηση της οριστικά χαμένης ευτυχίας του θα τον κατατρώγει στο εξής και «αυτό» θα ανακαλεί διαρκώς…

Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ:
Κατευθείαν ποιητικός «πρόγονος» του «Γιάννη του φονιά» είναι «Το μεσολογγίτικο» (1914), ένα από τα πιο ευτυχισμένα ποιήματα του Μιλτιάδη Μαλακάση και της ελληνικής ποίησης.

ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΟ
Η κόρη ενός θαλασσινού κ’ ενός λιμνιώτη η αδερφή
κ η μοσκοθυγατέρα
τραγουδισμένης με καημούς μάνας που στάθηκε κορφή
στη νύχτα και στη μέρα,
τι με τ’ άστρι παράβγαινε και θάμπωνε τον ήλιο –
της Κυρ’ Αννιώς η Μπίλιω
πρώτη μου αγάπη, αυγερινός, μου μήνυσ’ ως ξανάρθα εδώ,
πρι’ φύγω πάλε πίσω
για την ερμιά, την ξενιτιά, να πάω μια μέρα να τη δω,
να δη α θα τη γνωρίσω!…
Χηράμενη της ερωτιάς, κι απ’ την παλιά καταλαλιά,
στο πατρικό ρημάδι,
στα μαύρα και στα σκοτεινά, σαν την κεραυνωμένην ελιά,
την ηύρα το άλλο βράδυ,
που και στ’ αχνό της πρόσωπο μαντεύονταν μονάχα,
θαμπά και νυχτομάχα,
σημάδια του καλού καιρού, τα μυγδαλάτα της τα δυό –
που να μπορούσα να ‘σκυβα, δροσιά την πίκρα τους να πιω! –
στα δάκρυα βουτηγμένα,
για κείνη και για μένα!…

Από τον τίτλο κιόλας του ποιήματος του Μαλακάση, «Το μεσολογγίτικο», έρχεται και η πρώτη νύξη, καθώς παραπέμπει κατευθείαν στον γενέθλιο τόπο των γονιών του Γιάννη του Γκάτσου, αφού είναι «παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη».
[…] Δε μου φεύγει από το μυαλό ότι ο Γκάτσος πρέπει να κονταροχτυπήθηκε μ’ αυτό το ποίημα του Μαλακάση, ότι επεζήτησε να το ξεπεράσει κι ακόμη ότι ο ίδιος συνειδητά έφερε τα βήματά του απέναντι σ’ έναν γερά αρματωμένο αντίπαλο ομότεχνό του και χωρίς αφορμή (και δεν είναι νόμιμη αφορμή, άραγε, η ποιητική δημιουργία; δεν είναι θεμιτή η ανταγωνιστικότητα;) εξώθησε τα πράγματα σε μια μονομαχία, στήνοντας απέναντι από τους πύργους του Μαλακάση τους δικούς του πύργους με τις πολεμίστρες. Το ίδιο άλλωστε έκανε και ο Διονύσιος Σολωμός (για να σταθώ μόνο σε μερικές κορυφές) με τον Φάουστ του Γκαίτε, το ίδιο ο Καβάφης με τον Πλούταρχο και την Ιστορία, το ίδιο ο Σαίξπηρ, παίρνοντας αυτούσιους τους μύθους από τον Πλούταρχο, το ίδιο οι αρχαίοι τραγικοί από τον Όμηρο…
[ΠΗΓΗ: Το Καρφί  09/05/2016]

Γκάτσος - Χατζιδάκις – Μητσιάς

https://youtu.be/3AxA1FLv7FY

Ο,ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΥΛΙΚΑ (με λέξεις) ΚΛΕΙΔΩΝΕΙ ΚΑΙ ΞΕΚΛΕΙΔΩΝΕΙ ΑΠΟ ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ ΑΫΛΟ:

$
0
0
Η Μαρία Μήτσορα στο βιβλίο της ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ φιλοσοφεί μετ’ ευτελείας για τους πραγματικούς ή φανταστικούς έρωτες...Υπάρχουν άραγε έρωτες πραγματικοί τη στιγμή που είναι βέβαιο ότι ερωτευόμαστε πλάσματα της φαντασίας μας; Στην ιστορία, για παράδειγμα, ΕΡΩΤΑΣ, ΕΛΛΕΙΨΗ και ΓΛΩΣΣΑ (αμέσως παρακάτω) η ηρωίδα ερωτεύεται έναν τοίχο και ψηλαφώντας τον θα κάνει το γύρο του κόσμου στις τρεις σελίδες αυτής της ιστορίας...Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια είναι μέσα σ’ ανθρώπους. Μπορεί να έχεις ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή γράφοντας όμως με λέξεις μικρές ή μεγάλες ιστορίες, σε παίρνουν οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού.. Έτσι και η ίδια η συγγραφέας που η ζωή και η γραφή της είναι ένα, κάνει  με τις λέξεις κόλπα ταχυδακτυλουργικά και έχει το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας… Ενδεχομένως να μη φτάσει ποτέ σε κάποιον τελικό προορισμό. Έρχεται όμως μια στιγμή που ανοίγει και πάλι ο καιρός και μαζί του οι δρόμοι και οι φράσεις, και (εφ)ευρίσκεται η λέξη-κλειδί,  που προστάζει, που αποσαφηνίζει… Δεν θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά… Οι ήρωες της Μαρίας Μήτσορα συνήθως λογοδοτούν στη γεωμετρία του Τυχαίου, στη μεταφυσική του Τίποτα, στην ποίηση του Λαχταρώ. Και στο ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ και στο ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ η συγγραφέας περιφέρεται, εντός και εκτός σελίδων, μ’ ένα ανικανοποίητο αίσθημα αποχαιρετισμού ερώτων (διάβαζε: εξημερωμένων θανάτων), ταξιδιών (λαβύρινθων αυτοπαρατήρησης), ιστοριών (μασκαρεμένων σιωπών). Η γραφή της Μήτσορα βυθίζει τον αναγνώστη, μ’ ανελέητο (μαύρο κέφι), στο παραδεισένιο μηδέν του ξανακερδισμένου εαυτού. Ιδού άλλο ένα παράδειγμα στην ιστορία που ακολουθεί (με ΚΛΙΚ στην εικόναAMITBAR]


ΕΡΩΤΑΣ, ΕΛΛΕΙΨΗ και ΓΛΩΣΣΑ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, Εκδόσεις Πατάκη 2006)
Δεν θα μιλήσω σ’ αυτό το βιβλίο για τους έρωτές μου τους πραγματικούς. Φτάνει να πω ότι έχω ερωτευτεί ακόμα κι έναν τοίχο. Υπάρχουν άραγε έρωτες πραγματικοί; Αφού ερωτευόμαστε πλάσματα της φαντασίας μας. Μοιάζει με σοφιστεία. Θα μιλήσω για ό,τι καθόρισε τον τρόπο να ερωτεύομαι το φανταστικό. Μόλις τώρα μίλησα για τον Τέο. Στην Περίληψη του Κόσμου ένας τυφλός λέει στη Σοφία: «Οι τοίχοι μου δείχνουν το δρόμο», κι εκείνη, που επίσης ερωτεύτηκε έναν τοίχο, θα κάνει ψηλαφώντας τον, μέσα σ’ ένα καλοκαίρι, το γύρο του κόσμου της.

Ίσως εξαιτίας του Τέο (και εξαιτίας του αδελφού μου) να ερωτεύτηκα στα είκοσι τρία τον Θάνο. Κι επειδή η γνώση που διέθετα όταν ήμουν παιδί είχε πια από καιρό χαθεί, μόνο εγώ δεν ήξερα ότι αυτή η ιστορία θα τέλειωνε άσχημα. Μόνο εγώ δεν ήξερα ότι ήταν πραγματικά τρελός. Νόμιζα ότι ήταν κάποιο ξωτικό, κάποιος παραπλανημένος άγιος… Μέχρι να δω στην κοιλιά μου το μαχαίρι που κρατούσε, με παραμορφωμένο πρόσωπο (λίγο αίμα, γιατί η ζώνη μου ήταν από χοντρό δέρμα), μέχρι να πετάξει από τον τρίτο όροφο και να μου αλλάξει τη ζωή. Όταν πηγαίνω καμιά φορά στο Πρώτο Νεκροταφείο, στέκομαι πάνω από τον τάφο του και του ψιθυρίζω «Εσύ, που έμεινες για μένα είκοσι έξι χρονών, θα με περιμένεις, το ξέρω, στο Σκοτεινό Πέρασμα»

Στον έρωτα δίνουμε και παίρνουμε αυτό που δεν έχουμε. «Ledondecequonnapas» μου έγραφε, μία δεκαετία αργότερα, τη φράση του Lacanο Χρήστος. Έτσι είναι, στον έρωτα χαρίζουμε αυτό που μας λείπει, ελπίζοντας πως το ίδιο θα κάνει κι ο άλλος. Πως θα μας χαρίσει αυτό που η έλλειψή του είναι τόσο βασανιστική. Κι αν δεν το κάνει, υποθέτουμε ότι δεν μας ερωτεύτηκε αρκετά. Ένα πλεόνασμα έλλειψης μαγικά κλειδώνει, σε κάτι σαν – δύο ελλείψεις κλειδώνουν σε μία κατάφαση, σε μία κατάσταση, όπου, της φαντασίας υπερέχουσας, πλανάται η μοναδική ευκαιρία για πληρότητα. Στον έρωτα, όταν δεν είναι άγιος, τίποτα δεν μας ενώνει, αντίθετα, μας χωρίζει, αλλά και μας κρατά καθηλωμένους, το μέγεθος της έλξης. Επειδή τα αντίθετα έλκονται, κάθε μεγάλη έλξη μας διαφοροποιεί.
Σκέφτομαι ότι χάρις στην έλλειψη γράφω. Θυμάμαι φράσεις από βιβλία γλωσσολογίας: «η γλώσσα γεννιέται από μια κρίσιμη παραίτηση, από την ταύτιση με τη μητέρα» (Α.Φ. Χριστίδης), «Το ασυνείδητο είναι η κατεξοχήν πατρίδα της μεταφοράς». Πάλι θα πω για το μαργαριτάρι που είναι μια αρρώστια, ένα βάσανο για το στρείδι, ενώ για τους ανθρώπους πολύτιμο. Και πάλι θα πω ότι υπάρχουν ελλείψεις που δεν σου επιτρέπουν να περπατάς, αλλά σου μαθαίνουν να πετάς.

«Ίπταμαι, υπερίπταμαι, καθίπταμαι» έγραψα μία και μοναδική φορά αυτό που αισθανόμουν, στη μητέρα μου, από τη Γαλλία (έχοντας πάρει, είναι η αλήθεια, μερικές αμφεταμίνες), αντί για να γνωστά «Γλυκιά μου μαμά». Όταν γύρισα, μου είχε κλείσει ραντεβού με έναν ψυχίατρο στο σπίτι κι εκείνος επέμενε, μετά από μία σύντομη συζήτηση, ότι είμαι σχιζοφρενής. Όσο περισσότερο επέμεναν και οι δύο να καθίσω ένα διάστημα σε κάποια κλινική (η μητέρα μου στο τέλος λέγοντας «Κάν’ το για χάρη μου»), τόσο περισσότερο γελούσα, κι εκείνος της έλεγε «Το βλέπετε αυτό το αναίτιο γέλιο». Τελικά εγώ δεν πείστηκα, και τότε η μητέρα μου, από το άγχος της ότι δεν είμαι καλά, μπήκε η ίδια στη Γαλήνη. Έτσι συνέχισα να ίπταμαι και να υπερίπταμαι της κλινικής. Τρεις φορές την εβδομάδα να καθίπταμαι, για να την επισκεφτώ. Οι μοιραίες στρατηγικές που περιγράφει ο Baudrillard. Μόνο που εκείνος ήταν ένας τόσο γοητευτικός φιλόσοφος, ώστε όταν πέθανε να γράψουν «Πέθανε το ομοίωμα του φιλοσόφου»! Ενώ εγώ ίσως να μην σας γοητεύσω αρκετά, πριν από την ιστορία με τα Πουλιά Μαθηματικούς, να αφεθώ για λίγο ακόμα σ’ αυτήν τη φιλοσοφική διάθεση.

Η Μαρία Μήτσορα γενήθηκε στην Αθήνα το Νεόμβριο του 1946. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων. Έχει γράψει, τη συλλογή διηγημάτων «Άννα, να ένα άλλο» (Εκδ. «Άκμων») και τα μυθιστορήματα «Σκόρπια Δύναμη» (Εκδ.»Οδυσσέας»), «Περίληψη του κόσμου» (Εκδ. «Κέδρος»), «Ο Ήλιος δύω» (Εκδ. «Οδυσσέας), «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση» (Εκδ. «Πατάκη»). Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.


ΓΙΑΤΙ, ΛΕΝΕ, Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΡΕΧΕΙ ΙΛΙΓΓΙΩΔΩΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΗ (για να την ξανασκέφτεσαι αντί να την ζεις κάθε στιγμή)

$
0
0

Ξαναμπήκα, λοιπόν, στο τρένο για το ταξίδι του παιδεμού! Ξαναμπαίνουν στο τρένο από το οποίο πρόλαβαν και κατέβηαν πριν ξεκινήσει, λογαριάζοντας την τελευταία στιγμή πως θα ήταν χαμένος χρόνος να καβαλήσουν ένα όχημα που, αντί να σε ταξιδεύει, σε καθηλώνει. Όλοι αυτοί, στην αρχή ήταν βέβαιοι πως είναι ένα ταχύτατο τραίνο TGVπου έτρεχε με τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα. Ακόμη κι αν δεν έτρεχε με 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, νόμιζαν ότι, καθισμένοι σε κάποιο απ’ τα βαγόνια του, θα μπορούσαν να οργώσουν μεθοδικά το χώρο, προλαβαίνοντας να παρατηρήσουν το κάθε τετραγωνικό μέτρο που θα προσπερνούσε. Έτσι νόμιζαν… Και μόνο την τελευταία στιγμή μπορούσες να καταλάβεις ότι το τραίνο αυτό δεν προσπερνούσε ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό από αυτά που είχες διανύσει και ότι σε ξαναγύριζε πίσω για να ξαναδείς, γραμμή προς γραμμή, την επιφάνεια της πεπατημένης που είχες καλύψει στο παρελθόν…Τον κατανοείς!.. Δεν είναι άνθρωπος του Ναι. Κάτι τέτοιοι, όπου και να τους βάλεις χωράνε, διότι δεν ξέρουν από εσωτερικούς κόσμους και δεν βασανίζονται. Όμως, οι άνθρωποι του Όχι πουθενά δεν χωράνε, δεν έχουν πού να σταθούν. Αν είναι τυχεροί να έχουν γεννηθεί ποιητές τότε φτιάχνουν ένα δικό τους κόσμο για να υπάρξουν, αλλιώς είναι πλάνητες και περιπλανώνται δίχως σκοπό... Κακά τα ψέματα, η αλήθεια μέσα μας και η έξω πραγματικότητα, όσο και να προσπαθήσουμε, δεν συμφιλιώνονται. Οι αισιόδοξοι εθελοτυφλούν. Ο ασήμαντος εξωτερικός κόσμος, σπασμένος σε χίλια κομμάτια, δεν συμβιβάζεται με το ύψος του εσωτερικού μας κόσμου. Αυτός μόνον, με τη συνοχή και την απεραντοσύνη του, αγκαλιάζει την οικουμένη, της δίνει ενότητα και αθανασία [Αλεξάνδρα Δεληγιώργη,μικρά αποσπάσματα από τα ΜυθιστορήματαΓΥΝΑΙΚΕΣή ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ και ΤΡΥΦΕΡΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ– ART by Igor-Morski]




ΧΑΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΝΑ ΚΑΒΑΛΗΣΕΙΣ ΕΝΑ ΟΧΗΜΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙ ΝΑ ΣΕ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΕ ΚΑΘΗΛΩΝΕΙ:
Ξαναμπήκα, λοιπόν, στο τραίνο για το ταξίδι του παιδεμού. Αυτό κάνουν όσοι δεν έχουν άλλη επιλογή. Ξαναμπαίνουν στο τραίνο από το οποίο πρόλαβαν και κατέβηκαν πριν ξεκινήσει, λογαριάζοντας την τελευταία στιγμή πως θα ήταν χαμένος χρόνος να καβαλήσουν ένα όχημα που, αντί να σε ταξιδεύει, σε καθηλώνει. Όλοι αυτοί, στην αρχή,  ήταν βέβαιοι πως είναι ένα ταχύτατο TGVτρένο που έτρεχε με τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα. Ακόμη κι αν δεν έτρεχε με 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, νόμιζαν ότι, καθισμένοι σε κάποιο από τα βαγόνια του, θα μπορούσαν να οργώσουν μεθοδικά το χώρο, προλαβαίνοντας να παρατηρήσουν το κάθε τετραγωνικό μέτρο που θα προσπερνούσε. Έτσι νόμιζαν, όταν πηδούσαν μες στα βαγόνια του. Μόνο την τελευταία στιγμή μπορούσες να καταλάβεις ότι το τρένο αυτό δεν προσπερνούσε ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό από αυτά που είχες διανύσει. Κι ότι σε ξαναγύριζε πίσω για να ξαναδείς, γραμμή προς γραμμή, πόντο με πόντο, την επιφάνεια της πεπατημένης που είχες καλύψει στο παρελθόν. Και δεν αρκούσε να καταλάβεις. Έπρεπε και να προλάβεις μ’ ένα σάλτο να ξαναβρεθείς στην αποβάθρα, αναστενάζοντας με ανακούφιση που γλίτωσες μια βασανιστική και άσκοπη διαδρομή. Γιατί, λένε, ο χρόνος τρέχει ιλιγγιωδώς και η ζωή είναι πολύ σύντομη για να την ξανασκέφτονται αντί να την ζουν. Θα πρέπει να είσαι απελπισμένος, να μην περιμένεις πια τίποτα να προλάβεις, να κάνεις ένα δεύτερο σάλτο και να ξανανέβεις πριν ξεκινήσει ξανά. Όπως ήμουν κι όπως έκανα εγώ. Δεν περίμενα τίποτα. Αν δεν είχα προλάβει, όμως, να κατέβω, την πρώτη φορά, δεν θα το καταλάβαινα.

Τέλος πάντων, από αυτά τα αργά ταξίδια κατά μήκος της πεπατημένης περιμένουν όσοι δεν πήραν το τρένο, γιατί πρόλαβαν και κατέβηκαν, να δουν τι σκεφτήκαμε και τι είδαμε εμείς που προλάβαμε να ξανανεβούμε. Περιμένουν τις αποκαλύψεις μας, αφού εικάζουν ότι θα τις καταθέσουμε σε έγκριτα περιοδικά που θα τους δείξουν όσα αδυνατούν να δουν. Χαμπάρι δεν παίρνουν πως είναι θύματα της αδράνειας που μας καταλαμβάνει, όταν ατυχήσουμε ή όταν αποτύχουμε πάνω από δέκα φορές…»
 [ΠΗΓΗ: Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, απόσπασμα από το μυθιστόρημά της ΓΥΝΑΙΚΕΣ ή ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ]

ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΗ ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
«… Ή μήπως μπορούσε; Ίσως αυτό να πίστευε ο Σκληρός και γι’ αυτό πάλευε. Ο Καβάφης, όμως, δεν είχε καμιά αμφιβολία για την αξεπέραστη τραγικότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Όπως βαθύτατα πίστευε, το αρχαίο δράμα είχε έρθει η στιγμή να δώσει τη θέση του στην τραγική ποίηση. Η τραγική ποίηση, ήταν φυσικό ύστερα από δυόμιση χιλιάδες χρόνια, να χρησιμοποιεί, αντί για το μύθο, την Ιστορία. Πάνω της έπλεκε τις παραστάσεις της για να δείξει στους αναγνώστες της που θα μάθαιναν και θα απάγγελναν τα τραγικά ποιήματα, με ποιον τρόπο η μοίρα που την ορίζουν τα πάθη όχι των θεών, αλλά των ανθρώπων, είναι λειψή χωρίς τη συνεργασία της αβυσσαλέα ψυχής. Αφού χωρίς την ελευθερία να παραβιάζουμε τη μοίρα μας, τι θα ’ταν η μοίρα;

Αναρωτιόταν αν ο Σκληρός είχε σκεφτεί αυτό το μέγα ζήτημα της τραγικότητας. Σίγουρα, αλλά ασφαλώς, την απέφευγε. Γι’ αυτόν, δεν φαινόταν να υπάρχει πουθενά κάθαρση, που θα τον πήγαινε πάνω από την ενοχή. Και επομένως, το μόνο που έμενε και μετρούσε γι’ αυτόν ήταν μια ατελείωτη αυτοεξέταση και μια αέναη μεταμόρφωση του υπάρχοντος κόσμου. Επιζητούσε τη μεταμόρφωση του υπάρχοντος κόσμου γιατί δεν μπορούσε να φτιάξει ένα δικό του κόσμο. Δεν είχε το απαιτούμενο χάρισμα ούτε την όρεξη ή την κλίση γι’ αυτό. Ή μήπως είχε δίκιο και προείχε να αλλάξει ο υπάρχων και δεδομένος κόσμος; Ίσως. Αλλά πάλι, χωρίς τα τραγικά ποιήματα αυτό ήταν απολύτως αδύνατο.

Ξαφνικά, ένιωσε να συμπαθεί τον Σκληρό. Εκτός του ότι δεν είναι όμορφος, παραείναι ευαίσθητος. Επιμένει να θέλει να συμφιλιώσει πράγματα ασυμφιλίωτα, όπως είναι η αλήθεια του μέσα με την πραγματικότητα του έξω. Από παιδικό πείσμα κι από φόβο, ίσως επιμένει να αντιπροτείνει στην τραγωδία την συμφιλίωση. Τον κατανοεί. Δεν είναι άνθρωπος του ναι. Κάτι τέτοιοι, όπου και να τους βάλεις χωράνε, διότι δεν ξέρουν από εσωτερικούς κόσμους και δεν βασανίζονται. Όμως, οι άνθρωποι του όχι πουθενά δεν χωράνε, δεν έχουν πού να σταθούν. Αν είναι τυχεροί να έχουν γεννηθεί ποιητές, τότε φτιάχνουν ένα δικό τους κόσμο για να υπάρξουν. Αλλιώς είναι πλάνητες. Περιπλανώνται όπως ετούτος εδώ.

Στο τέλος της ομιλίας του, ο Καβάφης σφίγγει λίγο παραπάνω το χέρι του Σκληρού. Κακά τα ψέματα, η αλήθεια μέσα μας και η έξω πραγματικότητα, όσο και να προσπαθήσουμε, δεν συμφιλιώνονται. Οι αισιόδοξοι εθελοτυφλούν. Ο ασήμαντος εξωτερικός κόσμος, σπασμένος σε χίλια κομμάτια, δεν συμβιβάζεται με το ύψος του εσωτερικού μας κόσμου. Αυτός μόνον, με τη συνοχή και την απεραντοσύνη του, αγκαλιάζει την οικουμένη, της δίνει ενότητα και αθανασία…»


 [ΠΗΓΗ: Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, απόσπασμα από το μυθιστόρημά της ΤΡΥΦΕΡΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ]

«ΘΗΛΥΚΕΣ» ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ (με άξονα περιστροφής τη γυναίκα και τις ατέρμονες αμφιταλαντεύσεις ανάμεσα στο καλό και το κακό)

$
0
0
Στην κινηματογραφική παραγωγή του 2015 και 2016 υπάρχει μια ομάδα ταινιών με πρωταγωνίστριες γυναίκες. Προέρχονται από ποικίλες κινηματογραφικές «σχολές» και με αφηγηματικούς τρόπους που παρουσιάζουν αρκετές αποκλίσεις. Κοινό χαρακτηριστικό όμως αυτών των ταινιών φαίνεται να είναι η εστίαση στην άνιση πάλη των  ηρωίδων με υπέρμετρους εξωγενείς παράγοντες ή η αμφιταλάντευσή τους ανάμεσα στο καλό και το κακό.. Ο αγώνας  αυτός, υπέρ της αλήθειας ή του ψεύδους, υπέρ της αθωότητας ή της ενοχής, είναι δίχως τελειωμό και η αναζήτηση νοήματος σ’ έναν κόσμο που δεν μπορεί να το προσφέρει, μένει εκκρεμής,   παρ’ όλες τις χαραμάδες φωτός για ευτυχισμένο τέλος:  
1η] ΒΙΚΤΟΡΙΑ: Η ηρωίδα μέσα από την ένταση αλλά και την ελαφρότητα του «εδώ και τώρα» αφήνεται στο τυχαίο αναζητώντας ένα έρεισμα ή μια αιτία να υπάρξει και να ανήκει.
2η] Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΓΗΣ: Ψυχογράφημα δυνατό, ερμηνείες σπάνιες. Η πορεία προς την ψυχική κατάρρευση αποδίδεται χωρίς μελοδραματισμό, αλλά με μιαν ένταση που προκύπτει από τις επάλληλες τομές του εσωτερικού κόσμου, οι οποίες κατορθώνουν να αποτυπώσουν την πυκνή ύλη της δυστυχίας σε μια γυναικεία φιλία που οι τριγμοί της τρομάζουν, σε μια σχέση που δεν ξέρεις ποιος έφταιξε και ποιος πληρώνει!..
3η] ΦΕΛΙΞ και ΜΕΪΡΑ: Μια αφήγηση αργών ρυθμών, η οποία υπογραμμίζει το απλό και το ασήμαντο, τη σιωπή και την αμηχανία ανθρώπων που δεν έχουν μάθει να επικοινωνούν.Η ταινία κεντράρει στη Μεϊρά που ζει υποταγμένη αλλά δεν παραιτείται, που αντιστέκεται και πεισμώνει χωρίς να επαναστατεί…
4η]Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Τρεις διαδοχικές οπτικές γωνίες στην αφήγηση, αλλάζουν την τροπή της ιστορίας δίνοντας την απαραίτητη αποστασιοποίηση, ώστε ο θεατής να αγνοεί τα κίνητρα και τις βαθύτερες σκέψεις των πρωταγωνιστών και να ερμηνεύει εκ των υστέρωνμε διαφορετικό τρόπο τα αρχικά σήματα της πλοκής.Σε έναν αγώνα ταχύτητας και ίντριγκας, η «θηλυκή» πλευρά του έρωτα και της τρυφερότητας είναι ο τελικός κυρίαρχος του παιχνιδιού με την ομορφιά να αποθεώνεται στη λεπτή λευκότητα των κορμιών των δύο πρωταγωνιστριών που θα διδάξουν η μία στην άλλη την αληθινή ηδονή και την αγάπη. Ωστόσο…(η συνέχεια επί της οθόνης)
5η] ΕΚΕΙΝΗ: Ο σκοτεινός βυθός που ταραγμένα μάς βασανίζει κάτω από μιαν ακύμαντη επιφάνεια, μέσω της οποίας προφασιζόμαστε ότι διατηρούμε την ψευδαίσθηση της ισορροπίας και τον έλεγχο της επιτυχίας. Το παθολογικό παρελθόν επισκιάζει το επιτυχημένο προφίλ της κεντρικής ηρωίδας, το πατρογονικό σφάλμα βαραίνει πάνω της πολλαπλά. Κι ενώ γυρεύει τον ένοχο σε μια παρτίδα εκδίκησης, βουλιάζει η ίδια μέσα στην ηδονή της βίας που προσπαθεί να ξορκίσει, αλλά την πολιορκεί συνεχώς…      [λεπτομέρειες για αυτές τις Πέντε «θηλυκές» ταινίες στο κείμενο που ακολουθεί. Το υπογράφει η  Άννα Αφεντουλίδου και πρωτο- δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρεαρ – ART by MAUVE]



1.    Βικτόρια (Victoria, Σεμπάστιαν Σίμπερ, Γερμανία, 2015):
Ένα μονοπλάνο 140 λεπτών παρακολουθεί μια νύχτα της Βικτόριας, μιας νεαρής Ισπανίδας πιανίστριας που απογοητευμένη από μια κοπιαστική ζωή χωρίς πολλές προοπτικές επιτυχίας, εγκαταλείπει σπουδές και καριέρα και μεταναστεύει στο Βερολίνο δουλεύοντας σε ένα καφέ. Γνωρίζεται σε ένα μπαρ με την παρέα τεσσάρων νεαρών Γερμανών, τους ακολουθεί και στην διάρκεια της νύχτας βρίσκεται μπλεγμένη σε μια αλυσίδα παραβατικών πράξεων που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή και την ελευθερία της. Χωρίς λόγο, χωρίς ιδιαίτερη επιθυμία, θα αφεθεί σε μια ανέμελη πορεία αμφίβολης διασκέδασης, η οποία θα εξελιχθεί σε επικίνδυνη περιπέτεια. Ρεαλιστικοί χαρακτήρες, με μιαν ανεπιτήδευτη και εκφραστική, σχεδόν «αθώα» ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια, εντατική ροή παρόλη την ανυπαρξία «συγκλονιστικών» γεγονότων. Η αδιάκοπη κίνηση της κάμερας που ακολουθεί τους ήρωες συνηγορεί στην αίσθηση του βεβιασμένου αλλά και του ανικανοποίητου που χαρακτηρίζει τους τρόπους της νέας γενιάς. Αυτή η καταδικασμένη στο περιθώριο αλλά και διψασμένη για συγκινήσεις γενιά, είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής, την οποία ο σκηνοθέτης συν-αισθάνεται και στην οποία συμ-παρ-ίσταται με επιείκεια, κατανόηση αλλά και θλίψη. Η ηρωίδα ως γνήσια εκπρόσωπός της μέσα από την ένταση αλλά και την ελαφρότητα του «εδώ και τώρα» αφήνεται στο τυχαίο αναζητώντας ένα έρεισμα ή μια αιτία να υπάρξει και να ανήκει. Ή αναζητώντας απλά ένα νόημα σε έναν κόσμο που δεν μπορεί να το προσφέρει, όσο κι αν τον εκβιάσεις. Δίκαιο και άδικο, νόημα και α-νοησία ζυγίζονται αμφίρροπα μέχρι το τέλος.

2.    Η Βασίλισσα της Γης (Queen of Earth, Άλεξ Ρος Πέρι, ΗΠΑ, 2015).
Η Ελίζαμπεθ Μος, ερμηνεύει βαθιά, χωρίς ακρότητες –γι’ αυτό και αλησμόνητα– όλες τις διακυμάνσεις του εσωτερικού σπαραγμού της νεαρής Κάθριν, η οποία περνά μια πολύ δύσκολη περίοδο μετά τον θάνατο του πατέρα της-ενός διάσημου καλλιτέχνη, για τον οποίο και εργαζόταν ως γραμματέας- απώλεια που προβάλλει εντονότερη μετά από την εγκατάλειψή της και από τον ερωτικό της σύντροφο. Αναζητώντας συναισθηματική υποστήριξη πηγαίνει στο εξοχικό σπίτι της καλύτερής της φίλης, η οποία δείχνει να την δέχεται με συνεχείς χειρονομίες αγάπης και φροντίδας. Κι ενώ φαίνεται σαν να επιζητούν μια βαθύτερη φιλική επαφή, η ολιγοήμερη συμβίωση των δύο γυναικών θα φέρει στο φως πληγές και πάθη που κρύβονται καλά κάτω από την επίπλαστη επιφάνεια της μακρόχρονης φιλίας. Ψυχογράφημα δυνατό, ερμηνείες σπάνιες. Η πορεία προς την ψυχική κατάρρευση αποδίδεται χωρίς μελοδραματισμό, αλλά με μιαν ένταση που προκύπτει από τις επάλληλες τομές του εσωτερικού κόσμου, οι οποίες κατορθώνουν να αποτυπώσουν την πυκνή ύλη της δυστυχίας σε μια γυναικεία φιλία που οι τριγμοί της τρομάζουν, σε μια σχέση που δεν ξέρεις ποιος έφταιξε και ποιος πληρώνει. Αθωότητα ή ενοχή, αγάπη ή σκληρότητα σε μία διάζευξη που δεν κατακυρώνεται.

3.    Φελίξ και Μεϊρά (Felix & Meira, Μαξίμ Ζιρού, Καναδάς, 2015).
Η Μεϊρά είναι μία νεαρή παντρεμένη Εβραία της αυστηρής χασιδικής κοινότητας και μητέρα ενός μικρού κοριτσιού, βρέφους ακόμα. Γνωρίζεται τυχαία με τον Φελίξ, έναν άντρα γύρω στα 40, που ζει μοναχικά, χωρίς απασχόληση, ξοδεύοντας την πατρική του κληρονομιά, της οποίας η σκιά βαραίνει παράξενα το παρόν του. Και οι δύο, παρόλες τις διαφορές τους, αισθάνονται μόνοι, βουλιάζοντας σε μία πνιγηρή καθημερινότητα, σε έναν συναισθηματικό λήθαργο, αταίριαστοι και αποξενωμένοι από τους υπόλοιπους του κόσμου τους. Αυτό είναι που θα τους ενώσει σε μια σχέση χωρίς πάθος ή συγκλονισμό, αλλά ήπια και συγκρατημένη. Ο έρωτας που υποδηλώνεται χωρίς να εκφράζεται, δεν είναι παράφορος ή συναρπαστικός, απλώς δίνει την αφορμή, για να αισθανθούν ζωντανοί και ικανοί να αναλάβουν πρωτοβουλίες για τη ζωή τους. Μια αφήγηση αργών ρυθμών, η οποία υπογραμμίζει το απλό και το ασήμαντο, τη σιωπή και την αμηχανία ανθρώπων που δεν έχουν μάθει να επικοινωνούν. Ακόμη και τα χρώματα της ταινίας είναι ήπια και άτονα, οι χώροι προβάλλονται σχεδόν «κενοί», οριοθετώντας ένα αφιλόξενο, απογυμνωμένο αστικό τοπίο. Οι ήρωες συνομιλούν στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανοεβραϊκή (γίντις) σε μια πολυγλωσσική επικοινωνία, η οποία υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τη δυσκολία της βαθύτερης επαφής. Η ταινία κεντράρει στη Μεϊρά που ζει υποταγμένη αλλά δεν παραιτείται, που αντιστέκεται και πεισμώνει χωρίς να επαναστατεί. Που είναι περισσότερο δυνατή από ό, τι φαίνεται, που ασφυκτιά εκεί που ο σύζυγός της αισθάνεται πλήρης και ασφαλής. Το τέλος θα μπορούσε να σημάνει μιαν αισιόδοξη ανατροπή, αν και αυτό που ουσιαστικά μάς δίνει είναι μόνο μιαν ανάσα ανακούφισης. Τους ήρωες τους συμπαθούμε, χωρίς να συμπάσχουμε μαζί τους, σε μια ιστορία που κρατά ίσες αποστάσεις χωρίς να ενοχοποιεί κανέναν. Ελευθερία και δέσμευση, δύναμη και αδυναμία, αντίσταση και υποταγή, ζεύγματα χωρίς συγκρούσεις σε μια ταινία που αποπνέει τρυφερότητα για την ανθρώπινη αδυναμία αλλά και την δύναμη, που όσο βαθιά και να κρύβεται μέσα μας, κάποτε αχνοφέγγει.

4.    Η Υπηρέτρια (The Handmaiden, Παρκ Τσαν-Γουκ, Νότια Κορέα, 2016)
Στην Κορέα του 1930, που βρίσκεται υπό ιαπωνική κατοχή, σε μια απομονωμένη έπαυλη φθάνει μια νεαρή υπηρέτρια, για να δουλέψει ως καμαριέρα της νεαρής πλούσιας κληρονόμου, η οποία ζει μοναχικά μαζί με τον ιδιόρρυθμο αυταρχικό θείο της, που σχεδιάζει να την παντρευτεί, για να της υφαρπάξει την περιουσία. Ο σχεδιασμός της αρχικής σαγήνευσης της Κυρίας υπο-δεικνύεται ως διπλή μηχανή, για να από-δειχθεί τριπλή, σε ένα διαδραστικό παιχνίδι, όπου θύματα και θύτες αλληλοεξαπατώνται. Τρεις διαδοχικές οπτικές γωνίες στην αφήγηση, αλλάζουν την τροπή της ιστορίας δίνοντας την απαραίτητη αποστασιοποίηση, ώστε ο θεατής να αγνοεί τα κίνητρα και τις βαθύτερες σκέψεις των πρωταγωνιστών και να ερμηνεύει εκ των υστέρων με διαφορετικόν τρόπο τα αρχικά σήματα της πλοκής. Στιλιζαρισμένοι χαρακτήρες, «ατμοσφαιρική» σκηνογραφία, καδραρισμένη φωτογραφία και διαυγή χρώματα δημιουργούν ένα «κλίμα» που παγιδεύει τον θεατή και συνεχώς τον παραπλανά. Η βία αποκαλύπτεται ολοένα πιο έντονη καθώς η διήγηση ξετυλίγεται, σκοτεινά σεξουαλικά ένστικτα, εκδίκηση, αντισυμβατικοί έρωτες συμφύρονται με το απρόοπτο, το μυστήριο, το σασπένς αλλά και την ειρωνεία και την αυτοϋπονόμευση- που σε κάποιες στιγμές οδηγούν στα όρια του κωμικού την αφήγηση. Σε έναν αγώνα ταχύτητας και ίντριγκας, η «θηλυκή» πλευρά του έρωτα και της τρυφερότητας είναι ο τελικός κυρίαρχος του παιχνιδιού με την ομορφιά να αποθεώνεται στη λεπτή λευκότητα των κορμιών των δύο πρωταγωνιστριών που θα διδάξουν η μία στην άλλη την αληθινή ηδονή και την αγάπη. Ωστόσο. Το happy end δηλητηριάζεται από τις σκηνές βίας που κρατά για το κλείσιμο- σχεδόν με σαδιστική ευχαρίστηση- ο σκηνοθέτης. Αλήθεια και ψέμα, έρωτας και δόλος ακροβατούν στα όρια μιας αυτάρεσκης υπερβολής.
5.    Εκείνη (Elle, Πολ Βερχόφεν, Γαλλία-Γερμανία, 2016).
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ κατορθώνει να αποδώσει με αξιοθαύμαστο τρόπο την βαθύτερη πολυτροπία της συγκαλυπτικής ψυχρότητας της Μισέλ, μιας Διευθύντριας εταιρίας ηλεκτρονικών παιχνιδιών, αυστηρής και αδίστακτης τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική της ζωή. Ένας μασκοφόρος άντρας τής επιτίθεται μέσα στο σπίτι της και τη βιάζει. Ξεκινά η ίδια, μυστικά, την αναζήτηση του δράστη ερευνώντας το επαγγελματικό και γειτονικό της περιβάλλον. Αναζήτηση που θα την οδηγήσει σε μια αναδιαπραγμάτευση των προσωπικών και οικογενειακών της σχέσεων, αλλά και στην ανα-κάλυψη των μυχών του δικού της ψυχισμού. Ο σκοτεινός βυθός που ταραγμένα μάς βασανίζει κάτω από μιαν ακύμαντη επιφάνεια, μέσω της οποίας προφασιζόμαστε ότι διατηρούμε την ψευδαίσθηση της ισορροπίας και τον έλεγχο της επιτυχίας. Το παθολογικό παρελθόν επισκιάζει το επιτυχημένο προφίλ της κεντρικής ηρωίδας, το πατρογονικό σφάλμα βαραίνει πάνω της πολλαπλά. Κι ενώ γυρεύει τον ένοχο σε μια παρτίδα εκδίκησης, βουλιάζει η ίδια μέσα στην ηδονή της βίας που προσπαθεί να ξορκίσει, αλλά την πολιορκεί συνεχώς: στην εργασία, στη σχέση με τον πατέρα, τον σύζυγο, τον γιο. Καλό και κακό, θύμα και θύτης, συζυγίες που μέχρι το τέλος μάς εμπαίζουν, κάποιες στιγμές με παιδική αθωότητα και κάποιες άλλες με σαρδόνιο σαρκασμό.


 [ΠΗΓΗ: Άννα Αφεντουλίδου, Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΑΝΑ ΜΟΥ, ΣΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΛΑΜΠΡΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΤΑ ΚΑΣΤΡΑ, ΠΟΡΦΥΡΗ ΔΥΣΗ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ, ΑΓΟΡΕΣ και ΠΑΖΑΡΙΑ ΟΠΟΥ ΝΑ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΣΟΥ ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ:

$
0
0
Σε είπανε Θεσσαλονίκη, Σαλονίκη, Σαλονίκ, Σελιανίκ, Σαλονίκο, Σαλόνικα και Σόλουν. Μικρή Κωνσταντινούπολη και Νέα Ιερουσαλήμ. Υπήρξες η αγαπημένη των Ησυχαστών, η εκλεκτή των Καισάρων, η οιονεί προσφυγομάνα, και τον καιρό της Κατοχής, στον οργασμό του ρεμπέτικου, η πρώτη –λέει ο βαμβακάρης- φτωχομάνα. Μητέρα Θεσσαλονίκη σε ονόμασε ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης. Κι έτσι σε νιώθουμε… [ακολουθεί κείμενο του Θωμά Κοροβίνη  που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Biennale 3, 2011 –οι  Τέμπερες με μνημεία της Θεσσαλονίκης είναι του Ντίνου Παπασπύρου]


Κάθε πρωί σε περπατώ στην παλιά παραλία σου, αγαπημένη, εκεί που στέκονταν τα τείχη σου μέχρι το 1875, εκεί όπου ο ευφυής Εμπάρ είχε σχεδιάσει μια προκυμαία είκοσι πέντε μέτρα πιο μπροστά από τη σημερινή, έτσι που ο περίπατος θα γινόταν σχεδόν πάνω στα νερά του Θερμαϊκού σου. Περπατώ κι αναπολώ τους ποιητές σου που σε δοξάζουν, περπατώ και ψιθυρίζω στίχους και μνημονεύω ονόματα, Αναγνωστάκη, Ασλάνογλου, Θέμελη, Κύρου, Θασίτη, Αγαθοπούλου, Αλέξη Τραϊνό και Δημήτρη Δημητριάδη, ποιητικά αποφθέγματα του Χριστιανόπουλου μουσκεμένα απ’ την αγάπη του για σένα, ενώ η βαριά υγρασία σου χρόνια τώρα με σιγοτρώει σαν σαράκι…

Κόβω ματσάκι λεβάντα απ’ τα παρτέρια της Τσιρογιάννη και τ’ αποθέτω στην προτομή του αθάνατου Τάκη Κανελλόπουλου. Άραγε θα αξιωθείς μια λεωφόρο ονείρων στο όνομα ενός γιου σου όντως πρωτοπόρου, σαν του πρώτου ευρωπαίου σοσιαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια; Ή σαν του Παύλου Ζάννα, που εμπνεύστηκε το φεστιβάλ κι άνοιξε δρόμους κινηματογραφικούς στην επικράτεια; Οι οδοί κι οι πλατείες σου στη θέση ανθυπομοίραρχων θα σου ΄πρεπε να βαφτιστούν στο όνομα ενός Ρέγκου, ενός τζίζεκ, ενός Μοσκώφ. Τα πιο πολλά αγάλματά σου θα σου ’πρεπε να γκρεμιστούν γιατί είναι καρποί ακαλαισθησίας που τους γέννησαν οι γάμοι ενός συμπλεγματικού τοπικισμού και μιας συφοριασμένης παπαδοκρατίας. Υπό την σκέπην ενός παραφουσκωμένου εθνοκεντρισμού που –δυστυχώς- εύρισκε πάντοτε στα μέρη σου παθιασμένους οπαδούς.

Στέκομαι μπρος στον Πύργο σου το Λευκό, το πολυτραγουδισμένο ιστορικό σου σύμβολο, τυραννικό κάποτε οχυρό, «Κανλί κουλέ», «Πύργος του αίματος», τόσες ψυχές παραδόθηκαν εδώ στο παρελθόν απ’ τα οικτρά τους βασανιστήρια, γενίτσαροι και Βούλγαροι, Ντονμέδες και Ρωμιοί, ακόμη και Μακεδόνες επαναστάτες του 21.

Προχωρώ προς τα σπαράγματα των ανακτόρων του Γαλέριου με τα μισοσκεπασμένα ψηφιδωτά, έπειτα προς τον Θρίαμβο της Καμάρας, κατόπι προς την μεγαλόπρεπη Ροτόντα σου, που υπήρξε ναός των Εθνικών, έπειτα ορθόδοξος Αη Γώργης, ύστερα τέμενος ισλαμικό και τελευταία ερίζουν όλοι για το κουμάντο της, καημένη πολιτεία δεν θα ησυχάσεις ποτέ

Σε είπανε Θεσσαλονίκη, Σαλονίκη, Σαλονίκ, Σελιανίκ, Σαλονίκο, Σαλόνικα και Σόλουν. Μικρή Κωνσταντινούπολη και Νέα Ιερουσαλήμ. Υπήρξες η αγαπημένη των Ησυχαστών, η εκλεκτή των Καισάρων, η οιονεί προσφυγομάνα, και τον καιρό της Κατοχής, στον οργασμό του ρεμπέτικου, η πρώτη –λέει ο βαμβακάρης- φτωχομάνα. Μητέρα Θεσσαλονίκη σε ονόμασε ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης. Κι έτσι σε νιώθουμε.

Οι έρωτές σου ήταν κάποτε πρόσφοροι, ιδίως οι δημόσιοι, όμως ανθούσαν αγκομαχώντας σε καλντερίμια κακοπαθημένα κι αγκαθωμένες εξοχές. Στις κεντρικές γειτονιές σου, η ερωτική ηδονή ίσως να φτάσει στο απόλυτο φέρτε της στα οπίσθια ενός βυζαντινού ιερού ή μέσα σε μια μισκοσκεπασμένη ρωμαϊκή «Σαρκοφάγο», σαν εκείνες του Γιώργου Ιωάννου, ενός απ’ τα πιο άξια τέκνα σου που σε λάτρεψαν.

Δεν βρέθηκε ακόμη διαβρωτικό για να σβήσει τα ίχνη του αίματος που έλουσε την ιστορία σου, πολυαγαπημένη και πολύπαθη πολιτεία. Το αίμα των επί Γαλέριου Μαξιμιλιανού χριστιανών μαρτύρων σε διώκει. Προεξαρχόντων του Πολιούχου Δημητρίου και του Νέστορος. Το αίμα των σφαγιασθέντων επτά χιλιάδων Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο από τον αιμοσταγή αυτοκράτορα Θεοδόσιο ζητά το δίκιο του. Τα φαντάσματα των Βυζαντινών πριγκίπων, που εσένα την συμβασιλεύουσα, επέλεξε ως τόπο εξορίας τους επί Εικονομαχίας η Βασιλεύουσα σε στοιχειώνουν. Οι βεβηλωμένοι από το κούρσος του Σουλτάνου Μουράτ που σε κατέκτησε, οι κατακρεουργημένοι απ’ το φανατισμένο από τους δερβισάδες τουρκολόι πρόξενοι Άμποτ και Μουλέν, οι πυρπολημένοι της φωτιάς του ’17, οι αποδεκατισμένοι πρόσφυγες της καραντίνας στην Καλαμαριά του ’23, οι φονεμένοι καπνεργάτες του ’36, οι εξορισμένοι και δολοφονημένοι από τους Γκεσταπίτες Εβραίοι σου από το ’41 μέχρι το ’45, ζητούν εκδίκηση. Ο Πολκ, ο Λαμπράκης, ο Τσαρουχάς ζητούν δικαιοσύνη. Ο «Δράκος του Σέιχ Σου», την αλήθεια. Πώς εσύ, μια πόλη που διάλεξε ο Απόστολος των Εθνών για πρώτο σκαλοπάτι της διδασκαλίας του στην Ευρώπη και προς τους κατοίκους σου απηύθυνε τις πιο εμπνευσμένες επιστολές του, πώς ανέχθηκες τόσο άδικο αίμα;

Τις Καρυάτιδές σου, τις «Μαγεμένες» σου, οχτώ ανάγλυφες μυθικές μορφές του αρχαίου κόσμου, σου τις άπραξαν απ’ τη «Στοά των ειδώλων», πίσω απ’ τα «Λουτρά του Μπέη», και τώρα πια κρατούν συντροφιά στο Λούβρο τις άλλες δυο κλεμμένες Ελληνίδες θεές, τη Νίκη και την Αφροδίτη.

Στην αναφορά και τη θύμησή σου ανακαλείται στην αίσθηση των παλιότερων Τούρκων η «μακρινή μητέρα τους, είναι για κείνους η μάνα του Ατατούρκ και η πατρίδα του Ναζίμ Χικμέτ, είναι ό,τι είναι για μας η Σμύρνη. Που της μοιάζεις και σου μοιάζει τόσο, όσο άλλη καμιά.

Σου υποκλίθηκαν και θεράπευσαν το πνεύμα σου πολλοί, όπως ο Ευστάθιος και ο Εβλιγιά Τσελεμπί, ο Μπουασονά και ο Νικόλαος Πολίτης, ο Δελμούζος και ο Τριανταφυλλίδης, ο Καββαδίας και ο Τσιτσάνης, ο Καραντινός και η κυρία Κυβέλη, ο Ανδρόνικος και η Άλκη Κυριακίδου, ο Ζογγονόπουλος και ο Μαζάουερ.

Ήσουν η τελευταία ερωμένη του αδελφού μας Μανώλη Ρασούλη, η παντοτινή μάνα –αν και τον είχες κι αυτόν κακοκαρδίσει- του καρντάση μας Νίκου Παπάζογλου.
Πότε θα γιάνουν πια οι κακοφορμισμένες πληγές σου που κουβαλάς απ’ τον περασμένο αιώνα;

Ν’ ακούσουμε μήπως τη φωνή της περίσκεπτης αρχόντισσας Ζωής Καράλλη;
Ως πότε θα μας σκέπει
των προγόνων αγίων ο βίος;

Δεν πληρώνεται με δικό μας καημό
το χάσμα που η καταστροφή έχει ανοίξει.

Επαναπαύεται συχνά η αμηχανία σου σε βολικά για σένα άλλοθι ρίχνοντας την ευθύνη της κακοδαιμονίας σου στους άλλους, όπως για παράδειγμα, στον αυτάρεσκο αθηνοκεντρισμό. Δεν σ’ ωφελεί. ίσως να ’χεις αδικηθεί στο παρελθόν απ’ τη μοίρα σου, μα έχεις πιο πολύ αδικησεί μαζί με πολλούς απ’ τους πολίτες σου και τους τυχάρπαστους άρχοντές σου τον εαυτό σου.

Ήσουν για αιώνες ένα κράμα λαών και  θρησκευμάτων, μια πρώιμη Νέα Υόρκη της νοτιοανατολικής Βαλκανικής Ευρώπης με μπόλικο ανατολίτικο χρώμα και μιαν ιδιότυπη αστική πινελιά. Ακόμη κρατάς πεισματάρικα κάτι απ’ τη γοητεία εκείνου του παρδαλού χαρμανιού κι έτσι θα πρέπει να ξαναγίνεις. Βαλκανικές μουσικές να ανακατεύονται με ουρανομήκεις ψαλμωδίες, παλιές βρισιές των λιμενεργατών με σεφραδίτικα της Μοδιάνο, ποντιακά γινάτια με τούρκικα πειράγματα στο Καπάνι.

Σου πρέπει λαμπρή Ανατολή στα Κάστρα, πορφυρή Δύση στο λιμάνι, αγορές και παζάρια, όπου να κουβεντιάζονται των λαών σου οι γλώσσες όπως παλιά. Είσαι κουρασμένη, όμως η ρώμη της ιστορίας σου και η άσκησή σου στον πόνο θα σε κρατήσουν, Θεσσαλονίκη μάνα μου. Και εμείς, οι επίγονοι των ξεριζωμένων εκείνων που σε κατοίκησαν και σ’ αγάπησαν όσο κανείς –γιατί η ατμόσφαιρά σου ταιριάζει με κείνη των παλιών πατρίδων μας- θα σε κρατήσουμε. Πάντοτε η γη σου θα γεννάει ομορφιές και διάνοιες, τίμιους λαϊκούς ανθρώπους μα και πνευματικούς δημιουργούς, καλλιτέχνες και επιστήμονες πιστούς, πολλούς πιστούς ορκισμένους στ’ όνομά σου, που θα σε βοηθήσουν να αναγεννηθείς.

[κείμενο του Θωμά Κοροβίνη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Biennale 3, 2011 – Τέμπερες με μνημεία της Θεσσαλονίκης του Ντίνου Παπασπύρου]

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑΣ: Η ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ, Η ΣΗΜΑΣΙΑ, Ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ, Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ, Ο ΟΡΙΣΜΟΣ

$
0
0

Κάθε χρόνο έρχονται και καθαρίζουν τα πέντε ανοιχτά παράθυρα πέντε γυναίκες ωραίες καθαρίστριες, γυμνές και μοιραίες που φοράνε μια μάσκα μεταξωτή ίσαμε τα βυζιά τους για να μη φαίνονται τα πρόσωπά τους από τον καθένα. Τ’ άλλα κλειστά παράθυρα μένουν ακάθαρτα και τα σκονίζει ο κονιορτός, τα τρώει τ’ αγιάζι, τα βρέχει ο ουρανός και τα φυσάει ο άνεμος μεσ’ τους αιώνες και σκτεινιάζουν όσο πάνε πιο πολύ..… Κι ο άνεμος φυσάει στα κλειστά παράθυρα και μες στις άδειες κάμαρες μένουν πάντα ακατανόμαστες οι χίλιες και μια ονομασίεςτης απέραντης μεγαλοφυΐας του Είναι. Είπαμε Το πρώτο παράθυρο είναι η στεναχώρια. Το δεύτερο παράθυρο η σημασία. Το τρίτο παράθυρο ο στοχασμός. Το τέταρτο παράθυρο η αχαριστία. Το πέμπτο παράθυρο ο ορισμός. Τα άλλα χίλια παράθυρα της μεγαλοφυΐας είναι κλειστά και δεν ανοίγουν παρά μονάχα άμα τα ονομάσεις και τα ονόματά τους είναι άγνωστα και μυστικά, είτε χαμένα και αδύνατο να βρεθούν, είτε είναι μισοσβησμένα κι αδύνατο να διαβαστούν [ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑΣ, μια ιστορία από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη Ο ΟΜΙΛΩΝ ΠΙΘΗΚΟΣ ή ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, εκδόσεις Αιγόκερως 1986 – με ΚΛΙΚ στην εικόνα όλη η ιστορία των… πέντε παραθύρων στο κτίριο που κάποιοι αναμορφωτές το ονομάσανε… ΤΡΕΛΟΚΟΜΕΙΟ και μέσα εκεί ζούνε οι ακατάστατοι άνθρωποι, να τους προσέχουν οι ταχτικοί και νοικοκυρεμένοι – ARTbyAmartinsdebarros les miroirs du temp]


Τα παράθυρα της μεγαλοφυΐας
Κάθε χρόνο έρχονται και καθαρίζουν τα πέντε ανοιχτά παράθυρα πέντε γυναίκες ωραίες καθαρίστριες, γυμνές και μοιραίες που φοράνε μια μάσκα μεταξωτή ίσαμε τα βυζιά τους για να μη φαίνονται τα πρόσωπά τους από τον καθένα. Τ’ άλλα κλειστά παράθυρα μένουν ακάθαρτα, και τα σκονίζει ο κονιορτός, τα τρώει τ’ αγιάζι, τα βρέχει ο ουρανός και τα φυσάει ο άνεμος μεσ’ τους αιώνες και σκοτεινιάζουν όσο ποτέ πιο πολύ, ώστε μερικοί να λένε πως δεν είναι καν παράθυρα, και το λίγο φως που τους απόμεινε σβήνει κι αυτό και μένει το τεράστιο κτίριο της μεγαλοφυΐας εγκαταλειμμένο, άδειο κι ερημικό. Τότες ήρθανε οι αναμορφωτές και δοκιμάσανε να τ’ ονομάσουνε το χτίριο αυτό και να το συνερίσουνε και να το παραδώσουν στο κοινό. Και είπαν να λέγεται ΤΡΟΛΟΚΟΜΕΙΟ. Και μέσα εκεί να ζουν οι ακατάστατοι άνθρωποι, να τους προσέχουν οι ταχτικοί, οι νοικοκυρεμένοι. Κι έγινε αγνώριστο το ανώνυμο παλάτι το μέγα ανάκτορο της μεγαλοφυΐας κι ήρθαν οι κατεργάρηδες και το γέμισαν με άναρθρες φωνές και με σκουξιές, με παραμιλητά, με παραισθήσεις, μ’ έμμονες ιδέες και με πολλά άλλα συμπτώματα που τα λένε κλινικά. Και το νέο αυτό ίδρυμα λειτουργεί κανονικά – μόνο που στάθηκε αδύνατο ν’ ανοίξουν τα χίλια κλειστά παράθυρα της μεγαλοφυΐας κι έτσι ν’ αεριστούν οι κάμαρες αυτές για το σκοπό που έθεσαν οι αναμορφωτές της κοινωνίας δάσκαλοι, δικηγόροι, γιατροί και δικαστές. Κι ο άνεμος φυσάει στα κλειστά παράθυρα και μες στις άδειες κάμαρες μένουν πάντα ακατανόμαστες οι χίλιες και μια ονομασίες της απέραντης μεγαλοφυΐας του Είναι   


 [ΠΗΓΗ: Νανός Βαλαωρίτης, ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑΣ από το βιβλίο Ο ΟΜΙΛΩΝ ΠΙΘΗΚΟΣ ή ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, εκδόσεις Αιγόκερως 1986]

ΟΙ ΙΔΑΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ: ΕΠΕΙΔΗ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΕΥΦΟΡΗ ΚΑΙ ΚΡΥΒΕΙ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ:

$
0
0
Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία του Χένρι Τζέιμς. Δυο άνθρωποι ισόβια μαζί. Που δεν κατορθώνουν να ολοκληρώσουν ποτέ όσα θέλουν ο ένας εναντίον του άλλου. Με εξοντωτική ευγλωττία. Λόγια επιθετικά και απερίφραστα. Τα οποία, πιθανόν, θα στρέφονται και εναντίον των ίδιων των κατηγόρων. Λυτρωτικά, όμως. Μέχρι να το κατορθώσουν, εκστομίζουν τα χειρότερα στις παραφορές τους. Ταυτόχρονα βλέπουν ότι γλιστρούν στη λεία επιφάνεια ενός νοήματος, που δεν μπορούν να πλησιάσουν βαθύτερα. Το περίεργο είναι ότι οι σημασίες δεν τους διαφεύγουν απόλυτα. Πάντως αυτό που τους ενδιαφέρει στο κέντρο του κύκλου δραπετεύει. Και είναι το τέλειο σημείο, σκέπτονται απογοητευμένοι μετά από κάθε αποτυχημένη φραστική δράση. Αφιερωμένοι σ’ αυτή με όλες τις δυνάμεις τους. Ή έτσι φαντάζονται, προσωρινά κενοί και εξαντλημένοι. Νομίζοντας ότι δεν τους περισσεύει ούτε ικμάδα για την επόμενη πράξη του έργου. Στην οποία θα αφιερωθούν, όμως, σε λίγο με ανανεωμένες δυνάμεις (Τάσος Γουδέλης, Οι Ιδανικές Λέξεις –ARTbyWORDS by ssilence)



ΚΑΘΕΝΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΡΙΝΓΚ:
Πρέπει, λοιπόν, να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία για να πετύχουν το στόχο. Όμως δεν ξέρουν ακριβώς πώς να προετοιμασθούν. Εάν χρειάζεται κάποια στρατηγική, αναρωτιούνται. Σαν να ξεκινούν όλα κάθε φορά από μια παρθενική αρχή. Γιατί μπορεί κα να τους βοηθήσει η τύχη από μόνη της. Αποθέτοντας με χάρη τις κατάλληλες λέξεις στο στόμα τους. Που θα βρει μαγικά αυτό, σαν να είχε μόλις του επινοήσει μόνο του, την πιο εξοντωτική ρητορική. Για να επικρατήσει. Που θα στοιχίσει και στο ρήτορα, όπως είπαμε. Αλλά δεν έχει σημασία. Αξίζει ο θρίαμβος των λέξεων, υποθέτουν, που σίγουρα κερδίζει το χαμένο χρόνο. Την άλλη στιγμή, όμως αμφιβάλλουν εάν τους αρκεί αυτό…

Ίσως πάλι, λένε, να είναι απολαυστική και η αστραπιαία ισορροπία σε ένα ηδονικό χάος. Επειδή θα βρεθούν οι κατάλληλες λέξεις, που νομίζουν ότι θα τους κρύβονται για πάντα. Μπορεί γυμνές μπροστά στα μάτια τους τόσα χρόνια. Και, όμως, αόρατες. Παρότι έψαχναν οι δυο αντίπαλοι στα πιο απίθανα μέρη αλά ακόμα και στα πιο κοντινά. Αφού ερευνούσαν με τα νευρικά δάχτυλα ακόμα και τις ραφές της τσέπης τους… ‘Όταν όρθιοι και αντιμέτωποι λικνίζονταν από οργή εκτοξεύοντας άκαρπα επιχειρήματα στον αέρα. Οι λέξεις ίσως να βρίσκονταν εκεί δίπλα τους, βγάζοντας τη γλώσσα. Κι αυτοί να ματαιοπονούσαν στραμμένοι αλλού…

Αλλά μέχρι τώρα δεν έχει κατέλθει το πνεύμα και βαδίζουν ανυπόδητοι. Πλάθοντας με τη φαντασία τους το ωραίο μέλλον. Εκτεθειμένοι (προσωρινά άραγε;) Γιατί και οι δύο ξέρουν ότι κινούνται σε ανοιχτό πεδίο μάχης. Μακράν αυτών οι σαρτρικές κολάσεις των εγκλεισμένων σε τέσσερεις τοίχους!.. Έστω και μεταφορικά. Επιμελήθηκαν ελεύθερα το δικό τους σκηνικό χρόνια τώρα. Δεν τους υποχρέωσε κανείς να συγκατοικήσουν. Ούτε κάποια μοίρα. (Είναι σχεδόν βέβαιοι γι’ αυτό κι ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να υπακούσει. Ή να προσποιηθεί ότι πείθεται…). Καλά, λοιπόν, καθένας στη δική του γωνιά του ρινγκ, όπως θα διέτασσε ο Στρίντμπεργκ τους συζύγους. Μόνο που κι αυτόν προδίδουν οι δύο ήρωες μας, γιατί είναι έτοιμοι να θυσιαστούν ο ένας για τον άλλον. Ειλικρινά.

Τότε, θα ’λεγε κανείς, ότι παίζουν από ανία κάποιο τολμηρό παιχνίδι. Μα ούτε αυτό συμβαίνει. Επειδή η ζωή είναι εύφορη και κρύβει εκπλήξεις. Με ενδιαφέρον. Αφού πρώτα, βέβαια, φρόντισαν να αποφεύγουν τις αποκαρδιωτικές επαναλήψεις. Ή, έστω, την επανεμφάνιση του ίδιου, χωρίς τη βαθύτερη αλλαγή που επιφυλάσσει η σοφή επανάληψη.

Οπλισμένοι με θεωρίες αλλά και χωρίς αυτές δεν σκέφτηκαν ποτέ να οχυρωθούν απέναντι σε οποιοδήποτε εχθρό. Δεν είχαν να κρύψουν ή να προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο στους άλλους. Οπότε δεν τους απειλούσε κανείς.  Όσο για τις επιβουλές από τον ίδιο τους τον εαυτό: θεωρούσαν κάθε τέτοια σκέψη τόσο τετριμμένη, αλήθεια, που δικαιολογημένα την απέρριπταν. Αδικώντας ίσως υπερβολικά τη φυλλορροή, μια νυχτερινή δύσπνοια ή το είδωλο κάποιου σε ένα τζάμι, που νόμισαν για λίγο ότι ήτανε δικό τους.

Όμως όλα αυτά δεν τους ήταν άγνωστα. Είχαν διαβάσει πολύ. Και στον Ισμανς βρήκαν σωτήριες αναλογίες. Μ’ ένα δικό τους αισθητισμό, που δεν περιοριζόταν μόνο σε αντίκες και παλιά χειρόγραφα. Βιαστικά κα με ασυγχώρητη υπερβολή θα έλεγες ότι τους ενδιέφερε μόνο η πνευματικότητα. Αλλά θα τους άκουγες να διαφωνούν. Γιατί δεν έκλεισαν ποτέ τις φωνές έξω από την πόρτα τους. Αν και ήξεραν ότι η ανεύθυνη συναναστροφή σε αποσπά. Από ένα και μοναδικό σκοπό. Να βρεις ήσυχος κάποτε τη φλομπερική «δίκαιη λέξη». Όχι στη λογοτεχνία αλλά όταν χρειαστεί να αντιμετωπίσεις το σύντροφό σου.

Κι αυτοί οι δύο είχαν ανεξόφλητους λογαριασμούς μεταξύ τους. Το ήξεραν καλά. Βρίσκονταν, όμως σε αδιέξοδο έχοντας αποκλείσει την περίπτωση να χρησιμοποιήσουν τη διαστροφή σαν πνευματική άσκηση.
Αλλά δεν έμειναν άπραγοι. Καθένας τους έψαχνε για κρύπτες και μυστικά περάσματα. Χωρίς να δίνει στόχο. Οπωσδήποτε είχαν ανάγκη την έμπνευση. Όχι αυτή που έρχεται ανεκτίμητη μετά από μεγάλη παραίτηση. Μα εκείνη που αποκαλύπτεται μετά από την πιο λυσσαλέα πολιορκία.
Γι’ αυτό συνεχίζουν να λειαίνουν το έδαφος. Να εξαντλούνται σε δοκιμασίες αλληλοσπαραγμού. Βέβαιοι κάποτε ότι θα καταφέρει ο ένας στον άλλον το καίριο πλήγμα. Δεν εγκαταλείπουν,

 [ΠΗΓΗ: Τάσος Γουδέλης ]

ΔΕΚΑ ΛΟΓΟΙ ΝΑ ΕΡΩΤΕΥΤΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ (σε) ΔΙΑΒΑΖΕΙ (όχι απαραίτητα ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου)

$
0
0
ΖΗΤΗΜΑ 1ο ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ: Πώς αναγνωρίζεις έναν άνθρωπο που διαβάζει; Ας αφήσουμε στην άκρη τα στερεότυπα. Ο βιβλιόφιλος δεν είναι απαραίτητα αυτός που κουβαλάει ένα βιβλίο πάντα μαζί του στην τσάντα ή αυτός που διαβάζει όρθιος στο μετρό μέσα στο στριμωγμένο πλήθος που δεν μπορεί να πάρει ανάσα, ακουμπώντας τον σελιδοδείκτη στο μάτι της απελπισμένης διπλανής κυρίας. Μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι. Δεν χρειάζεται να τον βλέπεις να διαβάζει γιατί δεν το κάνει για να τον δεις. Μπορεί να διαβάζει στο κρεβάτι του, στο μπάνιο, στην κουζίνα, κλειδωμένος στην ντουλάπα του, αν θέλει. Δεν είναι απαραίτητα αυτός που συχνάζει στις βιβλιοθήκες. Θα τον πετύχεις σίγουρα, όμως, να κοιτάζει τις βιτρίνες ενός βιβλιοπωλείου με την ίδια λάμψη στα μάτια που έχει ένα παιδί που χαζεύει παιχνίδια ή γλυκά. Είναι αυτός που θα μπει στο βιβλιοπωλείο για να ρίξει μια ματιά, ακόμα κι αν δεν έχει λεφτά να αγοράσει τίποτα. Θα μπει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Δεν είναι απαραίτητα αυτός που ξοδεύει όλα του τα λεφτά σε βιβλία και ποτέ σε ρούχα, όπως συνηθίζουν να λένε. Δεν θα δεις στο δρόμο έναν με βρώμικα σκισμένα ρούχα και θα πεις «Α! Να ένας βιβλιόφιλος»! Δε χρειάζεται το όνομά του να είναι σπάνιο, κακόηχο ή διανοουμενίστικο. Μπορεί να λέγεται Νίκος ή Μαρία. Δε χρειάζεται να συχνάζει αποκλειστικά σε γαλλικά μπιστρό και παρουσιάσεις βιβλίων. Μπορεί να πάει και στα μπουζούκια, αν θέλει. (ΥΓ: Χρειαζόμαστε περισσότερο διάβασμα και λιγότερες παρουσιάσεις βιβλίων). Δεν είναι απαραίτητο να έχει διαβάσει όλα τα κλασικά αριστουργήματα. Ο Mark Twain έλεγε πως «κλασικό λέμε το βιβλίο που όλοι επαινούν αλλά κανείς δε διαβάζει». Ο πραγματικός βιβλιόφιλος διαβάζει τα πάντα. Και, ναι, μπορεί να μην έχει τελειώσει ποτέ τον «Οδυσσέα» του James Joyce και το «Καθώς ψυχορραγώ» του William Faulkner. Πειράζει; Εγώ λέω πως όχι. Ο αληθινός βιβλιόφιλος είναι, συνήθως, συλλέκτης. Το δωμάτιό του συχνά είναι γεμάτο βιβλία και οι στοίβες χρησιμεύουν ως τραπεζάκια, σκαμπό, κρεμάστρες. Από τα βιβλία που έχει μπορεί να έχει διαβάσει μόλις τα μισά. Δε σταματάει να αγοράζει και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να διαβάσει το καθένα- γιατί η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι θέμα timing. Κάποια από αυτά θα τα διαβάζει πάντα στη ζωή του, γιατί ξέρει πως κάθε φορά θα είναι ένας άλλος άνθρωπος και θα ανακαλύψει κάτι καινούριο. Τα χιλιοδιαβασμένα, σχεδόν κατεστραμμένα βιβλία είναι σαφές πως είναι τα αγαπημένα του. Τον αληθινό βιβλιόφιλο θα τον αναγνωρίσεις στην κουβέντα- και θα είναι αυτός που στην παρέα μιλάει λιγότερο, γιατί δε νιώθει την ανάγκη να «φανεί διαβασμένος», γιατί οι πιο σιωπηλοί άνθρωποι έχουν το πιο θορυβώδες μυαλό. Αυτούς που μιλάνε αδιάκοπα και έχουν γνώμη επί παντός επιστητού να τους φοβάσαι. Μια φορά και έναν καιρό, ένας σοφός άνθρωπος δεν είπε τίποτα… Ζήτημα 2ο : Και γιατί διαβάζουμε τελικά;Διαβάζουμε για να νιώσουμε λιγότερο μόνοι. Δε θεωρώ πως το κάνουμε για να δραπετεύσουμε από την πραγματικότητα. Προσωπικά, διαβάζω για να επιβεβαιώσω πως μια πραγματικότητα που ελπίζω πως υπάρχει, υπάρχει στ’ αλήθεια- απλώς εγώ δεν την έχω ζήσει ακόμα. Διαβάζω γιατί με βοηθάει να ελπίζω.Διαβάζω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Γιατί θέλω να καταλάβω πράγματα στα οποία δεν έχω εκτεθεί ποτέ και δεν έχω προσωπική εμπειρία. Διαβάζω όταν είμαι ήρεμη και όταν είμαι θυμωμένη με τον κόσμο, όταν έχω απογοητευτεί από τους ανθρώπους. Διαβάζω γιατί με βοηθάει να ελπίζω.  Διαβάζω γιατί είμαστε φτιαγμένοι από σάρκα και οστά αλλά και από σκέψεις, από συναισθήματα, από απωθημένα, από πάθη, από σοκολάτα, από όνειρα, από λέξεις. Διαβάζω γιατί θέλω να γεμίσει το μυαλό μου με λέξεις και ιδέες με έναν τρόπο σχεδόν σεξουαλικό. Ο Strindberg είχε γράψει κάποτε στον Nietsche λέγοντάς του: «Οι λέξεις σου μπήκαν στη μήτρα του μυαλού μου». Ναι, αυτό ακριβώς είναι το συναίσθημα.Ο Oscar Wilde έλεγε πως «αυτό που διαβάζεις όταν δεν είσαι αναγκασμένος να το κάνεις, είναι αυτό που καθορίζει τι θα γίνεις όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς». Δεν είναι απαραίτητο να θυμάσαι όλα τα βιβλία που έχεις διαβάσει, όπως δεν είναι απαραίτητο να θυμάσαι και όλα τα φαγητά που έχεις φάει. Ακόμα και αν δεν τα θυμάσαι, όμως, είναι αυτά που σε έκαναν αυτό που είσαι σήμερα.Διαβάζω γιατί είμαστε φτιαγμένοι από σάρκα και οστά αλλά και από σκέψεις, από συναισθήματα, από απωθημένα, από πάθη, από σοκολάτα, από όνειρα, από λέξεις. [ακολουθούν οι δέκα πιο σημαντικοί λόγοι που ο καθένας χωριστά εξηγεί τα πλεονεκτήματα που έχει ο έρωτας από επιλογή με τα συγκεκριμένα κριτήρια!..  [ΠΗΓΗ: 10 Λόγοι να ερωτευτείς κάποιον που διαβάζει, γράφει η Λουκία Μητσάκου στο Ιστολόγιο: Secret Real Truth- Art by Paweł Fabiański Book Lover και μπορεί, τελικά, να πεισθείτε για το αξιολάτρευτο ενός άνθρωπο που διαβάζει. Επόμενο στάδιο: ερωτεύσου έναν άνθρωπο που γράφει (οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι επιδίδονται στη συγγραφή είτε φανερά είτε κρυφά). Πήγαινε κοντά σε εκείνον που ξέρει να εξερευνά αυτό που φοβάται περισσότερο. Και, ξέρεις τι λένε; Αν σε ερωτευθεί άνθρωπος που γράφει, δεν πεθαίνεις ποτέ]



Ζήτημα 3ο : 10 λόγοι να ερωτευτείς κάποιον που διαβάζει
1. Γιατί δεν του αρέσει να παίζει παιχνίδια
Γιατί δε νιώθει την ανάγκη να υποδυθεί κανένα χαρακτήρα- τους έχει όλους στα βιβλία του. Γιατί πιστεύει τον Oscar Wilde όταν λέει «Να είσαι ο εαυτός σου. Όλες οι άλλες θέσεις είναι πιασμένες». Θα σου μιλήσει ευθέως και θα σου πει την αλήθεια κατάμουτρα. Αντέχεις την αλήθεια; Αν ναι, βρήκες τον σωστό άνθρωπο.

2. Γιατί πιστεύει στις δεύτερες ευκαιρίες
Ο βιβλιόφιλος ξέρει πως όλα έχουν αρχή, μέση και τέλος. Πιστεύει, όμως, και στα sequels και στις δεύτερες ευκαιρίες. Ακόμα και αν μια ιστορία τελειώσει, μπορεί να ξεκινήσει μια καινούρια με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Ξέρει πως κανένας ήρωας δεν είναι τέλειος και οι ατέλειές του είναι αυτές που τον κάνουν μοναδικό. Μαζί του μπορείς να κάνεις λάθη και να βρεις τη συγχώρεση που ψάχνεις (και να δώσεις, φυσικά, και εσύ τις αντίστοιχες ευκαιρίες). Αν η ιστορία σας τελειώσει, είναι ο μόνος που θα μπορέσει να πει «Δεν είχαμε ένα όμορφο τέλος. Αλλά, διάολε, τι ωραία ιστορία»! Γιατί, ξέρεις, όλα κάποια στιγμή τελειώνουν και το τέλος δεν είναι ποτέ χαρούμενο- πώς θα μπορούσε άλλωστε; Εμένα προσωπικά μου αρκεί μια καλή αρχή και μια πολύ ευτυχισμένη μέση.

     3. Γιατί μαζί του μπορείς να γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου
Ο βιβλιόφιλος ξέρει πως ο άνθρωπος εξελίσσεται όσο περνάει ο καιρός και δεν τον ενοχλεί αν δεν έχεις γίνει ακόμα όσα ονειρεύεσαι να γίνεις. Δεν τον ενοχλεί αν ακόμα δεν ξέρεις τι είναι αυτό που ονειρεύεσαι να γίνεις. Ξέρει να περιμένει και σε προκαλεί να τολμήσεις όσα φοβάσαι για να γίνεις ο ήρωας που ονειρεύεσαι. Γνωρίζει πολύ καλά πως οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι δεν τα έχουν όλα λυμένα στο μυαλό τους- μπορεί να μην έχουν ιδέα τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους. Δε θα σε κρίνει αρνητικά, λοιπόν, γι’ αυτό. Μπορείς να παραδεχθείς φωναχτά «Δεν έχω ιδέα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου και δεν πειράζει». Και μόνο έτσι θα ανακαλύψεις ποιος πραγματικά είσαι και τι είναι αυτό που ζητάς. Ο βιβλιόφιλος θα είναι ο συνοδοιπόρος σου σ’ αυτό το όμορφο ταξίδι.

4. Γιατί μαζί του μαθαίνεις πάντα καινούρια πράγματα
Πάντα θα έχει να σου πει με πάθος και ενθουσιασμό μια ιστορία που δεν έχεις ξανακούσει, μια ιστορία που διάβασε, μια ιστορία που αγάπησε ή που μίσησε. Πάντα θα ακούσεις κάτι καινούριο και ποτέ δεν θα σε αφήσει να βαρεθείς. Πιστεύει πως το σύμπαν δεν είναι φτιαγμένο από άτομα αλλά από πολλές πολλές μικρές ιστορίες. Πίστεψέ το και συ. Όπως λέει και η Maya Angelou: «δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο από το να κουβαλάς μέσα σου μια ανείπωτη ιστορία». Ο βιβλιόφιλος αυτές τις ιστορίες θα στις πει. Και θα σε κάνει να σκεφτείς.

5. Γιατί ξέρει να ονειρεύεται και να κυνηγάει τα όνειρά του
Προσπαθεί να κάνει τη ζωή του να μοιάζει κάθε μέρα όλο και περισσότερο με το αγαπημένο του βιβλίο. Κάποιος είπε κάποτε πως ο άνθρωπος προσπαθεί να κάνει τη ζωή του να μοιάσει με το πρώτο ποίημα που διάβασε ποτέ. Όμορφη σκέψη, έτσι δεν είναι; Η αλήθεια είναι ότι όπως ακριβώς δοκιμάζουμε καινούρια ρούχα για να δούμε αν μας ταιριάζουν, έτσι δοκιμάζουμε και στη ζωή μας τα βιβλία που διαβάζουμε. Δοκιμάζουμε, ίσως, μια άλλη ζωή, μια άλλη οπτική για να δούμε αν μας ταιριάζει. Ας φροντίσουμε, λοιπόν, τα βιβλία που διαβάζουμε να είναι τουλάχιστον καλογραμμένα και όμορφα.

6. Γιατί ξέρεις πώς να τον κάνεις να χαμογελάσει
Έχει γενέθλια, γιορτή, περνάει δύσκολα, έχετε να γιορτάσετε κάτι; Είναι εύκολο να τον κάνεις να χαμογελάσει. Ένα βιβλίο πάντα θα του φτιάξει το κέφι και θα νιώσει πως τον καταλαβαίνεις περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Γι’ αυτόν τα λόγια, οι ιστορίες, το χαρτί και η μυρωδιά ενός καινούριου βιβλίου είναι αγάπη. Έτσι απλά. Έτσι όμορφα.

7.  Γιατί μαζί του μπορείς να συζητήσεις 
Όχι, δε ζητάμε όλοι τα ίδια πράγματα από μία σχέση – ευτυχώς. Κάποιοι από μας, όμως, θέλουμε να μπορούμε να συζητάμε με τον άλλον και αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ερωτικό από μια καλή συζήτηση. Ποτέ μην υποτιμάς τη σαγηνευτική δύναμη ενός καλού λεξιλογίου και μιας φρέσκιας ιδέας- μπορεί να κάνει τον άλλο να βγει από τα ρούχα του- με την καλή έννοια, πάντα. Προσωπικά, είμαι υπέρμαχος της ιδέας «αν κατακτήσεις το μυαλό μου, τότε μπορείς να έχεις το κορμί μου».

8. Γιατί είναι ο μόνος που θα προσπαθήσει να σε «διαβάσει»
Είναι τόσα πολλά αυτά που θες να πεις αλλά δεν τα λες ποτέ, είναι τόση μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στον ανθεκτικό χαρακτήρα που θες να παρουσιάσεις και στο ευάλωτο μικρό παιδί που έχεις μέσα σου και χρειάζεται στήριξη και αγάπη. Οι αληθινά ευάλωτοι άνθρωποι είναι αυτοί που ποτέ δεν το παίζουν ευάλωτοι. Ο βιβλιόφιλος είναι αυτός που θα θελήσει να ψάξει πέρα από την επιφάνεια, είναι αυτός που θα θελήσει να σε «διαβάσει» και να λύσει το μυστήριο. Δεν είναι του φαίνεσθαι, δεν σε αντιμετωπίζει επιφανειακά. Όταν διαβάζεις, δεν ερωτεύεσαι τον ήρωα για την εξωτερική του εμφάνιση αλλά για τις σκέψεις του, τα λόγια του, τις πράξεις του, τα πάθη του και τις αδυναμίες του. Αγαπάει τα δύσκολα και δε φοβάται να σε γνωρίσει πραγματικά ούτε, φυσικά, να σε αφήσει να γνωρίσεις εσύ εκείνον. Είναι αυτός που θα βουτήξει στα πιο σκοτεινά μέρη της ψυχής σου και θα βάλει τους δαίμονές σας να παίξουν παρέα. Και δεν θα νιώσεις ποτέ ξανά μόνος.

9. Γιατί είναι αξιολάτρευτος 
Γιατί είναι αυτός που θα συγκλονιστεί από τη χαρά του όταν βρει το βιβλίο που έψαχνε για τόσον καιρό ή όταν ανακαλύψει ένα άγνωστο βιβλίο κάποιου αγαπημένου του συγγραφέα ή όταν βρει ένα βιβλίο που ποτέ δεν είχε ξανακούσει και είναι πραγματικά υπέροχο. Και θα κάνει σαν μικρό παιδί (δε λέω «με την καλή έννοια», γιατί για μένα μόνο αυτή υπάρχει). Woody Allen and Romy Schneider, What’s New Pussycat? (1965)

10. Γιατί δε φοβάται τη μοναξιά
Του αρέσει να έχει χρόνο για τον εαυτό του, δεν φοβάται τη μοναξιά. Δεν θα αγκιστρωθεί πάνω σου, δεν θα σε κάνει να νιώσεις ότι πνίγεσαι. Θα σου αφήσει το χώρο που χρειάζεσαι για να αναπνεύσεις. Μπορεί να μην είσαι πάντα το κέντρο του σύμπαντός του αλλά- πίστεψέ με- είναι για καλό. Και δεν θα είναι ποτέ μαζί σου γιατί δεν θέλει να είναι μόνος. Θα είναι μαζί σου από συνειδητή επιλογή. Κι αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, τελικά.

Ερωτεύσου έναν άνθρωπο που διαβάζει. Ή- ακόμα πιο ενδιαφέρουσα πίστα- ερωτεύσου έναν άνθρωπο που γράφει (οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι επιδίδονται στη συγγραφή είτε φανερά είτε κρυφά). Πήγαινε κοντά σε εκείνον που ξέρει να εξερευνά αυτό που φοβάται περισσότερο. Και, ξέρεις τι λένε; Αν σε ερωτευθεί άνθρωπος που γράφει, δεν πεθαίνεις ποτέ.
Πώς συμβαίνει στα μπαρ που πλησιάζεις έναν άνθρωπο για να μιλήσετε και να γνωριστείτε και τον κερνάς ένα ποτό; Δεν θα ήταν υπέροχο αν συνέβαινε αυτό και στα βιβλιοπωλεία; Πλησίασε κάποιον, μίλα του και κέρνα τον ένα βιβλίο που αγαπάς. Αν είναι αυτός που ψάχνεις, θα το εκτιμήσει πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Όχι, το να διαβάζει κάποιος δεν τον κάνει απαραίτητα καλύτερο άνθρωπο (για σχέση ή γενικότερα). Έχουν υπάρξει ατέλειωτες συζητήσεις για το κατά πόσο οι ανθρωπιστικές επιστήμες «εξανθρωπίζουν». Η αλήθεια είναι πως οι στρατιωτικοί των SS, για παράδειγμα, είχαν συχνά κλασική παιδεία και λένε πως μπορούσαν να σου απαγγείλουν Goethe και Schiller με μεγάλη ευκολία. Αυτό δεν εμπόδισε καθόλου τις επιχειρήσεις τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όπως ισχύει, επίσης, ότι πολλοί τύραννοι αγαπούσαν το διάβασμα. Όχι, το να διαβάζεις δε σε κάνει απαραίτητα «καλύτερο άνθρωπο». Μπορεί, όμως, και να σε κάνει.

Επίσης, κανείς δεν έχει πει ποτέ «Μου αρέσεις πολύ αλλά δεν έχεις διαβάσει τους Αδελφούς Καραμαζόφ, γι’ αυτό δε νομίζω πως θα τα βρούμε». Δεν έχω σκοπό να εξιδανικεύσω κανέναν τύπο ανθρώπου, μόνο και μόνο γιατί δεν πιστεύω σε «τύπους» και η εξιδανίκευση οδηγεί πάντα σε τεράστια απογοήτευση (για τέτοια είμαστε τώρα;). Είναι, όμως, και μερικά χαρακτηριστικά στα οποία δεν μπορείς να αντισταθείς. Σε άλλους αρέσουν τα γυμνασμένα μπράτσα, σε άλλους αρέσουν τα γυμνασμένα πόδια. Εμένα μου αρέσουν τα διαβασμένα αγόρια. Α! Ναι! Και τα μούσια. Αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.

[ΠΗΓΗ: 10 Λόγοι να ερωτευτείς κάποιον που διαβάζει, γράφει η Λουκία Μητσάκου στο Ιστολόγιο: SecretRealTruth- BookLover, Photoby: Paweł FabiańskiBookLover]


ΥΓ : Γνωρίζατε ότι στο Instagram υπάρχει λογαριασμός με όνομα hotdudesreading  με πάνω από 450.000 followers; Επίσης, υπάρχει ομάδα στο Facebook με όνομα «Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και στο λεωφορείο; Ε;».  Διαλέγετε και παίρνετε. Ενδιάφερουσες σελίδες στο Facebook είναι επίσης το The Reading RoomSo little sleeping and so much reading , ΔιαβάζονταςBrainpickings.

ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΔΕΙΝΑ αλλά «ΟΥΔΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΔΕΙΝΟΤΕΡΟΝ ΠΕΛΕΙ» (με ερωτηματικό, θαυμαστικό και αποσιωπητικά…)

$
0
0
Αρχικά, ας σκεφτούμε την αποφθεγματική παραπάνω ρήση του Σοφοκλή (από την Αντιγόνη του). Κι ας συμφωνήσουμε ότι, πράγματι, θαυμαστή και φοβερή, είναι από τότε μέχρι σήμερα, η «δεινότητα» του ανθρώπου να εφευρίσκει «εργαλεία» και «μηχανές» που αλλάζουν άρδην τα δεδομένα της ζωής του…

(μεσολαβεί κενό και μεγάλο χρονικό άλμα…)

Φαίνεται, όμως, πως παράλληλα και «εν αγνοία του»(;) ελευθέρωνε μηχανισμούς που έκαμναν πιο εύκολο τον εξανδραποδισμό του (πολλοί το λένε αλλοτρίωση).  Και το πιο εντυπωσιακό σημείο στην πορεία κατακτήσεων και αλλαγών, σταθμός στις ΛΕΞΕΙΣ και τα ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ήταν ένα άλλο «Δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού» (με αντίδωρο τον Απαγορευμένο Καρπό του): η αντίληψη  για τον κόσμο μπορεί να μεταφέρεται ως εικόνα στο «σκληρό δίσκο της διαρκούς μνήμης» (μπορεί και στην ειδική εκείνη περιοχή που την είπαν υποσυνείδητο)  με κάποιο πλάγιο τρόπο, χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων. «Μονοπάτι» πλάγιο και πονηρό που παρακάμπτει  τον ευθύ δρόμο της γνώσης.


Το πιο τρομακτικό εύρημα των σύγχρονων επιστημών για τη διαδικασία αυτή της γνώσης είναι πως οι εικόνες/ παραστάσεις για τον Κόσμο και τους Κανόνες του εισχωρούν στο υποσυνείδητό χωρίς κάποιο υποτυπώδη λογικό έλεγχο κι από κει, πανταχού παρούσες, προσδιορίζουν πλαγίως τη συμπεριφορά μου π.χ. για «τη γραβάτα που θα διαλέξω», για τα χρώματα με τα οποία θα ντύσω την Άνοιξη μου, για τις μουσικές με τις οποίες θα τα συνοδέψω, για τις ξανθιές που ενδόμυχα θα επιθυμώ υποτιμώντας ωστόσο την ευστροφία τους…  (χα, χα, χα…)

(και φτάνοντας αισίως στα χρόνια της χολέρας των μνημονίων…)

… για το μνημόνιο που είναι αναγκαίο κακό και δεν πρέπει ούτε μπορώ να το αμφισβητήσω… και τα λοιπά και τα λοιπά…
Άλλη μια «δαγκωνιά» στο «μήλο της γνώσης» και θα βλέπω με άλλο τρόπο αυτό που από καιρό υποψιαζόμουνα για τις πλασματικές/ τεχνητές ανάγκες που, πρώτα, μ’ έκαναν να τις πιστέψω ως πραγματικές κι ύστερα να τις βάλω κορώνα στον κόσμο των αξιών μου…
Δηλαδή, είναι βέβαιο πια, πως  δυνατότητα του ανθρώπινου μυαλού να εξαπατά τον εαυτό του είναι αναδρομική κι ατέρμονη...
Ο μηχανισμός αυτός είναι βαθιά χτισμένος στις αντιληπτικές, διανοητικές, συναισθηματικές κι ενστικτώδεις δυνατότητες του ανθρώπινου όντος. Το μόνο που κάνει η τεχνολογία είναι να υλοποιεί και στον κόσμο των τεχνημάτων αυτή την ενσωματωμένη του ιδιότητα και φυσικά να την προεκτείνει, να την αναβαθμίζει και να την τελειοποιεί.

Αλλά ας μην ξεγελιόμαστε άλλο... ο κόσμος της τεχνολογίας είναι ένας ριζικά διαφορετικός κόσμος, προέκταση και υλοποίηση της ίδιας συνειδησιακής καμπύλης του ιστορικού Συνειδέναι…
ΟΠΟΤΕ; θρυμματίζοντας την πραγματικότητα, θα καταγραφεί ως κραυγή «μοιραίου» η διαπίστωση του Wittgenstein; 
πράγματι «τα μεγάλα προβλήματα της ζωής δε λύνονται στην επιφάνεια, αλλά μονάχα στο βυθό. Σε επιφανειακές διαστάσεις παραμένουν άλυτα»; (κι άλλο ερωτηματικό, θαυμαστικό και αποσιωπητικά…)
Τώρα, λοιπόν, που αρχίζω να καταλαβαίνω ότι η γνώση αυτή για τη δύναμη της «υποσυνείδητης εικόνας» είναι από καιρό το βασικό εργαλείο στα χέρια της επικοινωνιακής πολιτικής του άδικου λόγου της εξουσίαςκαι, το ξέρω καλά, ότι μια τέτοιαδύναμη εξουσιαστικής γλώσσαςμπορείνα μεταβάλλει, σε αγέλες προδομένων παλιάτσων τα ανθρώπινα πλάσματα(τη στιγμή μάλιστα που αυτό μπορεί να συμβαίνει σήμερα περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, αφού σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά η εξουσία έχει μελετήσει και έχει αναγάγει σε επιστήμη αυτόν τον τρόπο διοίκησης), σηκώνω τα χέρια και σου κραυγάζω κύριε καθηγητά, ειδήμονα στοχαστή, ιθύνων νου, φιλόσοφε της ιδέας του Αγαθού και ανήσυχο πνεύμα του ανθρωπισμού:

ΚΑΘΑΡΣΗ, ΚΑΘΑΡΣΗ, ΚΑΘΑΡΣΗ, ΚΑΘΑΡΣΗ (δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την τοιούτων παθημάτων…)
Δεν μου αρκεί που ξύπνησα ένα πρωίκαι συνειδητοποίησα ότι οι σκιές που βλέπω στο βάθος της σπηλιάς δεν είναι ο αληθινός κόσμος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αλλά είναι μόνο το πρώτο μισό βήμα.Πρέπει επειγόντως να βρω κατάλληλο κι αντίστοιχο «πρόγραμμα», (anti-Virus, antimalware),  που θα με βοηθήσει να ξεριζώσω δια παντός τους «ιούς» της σκέψης, τα έτοιμα σχήματα δηλαδή, τα στερεότυπα, τις αυθαίρετες και βεβιασμένες γενικεύσεις. Ζητείται επειγόντως  «Προμηθέας με φωτιές» που θα καίει πάσης φύσεως σκοτάδια μεσαιωνικά! ΖητείταιΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ!!!  (γιατί, τελικά, όπως φαίνεται, μόνο ο Ποιητής μένει να ξεσκεπάζει τη φθορά του εκμεταλλευτικού αστικού καθεστώτος και να οραματίζεται το φως που θα φωτίζει το δρόμο των δεσμωτών του σπηλαίου και με τη φωτιά του λόγου και τη σαρκαστική ειρωνεία θα καίει το εποικοδόμημα του αντιδραστικού κοινωνικού καθεστώτος- ΒΑΡΝΑΛΗΣ βέβαια)

Τα αίτια λοιπόν της κρίσης της γλώσσας (και της γλώσσας της εξουσίας) παραπέμπουν στα αίτια της κρίσης της παιδείας, τα οποία με τη σειρά τους παραπέμπουν στην κρίση του ανθρώπου. Ένας φαυλεπίφαυλος κύκλος, που αν κι αυτός είναι κάτω από το διακριτικό έλεγχο των διαχειριστών της εξουσίας, τη βάψαμε, κύριε καθηγητά. Λες, και πάλι, το δίκιο να είναι με το μέρος των Ποιητών; «Σ’ όλες τις γλώσσες το αδύνατον διαρκεί… Μετρά εκείνο που μένει. Το ίδιο που δεν βρίσκεται ποτέ μέσα στο άθροισμα. Μπορεί με ευθείες να χαράζεται ο Μεσημβρινός αλλ΄ η αλήθεια πάντοτε με τεθλασμένες. Λιγότερο από νου και περισσότερο από χουν είναι η δεύτερη και η τρίτη μέσα μας υπόσταση» (Οδυσσέας Ελύτης, Δυτικά της λύπης)
(ίσως) «Υπεροψία και μέθην; Όχι όμως – μάλλον σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων»;Πάντα επίκαιρο το δίλημμα του ποιητή Φερνάζη, που επινόησε ο Καβάφης στον «ΔΑΡΕΙΟ» του, για να μας πει μ’ άλλο τρόπο εκεί, πως οι ΒΑΡΒΑΡΟΙ δεν υπάρχουν! Ήταν κι αυτοί ένα καλοφτιαγμένοΑΛΛΟΘΙπίσω από το οποίο κρύψαμε επιμελώς τη χρόνια αδράνεια μας, το πρόσχημα των ΜΟΙΡΑΙΩΝ που θα περιμένουν εσαεί  «άνωθεν» το Μεσσία της σωτηρίας τους. Κι έτσι η κραυγή ΚΑΘΑΡΣΗ (που λέγαμε πιο πάνω) θα παραμένει άναρθρη (και χωρίς επιστροφή ήχου!!!):
«που ’σαι νιότη που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος»

ΟΠΟΤΕ; (να αφήσουμε την τύχη μας στους Ποιητές, σ’ αυτούς τους Υποπτους Θαυματοποιούς που πυροβολούν τις Λέξεις και γίνονται Πουλιά; Στο ζαβό το ριζικό ή στο θεό που μας μισεί;)
(εγώ ψηφίζω δαγκωτό ΠΟΙΗΣΗ, που μπορεί να διαφέρει απ’ τα άλλα «όπλα» των σημερινών Μοιραίων μόνο στον τύπο είναι όμως τελικά το πιο αυθεντικό και αμόλυντο απ’ τα παράσιτα του νόθου «πολιτισμού»)
Ναι, μόνη χαραμάδα φωτός η Ποίηση: «γι’ αυτό, σου λέω, ας εγκιβωτιστούμε σ’ ένα Ποίημα, κι όπως περπατάμε, ας το αφήσουμε να πέσει, τάχα, κατά τύχη στο δρόμο. Αύριο, μεθαύριο θα το βρουν ξεθωριασμένο απ’ τη βροχή και τότε θα ’χει πάρει όλο το νόημά του» (Τάσος Λειβαδίτης)
 «Όσοι από σας βαρεθήκατε πια στον κόσμο αυτόν τον άδικο και τον βλακώδη να άγεσθε και να φέρεστε από τους ψεύτες, από τους σοφιστάς και λαοπλάνους…

… όσοι πια βαρεθήκατε οι δεσμοφύλακές σας σαν τόπια ταλαίπωρα να σας εξαποστέλλουν εις τον Καϊάφα και πριν από αυτόν στον Άννα, προσμένοντας να έλθει η Ώρα η χρυσαυγής, η πολυύμνητος κι ευλογημένη, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, όσοι την σημερινήν ελεεινήν πραγματικότητα να αλλάξετε ποθείτε, προσμένοντας να έλθει η Ώρα, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε κι ας ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια φωνή, με μια φωνή – ΟΚΤΑΝΑ! (Ανδρέας Εμπειρίκος)

ΜΙΑ ΣΑΤΑΝΙΚΗ ΕΞΙΣΩΣΗ: ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΙΣΟΥΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΣ ΤΟΥ ΔΩΣΟΥΜΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΤΕΛΟΣ:

$
0
0
Ο τέλειος γλύπτης έβαλε την εμμονή του να του ορκιστεί πως μαζί θα εξιχνιάσουν όλα τα μυστικά του ανθρώπινου προσώπου. Την έβγαλε από το κλουβί την ακούμπησε απαλά στον ώμο του τη χάιδεψε στα φτερά και την πρόσταξε να του κελαηδάει τον ίδιο σκοπό κάθε πρωινό της εβδομάδας κάθε πρωινό του μήνα κάθε πρωινό του χρόνου. έπρεπε να ζωγραφίζει κάθε μέρα τον ίδιο σκοπό. Έπρεπε να σμιλεύει κάθε μέρα την ίδια μελωδία. Ο τέλειος γλύπτης έβγαλε μ’ ένα κουτάλι το μάτι του και το έβαλε να κατρακυλήσει πάνω στο χέρι του. Το παιχνίδι της ύλης άρχισε μ’ ένα σκονισμένο γυάλινο βόλο κι ένα μαργαριτάρι γεννήθηκε από ένα σκουπίδι. Το αόρατο αντικείμενο γέννησε πολλαπλές ψηλόλιγνες λωρίδες, σε πολλαπλούς λιγνούς πανύψηλους σωλήνες κι ο τέλειος γλύπτης έχυσε την κυνική του πραγματικότητα σε γύψινο καλούπι για να την παγώσει. Τώρα καταδύεται ανενόχλητος στον πυθμένα της έκφρασης. Ο τέλειος γλύπτης παρατηρεί τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων να ντύνει τον εξωτερικό τους κόσμο με ατσάλινο πλέγμα. κατόπιν φοδράρει προσεκτικά τα πλάσματά του με λίγο γύψο πραγματικότητας. Έτοιμα. Τα κοιτάζει ερευνητικά όμως δεν τ’ αναγνωρίζει. Θα τους δώσει μια ελαφριά σπρωξιά και θα τα διώξει από κοντά του. Οι τέλειοι ξένοι δεν του ανήκουν πια. Ένα κουβάρι μπερδεμένα γύψινα κορδόνια ξεχύνονται από τις γρίλιες. Ξεπλέκονται. Στέκονται για λίγο όρθια, ταλαντεύονται στο λιγνά πόδια τους και ευθύς αρχίζουν να πετούν με τις μαύρες γραβάτες του αφέντη τους ν’ ανεμίζουν σαν πειρατικές σημαίες δεμένες στον λαιμό τους. Τα αγαπημένα του παρισινά Café το Café της RuedAlesia, το Café της  RueDidot όπως και ο ίδιος ο Giacomettiδεν υπάρχουν πια. Όμως οι ψηλόλιγνοι άνθρωποί του, κάπου θα βρουν να καθίσουν για να απολαύσουν στη θέση του τον συνηθισμένο του πρωινό καφέ. [ΤΕΛΕΙΟΙ ΞΕΝΟΙ από τα ΑΓΓΕΛΟΠΤΕΡΑ της Έλσας Κορνέτη, εκδόσεις Μελάνι 2016 – ArtbyGiacometti]



HOMOLEGENS (ο αναγιγνώσκων άνθρωπος, όπως αναφέρεται με λατινική διατύπωση ως νεολογισμός στο βιβλίο Κόλαση του CarloFrabetti)
Έτσι όπως η αράχνη το κατοικίδιο του πύργου υφαίνει στωικά στο κενό τον ιστό της πλέκεις κι εσύ λευκό δίχτυ με τα μαλλιά σου που ολοένα μακραίνουν Μια πομπή μεταξοσκώληκες ράβει με σάλιο κλωστή θήκες κουκούλια Κάθε μέρα βάζεις μέσα έναν φίλο Κάθε νύχτα βάζεις μέσα έναν χθρό Έπειτα κυλάς τις μπάλες των μαλλιών που περισσεύουν Για να στομώσεις την κουφάλα της ψυχής Για να αισθανθείς και πάλι
Ακολουθεί ένα σμήνος γυναίκες φανάρια Με κίτρινα μάτια γαλάζια φτερά και μεγάλους αιμάτινους μαστούς Μόλις διψάς θηλάζεις λαίμαργα το αίμα από τους ιπτάμενους κρουνούς Σας θέλει όλες Δώστε του να πιεί Κοίτα Ξημερώνει Για λίγες ώρες θα παριστάνεις τον άνθρωπο Είσαι καλός ηθοποιός Ο ρόλος σου ταιριάζει Με νέα βιβλία τροφή ο πύργος ψηλώνει Φιλοτεχνείς το κάδρο σου μεθοδικά Για να κορνιζωθείς Για να καρφώσεις το κεφάλι σου πάνω από το τζάκι Πολύτιμο τρόπαιο του εαυτού σου
Το λείψανό σου είναι ο καλύτερός σου φίλος Οι δυο σας κάνετε καλή παρέα Ξαπλώνετε Κοιμάστε αγκαλιά Διαβάζετε ένα βιβλίο Ονειρεύεστε Τον κήπο με τα γράμματα που μεγαλώνουν με τα φρούτα πάνω στα δένδρα Τα φωνήεντα θέλουν ήλιο Τα σύμφωνα νερό Οι δίφθογγοι είναι ευαίσθητοι στα παράσιτα Οι λατινικοί χαρακτήρες θέλουν λίπασμα πολύ Αλλιώς δεν ανθίζουν Τον κήπο σου τον αγαπάς τον φροντίζεις Ξυπνώντας όμως διαπιστώνεις ότι δεν σου ανήκει Τις λέξεις σου τις τρώνε μαύρα πουλιά που τη νύχτα με τα φτερά τους σε σκεπάζουν
Η ωραιότερη ώρα Η ώρα που ανοίγεις το φέρετρο σου κρατώντας στα χέρια δυο πελώρια κουβάρια Ένα λευκό με τα μαλλιά  Ένα κόκκινο με τον μανδύα Πλησιάζεις τη βιβλιοθήκη Ξεκαρφώνεις από τις ράχες των βιβλίων όλα τα μικροσκοπικά κολιμπρί υπηρέτες που τρυγούν το νέκταρ Συλλέγεις το ελιξίριο σε μεγάλη φιάλη Το πίνεις Μετά την ανάγνωση αρχίζει η συγγραφή Το παραδείσιο πουλί δεμένο με αλυσίδα στο γραφείο Η πένα φτερό γράφει Το ράμφος ξίφος τρυπά την Ντάμα Κούπα τραπουλόχαρτο Το αίμα στάζει απ’ την καρδιά της χύνεται πάνω σου Αφαιρείς την εικόνα ενώ αντιγράφεις την αφήγηση Η θεωρία της ανακύκλωσης είναι τόσο βολική
Τώρα θα συμβεί κάτι τρομακτικό Ο πύργος των θαυμάτων γίνεται ο πύργος των θυμάτων κι Εσύ είσαι ένας βρικόλακας που χώνει το σουβλερό του δόντι βαθιά στο κρέας των λέξεων για να πιει λίγη από την έμπνευση των άλλων Είσαι ένα βρικόλακας που λατρεύει το συναίσθημα όταν το κάνει ν’ αυτοκτονεί Όμως εμβολιάζω τις λέξεις Σημαίνει αδυνατίζω τις λέξεις Σημαίνει σκοτώνω τα αντισώματα της ποίησης Όσα γαλάζια γυναικεία χέρια κι αν σε τυλίξουν το δέρμα σου θα βάφεται στις αποχρώσεις του γκρι Το σώμα σου θ’ αποζητά πάντα λίγο από το πολύτιμο υγρό Λίγο από το αίμα των άλλων Μάταια τους παρακαλείς όσο αυτοί απομακρύνονται κι αβοήθητο σ’ εγκαταλείπουν:

Πιστοί μου υπήκοοι
Μη μ’ εγκαταλείπετε
Υπόσχομαι να σας πετάω
Όλα τ’ αποφάγια των βιβλίων μου

Το παραμύθι είναι παράλογο Η αλήθεια είναι παράλογη Μια σατανική εξίσωση Το παραμύθι ισούται με την αλήθεια

Ας του δώσουμε ένα καλό τέλος

Ψευδοπρίγκιπα των Συμφορών που δεν ανήκεις ούτε στο φως ούτε στο σκοτάδι Γύρνα και κοίτα Ο χρόνος α΄ρχνη σ’ ακολουθεί Ούτε την ένιωσε το νεκρωμένο σου κορμί Σε τύλιξε σφιχτά με το αραχνοΰφαντο σάβανό σου Μόλις πρόλαβες έντρομος να δεις το βυθό ενός στόματος με δυο πεταχτά δόντια να σου φωνάζει:

Καλέ μου
Κόμη Δράκουλα
Μη φοβάσαι
Δεν πρόκειται
Να λείψεις
Σε κανέναν

ΣΥΓΝΩΜΗ, ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ; ΕΙΠΕ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΕΠΙΜΟΝΑ ΜΙΑ ΤΡΕΜΑΜΕΝΗ ΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΟΦΗ
(είναι η ώρα που οι άγγελοι κατεβαίνουν στη γη για να παρατηρήσουν τους ανθρώπους, γιατί οι άγγελοι είναι ποιητές που παρατηρούν τους ανθρώπους με την περιέργεια των ποιητών)
ΙΥΓΞ
Ρώτησα την Ίυγγα το αλλοπρόσαλλο πουλί με το σημάδι του κεραυνού στο κεφάλι πώς γίνεται το φως μέσα σε μια συλλαβή να χωράει και το άγριο πουλί  μου απάντησε: Σε κόσμο ορθογώνιο και πλωτό χωρίς αρχή και τέλος χωρίς κεφάλι και ουρά όταν σε άδειο καύκαλο χελώνας το φως διδάσκει στο σκοτάδι  πώς να συνυπάρχουν δαιμονικά οι βολβοί των ματιών κυλούν πάνω σε φύλλα δάφνηςΤότε στάθηκα μπροστά σε μάγισσας τσουκάλι ψελλίζοντας το αρχαίο ξόρκι ανακατεύοντας λίγες σταγόνες κόκκινο κρασί με σκόνη χρυσαλλίδας και μια γλώσσα ερωτευμένης σαλαμάνδρας στρίβοντας με το ανθρώπινό μου χέρι  τον λαιμό ενός δρυοκολάπτη κλωτσώντας με το τραγίσιο μου ποδάρι το άσωτο αστέρι κι όταν ένα σκουλαρίκι κύλησε στην πράσινη κοιλιά του λαβύρινθου όπου ξαπλώνω ντύθηκα άνεμος Ασυγκράτητος όρμησα έξω να της φωνάξω:
Ιπτάμενη δραπέτισσα Ιώ
θρηνείς έναν έρωτα φωτιά
υφαίνοντας με τα καμένα σου φτερά
ήχους κλωστής στον αργαλειό του πόθου

Κρύφτηκες
σε παρδαλό δάσος κουφό
που όμως ακούει
των μεθυσμένων εραστών
τ’ ανεύρετα φιλιά
να κελαηδούν με τα πουλιά
πάω στα δένδρα

Έλα λοιπόν
κάνε τους να ζηλέψουν
Απόψε σε ποθώ
άσε το μαγικό φίλτρο
να σου καίει τα σωθικά
άσε το θεό Πάνα
κάτω απ’ το δέρμα σου
μέσα στο αίμα σου
παράφορα
να ρέει

ΑΓΓΕΛΟΠΤΕΡΟ
Πόσο να σκάψει ακόμα το βιολί
Στο ασημένιο φλιτζάνι του καφέ
Για να εξορύξει χώμα;
Οι άγγελοι Σαν αυγά Πρώτα μέσα στις φλόγες επωάζονται Κιτρινίζουν σαν ηλιοτρόπια Κι έπειτα Απ’ το ρουθούνι μιας καμινάδας Ξεχύνονται σε σμήνη Κολλούν δυο σύννεφα φτερούγες ο καθένας Ακολουθούν τα ίχνη της όξινης βροχής Τα δάκρυα μιας άρπας Κι εγώ που έχω μάθει από μικρή να ξεχωρίζω έναν ερωτευμένο άγγελο Τον βλέπω να παίζει βιολί Για μια παράξενη αγάπη Για τους μνηστήρες που μαρμάρωσαν στον χρόνο Κρεμιέται από τον πολυέλαιο Ενός καμένου  θόλου Με το δοξάρι του μονομαχεί Τρυπώντας άτακτες νότες Τόσο χαριτωμένα Τραμπαλίζεται Στα ξέφτια μιας γιρλάντας Στο παραμύθι που έγινε Σαπίλα Πολυτελείας
Έμεινα έκπληκτη να τον κοιτώ
Όταν υπέρλαμπρος πετούσε
Πριονίζοντας με το δοξάρι
Τον λαιμό του

Πιάσε, μου φώναξε
κι ευθύς μου πέταξε
σαν τόπι χρυσό
κομμένο το κεφάλι του
που φέγγοντας

ακόμα χαμογελούσε

ΑΓΓΕΛΟΠΤΕΡΑ ανοίγουν απότομα τα φτερά τους και μας μαθαίνουν τη παράξενη λέξη ΑΛΓΑΠΗ (το άλγος της αγάπης): 

Τα βιβλία όλα μαζί χοροπηδούν Οι σελίδες έγιναν φτερά Επιτέλους ελεύθερα πετούν απ’ τα παράθυρα του πύργου Ο κίτρινος άνεμος τα παρασύρει μακριά Φυτεύονται σε μια πεδιάδα εύφορου τσιμέντου Τώρα ο πύργος ολοένα μικραίνει Ολοένα χαμηλώνει Αγγίζει το χώμα Απομένει μια πέτρα λεία κι ολοστρόγγυλη
όμοια μ’ αυτό
της εκκίνησης
Το κέρμα
Ο


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΙΚΗΤΗΣ:

$
0
0
Για τον συστηματικό αναγνώστη της ποίησης του Μ. Αναγνωστάκη η αγωνία του σχετικά με την εποχή και τον χρόνο και ο σχεδόν τελεολογικός αγώνας της ποιητικής διαδρομής είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Και εάν απλώς ανατρέξουμε στην τιτλοφόρηση των έργων του μπορούμε να το διαπιστώσουμε. Ξεκινώντας με το περιοδικό ΞΕΚΙΝΗΜΑ, συνεχίζει με τις ποιητικές συλλογές ΕΠΟΧΕΣ  σε τρία μέρη, παρεμβάλλονται οι ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ  ενώ εν-τίθενται οι τρεις ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ στις οποίες επιτάσσεται ο ΣΤΟΧΟΣ. Δεν είναι τυχαίο ότι συμβάλλει συστηματικά στα περιοδικά ΕΠΟΧΕΣ και ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ενώ το περιοδικό με το οποίο κυρίως συνδέεται το όνομά του είναι η ΚΡΙΤΙΚΗ. Τα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα τα εκδίδει με τους τίτλους: ΑΝΤΙΔΟΓΜΑΤΙΚΑ (ας μην ξεχνάμε πώς ένα από τα κύρια πεδία ιδεολογικής αντιπαράθεσης της εποχής είναι το αριστερό δόγμα, καθώς και η διάκριση συμφωνούντες - διαφωνούντες). Κάποιους σημαντικούς του «σχολιασμούς» θα τους εκδώσει με το χαρακτηριστικό τίτλο ΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ‘68-’69. Και αφού παρεμβληθεί η παρέκβαση του Μανούσου Φάσση ο κύκλος θα κλείσει με το στερνό Υ.Γ. Και μετά, για 13 χρόνια περίπου η σιωπή∙ που θα σφραγίσει οριστικά η απουσία του το 2005. [Ανάμεσα στο χρόνο και την ποίηση και το χρόνο ποιος είναι ο νικητής; Η ηλικία πώς μετριέται στην ποίηση, ποιους νόμους ακολουθεί ή περιφρονεί κάθε νόμο; [Και η κριτική;] Θα αποδώσει τάχα δικαιοσύνη; Ή από τη στιγμή που ένα βιβλίο διαπερνά τον χρόνο η δικαιοσύνη έχει ήδη αποδοθεί; Ή μήπως εν τέλει είναι το σύνδρομο κι εδώ «του βιολιού του Ένγκρ»; Με τα ερωτήματα αυτά και άλλα συναφή ασχολείται η Άννα Αφεντουλίδου, φιλόλογος και ποιήτρια στο κείμενό της με τίτλο «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και   το βιολί του Ενγκρ, Μικρό σχόλιο για τα ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ, τα κριτικά σημειώματα του Μανόλη Αναγνωστάκη – όλο το κείμενο παρακάτω όπως αναρτήθηκε στη διαδικτυακή πύλη για το βιβλίο, τις ιδέες και τον πολιτισμό BOOK PRESS]



Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΜΙΑΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ, ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ:
Αλλά αυτά λίγο πολύ είναι γνωστά. Ας έρθω στα κριτικά του σημειώματα που συγκεντρώνει σε έναν τόμο το 1985 με τίτλο Τα Συμπληρωματικά, ο οποίος εκδοτικά είναι ο επίλογός του πριν από το Υστερόγραφο (Υ.Γ., 1992). Τα τρία τελευταία κείμενα εξ αυτών είναι τα μόνα σύγχρονα της έκδοσης του τόμου (1984, 1985, 1985). Το πιο κοντινό σ’ αυτά απέχει μια 9ετία (1973), το πιο μακρινό 4 δεκαετίες (1944). Ο ίδιος δίνει κάποιαν εξήγηση γι’ αυτό, στον Πρόλογοτου βιβλίου. Ωστόσο υπάρχει κάτι αξιοπαρατήρητο στα τρία τελευταία. Εξηγούμαι. Τα κείμενα αυτά -όπως εξάλλου και τα προηγούμενα- είναι κατά κάποιον τρόπο αφορμώμενα από ένα γεγονός της επικαιρότητας. Το κείμενο για τον Γιάννη Σκαρίμπα είχε ως πρόσχημα τον θάνατό του το 1984. Το κείμενο για τον Άνθο Φιλητά την επανέκδοση της πρώτης και μοναδικής ποιητικής του συλλογής. Για το τελευταίο, δεν είμαστε βέβαιοι, ίσως την παρέλευση μιας πενταετίας από τον θάνατο του Στρατή Τσίρκα, ή ίσως και την έκδοση του χρονολογίου του Σ. Τσίρκα από την Χρύσα Προκοπάκη το 1985. Ως εδώ καλά. Όμως ένα υπόγειο νήμα τα συνδέει με έναν αντιφατικό όπως και περίεργο τρόπο, που καθώς προχωρούμε από τον Σκαρίμπα στον Φιλητά και στον Τσίρκα πλέκεται σε ένα πιο σφιχτό δίχτυ.

Γιάννης Σκαρίμπας - Στρατής Τσίρκας: ποίηση # πεζογραφία
Ο Μ.Α. αναφέρεται στην ποίηση του Σκαρίμπα χαρακτηρίζοντάς τον ως τον πιο αντιπροσωπευτικό φανταιζίστα έλληνα ποιητή, αναγνωρίζοντας ταυτοχρόνως την αξία και του πεζογραφικού του έργου – αρνούμενος ωστόσο την ιστοριογραφική του ικανότητα: Δεν είναι μια ποίηση μεγάλη. Αλλά είναι μια ποίηση αληθινή και στα όριά της αυστηρά προσωπική, γοητευτική .

Όσον αφορά στον Τσίρκα, όμως, εστιάζει στο πρώιμο ποιητικό του έργο, κι ενώ υπογραμμίζει την ελάσσονα σημασία του, τονίζει ως σημαντικούς δύο εξωποιητικούς της δείκτες: θεωρεί σημαίνοντος ερμηνευτικού βάρους τα νεανικά του ποιήματα για την αποκρυπτογράφηση των πυρήνων του πεζογραφικού του έργου, παρόλης της μικρής αισθητικής τους αξίας. Αναγάγει το αξιολογικό χάσμα ανάμεσα στο ποιητικό και πεζογραφικό του έργο στις ιδεολογικές δεσμεύσεις του Τσίρκα στα νεανικά του χρόνια, τονίζοντας ταυτοχρόνως πως η ιστορία της λογοτεχνίας -με ελάχιστες εξαιρέσεις- έχει αποδείξει πως δεν μπορεί κάποιος να είναι και σημαντικός ποιητής και πεζογράφος. Και εκείνο στο οποίο εμμένει είναι ότι το μεγάλο του έργο ο Τσίρκας το δίνει σε ώριμη πια ηλικία: Ωρίμασεν αργά… καθυστερημένη κυοφορία… Μια που το πεζογραφικό του έργο ήρθε αργά, ως προϊόν ωριμότητας και σε ηλικία πια προχωρημένη για τα δεδομένα της γενιάς του, η πλειοψηφία της οποίας πρωτοδημοσιεύει ή και εκδίδει βιβλία ήδη σε ηλικία 15-20 ετών. Εκτός του ότι εστιάζει στο γεγονός πως άργησε να στραφεί και να εμπιστευθεί την πεζογραφία, εμμένει στη σημασία της πρώιμης ποίησης ως αποκαλυπτικής των βαθύτερων βιωματικών πυρήνων ενός αφηγητή που την Ιστορία την χρησιμοποίησε, έστω και αργά, για να φτιάξει τον μύθο της εποχής και της γενιάς του∙ και το σημείο το οποίο φαίνεται ιδιαιτέρως να συγκινεί τον Μ.Α. είναι η φράση του Σ.Τ. εκείνη η πρώτη μου φωνή που γρήγορα χάθηκε, καθώς και η τρυφερότητα, που ο ίδιος διαπίστωσε ως αυτήκοος μάρτυς, να αισθάνεται, όταν αναφερόταν στα ποιήματά του ο πεζογράφος, παραλληλίζοντας την μάλιστα, αναρωτώμενος για τη στάση αυτή, με το σύνδρομο του βιολιού του Ένγκρ.

Άνθος Φιλητάς: θνησιγένεια ή νεκρανάσταση;
Αλλά το ενδιάμεσο, των τριών, κείμενο, ίσως, είναι και το πιο ενδιαφέρον∙ είναι αυτό που ως σανίδα γεφυρώνει την ιδιόμορφη αυτή συναισθηματική σκαλωσιά, ίσως και το ερμηνευτικό κλειδί της τριάδας. Τον Άνθο Φιλητά είναι γνωστό πως ο Μ.Α. τον θεώρησε ως τον ποιητή που τον επηρέασε –μαζί με τον Ρεμπώ– το περισσότερο. Αλλά με ποιον τρόπο;

Στο «κριτικό» του κείμενο αφηγείται το πώς έγινε, αυτή την φορά, ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας, σε ένα βιβλιοπωλείο, του τρόπου που ο νέος αυτός ποιητής αφιέρωσε το βιβλίο του, γράφοντας κάτι ιδιοχείρως σε μια κοπέλα, ταυτίζοντάς τον με τον «ιδεώδη ποιητή» στο φαντασιακό του: Έναν άντρα εντυπωσιακής εμφάνισης, με μακριά, ίσια, λουστραρισμένα μαλλιά (ό.π., σ.151). Έτσι πρέπει να είναι οι ποιητές! Η ακτινοβολούσα φιγούρα που ΄βλεπα μπροστά μου ανταποκρινόταν απόλυτα στον ιδεότυπο που είχα φορμάρει στο μυαλό μου για το ζηλευτό γένος των ποιητών.

Ο 15χρονος Μ.Α. εντυπωσιάζεται από την φιγούρα αυτή, ενός λίγο μεγαλύτερού του ποιητή και «ιδεώδους επαναστάτη», συγκρίνοντάς τον μάλιστα με τον ήρωα του Ουγκώ από την ιουλιανή εξέγερση του Παρισιού το 1832.

Όμως έχει ενδιαφέρον να δούμε τους στίχους που επιλέγει ο Μ.Α. να αναφέρει από τα ποιήματα του Α.Φ. με το σχόλιο: Ολόκληρο τον εαυτό μου έβρισκα στους στίχους: (…) «με φτάνει η εικόνα του εαυτού μου / στα απόκοσμα θολά νερά»  «Συμβιβάστηκε η εσπέρα / με το έπος της χαμένης ηλικίας» «Λουλούδια, κύματα, ερημιές / οι καρδιές μας των είκοσι χρόνων».
Και παραδόξως: «Δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν / τα άνθη που σπάρθηκαν την ώρα /του γόνιμου πάθους και της ηδονής»  «Μες στη σιωπή μας θάφτηκε / το παθητικό τραγούδι του συναπαντήματος»
Επομένως. Δεν πρόκειται μόνο για έναν νεανικό ενθουσιασμό. Σαράντα χρόνια μετά, ο Μ.Α. εξακολουθεί να χαρακτηρίζει ως μεγάλης αισθητικής αξίας [(…που δεν ξεθώριασε από τον χρόνο  και να αξιολογεί ως παραγνωρισμένα τα ποιήματα του Α.Φ., τα οποία παραμένουν ξεχασμένα με σκληρότητα ακόμη και από τον ίδιο, όπως λέει. Μια που η συλλογή Σύννεφα ήταν η πρώτη και τελευταία συλλογή του Άνθιμου Χατζηανθίμου, όπως ήταν το αληθινό όνομα του Φιλητά. Γι’ αυτό και επιχαίρει της επανέκδοσής του. Αλλά τι απέγινε ο Α.Φ.; Η προσωπική του ιστορία τον οδήγησε ακουσίως στην ποιητική σιωπή; Υπάρχει κάποια αναφορά ότι χειρόγραφά του χάθηκαν στην Κατοχή. Τι απέγινε ο ίδιος; Αντάρτικο, η περιπέτεια της υπερορίας και ο νόστος στην Ελλάδα ύστερα από 30 χρόνια. Και το σκληρότερο: η 40χρονη ποιητική σιωπή.
Και για να επιβεβαιώσει πως δεν πρόκειται για προσωπική νοσταλγία της χαμένης νεότητας, βιάζεται να τονίσει εμφατικά δύο φορές: Όμως δεν θέλω να μιλήσω εδώ για εκείνα τα χρόνια τότε αλλά είπαμε: δεν θα μιλήσουμε για όλα αυτά ύστερα από σαράντα χρόνια.
Για να καταλήξει στη διατύπωση του αιτήματός του με έντονο τρόπο: κάποτε πρέπει ο ίδιος ο Άνθιμος (…) να μας δώσει την κατάθεσή του (…) τις συγκλονιστικές του προσωπικές περιπέτειες, που όμως τελικά είναι οι περιπέτειες και τα πάθη μιας ολόκληρης γενιάς : αυτό το βιβλίο πρέπει να το γράψει ο Άνθιμος, μας το χρωστά και του το ζητάμε.

Και τι ζητά από τον άγνωστο εν έτει 1985 εκείνον ποιητή; Να σπάσει τη σιωπή του. Επειδή το χρωστά στην ποίηση, στην ιστορία, στη γενιά του. 

Ο Α.Φ. ήταν πολύ νέος όταν εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, σαν τον Ρεμπώ. Με «πρωτοποριακό» εκφραστικό τρόπο σαν τον Ρεμπώ: Τον ψαύει με το δαιμονικό ένστικτο του ποιητή και ιδίως με τις κεραίες του νέου μιας καινούργιας εποχής. Μην το ξεχνάμε. Βρισκόμαστε στα 1937Μίλησε μια γλώσσα που δεν είχε ξανακούσει, όπως ο Ρεμπώ μίλησε για το «Μεθυσμένο Καράβι», χωρίς να έχει δει ποτέ του θάλασσα, σημειώνει ο Μ.Α. Και τι ζητά από τον άγνωστο εν έτει 1985 εκείνον ποιητή; Να σπάσει τη σιωπή του. Επειδή το χρωστά στην ποίηση, στην ιστορία, στη γενιά του. Στην αδυσώπητη πάλη της γραφής με τον χρόνο, την εποχή και την μνήμη. Ο Αναγνωστάκης είχε ήδη μιλήσει μέσα από τις τρεις Εποχές του, τις τρεις Συνέχειες, είχε θέσει τον Στόχο και είχε κλείσει τον κύκλο του. Το μόνο που του απέμενε τότε, το στερνό ΥΓ, που θα το δώσει λίγα χρόνια μετά. Και εφεξής και για εκείνον η σιωπή.

«Αυτό το βιβλίο πρέπει να το γράψει, μας το χρωστά και του το ζητάμε» 
Είναι η ίδια η αγωνία της σιωπής που βασάνισε πολλούς από τους ποιητές της γενιάς αυτής, οι οποίοι πιεσμένοι από τα γεγονότα, που τους άνδρωσαν, εκφράστηκε ποιητικά πολύ νωρίς. Και αισθάνθηκαν ίσως πως ό,τι είχαν να πουν, το είχαν ήδη πει. Άλλοι καιροί επέβαλλαν άλλους ρυθμούς και ήταν αυτός ένα τρόπος πρόληψης της επανάληψης. Έτσι όφειλαν να σωπάσουν. Όπως ο Μ.Α., όπως ο Θεοτόκης Ζερβός και άλλοι ομήλικοι, όσοι δεν έφυγαν νωρίς. Και ο Άρης Αλεξάνδρου εγκαταλείπει σχετικά νωρίς την ποίηση, για να σφραγίσει το έργο του με το εμβληματικό μυθιστόρημά του, το Κιβώτιο, το 1975. Ας μην ξεχνάμε την αγωνία που εξέφρασε και ο Σινόπουλος στο Νυχτολόγιό του: Σπάσε λοιπόν τον φαύλο κύκλο. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς πάνω στη γλώσσα, να φτιάξεις κάτι «άλλο» με τη γλώσσα σου, και ξαφνικά πεθαίνεις.
Ενώ ο Μίλτος Σαχτούρης παλινδρομούσε με τον δικό του τρόπο: Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα […] κατάρα για τις εφτά σκιές / πάντα θα γράφω ποιήματα (Χρωμοτραύματα). Ενώ στην ίδια συλλογή υπογράμμιζε για τους ποιητές: όσο παν’ και λιγοστεύουν / λιγοστεύουν. Λιγοστεύοντας και ο ίδιος ολοένα τα ποιήματα που έγραφε μέχρι την τελική του αναχώρηση για εκεί όπου οι ποιητές δεν πεθαίνουν πια.
Αλλά δεν είναι κυρίως κριτικό σημείωμα, είναι μια αφήγηση∙ η αφήγηση μιας περιπέτειας. Της περιπέτειας της γραφής. Ενός προσώπου που είπε ό,τι είχε να πει, που χάθηκε στην φθοροποιό τριβή της ιστορίας. Και σώπασε. 

Το μακρύ ταξίδι ενός βιβλίου μέσα στον χρόνο είναι ο υπότιτλος του κειμένου του για τα Σύννεφα του ποιητή που τόσο, όπως ο ίδιος ομολογεί, τον επηρέασε. Και είναι το μόνο από τα κριτικά του των Συμπληρωματικών που χρησιμοποιεί μότο από το ίδιο το έργο: η θύμηση∙ η ουσία του χαίρε. Αλλά δεν είναι κυρίως κριτικό σημείωμα, είναι μια αφήγηση∙ η αφήγηση μιας περιπέτειας. Της περιπέτειας της γραφής. Ενός προσώπου που είπε ό,τι είχε να πει, που χάθηκε στην φθοροποιό τριβή της ιστορίας. Και σώπασε. Γιατί δεν είχε, ή δεν μπορούσε άλλο να μιλήσει. Αυτό το οποίο ζητά το 1985 ο Αναγνωστάκης από τον Χατζηανθίμου εναγωνίως είναι αυτό ακριβώς: να «μιλήσει». Ο Μ.Α. λοιπόν επιλέγει να γράψει στα τελευταία του κριτικά σημειώματα για το παραγνωρισμένο αλλά σημαντικό έργο ενός άγνωστου, ελάσσονος κατά αυτή την έννοια, ποιητή, και για το άγνωστο και ελάσσονος σημασίας έργο ενός μείζονος συγγραφέα, που η αξία του ωστόσο αφορά στο πεζογραφικό του έργο. Τα δύο τελευταία κριτικά σημειώματά του μιλούν για τη σιωπή και τη γραφή. Για την ενορατική διάσταση αλλά και τον «ιστορικό προορισμό» της ποίησης. Για την δικαιοσύνη του χρόνου. Για την αισιοδοξία της δικαίωσης. Για τον πόνο όσων χάνονται. Νεκρανάσταση ή θνησιγένεια; Ο ίδιος είναι ήδη -ή μόλις- 60 ετών.
Και αναρωτιέται: Τι θα προέκυπτε για τον σημερινό νέο (του 1985) από την τομή του με ποιήματα που όρισαν την εποχή τους, τι συνάψεις θα δημιουργηθούν στη νέα εποχή από αυτή την αντιμεταχώρηση; [Εμείς] Είμαστε μερικοί παλαιοί των ημερών [και] Προσπαθώ να φανταστώ το νέο παιδί του σήμερα να συνομιλεί μ’ αυτό το βιβλίο που έρχεται από το κάποτε. [και να λέει] Ετούτος ο πρωτοφανέρωτος ποιητής πρέπει να έχει μέλλον (!) .

Αλλά μήπως αυτός δεν είναι και ο γενικότερος προβληματισμός –για ορισμένους η βεβαιότητα– της πολύπαθης εκείνης γενιάς, ότι το προποιητικό υλικό μπορεί να συγκρατήσει την ιστορική εμπειρία και να αρμολογήσει τα προσωπικά σπαράγματα σε τοιχογραφία της εποχής; Επειδή η γλώσσα της ποίησης μπορεί και διατηρεί τις επαναστατικές της αλήθειες όσο και αν διαθλά στην επιφάνεια τα προφανή της ψέματα; Ακούγοντας τον σφυγμό της σιωπής ο Μ.Α. θέλει να τον υπερβεί, αντιφάσκοντας με τον ίδιο τον εαυτό του που παραδόξως την επιλέγει, για να υπάρξει η Συνέχεια της Εποχής και να δικαιωθεί πως η Στόχευσή της δεν έμεινε άστοχη. Θεωρώντας πως η μνήμη οφείλει να λειτουργεί όχι μόνο ως αναδρομή στο παρελθόν αλλά ως επιδρομή στο παρόν, ως προβολή στο μέλλον. Και η εφησυχαστική, η αποφευκτέα σιωπή ποτέ δεν πρέπει να δημιουργεί απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στο ποιητικό αντικείμενο και στην ιστορική εμπειρία. Μια που η Ποίηση, όπως φαίνεται πως πιστεύει, οφείλει να αγρυπνά και να νικά τον χρόνο. Στο προσκεφάλι μιας εποχής που φόρτισε όσο καμιά άλλη τους ποιητές της με το υπόκωφο άγχος του χρέους και της δικαίωσης. Ας κλείσω το σύντομό σχόλιό μου, λοιπόν, επαναλαμβάνοντας τις αγωνιώδεις ερωτήσεις του ίδιου του ποιητή: Ανάμεσα στον χρόνο και στην ποίηση ποιος είναι ο νικητής; Η ηλικία πώς μετριέται στην ποίηση, ποιους νόμους ακολουθεί ή περιφρονεί κάθε νόμο; [Και η κριτική;] Θα αποδώσει τάχα δικαιοσύνη; Ή από τη στιγμή που ένα βιβλίο διαπερνά τον χρόνο η δικαιοσύνη έχει ήδη αποδοθεί; . Ή μήπως εν τέλει είναι το σύνδρομο κι εδώ «του βιολιού του Ένγκρ»;


[ΠΗΓΗ: Άννα Αφεντουλίδου, Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και το βιολί του Ενγκρ, Μικρό σχόλιο για τα ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ, τα κριτικά σημειώματα του Μανόλη Αναγνωστάκη όπως αναρτήθηκαν στη διαδικτυακή πύλη για το βιβλίο, τις ιδέες και τον πολιτισμό BOOKPRESS]

ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΥΧΤΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΧΑΙΡΕ

$
0
0
Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε  γεια, καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κορυφές, τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες μιας απύθμενης υπνολαλίας,  κι όπως λιοντάρι στα στενά δεν χόρτασε, το συννεφάκι αυτό τους σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστημα μελαχρινό το βλέμμα που ήταν –  Σαν να επιθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό των αρωμάτων σε κλεισμένους χώρους, τον ταπεινό αιγιαλό,  τη φοβερή φωλιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο των ονείρων… Αλλά δεν θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα της την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου της λευκαίνονται, και πώς, τους χαραγμένους της καρπούς βυζαίνει, συσπώντας το γλυκό της στόμα βύζαινε, η λύσσα Λεγεών και Αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη,  (αποσπάσματα από το βιβλίο της Τζένης Μαστοράκη Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΦΩΣ – ART by Andy Hixon Wallpaper]



Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΦΩΣ (κι άλλα αποσπάσματα):
-2-
Μικρό μου, μήτε απ’ τα πουλιά και μήτε-
ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην πεις, και μη ρωτάς που κλείδωσαν, απ’ τα ψηλά της παραθύρια γκρέμιζε τα λόγια αλλιώς,
μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων,
το αίμα, τα αίματα, που μια στιγμή, σαν μακρινό μετέωρο βουτώντας, το αίμα, μια στιγμή, αγνάντεψε τα χαμηλά της φώτα, την κάπνα πόλης που σωπαίνεται, σώμα βαρύ, κι άλλο μην πεις, μην τραγουδάς, τα λόγια αλλιώς,
απ’ τα πουλιά τους φόνους της πενθεί, απ’ τα πουλιά και μήτε, η πυρκαγιά, η πυρκαγιά ερημική,
μικρό μου-

-3-
Καλύτερα απ'τα λίγα κι από τα στενά, όπου συνδυό και δεν μιλούν, συντρείς ο φόβος  απ’ το σκοτάδι ο λύκος μαίνεται,
εκεί στο βάθος του αίματος, σαν τιμαλφή παλιώνουν τα εγκλήματα, εξευγενίζοντας τις όψεις των δραστών, το συσπασμένο πρόσωπο, την άγρια πείνα,
και νάνι, λιώνουν τα φριχτά μαλάματα, χρόνοι ευγνώμονες λειαίνουν, νάνι, ώσπου να ’ρθει, ρόγχος να πάρει, χορηγός,
ο ύπνος, σιγανό πανί,
ο ύπνος, καβαλάρης με δρεπάνι

-4-
Αλλά δεν θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα της την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου της λευκαίνονται, και πώς, τους χαραγμένους της καρπούς βυζαίνει, συσπώντας το γλυκό της στόμα βύζαινε, η λύσσα Λεγεών και Αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων , τη Θεία Νόσο που επιστρέφει ακάλεστη κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη,  και α πότε βγάνει ο πόνος, πόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου της λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός σαν πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ’ ανασκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει, γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το Κακό του Φεγγαριού αφρίζει, κι α πότε, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί το θάνατο, καλεί, που-ήτααν καλός, από μακριά σου μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει

(αποσπάσματα από το βιβλίο της Τζένης Μαστοράκη «Μ'ένα στεφάνι φως» )

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΤΙΝΑΖΩ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠ’ ΤΟ ΙΔΡΩΜΕΝΟ ΣΕΝΤΟΝΙ:

$
0
0
Προσπάθησα, για πολλοστή φορά, να διαβάσω έστω και τρεις σελίδες από το τελευταίο βιβλίο που ξεκίνησα, χωρίς να έχω καν φτάσει στην δέκατη σελίδα από τα τέσσερα προηγούμενα που έπιασα στα χέρια μου και είχαν την ίδια κακή τύχη. Ματαιοπονώ και το ξέρω μα επιμένω γιατί υποψιάζομαι πως κάτι ανεπανόρθωτο μου συνέβη. Οι λέξεις εξαφανίζονται πριν καν μπουν στο κεφάλι μου, μάτια και εγκέφαλος τα ’χουν κάνει σκατά, μουτρώθηκαν χωρίς να ξέρουν το λόγο και καμιά προσπάθεια δεν κάνουν να τα ξαναβρούν. Δεν καταλαβαίνω τι διαβάζω, ξέχασα το νόημα κάθε λέξης, στη μέση κάθε παραγράφου χάνομαι και πρέπει να ξαναγυρίσω πίσω να βρω την άκρη από ένα νήμα που δεν υπάρχει. Χτες βράδυ τα μαύρα σημάδια (που υποδύονταν τόσο άγαρμπα τις τυπωμένες λέξεις) άρχισαν να γλιστράνε προς την κάτω πλευρά της σελίδας, προσπαθώντας να πιαστούν το ένα απ’ το άλλο, σχηματίζοντας μια αλυσίδα από τέρατα που φωνάζαν κάτι σαν «βοήθεια» ακατάληπτα, σχεδόν απόκοσμα κι αποκρουστικά. Στο τέλος γκρεμοτσακίστηκαν όλα μαζί -αφού δεν έκανα καμιά προσπάθεια να κλείσω το βιβλίο ώστε να μείνουν μέσα, έστω σαν μπουλούκι, σαν ρεμπέτ ασκέρι μα ασφαλή- και άφησαν τη σελίδα να χάσκει κενή [συνέχεια με τον ΤΡΟΜΟ που γεννάει μια άδεια σελίδα που δευτερόλεπτα πριν σου διηγούνταν μια ιστορία για την άλλη άκρη του νήματος που έπρεπε να φτάσουμε και για τις ανάσες που είχαμε ανάγκη – από το Ιστολόγιο a / man / called… και εικόνα άγνωστου καλλιτέχνη αλλά σχετική με το νόημα του κειμένου ]  



ΠΟΣΟ ΤΡΟΜΟ ΓΕΝΝΑΕΙ ΜΙΑ ΑΔΕΙΑ ΣΕΛΙΔΑ:
Την στιγμή που καταλαβαίνεις πόσο τρόμο γεννάει μια άδεια σελίδα που δευτερόλεπτα πριν σου διηγούνταν μια ιστορία, γίνεσαι άλλος άνθρωπος, τίποτε δεν ξαναείναι ποτέ ίδιο. Άφησα το βιβλίο στο πάτωμα, πάλεψα να κοιμηθώ, δεν κατάφερα πολλά. Ήταν και η ζέστη βάσανο. Ο ανεμιστήρας πάσχιζε αλλά τι να κάνουν έξη φτερωτές, ακόμη κι ένας έλικας πάνω απ’ το κεφάλι μου θα δυσκολευόταν να κόψει τον πηχτό αέρα για να ανοίξει μια δίοδο προς τα πνευμόνια, να στείλει μισή ανάσα τεχνητής -ας είναι- φρεσκαδούρας, να διώξει τη θολούρα και την υγρασία απ’ το μυαλό.
Εδώ και καιρό, κάθε πρωί ξυπνάω και τινάζω λέξεις απ’ το ιδρωμένο σεντόνι. Ο δρόμος από κάτω έχει γεμίσει σακατεμένα γράμματα, σημεία στίξης και ακρωτηριασμένες λέξεις. Ούτε πουλί, ούτε γάτα, ούτε ποντίκι (ο γείτονας μου είπε πως έχει δει πολλά τέτοια τις τελευταίες βδομάδες) καταδέχεται να ασχοληθεί μαζί τους. Οι ελάχιστες λέξεις που καταφέραν να φτάσουν στην άσφαλτο σε ένα κομμάτι, θα γίνουν λιώμα κάτω από τις ρόδες ενός φορτηγού, ενός δίτροχου, ακόμη κι ένα καροτσάκι που το σπρώχνει μια φρέσκια -ακόμη πληγωμένη απ’ τα παραπανίσια κιλά- μάνα είναι ικανό να τις διαμελίσει τόσο που κανένα λεξοτομείο δεν θα μπορέσει να τις συναρμολογήσει για την αναγνώριση.
Νομίζω, φοβάμαι, ότι το μέλλον επιφυλάσσει την ίδια μοίρα και για το φετινό καλοκαίρι, κάποιων, πολλών. Όσο και να το ράψουν, όσα κομμάτια του και να κολλήσουν, όσο και να μπογιατίσουν τις μελανιές, όσο λίγο και να τραβήξουν το σεντόνι που θα το σκεπάζει -τον Σεπτέμβριο, που θα μας φωνάξουν να μας ρωτήσουν σε ένα κρύο δωμάτιο με άσπρο παγωμένο φως αν είναι όντως αυτό, το δικό μας καλοκαίρι- δύσκολα θα καταφέρουμε να μη σπάσει η φωνή μας την ώρα που θα λέμε «ναι, αυτό ήταν». Αγνώριστο θα ’ναι. Ναι. Αλλά η κλωστή, η επαγγελματικά δεμένη στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, θα είναι εκεί, να μας θυμίζει πού ήταν η άλλη άκρη του νήματος που έπρεπε να φτάσουμε για κείνες τις ανάσες που είχαμε ανάγκη και δεν καταφέραμε, μη με ρωτάς γιατί, να συναντήσουμε.
Αλλά όλα καλά. Όλα καλά. Σκέψου να ζητούσαν από εκείνο να αναγνωρίσει εμάς, κάτω από ιδρωμένα, τσαλακωμένα, παραιτημένα σεντόνια. Εκείνο το «όχι, δεν είναι αυτός» θα μας αποτέλειωνε για τα καλά.

[ΠΗΓΗ: από το Ιστολόγιο με το όνομα a / man / called… και υπογραφή με χάρη: I'm not bad, I'm just drawn that way]

ΕΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ ΣΤΙΣ 5 ΤΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ, ΠΕΡΙΠΟΥ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΜΠΡΟΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:

$
0
0

… Φαντάζεσαι αντί για ουρανό να είχαμε ήχο και να λέγαμε κοίτα τι ωραία που σκίζουν τον ήχο αυτά τα πουλιά; Ναι. Και να λέγαμε κοίτα τι ωραία που πηδάνε μέσα έξω στον τοίχο τα δελφίνια. Σαν να ’ταν η θάλασσα μέσα στο σπίτι μας κάθετα, σαν ταπετσαρία πίσω από τους καναπέδες. Ναι. Επίσης θα μπορούσε να υπάρχουν δένδρα που αντί για φρούτα να βγάζουν μολύβια και τα μολύβια εποχής να έγραφαν τα πιο ωραία άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα και λοιπά. Ναι.  Μ’ αρέσει που λες σε όλα ναι. Αν θέλεις, μπορούμε να μιλάμε. Να με πάρεις στο 2103640817 και να με ζητήσεις όπως θες – ακούω σε όλα τα ονόματα, αρκεί ν’ αρχίζουν από ωραία γράμματα και όχι για παράδειγμα από χι ή πι, γιατί αυτά τα γράμματα μου θυμίζουν ότι πρέπει να κόψω τα μαλλιά μου και δεν θέλω με τίποτα να ξαναπάω στο  Μπωτέ Λέλα. Η κοπέλα που λούζει είναι από την Καβάλα. Ναι. Δεν υπάρχει καν Μπωτέ Λέλα. Το υποθέτεις αυτό ε; Έτσι το είπα, για να σε τσεκάρω. Ναι. Το ξέρεις ότι κάπου στον κόσμο κάποιοι άνθρωποι δεν ξέρουν καν πού είναι η Ελλάδα και δεν έχουν ακούσει ποτέ το όνομα Βενιζέλος στη ζωή τους; Ναι. Μ’ αρέσει που λες σε όλα ναι – θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα, ξέρεις! Ναι. Και να κατασκευάζαμε πράγματα μαζί. Ναι. Παράδειγμα, μια δική μας πραγματικότητα… μια δική μας χώρα όπου τον πρωθυπουργό θα τον λέγανε Δανάη Βανίλια και θα ήταν ένα λεμόνι!..Ναι. Ωραία. Λοιπόν…   [από το βιβλίο της Κατερίνας Έσσλιν Γαμ.μυθιστορήματα του ενός λεπτού, εκδόσεις Απόπειρα 2012 – ARTbyHANS Bellmer και με ΚΛΙΚ η συνέχεια της τηλεφωνικής συνομιλίαςστις 5 τα ξημερώματα που ξεκίνησε σαν φάρσα]


Εμένα τον πρωθυπουργό μου θα τον λέγανε Δανάη Βανίλια.
Εμένα ο πρωθυπουργός μου θα ήταν ένα λεμόνι. Αααα! Τι ωραία! Γίνεται να ήταν κι ο δικός μου λεμόνι; Ζήλεψα. Ναι, αμέ! Ωραία Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Γιατί μ’ αρέσει το πουλόβερ σου. Μα δεν ξέρεις καν τι φοράω. Θα φοράς πουλόβερ σε έναν δυο μήνες, κρυώνει ο καιρός. Ναι. Να σου πω και κάτι άλλο τώρα. Έχεις ροζ παπούτσια; Όχι. εγώ έχω; Δεν ξέρω. Δεν έχω. Είδες πόσα κοινά έχουμε; Ναι. Να γνωριστούμε. Σε πειράζει που σε πήρα στις 5 το πρωί και σε ξύπνησα; Όχι. Ήθελα να κάνω μια φάρσα βασικά, αλλά βγήκες εσύ και κατάλαβα ότι θα ήσουν ο άνδρας της ζωής μου και δεν ήθελα να σου κάνω φάρσα. Από πού το κατάλαβες; Ε, δεν έχεις ακούσει για έρωτα με την πρώτη ακοή; Όχι. Αφού μόλις σου είπα –έχεις ακούσει. Ναι. Τι άλλα; Τι φάρσα θα έκανες; Θα ’παιρνα και θα ’λεγα γεια σας αυτή τη στιγμή που σας μιλάω κάποιος γράφει με σπρέι στο καπό του αυτοκινήτου σας τη λέξη μαλάκας. Κι αν σου ’βγαινε γυναίκα; Ε, τότε θα ’λεγα γεια σας αυτή τη στιγμή που σας μιλάω κάποιος γράφει με σπρέι στο καπό του αυτοκινήτου σας τη λέξη παρθένα. Γιατί να μην έλεγες παρθένα στον άνδρα και μαλάκας στη γυναίκα; Θα μπορούσα. Δίκιο έχεις –αυτό θα έλεγα. Αλλά βγήκα εγώ. Ναι. Βγήκες εσύ. Ναι. Ναι. Λέμε και οι δυο ναι. Ναι, έτσι είναι στην αρχή των σχέσεων. Μετά θα λέμε μωρή, ηλίθια, μαλακία έκανες, άσε με, στο διάολο. Τέτοια. Πες μου γιατί με πήρες. Στην τύχη. Δηλαδή δεν κοίταξες στον τηλεφωνικό κατάλογο; Όχι. Γιατί ρωτάς; Γιατί με λένε όπως τον Πρωθυπουργό. Τι; Μητσοτάκη; Όχι, Λεμόνη. Χα, χα.  Αστείος είσαι. Λεμόνη με λένε - αλήθεια. Νίκο; Όχι. Πέτρο Α. Γιατί ακούγεσαι σαν Νίκος. Πότε θα γνωριστούμε; Γιατί να γνωριστούμε; Γιατί εμένα με λένε Άντα Πέτρου.  Αλήθεια; Αλήθεια. Είμαι ήδη δική σου δηλαδή, από πριν. Από τύχη. Ναι. Γιατί όσο από τύχη θα πετύχαινε να μας γνώριζαν κάποιοι φίλοι σ’ ένα μπαρ, τόσο από τύχη θα πετύχαινε και να μην μας γνώριζαν κάποιοι φίλοι σ’ ένα μπαρ. Έχεις φίλους; Όχι. Ωραία –θα πούμε ότι μας γνώρισαν οι φίλοι σου Λουκία και Χάρης, που τους ξέρεις από το φίλο σου Βασίλη. Ξέρεις κάτι; Όχι. Σε πεθύμησα. Σε πεθύμησα όσο δεν έχω πεθυμήσει άνθρωπο στη ζωή μου, όσο όλους τους ανθρώπους που έχω πεθυμήσει ποτέ στη ζωή μου, μαζί, σε άθροισμα, επί δέκα. Αλήθεια; Ναι. Αυτό ήθελες να μου πεις; Ναι. Πεθύμησα τα μάτια σου – τι χρώμα έχουν; Καστανά. Και τα δικά μου. Αν και παλιά ήταν γαλάζια. Τι εννοείς;  Εννοώ, δεν προσέχω ποτέ τα μάτια μου, μπορεί να είναι και πράσινα –έχει σημασία; Όχι. εσύ, αν έκανες φάρσα στο τηλέφωνο, τι θα έκανες; Θα ’στελνα πίτσες στον αδελφό μου. Και γιατί είναι αστείο; Γιατί ο αδελφός μου είναι δύο μηνών.  Χα, χα. Αστείο όντως. Και δεν του αρέσουν τα λουκάνικα ε; Χα, χα. Παραδέξου το: δεν έχεις αδελφό. Πράγματι. Είσαι πολύ αστείος. Μοιάζουμε σ’ αυτό. Ναι. Λες να ’μαστε συγγενείς; Όχι. Αν ουρανός ήταν ήχος, θα σε πείραζε; Όχι. Τι ήχος θα ήταν; Δεν ξέρω –θες να παντρευτούμε; Ναι. Αλλά όχι όπως όλοι. Θα πάμε μια μέρα ακάλεστοι σ’ ένα γάμο άγνωστων ανθρώπων, θα κάτσουμε κοντά στο ζευγάρι και θα υποκριθούμε ότι η λειτουργία του γάμου γίνεται για μας. Ναι, αλλά ο παπάς θα πει παντρεύεται η δούλη του Θεού Αναστασία τον δούλο του Θεού Ιωάννη –εμείς δεν λεγόμαστε έτσι. δεν έχει σημασία. Η αγάπη είναι μία. Ακόμη κι αν πει παντρεύεται ο δούλος του Θεού Αλέξιος, Γρηγόριος ή Αριστείδης ή Παύλος τη δούλη του Θεού Αλεξία, Θεοδώρα ή Αικατερίνη ή Ευρυδίκη, εμείς θα κάνουμε ότι εννοεί εμάς. Εντάξει. Πότε λες να είναι της αγίας Ευρυδίκης; Δεν ξέρω. Ίσως δεν υπάρχει καν αγία Ευρυδίκη. Ίσως καμία Ευρυδίκη να μην είναι αρκετά αγία: να είναι όλες άτακτες και να τους αρέσει να τρώνε το κοτόπουλο με τα χέρια. Σε πειράζει αυτό; Όχι. Ωραία, γιατί μπορεί να ήταν αιτία διαζυγίου αν ο παπάς έλεγε στο γάμο μας παντρεύεται ο  δούλος του θεού Αλέξιος τη δούλη του Θεού Ευρυδίκη. Μπα. Όχι. Εξάλλου, θα σε φωνάζω με το δικό σου όνομα. Ευχαριστώ. Ωραία. Ωραία. Θα βρέξει λέει αύριο είπε στην τηλεόραση. Α, ναι; Σε ποια περιοχή; Στο κέντρο; Στο Λονδίνο,  νομίζω. Ευτυχώς δεν ζούμε εκεί. Όχι. Ούτε στο Πεκίνο. Φαντάζεσαι να είχαμε γεννηθεί στο Πεκίνο; Δε νομίζω να μιλάνε ελληνικά εκεί, θα δυσκολευόμασταν να συνεννοηθούμε. Μα θα μιλούσαμε κινέζικα, αν είχαμε γεννηθεί εκεί. Γιατί το λες; Εμένα που ένας φίλος μου γεννήθηκε στη Μόσχα δε μιλάει λέξη ρώσικα. Πώς κι έτσι; Δεν ξέρω. Τυχαία γεννήθηκε εκεί, όταν έγινε ενός μηνός γύρισαν οι γονείς του στην Πάτρα. Έχει πάει ποτέ στην Πάτρα; Όχι. Στο Περού; Όχι. Στην Πράγα; Όχι. Στο Πόρτο Γερμενό; Ούτε. Δεν έχεις πάει σε πολλά  μέρη από πι. Σε μέρη από θήτα; Στο θέατρο, ας πούμε; Ναι, πολλές φορές. Κι εγώ. Εγώ θα ήθελα  να δουλεύω στο θέατρο, ξέρεις. Η δουλειά θα ήταν η εξής: στο διάλειμμα της παράστασης θα πήγαινε στους θεατές και θα τους έλεγα ψέματα για τη συνέχεια του έργου. Γιατί; Για να τους φανεί διπλή η ανατροπή στο τέλος. Πάντα έχει ανατροπή στο τέλος στο θέατρο. Ναι. Και είναι και μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας. Όχι, η τραγωδία είναι αυτό. Α, ναι; Δεν το θυμόμουν, αλλά για να το λες εσύ, σε πιστεύω. Αυτά.  Αυτά. Θες να σε ξαναπάρω τηλέφωνο κάποια στιγμή; Δεν ξέρω. Κι ο γάμος μας; Θα γίνει, αλλά στείλε μου καλύτερα μήνυμα, δεν ακούω πάντα το τηλέφωνο γιατί το έχω στη δόνηση και μπορεί να μου διαφύγει η κλήση και να μην το σηκώσω με την πρώτη και να τσακωθούμε όπως τσακώνονται συνήθως τα ζευγάρια για τέτοια σοβαρά  θέματα. Θα ’ναι κρίμα να χωρίσουμε τόσο γρήγορα. Θέλω ν’ ακούσω κι άλλες  ιδέες σου σαν κι αυτή που είπες για τον ουρανό που αντί για ουρανός θα ήταν ήχος και η θάλασσα αντί να ήταν στη θάλασσα θα ήταν κάθετη σαν ταπετσαρία στο σπίτι. Πώς θα κρεμούσαμε κάδρα πάνω της δεν μου είπες. Ούτε πόσο μόνη νιώθω σου είπα. Όχι, αυτό μου το είπες. Πότε; Τόση ώρα μου το λες.

Πάνω που είχα ανεβάσει τα μάλλινα δάκρυα στο πατάρι, άρχισε πάλι να ψιχαλίζει τ'όνομά σου. Το μισό αλφάβητο πλημμυρίσαμε.Έχει γεμίσει το υπόγειο με ωμέγα, θα πνιγούμε χωρίς άλφα. Με είδες κι εσύ στο όνειρό μου χτες; Βάλε επιτέλους ένα ζακετάκι στον έρωτα σου είπα. Κάνει ρεύμα -δεν ακούς που φταρνίζεται; Μετά άρχισα να τσακώνομαι με τη μοναξιά σου. Λουζόταν με μπετόν η χαζή. Δεν καταλαβαίνω, είπα. Θες να γιατρέψεις τα δάχτυλά σου πάνω στο δέρμα μου; Οι ανοργάνωτοι εμπρησμοί σου στο σώμα μου έχουν αρχίσει να λήγουν. (Την πυρκαγιά δηλαδή εσύ εκεί στο υπόγειο δεν την βλέπεις που καίει συνέχεια; Θα φτάσει στον πρώτο όροφο και θα τη δουν όλοι στο τέλος. Δυο χρόνια έχεις να φωνάξεις την πυροσβεστική) Μόνο να διχάζεις τις τελείες μου ξέρεις -και να μ αφήνεις να ξυπνάω αγκαλιά με το σπασμένο σου ποδηλατάκι (λες κι αν ενηλικιωθούμε θα πεθάνουμε)…. Όποιο σώμα κι αν δοκιμάσω εκτός από το δικό σου, μου πέφτει φαρδύ.
[Κατερίνας Έσσλιν, Ο Πεζός λόγος στην Ποίηση]


ΜΗΝ ΤΑΛΑΙΠΩΡΕΙΣ ΤΑ ΓΡΑΦΤΑ αφού ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ:

$
0
0
Τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, παρά μόνο με αίμα· τώρα που καταλαβαίνω πως δεν γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ’ ένα κάποιο επίτευγμα με χαμομήλια· ασ’ τους να νομίζουν αυτοί που μάτωσαν στις παρανυχίδες μονάχα και βγάζουν κραυγές: « Οχ, οχ! Αιμορραγώ σ’ όλο το σώμα». «Κάλπες, αφού πρόκειται για το δείκτη του αριστερού σας χεριού. Ποιο όλο το σώμα σας;» Γι αυτό και γράφουν νερόβραστα ποιήματα, πιπιλίζουν ονόματα με θαυμασμό και προσπαθούν να μοιάσουν κάποια πρότυπα τους χωρίς να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά και την κόλαση που προϋποθέτει το ποίημα. Εμ, δε γίνεταιΚάποτε είδα ανθρώπους που τρώγανε αποβραδίς μια χαρά έχοντας την καραβάνα στα γόνατα, χρόνια τρώγανε σε τούτη τη στάση χωρίς κανένα παράπονο, και το πρωί παίρνανε μεταγωγή για το τρελοκομείο, γιατί ξαφνικά νιώσαν να σπάει η πλάτη και να πετάγεται η καρδιά προς τα έξω. «Η πλάτη μου», όλο λέγαν, «η πλάτη μου», κι έπεφτε η καραβάνα απ’ τα γόνατα αφήνοντας δυο κόμπους λάδι ανεξίτηλο λεκέ στο τσιμέντο. Μαύρισε η ψυχή κι έκανε τούτο το ρήγμα κι έφερε τούτη την πτώση, παρά την επίμονη θέληση των ανθρώπων να κρατήσουν την καραβάνα στα γόνατα.«Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης.» Οπωσδήποτε όχι. Πάει καιρός που δε βρίσκομαι σ’ αυτήν τη γραμμή. Δε σημαίνει δηλαδή ότι όποιος κράτησε αυτή τη θεόρατη καραβάνα στα γόνατα φτάνει στο ποίημα… [απόσπασμα από ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΝΕΦΡΟ από τη συλλογή διηγημάτωντου Μάριου Χάκκα Ο ΜΠΙΝΤΕΣ και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ, 1970 – όλη η ιστορία με ΚΛΙΚ στην εικόναARTWORKbyBen Goossens]



Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης.
Οπωσδήποτε όχι. Πάει καιρός που δε βρίσκομαι σ’ αυτήν τη γραμμή. Δε σημαίνει δηλαδή ότι όποιος κράτησε αυτή τη θεόρατη καραβάνα στα γόνατα φτάνει στο ποίημα. Αλλ’ οπωσδήποτε απ’ αυτούς κάποιος. Μ’ άλλα λόγια, αν έχεις ξοδέψει γι αυτήν την υπόθεση έστω και μια τρίχα απ’ τους όρχεις σου.
Γι αυτό: σε τάιζε η μαμά σου το αυγουλάκι σου και μάλιστα φρέσκο; Καθόσουνα στα πρώτα θρανία, ήσουνα σπαζοδιαβάστρα, καλό παιδί, έκανες ό,τι σου έλεγε ο δάσκαλος; Είχες την Κυριακή χαρτζιλίκι, πήρες γυναίκα με προίκα και όμορφη; (Μερικές από τις ερωτήσεις για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος μπροστά στο ποιητοδικείο). Άντε, παιδάκι μου, μην ταλαιπωρείς τα γραφτά. Δε σε θέλει το ποίημα. Οι λέξεις σου είναι κούφιες. Ναι, ξέρω, πέρασες κι ένα κοκίτη και τώρα έχεις στρυφνό προϊστάμενο που σε επιπλήττει άμα κάνεις κανένα λαθάκι. Καλά. Καλά. Κάνε μια εντριβή με οινόπνευμα και το πρωί θα είσαι περδίκι. Κοίταξε, μην κρατάς τα αέρια μέσα σου, άσε να φεύγουν προβληματισμοί κι ανησυχίες.

Τώρα που έκανα τα πνευμόνια μου μαύρα καπνίζοντας παλιοτσίγαρα το ‘να πάνω στο άλλο. Με την ίδια φωτιά, τη νεανική, πήγα κρεσέντο. Τώρα που ωρίμασα μαζί με το νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο. Τώρα που το είδα χωρίς καμιά φρίκη ν’ ανοίγει τριαντάφυλλο, ούτε αίμα, ούτε τίποτα, μόνο τρακ και φάνηκε ζαχαρωμένη ντομάτα. Κοβαλτιώθηκα, μπούχτισα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος. Μόλις τώρα φτάνω των δασκάλων την κόλαση. Όχι εξωτερικά, λέγοντας Ρίλκε και Μπέκετ, μιμούμενος φράσεις τους, όχι. Ξεκινώντας απ’ τη δική μου ζωή, λαχαίνω τις σκέψεις μου μες τα γραφτά τους κι αυτή ας πούμε η σύμπτωση με κάνει να χαίρομαι και να σκυλιάζω ταυτόχρονα. Χαίρομαι γιατί ο δρόμος πουτράβηξα, που μόνος μου διάλεξα αν θέλετε, που η ίδια η ζωή μου καθόρισε, δεν είναι άγονος, αφού κι άλλοι, και μάλιστα δάσκαλοι φτάσαν στο ίδιο επίτευγμα, κι είναι μια απόδειξη, όπως όταν μετά σκληρό διαγώνισμα βγαίνεις και τρέχεις στις λύσεις κι είναι όλα σωστά. Απ’ την άλλη μεριά σκυλιάζω γιατί πρόλαβαν αυτοί και κατέγραψαν τον ανθρώπινο πόνο κι εγώ τώρα πρέπει να πάω πιο πέρα δίνοντας ίσως και τ’ άλλο νεφρό.

Στέκομαι συλλογισμένος κι ανοίγω φανταστικό διάλογο με τον Ρίλκε, τον Μπέκετ, τον Μίλερ Χένρι και άλλους, πεισμωμένος και τους φωνάζω, ό,τι γράψατε σεις σ’ ένα βιβλίο εγώ θα το περάσω σε μια μόνο σελίδα, σε μια μόνο φράση. Γιατί να μην έχω κι ένα τρίτο νεφρό; Τότε, αυτήν την απέραντη απελπισία που φτάσαν οι δάσκαλοι, ίσως μπορούσα να την μετατρέψω σε κάποια ελπίδα και πίστη. Να πάρω πηλό και να πλάσω απ’ την αρχή έναν άνθρωπο, κι αυτό το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να μετατρέψω σε λούνα πάρκ. Να στήσω πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο. Να κάνω τους ανθρώπους να δουν τη μεταμεσονύκτια ομορφιά των ηλεκτρικών στύλων καθώς υποκλίνονται ευγενικά στις λεωφόρους. Ίσως μπορέσω να φτάσω ξανά στις πρώτες αφέλειες συγκροτώντας μια πίστη που θα διαλύεται μόλις χάνει κανείς το νεφρό του.

Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα.

Μ’ άλλα λόγια, είναι στην κυριολεξία πρόβλημα τρίτου νεφρού. Αν ήταν πρόβλημα χρόνου μονάχα, δεν είχα παρά να καταφύγω στο τεχνητό. Παίρνουν το αίμα από τη φλέβα και το διοχετεύουν στη μηχανή. Εκεί το χτυπάνε όπως το γάλα που του αφαιρούνε το βούτυρο, για να το ξαναφέρουνε καθαρότερο στην αρτηρία. Οχτώ ολόκληρες ώρες συνεχίζεται το ίδιο βιολί, δυο και τρεις φορές την εβδομάδα. Ένα μηχάνημα μέλος του σώματος σου έξω από το σώμα σου επιμηκύνει το χρόνο σου, σου δίνει παράταση για τρία, ίσως και τέσσερα χρόνια, κερδίζεις μ’ αυτό κάτι, δε λέω, μα τι να ξοδέψεις, πλαστικά σωληνάκια και φίλτρα; Βίδες, παξιμάδια και ρεύμα;

Παίρνεις μια κάποια παράταση, ίσα-ίσα που προλαβαίνεις να πετάξεις ένα βιβλίο γεμάτο ούρα, ένα μπουκάλι με σκέψεις για το πώς έγινε το ναυάγιο, τον ύπουλο ύφαλο, τις απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθείς σε μια σαθρή σχεδία δίχως σχέδια, για το μεγάλο σαρωτικό κύμα που έρχεται. Κάποτε πλησιάζει το τέλος, γιατί κάθε φορά και περισσότερα ούρα κυκλοφορούνε στο αίμα σου. Τόσο ήτανε, λες, ρίχνεις μια τελευταία ματιά στα γραφτά σου και βάζεις τον τίτλο: Το τελευταίο μπουκάλι. Ιστορίες που μιλάνε για φλέβες και ούρα, ζαλάδες, πόνους, μιζέριες, μια επιχείρηση που κερδίζει όσο για να πληρώνει το λογιστή. Μόνο φύρα, κανένα περίσσευμα.
Αλλά εγώ που ήθελα να εκσφενδονίσω βεγγαλικά τις φράσεις, καταυγάζοντας έστω και για μια μόνη στιγμή αυτή την αιώνια νύχτα; Πώς να ηλεκτροφωτίσω το στερέωμα με μπλε, μοβ και κόκκινα αστέρια χωρίς να ξοδεύω ζωή; Μ’ αυτό το τραπέζι νεφρό;

Μιλάω για μια ποίηση από τη ζωή, όχι καλά και σώνει για τη ζωή, πολύ περισσότερο με κάποιο σκοπό. Έτσι βρίσκω την ποίηση για την ποίηση του Mallarmé, mal armé. Θα ‘θελα αυτούς που έχουν αυτό το μεράκι να ‘χουν αγγίξει έστω με το μικρό δακτυλάκι την καραβάνα της απελπισιάς, να ‘ναι, μ’ άλλα λόγια, bon armé και alarmé. Γι αυτό αναφέρθηκα στην αρχή σε κάτι φιόγκους (το αυγουλάκι τους και μάλιστα φρέσκο) που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε γι αυτή την υπόθεση σταγόνα αίμα. Δε γίνεται. Δε γίνεται.

[ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΝΕΦΡΟ από τη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα Ο ΜΠΙΝΤΕΣ και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ, 1970] 

Ο ΛΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΩΣΤΟΣ (αφού για να γράψεις σωστά πρέπει να έχεις ζήσει λάθος):

$
0
0
«Αυτό είναι το σκάνδαλο για το οποίο ο πολιτισμός δεν μπορεί να κάνει καμιά σωτήρια σκέψη. Το μόνο που γνωρίζει είναι να μη δείχνει το δρόμο, αλλά την απατηλή παράκαμψη, να μην προσφέρει τον ύπνο αλλά το κρεβάτι, να δίνει βιβλία αλλά όχι την αλήθεια. Ολόκληρος συγκροτεί ένα ζωτικό και μείζον ψεύδος. Και ο ανά τους αιώνας ταξιδιώτης δεν βρίσκει πού να ξεκουράσει τον ίσκιο του» (από το οπισθόφυλλου του βιβλίου ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ του  Κωστής Παπαγιώργη). Ο Κωστής Παπαγιώργης είχε πάρει τη ζωή του λάθος και το ομολογούσε με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη: «Αν δεν πάθεις, δεν μαθαίνεις! Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται»… Κάπως έτσι, ο λάθος δρόμος, βύζαξε το σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα ελληνικά γράμματα τα τελευταία πενήντα χρόνια. «Πάθος σημαίνει έξοδος από κάθε ορθόδοξη συμπεριφορά και υγεία», έγραφε στο βιβλίο του Ίμερος και Κλινοπάλη. «Κι  όπως όλες οι βαριές ασθένειες,  έχει και το πάθος ανάγκη την κλίνη. Ο Έρωτας είναι κλινική κατάσταση και η κλινοπάλη, που έρχεται σαν ραγδαίο επακόλουθου, είναι η πιο πειστική ένδειξη για την ανάγκη της θεραπείας». Αξιοσημείωτο και το κείμενο για τον άνθρωπο που μας συστήνει τα Σιαμαία και Ετεροθαλή: «Πάρε μια ολόσωμη φωτογραφία ενός ανθρώπου και με τον αντίχειρα –αν έχεις- άρχιζε να καλύπτεις κάποια τμήματα του κορμιού. Τα πόδια; Ο άνθρωπος εξακολουθεί να σου μιλάει. Τα χέρια; Τίποτα δεν αλλάζει. Την κοιλιά, το στέρνο, όλο το κορμί κάτω από το πηγούνι; Ό,τι κρύβεις, μολονότι συμπληρώνει αυτό που απομένει, δεν έχει καμιά ισοδυναμία μαζί του. Μόνο αν με μια κίνηση ανεξήγητης βίας καλύψεις το πρόσωπο, ο άνθρωπος αφανίζεται».  Οι στοχασμοί του Παπαγιώργη έχουν λιγότερη σημασία από τη γενεαλογία των ερωτήσεων τις οποίες αναγκάστηκε να θέσει στον εαυτό του. Και κανένας Έλληνας στοχαστής δεν μίλησε ως τώρα με τόση παρρησία, τόση διεισδυτικότητα και τόση μαεστρία για τόσο πολύπλοκα και τόσο ερεβώδη θέματα  (ακολουθεί κείμενο του Δημοσθένη Κούρτοβικ για τον Κωστή Παπαγιώργη – ARTbyFrancisBacon)



ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΩΣΤΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΖΗΣΕΙ ΛΑΘΟΣ: Ένα κείμενο του Δημοσθένη Κούρτοβικ για το Κωστή Παπαγιώργη

Έχω μια προκατάληψη που, όπως υποψιάζομαι, μοιράζομαι με τον Κωστή Παπαγιώργη: πιστεύω πως για να γράψεις σωστά, πρέπει να έχεις ζήσει λάθος. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα υπέρ μιας τόσο απόλυτης θέσης. Είπαμε, για προκατάληψη πρόκειται. Ωστόσο, ακόμη περιμένω από την παρατήρηση να άρει τη δυσπιστία μου όχι μόνο για τις εκφραστικές ικανότητες, αλλά και για το ψυχικό βάθος ανθρώπων που τους ήρθαν όλα δεξιά στη ζωή τους, που έκαναν πάντα τις σωστές επιλογές, που είχαν πάντα δίκιο, που διαπλάστηκαν μόνο με εκλεκτές εμπειρίες. Ως τότε, θα προσυπογράφω την άποψη του Παπαγιώργη ότι «Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται».

Ο Παπαγιώργης πήρε τη ζωή του λάθος και το ομολογεί με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη, σχεδόν μοναδική για Έλληνα διανοούμενο, αν και δεν θα κινδύνευε να κατηγορηθεί για αυτοεπιείκεια αν πρόσθετε ότι πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι εξαρχής για τέτοια λάθη. Εν πάση περιπτώσει, η καλή μέρα δεν φαίνεται από το πρωί, αλλά ήδη από τα χαράματα, όταν ακόμη αντικρίζουμε τον κόσμο αγουροξυπνημένοι: «φιλάσθενο, μίζερο, προβληματικό παιδί», όπως λέει ο ίδιος, με το αίσθημα (που το απολάμβανε κιόλας) ότι είναι «υπεράριθμος, παιδί του Καιάδα», φοβερά ανορθόγραφος (μολονότι γιος αυστηρού δάσκαλου), αριστερόχειρας, που πλήρωσε την καταναγκαστική στροφή στη δεξιοχειρία με βραδυγλωσσία. Φοιτητής στο Παρίσι, αργότερα, ενώ γύρω του βουίζει ο Μάης του '68, κλείνεται σε μια σοφίτα και διαβάζει μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα, που «απαλλοτριώνει» από τα βιβλιοπωλεία. «Τόσο πιεστικά και τόσο άγονα δεν ξαναδιάβασα ποτέ στη ζωή μου», λέει σήμερα. Καρπός αυτής της φάσης θα είναι δυο μελέτες, για τον Πλάτωνα και τον Χάιντεγκερ, τις οποίες έχει εδώ και καιρό αποκηρύξει, γιατί, όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Διαβάζω, «όταν διάβασα το βιβλίο [για τον Χάιντεγκερ] και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω».

H μετάνοιά του, αλλά περισσότερο ίσως το αίσθημα ότι «απουσίαζε» γενικά, διαλύεται στο αλκοόλ, που τον απαλλάσσει και από το πρόβλημα της βραδυγλωσσίας, τον φέρνει όμως, κοντά στα σαράντα του, ένα βήμα από τον τάφο. Και τότε όλα αλλάζουν. Ο Παπαγιώργης κέρδισε τελικά τη μάχη για τη ζωή (μα, τον ακούω να λέει, ποιος κέρδισε ποτέ τελικά αυτή τη μάχη;) και τα ελληνικά γράμματα κέρδισαν τον σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα τελευταία πενήντα χρόνια. Τρόπος του λέγειν «έβγαλαν», γιατί τον συγγραφέα Παπαγιώργη δεν τον βύζαξαν τα ελληνικά γράμματα, αλλά τα παθήματά του, ο λάθος δρόμος που λέγαμε.
Ο σωστός δρόμος που βρήκε ο Παπαγιώργης για να εκφραστεί είναι η μακριά σειρά των ανθρωπολογικών δοκιμίων του, που αρχίζει, χαρακτηριστικά, με το Περί μέθης (1987), ίσως το γνωστότερο βιβλίο του, αν και πολλοί θεωρούν ότι το καλύτερο είναι, εξίσου χαρακτηριστικά, η μελέτη του για τον Ντοστογέφσκι. Όλα αυτά τα βιβλία είναι γραμμένα με συναρπαστικό τρόπο, γιατί ο συγγραφέας τους ακολουθεί μια αρχή την οποία διατυπώνει τέλεια στη συνέντευξή του στο Διαβάζω: «Δεν υπάρχει κάποιο πνευματικό ζήτημα που να μην μπορεί να εκτεθεί δραματικά - ακόμα και ένα πρόβλημα γεωμετρίας». Δραματικό δεν είναι μόνο το σχέδιο ανάπτυξης, αλλά και το ύφος: ο Παπαγιώργης αποφεύγει σχολαστικά την ξεθυμασμένη φρασεολογία του κοινόχρηστου λόγου, άλλο τόσο σχολαστικά όμως αποφεύγει την αφηρημένη, πομπώδη αλλά άσαρκη ακαδημαϊκή ορολογία, και η γλώσσα του έχει πολύ συχνά μια διαβρωτική λαϊκή εκφραστικότητα. Με τέτοια εκθαμβωτικά συγγραφικά προσόντα, βέβαια, ήταν μάλλον επόμενο να προσεχτεί λιγότερο ο «σκληρός πυρήνας» της σκέψης του Παπαγιώργη.

H οποία σκέψη επικεντρώνεται στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, στην «ανάποδη των ανθρώπων». Οι ίδιοι οι τίτλοι ή υπότιτλοι των πρώτων «γνήσιων» έργων του είναι ενδεικτικοί: Περί μέθης, Το πάθος της ζηλοτυπίας, Οι ξυλοδαρμοί ή Μισανθρωπίας προλεγόμενα. Ουσιαστικά ο Παπαγιώργης βυθοσκοπεί το Κακό, και καλά κάνει. Όπως λέει ο ίδιος, «η ευτυχία δεν έχει βαθύτητα», γι\'αυτό η σημαντική λογοτεχνία δεν ασχολείται μαζί της (κάτι για το οποίο παραπονιόταν, άδικα όμως, προς το τέλος της ζωής του ο αγαπημένος φίλος του Παπαγιώργη Χρήστος Βακαλόπουλος). Οι ανομολόγητες, οι αθέμιτες παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής κρύβουν βασικότερες, συμπαγέστερες και σταθερότερες αλήθειες για τη φύση της, όσο δυσάρεστο και αν είναι αυτό. Ο λάθος δρόμος στη ζωή είναι ευεργετικός για τη δουλειά του συγγραφέα επειδή περνάει ακριβώς μέσα από τέτοιες αλήθειες, τις οποίες η ρηχή συνείδηση αγνοεί και η αχρεία συνείδηση δεν μπορεί να δει, γιατί τις ενσαρκώνει.

O Παπαγιώργης, όμως, μοιάζει να το πάει πιο μακριά. «Ποτέ δεν πίστεψα», λέει, «ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. H συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα». Σ'αυτό αναγγέλλεται όχι απλώς μια δυσπιστία, αλλά μια σχεδόν ιδεοληπτική άρνηση της δυνατότητας για επικοινωνιακή ειλικρίνεια, η πεποίθηση ότι πίσω από κάθε τι που φαίνεται θετικό και ευγενές κρύβεται κάτι αρνητικό και ευτελές, ότι το Κακό είναι η μόνη αλήθεια στον κόσμο και όλα τα άλλα αποτελούν «παρελκυστικές κινήσεις, ψυχικά μασκαρέματα».

Από εδώ ως τον κυνισμό δεν μένει παρά ένα βήμα. Έγραψα παλιότερα ότι στον Παπαγιώργη διακρίνει κανείς έναν κάποιο κυνισμό και μια αφ'υψηλού αντιμετώπιση της ανθρώπινης αγωνίας. Κομμάτι σοφότερος στο μεταξύ κι εγώ, αποσύρω εκείνο το «αφ'υψηλού» κ.λπ., γιατί ένας πονεμένος άνθρωπος (ο Παπαγιώργης είναι πολύ πονεμένος) δεν βλέπει ποτέ αφ'υψηλού τους άλλους, κι επιμένω για τον κυνισμό, διευκρινίζοντας όμως ότι το βήμα του Παπαγιώργη προς αυτόν μένει μετέωρο. Ο κυνικός είναι ένας απελπισμένος που θέλει να εκδικηθεί την πραγματικότητα προσπαθώντας να φαίνεται χειρότερός της. Ο Παπαγιώργης, για την ώρα, κάνει απλώς πως δέχεται τους όρους της: συμπεριφέρεται συμβατικά.
Δεν θέλω, ούτε είμαι σε θέση, να κάνω το ψυχογράφημά του (άλλωστε, ελάχιστα τον γνωρίζω προσωπικά). Υποπτεύομαι, όμως, πως εδώ βρίσκεται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, η εξήγηση της παράδοξης, για έναν άνθρωπο με τέτοια φιλοσοφία, προσήλωσής του στις παρέες και στις εξωστρεφείς διασκεδάσεις. Έτσι τείνω να εξηγήσω επίσης την, όχι λιγότερο παράδοξη, στροφή του προς τον ελληνικό «αυτοχθονισμό», η οποία εγκαινιάζεται συγγραφικά το 1997, με τη μελέτη του για τον Παπαδιαμάντη, και συνεχίζεται με τα δύο πρόσφατα δοκίμιά του για την Ελληνική Επανάσταση.

Εκείνο που τράβηξε τον Παπαγιώργη στον Παπαδιαμάντη δεν είναι η ορθοδοξία, αλλά το πνεύμα της μικρής κοινότητας, όπως την περιγράφει ο Σκιαθίτης. Μιας κοινότητας όπου οι μικρές ανθρώπινες αδυναμίες αντιμετωπίζονται με επιείκεια και κατανόηση, ενώ οι μεγάλες αμαρτίες είναι αδιανόητες, γιατί είναι άγνωστη η ύβρις της εξατομικευμένης συνείδησης, της απομάκρυνσης από το κοινοτικό ήθος. Ο Παπαγιώργης πιστεύει, μαζί με τον Τέλλο Άγρα, ότι ο Παπαδιαμάντης ήθελε έναν «ελληνισμό χωρίς εθνισμό», δηλαδή μια ιθαγενή ταυτότητα χωρίς εθνική ιδεολογία. H Επανάσταση του 1821 υπήρξε μια καταστροφή (ιστορικά αναπόφευκτη), γιατί, με μοχλό το ιδεολόγημα της αποκατεστημένης επαφής με τον πολιτισμό των «αρχαίων ημών προγόνων», προώθησε στη θέση του υγιούς ιθαγενούς κοινοτισμού ένα κράτος κακέκτυπο των δυτικών εθνικών κρατών και στη θέση του αυθεντικού ντόπιου ανθρώπου έναν τύπο Έλληνα που ήταν και παραμένει καρικατούρα του Ευρωπαίου πολίτη.

Εδώ ο Παπαγιώργης μπερδεύεται κάπως, ακριβώς επειδή παραείναι έξυπνος και σκεπτικιστής για να μην υποψιάζεται πως και αυτή η θέση αποτελεί ιδεολόγημα. Αν ο ιθαγενής κοινοτισμός ήταν τόσο υγιής, γιατί ήταν ιστορικά αναπόφευκτο να σαρωθεί; Ο Παπαγιώργης οργίζεται μεν για την απαξιωτική στάση που διαμορφώθηκε απέναντι σε κάθε τι το ντόπιο, για την περιφρόνηση προς τον «ρωμιό» ως άνθρωπο πέμπτης κατηγορίας, ως τουρκομαθημένο υπάνθρωπο. Αλλά όταν ο Κωνσταντίνος Θέμελης τον ρωτάει μήπως αυτή είναι η αλήθεια για τον ρωμιό, απαντάει: «Πιθανότατα».

Προσθέτει, βέβαια, ότι «τότε με ευρωπαϊκά εμβόλια και καταβολάδες δεν φτιάχνεις κοινωνία». Τι γίνεται, όμως, αν πρέπει να τη φτιάξεις, γιατί δεν έχεις άλλη ιστορική επιλογή; Με τέτοιες καταβολάδες και με αντίστοιχα ιδεολογήματα φτιάχτηκαν αρκετά άλλα έθνη που προχώρησαν περισσότερο από εμάς, τόσο ώστε να μην έχουν πια ανάγκη τη διαρκή αναφορά στους ιδρυτικούς μύθους τους. Ο ίδιος ο Παπαγιώργης, μιλώντας στο Διαβάζω για τον προτεσταντισμό, λέει ότι ήταν μια επανάσταση ανυπολόγιστα μεγαλύτερη από τη γαλλική, διότι «στρέφει τον άνθρωπο προς την εργασία και του χαρίζει ένα αχανές αυτεξούσιο, [οπότε] αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί οι προτεστάντες πρόκοψαν τόσο πολύ, ενώ οι ορθόδοξοι της Ανατολής - στη Ρωσία για παράδειγμα - παγιδεύτηκαν». Όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Ελλάδα του Παπαδιαμάντη.

Πρόκειται ακριβώς για το πρόβλημα που συνειδητοποίησε ο Στέλιος Ράμφος, και προσπαθεί από τότε να βρει στην ορθόδοξη παράδοση στοιχεία που θα μπορούσαν να ευνοήσουν έναν επαναστατικό πνευματικό αναπροσανατολισμό ανάλογο εκείνου που επέφερε ο προτεσταντισμός. Ο Παπαγιώργης αντιλαμβάνεται πολύ καλά το δίλημμα, όπως δείχνουν οι αντιφατικές δηλώσεις του που παρέθεσα. Αλλά ανάμεσα σε δύο ιδεολογήματα, ένα εκσυγχρονιστικό κι ένα παραδοσιοκρατικό, προτιμά εκείνο που δεν αφήνει περιθώρια για επικίνδυνες περιπλανήσεις μιας ξεμοναχιασμένης συνείδησης, από τις οποίες τόσα και τόσα τράβηξε ο ίδιος. Αυτό είναι το σημείο συμβολής της προσωπικής περιπέτειάς του με τις περιπέτειες των ιδεών στη σύγχρονη Ελλάδα.


Το είπα και πρόσφατα, με αφορμή αυτό το βιβλίο: σημασία δεν έχει τόσο τι λένε οι άνθρωποι όσο γιατί το λένε. Οι απαντήσεις που δίνει ο Παπαγιώργης έχουν λιγότερη σημασία από τη γενεαλογία των ερωτήσεων τις οποίες αναγκάστηκε να θέσει στον εαυτό του. Και κανένας Έλληνας στοχαστής δεν μίλησε ως τώρα με τόση παρρησία, τόση διεισδυτικότητα και τόση μαεστρία για ένα τόσο πολύπλοκο και τόσο ερεβώδες θέμα

ΔΑΣΚΑΛΕ ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕΣ ΑΠΟ ΚΑΘΕΔΡΑΣ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΛΜΗΣΕΣ ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ:

$
0
0
άνθρωποι ντε, πιστοί στο γράμμα, φυλάνε τα ρούχα τους, αλλά έχουν καταντήσει ένα κάλπικο ανθρωπομάζωμα!):
Η αλήθεια των λόγων μάς ανήκει μόνο αν την εξαγοράζουμε με το τομάρι μας . Σκαμπίλι άγνευτο δεν παίζεται. Αυτή είναι η μόνη στέρεη παιδεία. Κάποιος που υπηρετεί τις ιδέες του, που τολμάει να πάει στη σκήτη, ν’ ανέβει στο βουνό – ε αυτός είναι σαν τα λόγια του, τόσο σωστός και τόσο πλανεμένος, πληρώνει τη νύφη με λεφτά παντελονάτα, άρα είναι φίλος και αποδεκτός!.. Αλλά πώς να γίνει φίλος ένας που φιλοσοφεί πάνω στην υποτιθέμενη αλήθεια του, που είναι ειλικρινής μόνο όταν πηγαίνει στους γιατρούς να εξεταστεί; Όταν πασχίζει κανείς να εκφραστεί, το μέγιστο εμπόδιο είναι η παιδεία του. Όσα του μάθανε. Όχι τόσο επειδή η προσωπική έφεση μπορεί να αντιβαίνει στα καθεστώτα διδάγματα, αλλά κυρίως επειδή η συστηματική μόρφωση καταδικάζει τις περισσότερες φορές σε ατροφία και σκολίωση αυτήν ακριβώς την ενδιάθετη τάση. Η παιδεία που επιδαψιλεύεται αφειδώλευτα δημιουργεί κάτι τερατώδες: άτομα με συγκρότηση, αλλά χωρίς κλίση, μήτρες που πάσχουν απλώς από ανεμογκάστρι. Αλλά χωρίς την κλίση και την αληθινή «σύλληψη», τη φλέβα μ’ άλλα λόγια, καμιά δουλειά δεν γίνεται στην εντέλεια. Χρειάζεται κανείς τύχη, τύχη και ατυχία μαζί, για να μπορεί να ζει το θέμα του και όχι να το αναπτύσσει καθ’ υπαγόρευση, να γράφει από δική του ορμέφυτη ανάγκη και όχι από φιλολογικό κούρδισμα –επειδή, τζάνεμ, το πολύ διάβασμα φέρνει και το πολύ γράψιμο – πράγματα όλα αυτά που ευτυχώς δε διδάσκονται και ούτε ήταν ποτέ δυνατό να διδαχθούν και να μεταδοθούν. Η καθεστηκυία εκπαίδευση που σε αρπάζει από το βυζί της μάνας σου και εξ απαλών ονύχων σε υποτάσσει στη μούλα της δεοντολογίας, κατορθώνει τελικά το αντίθετο του επιδιωκομένου. Αντί να αυγατίσει αυτό που είσαι, να επεκτείνει το σπιτικό σου, σε ξεσπιτώνει και σε βγάζει στους δρόμους ζήτουλα στις ξένες πόρτες. όσο κι αν προσπαθεί ο σπουδασμένος, δεν μπορεί να σβήσει την εντύπωση ότι τα έχει λίγο χαμένα, ότι δουλεύει σε ξένο νοικοκυριό, ότι είναι τέλος πάντων λιγάκι «πουλημένος». Υπάρχει ένα πανεπιστημιακό «εγώ», αληθινό λίκνο ψυχασθενειών, που εξαγοράζεται με πολύχρονα βάσανα και γκρεμίζεται πάλι με κοπιαστικές προσπάθειες!.. [πώς και γιατί στο κείμενο με τίτλο ΜΑΪΜΟΥΔΕΣ από το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΛΕΠΟΥ, εκδόσεις Καστανιώτη 1992]



Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΤΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΝΙΣΤΡΑ ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΥΠΟΨΙΑΣΤΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΜΑΚΡΟΣ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ:
Όσο για την καταστροφή, τη μεταστροφή για να ακριβολογούμε, δεν αφορά τόσο τις γνώσεις μας, που βρέξει χιονίσει διατηρούν το κύρος τους, αλλά τον καταπονημένο δέκτη ο οποίος, παιδί της γονυκλισίας μέσα στη κεχηνώσα παθητικότητά του, κάνει χρόνια για να βγει (αν ποτέ αξιωθεί) την όρθια στάση, τη δική του ξεχασμένη και αδικημένη φωνή και συνακόλουθα την τόλμη να περιγελάσει το κονκλάβιο, να φτύσει επιτέλους και μια φορά στο πλούσιο πιάτο που του προσφέρουν, να αποφανθεί δηλαδή όχι για το ένδοξο και τρισένδοξο αέρα που καβούρδισε επί δεκαετίες μέσα στις βιβλιοθήκες, όχι για τις δάνειες έγνοιες που του μεταμόσχευσαν με το στανιό για να τον μασκαρέψουν σε θλιβερό Doctuscumlibro, αλλά απλούστατα – και το απλό είναι περίπλοκο- για το φτωχό του σαρκίο, το μόν αληθινά δικό του πράγμα.

Ανέκαθεν ο διχασμός και το διαγούμισμα του σπουδασμένου αποτελούσε θέμα κατάλληλο για κωμική εκμετάλλευση. Δε γελιέται ο άνθρωπος το δρόμου που τον κοιτάζει με λοίδωρη συγκατάβαση και τον θεωρεί ικανό για τη μάθηση αλλά γκαβό στη ζωή. Λες και η ζωή –η μόνη που διδάσκει- είναι το τελευταίο που λογαριάζεται.

Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε ότι διαβάζει κανείς ένα περισπούδαστο σύγγραμμα για τη «μεταφορά» (που δεν είναι βέβαια ρητορικό σχήμα, αλλά ατόφια ζωή, εφόσον δεν είναι στο χέρι του καθενός να πει, πρώτος αυτός και από δικά του, για έναν θαρραλέο άνδρα ότι «έχει άντερα» και για μια θελκτική γυναίκα ότι είναι «ζαργάνα»)και κατόπιν, όταν γνωρίζει το συγγραφέα του, βλέπει έναν βλαροτζίτζικα που όχι μόνο έγραψε τα σπουδασμένα, αλλά αδυνατεί –ω του θαύματος- να ψελλίσει ένα κάποιο μεταφορικό σχήμα.

Το χωριό δε θέλει κολαούζο:είναι ψεύτης, μαϊμού, ζει με ξένα λεφτά, δε βγάζει το ψωμί του, τα όσα αραδιάζει δεν είναι προσωπικό του πρόβλημα αλλά δοτή μονέδα. Και ο Καντ είχε την ευγένεια να πει ότι στο άκουσμα του αηδονιού σωπαίνουμε με αγαλλίαση, μόλις όμως αντιληφθούμε ότι δεν είναι αληθινό, παύει να μας αρέσει. Και όντως παύει, γιατί έχουμε μιαν ορμέφυτη ροπή προς το πηγαίο και το αυτοφυές. Αν μάλιστα θέλουμε να κάνουμε ένα βήμα στον γκρεμό, θα λέγαμε ότι προτιμάμε ακόμα και το βουβό αηδόνι που είναι όμως αηδόνι, καταηδόνι, από την οσοδήποτε πετυχημένη απομίμησή του. Τη μαϊμού κανείς δεν την θέλει. Κι όμως οι μαϊμούδες πληθαίνουν σαν τα κουνέλια.

Γνωστός Βορειοαμερικανός γελωτοποιός, ο Τζέρι Λιούις, σε μια στιγμή της σταδιοδρομίας του διέπραξε το εξής απαράδεκτο σφάλμα: ενώ ενσάρκωνε πάντα τον απροσάρμοστο νεανία που πέφτει σε μύριες γκάφες επειδή δεν καταφέρνει να ακολουθήσει τους κανόνες της ορθόδοξης συμπεριφοράς –εξού και η κωμικότητα- αίφνης, Κύριος οίδε γιατί, του μπήκε η ιδέα να παραστήσει έναν κανονικότατο άνθρωπο που είχε όμως την ικανότητα να καμώνεται τον μπούφο. Το αποτέλεσμα ήταν απερίγραπτα λυπηρό. Ό,τι πρωτύτερα ήταν πηγαία αντίδραση, αηδόνι δηλαδή, σάρκα και αίμα, στη συνέχεια κατάντησε υποκριτικό χαριτολόγημα. Ο κωμικός είχε χαθεί. Είχαμε πλέον έναν άνθρωπο που έκανε το γελοίο, δεν ήταν. Καμώματα δηλαδή, τεχνάσματα και ψεύδη κατά παραγγελία και κατά συνθήκη.

Μπορεί, μολαταύτα, τα ψεύδη να διατηρούν την αξία τους, αλλά ο κόσμος στρέφεται ενστικτωδώς προς το πηγαίο. Τον αρκουδιάρη τον θέλεις αρκουδιάρη, δεν μπορείς να σκέφτεσαι ότι είναι υπάλληλος τραπέζης που τις ελεύθερες ώρες του βγάζει σεργιάνι την αρκούδα. Άμα είσαι, ό,τι κι αν είσαι, θα γίνεις εν τέλει αποδεκτός. Τον κακομούτσουνο για παράδειγμα, που όπου βρεθεί έχουν την άνεση να τον δείχνουν και να λένε μεταξύ τους χαμηλόφωνα: για δες το τέρας! όλοι τον δέχονται, έστω και αποστρέφοντας το πρόσωπο. Όλοι παραδέχονται το νάνο με το αφύσικο κεφάλι, την παχύσαρκη Σαρακίνα που σαν μετακινούμενο κήτος μεταφέρει την αλήθειά της. Αλλά από τον άνθρωπο που όλο βάφεται για να μη σκουριάσει και κουκουλώνεται με κάθε λογής περούκες τι να παραδεχθείς;

Ένας κύριος που από καθέδρας και ανιδρωτί διδάσκει όλα αυτά που δεν μπορεί να ζήσει, ο καθηγητής που αναλύει την κατηγορική προσταγή, τον ηθικό νόμο, την αθανασία της ψυχής και δυο στενά παρακάτω παζαρεύει κατεργάρικα τα ραδίκια στο μανάβη, δεν είναι να πεις δόλιος ή απατεώνας. Του συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Δεν κατοικεί μέσα στα λόγια του. Επ’ ουδενί, δεν μπορεί να δώσει τον εαυτό του για παράδειγμα. Στην πραγματικότητα, άλλα λέει και άλλα κάνει, με άλλο κεφάλι διδάσκει και με άλλο κεφάλι ζει και, κατά βάθος, ούτε και ο ίδιος συνειδητοποιεί πώς κατάφερε να ενσαρκώνει αυτή την αλλόκοτη διπροσωπία, αυτή τη δικέφαλη ύπαρξη.

Οι πανεπιστημιακές επιτροπές που διανέμουν τα διπλώματα κατέχουν σε βάθος αυτό το πολύτιμο μυστικό. Όταν έχουν να προκρίνουν κανένα χειρουργό, κανέναν οφθαλμίατρο, κανέναν οικονομολόγο, του βγάζουν το λάδι στις εξετάσεις γιατί, δε θέλει και πολλή σοφία, ένας αδέξιος χειρουργός αποτελεί δημόσιο κίνδυνο, όπως άλλωστε κι ένας αδαής τραπεζίτης. Εξαιτίας ενός αλμπάνη οφθαλμίατρου ενδέχεται να χάσεις το φως σου, αλλά εξαιτίας ενός κακού θεωρητικού της αισθητικής –αν μπορεί να υπάρχει καλός σ’ αυτή την ανύπαρκτη δουλειά- ποιο φως θα στερηθείς; Ποιος κινδυνεύει από έναν καθηγητή της φιλοσοφίας που κάνει λάθη; Έτσι θα μπορούσε ν’ αρχίζει ή να τελειώνει ένα σταυρόλεξο για ανόητους.
Η αλήθεια των λόγων μας ανήκει μόνο αν την εξαγοράζουμε με το τομάρι μας.Σκαμπίλι άγνευτο δεν παίζεται. Αυτή είναι η μόνη στέρεη παιδεία. Κάποιος που υπηρετεί τις ιδέες του, που τολμάει να πάει στη σκηνή, να ανέβει στο βουνό – ε, αυτός είναι σαν τα λόγια του, τόσο σωστός και τόσο πλανημένος, πληρώνει τη νύφη με λεφτά παντελονάτα, άρα είναι φίλος και αποδεκτός. Αλλά πώς να γίνει φίλος ένας που φιλολογεί πάνω στην υποτιθέμενη αλήθεια του, που είναι ειλικρινής μόνο όταν πηγαίνει στους γιατρούς να εξεταστεί;

Δε δέχονται να δοκιμαστούν ως ασκούμενοι: αυτό είναι το απογοητευτικό με τους θεωρητικούς. Ένας δικηγόρος σπουδάζει μερικά χρόνια και στη συνέχεια, σαν να τελειώσουνε τα ψέματα, αρχίζουν τα αληθινά ψέματα της δουλειάς. Από τα κιτάπια και τη θεωρία κατέρχεται πια στο γκεζί. Αναγκαστικά περνάει από τη θεωρία στην πράξη, από τις διακηρύξεις στην πραγματικότητα. Αλλά ένας άκαπνος θεωρητικός πώς να περάσει στην πράξη; Κατεβάζοντας ως τ’ αυτιά τη τραγιάσκα του βιβλιογνώστη, μιλάει ασταμάτητα για παλάτια που δεν είδε.

Ο πλατωνιστής φερ’ ειπείν κόπτεται για το Σωκράτη, άνθρωπο της αγοράς, χωμάτινο και λάτρη του χειροπιαστού, που δε μίλαγε ποτέ στον αέρα, που δοκίμαζε τα πάντα στην ίδια του τη ζωή, και θα πρέπει να διαβούν χρόνια για να αντιληφθεί, μετά από άγονες δοκησισοφίες και ανάλατα φληναφήματα, ότι ουσιαστικά μιλάει για κάτι που τον αρνείται ριζικά. Ενώ αυτός κρύβεται πίσω από τα λόγια του, ο γιος του Σωφρονίσκου ό,τι ξεστόμιζε το έλεγε επειδή –όπως λέμε- το «έλεγε η καρδιά του». Και δεν είναι σύμπτωση ότι στα νέα ελληνικά αυτή η φράση δηλώνει θάρρος. Αν κάτι το λέει η καρδιά σου, θα σε βάλει σε κίνδυνο. Διαφορετικά η μόνη λύση είναι να μιμείσαι τον σελιδοδείκτη.

Εδώ άλλωστε φωλιάζει το πρόβλημα με την ερίτιμο αδελφότητα των εγγραμμάτων: δε γυρεύουν να εγκολπωθούν την όποια διδασκαλία τους, να την εκθέσουν στα κύματα της ζωής, τους αρκεί να γίνουν τζουτζέδες της. Πώς να μην καταντήσει ο κόσμος των γραμμάτων μασκαράτα και κάλπικο ανθρωπομάζωμα;Όταν ακονιτί διδάσκουν ό,τι άλλοι άνθρωποι κατάκτησαν με βάσανα, πώς να εκτιμήσουν τα βάσανα; Αυτοί μελετητές είναι, ορντινάτσες, μεταφραστές, διερμηνείς, πιστοί στο γράμμα. Φυλάνε τα ρούχα του νεκρού. Τίποτε άλλο.

Για όλη αυτή την επονείδιστη κουστωδία μία είναι η συμβουλή: πες αυτό που σε παιδεύει, μην ντρέπεσαι, φανού αυτός που είσαι, κάψε το ψευδοεγώ του πανεπιστημίου, πέτα τις βάτες από τους ισχνούς ώμους σου – πάψε να βρυχάσαι και να κάνεις το θηρίο.

Είναι τόσο μεγάλο το κακό που παθαίνουμε με τη μόρφωση, την παθητική πολυμάθεια και τους τίτλους, ώστε όταν η ζωή ζορίζει–τα κάνει αυτά- και τελειώνουν κάποια αστεία, όταν δηλαδή έχεις ανάγκη το μύχιο σου για να σταθείς στα πόδια σου, αυτό αποδεικνύεται τόσο θαμμένο, τόσο φωτόφοβο, ώστε πρέπει να ουρλιάξεις για να σε αφουγκραστεί. Με τους ξυλοδαρμούς δεν συμβαίνει τίποτα διαφορετικό. Μόλις δυο άνθρωποι αρχίσουν τα σπρωξίματα και τις ψιλές, αυτοστιγμεί κάνουν φτερά όλα τα επίθετα: γυαλιά, ψεύτικα δόντια, περούκες, γραβάτες, γιακάδες, ταυτότητες και αλυσίδες με σταυρούς, για να απομείνει μόνο ό,τι πραγματικά τους ανήκει: το αίμα τους και η αλαφιασμένη τους ανάσα.
Ενήμερος όλων αυτών ο Ρουσσώ, στα περί αγωγής των νέων, είναι κατηγορηματικός: όχι λόγια στους νέους, πράγματα μόνο, όχι θεωρίες και κούφιες ιδέες, αλλά ζωή. Όταν λοιπόν ένας υπερφίαλος μπούλης, χθεσινό αυγό με άλλα λόγια, ζεστός ακόμα από την κοιλιά της μάνας του, έρχεται να εκφράσει την αγάπη του για το μέγα «δύνασθαι» της σκέψης, χρειάζεται ιδιαίτερη τέχνη για να του απαντήσεις. Αντί να τον αφήσεις να βελάζει (για το μεταμοντέρνο, για το Θεό, για το Είναι και τα όντα, για την αλλοτρίωση και τα παρόμοια), δώσ’ του καλύτερα καθαρτικό, βάλε τον να σου πει τι πραγματικά τον απασχολεί και ανάγκασέ τον να αρχίσει (φτου κι από την αρχή)

Λένε ότι ο Βάρναλης εφάρμοζε κατά γράμμα αυτή τη ψυχοσωτήρια μέθοδο. Όταν κάποτε ένας νεαρός μιαν ερωτικής υφής ποιητική συλλογή, αφού πρώτα τη διεξήλθε, αρκέστηκε να του πει: «Παιδί μου, βρες μια γυναίκα να γαμήσεις». Senonevero, ebentrovato, για κάθε νήπιο και για κάθε ξεμυαλισμένο ινφάντη. 

[Ο λάθος δρόμος είναι ο σωστός, αφού για να γράψεις σωστά πρέπει να έχεις ζήσει λάθος. Ο Παπαγιώργης πήρε τη ζωή του λάθος και το ομολογεί με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη: «Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται». Υπεράριθμος, παιδί του Καιάδα, σύμφωνα με τη δική του ομολογία, τον καιρό που βούιζε ο Μάης του ’68 γύρω του, αυτός κλείστηκε σε μια σοφίτα και διάβασε μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα, που «απαλλοτρίωνε» από τα βιβλιοπωλεία. Κάπως έτσι, ο λάθος δρόμος, βύζαξε το σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα ελληνικά γράμματα τα τελευταία πενήντα χρόνια]

ΑΚΟΠΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΛΙΩΝΟΥΝ ΣΤΑ ΜΑΥΡΙΣΜΕΝΑ ΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ και ΠΑΘΗΤΙΚΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΦΩΝΟΙ κι ΑΜΝΗΜΟΝΕΣ ΒΡΟΜΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ:

$
0
0
Κάθε δουλειά αρχίζει και παίρνει πάνω της, δηλαδή να γίνεται καλύτερη, από τη στιγμή που θα αισθανθεί την ανάγκη να τα βάλει με τον εαυτό της. Δεν μπορεί κανείς να ξεκινάει κάτι από νέος και έκτοτε, ως τα γεράματα, να ακολουθεί την ίδια γραμμή. Αν δεν επέλθει ρήξη και κρίση μεσοδρομίς, αν το σχοινί δεν σπάσει και δε δεθεί κόμπο μία, δύο και τρεις φορές, ο εργάτης δεν είναι άξιος. Αντίθετα ο εργάτης ξέρει (να μαθαίνει) τη δουλειά του, αν σε κάθε κύκλο της ζωής του γίνεται καψοκαλύβας, αν του συμβαίνει κάποτε να ντρέπεται να κοιταχθεί στον καθρέφτη και στα μάτια των άλλων!.. Η λέσχη των προικισμένων απαρτίζεται από μέλη που δεν γράφουν επί χρόνια τα άγραφα… Ωρίμανση σημαίνει να περνάς από του λιναριού τα πάθη, Αλήθεια που ισχύει απολύτως για το πνεύμα και τον πνευματικό θηλασμό που δεν είναι άλλος από το διάβασμα, τη γνωστή μας ανάγνωση. Όπως την ξέρουμε και την ακολουθούμε κουτσά στραβά εμείς σήμερα, η ανάγνωση, ή αλλιώς η ξαμολημένη περιέργεια που παίρνει σβάρνα το τυπωμένο χαρτί και στα σταματημό δεν έχει, είναι μια διαστροφή σχετικά όψιμη. Μερικών αιώνων. Ποτέ πριν οι άνθρωποι δεν διάβαζαν τόσο πολύ και τόσο άσχημα. Και το σημαντικό δεν είναι αν διάβαζαν πολύ ή λίγο –συνήθως διάβαζαν λίγο- αλλά ότι δε διάβαζαν όπως σήμερα. Δεν ήξεραν την ευτέλεια της παμφάγου τυπογραφίας (τι να πούμε τώρα και για του διαδικτύου την «υπερπροσφορά»;) την καταναγκαστική εκμάθηση πραγμάτων δεύτερης και τρίτης κλάσεως, την κίβδηλη βιβλιομανία.  [ΑΦΩΝΟΙ ΚΑΙ ΑΜΝΗΜΟΝΕΣ από το βιβλίο  Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΛΕΠΟΥ, εκδόσεις Καστανιώτη 1992 όπου ο στοχαστής/ φιλόσοφος Κωστής Παπαγιώργης παρουσιάζει με το γλαφυρό του τρόπο τη βαρύτατη βλάβη που συντελείται στον ψυχισμό του πολιτισμένου ανθρώπου από τον καταιγισμό γραπτού (και ηλεκτρονικού σήμερα) λόγου. Ποια σωτηρία μπορεί να υπάρχει για το σημερινό αναγνώστη που είναι εκτεθειμένος σε παραστάσεις έτοιμων πληροφοριών από την ηλεκτρονική τράπεζα του πνεύματος και ποιες θετικές δυνάμεις αντίστασης θα μπορεί ν’ αναπτύξει μέσα σ’ αυτή τη χαώδη ψευδομοψυχία του πολιστισμού; Άμποτε να μη βγει αληθινή η προφητεία του Νίτσε για το πνεύμα που (θα) πνέει τα λοίσθια «αν ακόμα μια εποχή παθητικοί αναγνώστες θα το βρομίζουν…» – ARTby daniel horowitz]



ΑΦΩΝΟΙ ΚΑΙ ΑΜΝΗΜΟΝΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ:
Το γράμμα είχε την τιμή του ακόμα και την εποχή του Χέγκελ, ο οποίος δε δίστασε να γράψει ότι η ανάγνωση της εφημερίδας μπορούσε πλέον να υποκαταστήσει την πρωινή προσευχή του πολίτη. Άλλαξαν και χάλασαν πολύ από τότε τα πράγματα. Γιατί η θυελλώδης υποβάθμιση της αναγνωστικής εντιμότητας δεν έχει να κάνει πάντα με τον ευτελισμό του τυπωμένου χάρτου που, ως βιομηχανία πλέον, καταπίνει τα δάση για να τα παραδώσει βορά στις αδηφάγες ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Αποπαίδι της Βαβέλ ο σημερινός αναγνώστης διαβάζει άσχημα ό,τι κι αν διαβάσει. Η πληροφορία ως ασθένεια που κάνει μετάσταση σ’ όλα τα κέντρα του ψυχισμού του, καθιστά τα πάντα αφορμή και ερέθισμα. Πίνει κανείς ένα κονιάκ για να ξελαμπικάρει και να σταθεί στα πόδια του, αν όμως ξεγελαστεί και κάνει το ένα δέκα, αντί να στεριωθεί αρχίζει να τρεκλίζει. Τι να πει ο σημερινός αναγνώστης που δεν ξέρει τι γυρεύει, αλλά περιφέρει τη νοημοσύνη του εική και ως έτυχε μέχρι να καταντήσει ασύνειδα καρικατούρα του εαυτού του;

Από το Λουκιανό κιόλας ακούμε να μιλάνε για τον «πολλά βιβλία ωνούμενον». Αλά η εποχή του είναι της παρακμής, εποχή που έχει προλάβει να αποκτήσει τα δικά της πολλά βιβλία και τους δικούς της κακούς αναγνώστες. Πολλά βέβαια όχι σε σύγκριση με τα σημερινά ανήκουστα δεδομένα, αλλά σε σχέση με άλλους αιώνες και κυρίως με τη θρυλική αθηναϊκή εποχή. Ο Σωκράτης, για παράδειγμα, δεν ήταν άμοιρος αναγνώσεων. Είχε διαβάσει ο δαιμόνιος, το βιβλίο του Αναξαγόρα καθώς και του Ηράκλειτου, για το οποίο μάλιστα αποφάνθη με ειρωνεία (και ποιος ξέρει τι άλλο;) ότι χρειάζεται ένας Δήλειος κολυμβητής για να μπει στα βαθιά νοήματά του που ο ίδιος δεν κατάφερε να φτάσει. Ενώ όμως προέτρεπε στ δέον, ποτέ δε το συνέδεσε –ούτε κατά διάνοια- με την κατοχή και την ανάγνωση των βιβλίων.

Για έναν μέσο πολίτη εκείνης της εποχής, που κι αν δεν ήταν άβιβλος, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν πολύβιβλος, είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσουμε τι μπορεί να σήμαινε η ιδιωτική βιβλιοθήκη. Πιθανότατα τίποτα. Το βιβλίο κόστιζε πολύ κι ένας τόμος θα πρέπει να ήταν ύψιστης σημασίας για να θεωρηθεί είδος πρώτης ανάγκης.  Αλλά αφού όλα τα ύψιστης σημασίας – όπως ο Όμηρος, όπως οι τραγωδίες, πολλές από τις οποίες είχε τη δυνατότητα κανείς να παρακολουθήσει στα μεγάλα Διονύσια- κυκλοφορούσαν στα ήθη, τι νόημα είχε να τα φυλακίσει στη βιβλιοθήκη; Το ιδιωτικό αντίγραφο θα πρέπει ν’ απασχολούσα μάλλον τους φιλοσόφους και τους σοφιστές παρά τον πεπαιδευμένο πολίτη. Γνωρίζουμε πάντως ότι στις πρώτες σειρές του θεάτρου πωλούνταν κάποια χειρόγραφα, όπως άλλωστε και στην αγορά, αλλά η οιανδήποτε αφοσίωση στα λιγοστά βιβλία δεν μπορούσε να θεωρηθεί φρόνιμη.
Μέσα σε μια δημοκρατία άμεση και της ζώσας φωνής, όπου όλα βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής, η γραφή έμοιαζε αναπηρία και το γραφτό δεν είχε άλλο δρόμο: μεταμορφωνόταν γοργά σε λόγο από στήθους. Όλη η παιδεία αποστηθιζόταν. Και η απομνημόνευση δεν διέπλαθε ανθρώπους-βιβλία, αλλά μεταμόρφωνε τα βιβλία σε ζωντανό λόγο. Γι’ αυτό, το Σωκράτη, που μόνο μιλούσε, δεν είναι δυνατό να τον φανταστούμε να απαθανατίζει τις σκέψεις του γράφοντας. Η γραφή στον Όμηρο –όπως εξάλλου και τα νομίσματα- σπανίζει. Όσο για τον Ιησού, παρ’ ότι τον είδαν, καθώς διαβάζουμε, να σκύβει κάποτε για να χαράξει κάτι καταγής, η γραφή και πιθανότατα η ανάγνωση του ήταν «ξένα» πράγματα…

Αφ’ ης στιγμής επινοήθηκε και εφαρμόστηκε ευρέως στην εκπαίδευση η σιωπηλή ανάγνωση, η άφωνη μελέτη, συντελέστηκε μια βαρύτατη βλάβη στον ψυχισμό του πολιτισμένου ανθρώπου.

Ο πιστός διάβαζε για να δέσουν τα κόκαλά του, ο ερευνητής διαβάζει για να μάθει και με τη σειρά του να ικανοποιήσει τη μεγάλη του φιλοδοξία: να γίνει πατέρας της γραφής. Θεωρείται εξάλλου νόμιμο, σχεδόν επιβεβλημένο, ο σημερινός αναγνώστης να διαβάζει καθημερινά ό,τι του πέσει στο χέρι. Φιλαναγνώστης, φιλοπερίεργος, ερευνητής, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Το βέβαιο είναι ότι περνούν καθημερινά από τα μάτια του και από τα αυτιά του σεβαστοί όγκοι γραπτού και μιλητού λόγου. Το βιβλίο και ό,τι του μοιάζει καταντάει φυσικά τρέχουσα σερνάμενη υπόθεση, αλλά το χειρότερο είναι ότι κάθε προσλαμβάνουσα παράσταση αποβαίνει πληροφορία και εν τέλει όλες οι πληροφορίες πλάθουν ένα αμάλγαμα από αλήθειες του ίδιου κύρους και αναστήματος. Εφόσον μαθαίνω πάει να πει ανάγω το άγνωστο στο γνωστό, το καθετί ανάγεται στο κεκτημένο με την πανουργία της ταχυχειρίας.

Έτσι συντελέστηκε σταδιακά και η υποβάθμιση του «διαβασμένου». Ενώ κατά παράδοση του αναγνωριζόταν τουλάχιστον το κύρος του γνώστη, της αυθεντίας, του βιδάτου ειδήμονα, σήμερα θεωρείται διαλυμένο μυαλό. Ένα κοινωνιά απροσάρμοστος με γαλόνια. Όσο για τον κοινό αναγνώστη που απαιτεί και επαιτεί ψιχία από τη μεγάλη τράπεζα του πνεύματος, αυτόν που οι πολιτισμικοί φορείς τον στρώνουν στο κυνήγι για να τον επιμορφώσουν, σωτηρία δεν υπάρχει. Όσο προσμένει τη βοήθεια από τα ξένα χέρια και δεν αυτενεργεί ριζικά, η τύχη του θα βρίσκεται –πού αλλού;- «στα ξένα χέρια». Όταν ο Νίτσε, πρόσκοπος του αιώνα του, εξέφραζε την πεποίθησή του ότι μια εποχή ακόμα παθητικοί αναγνώστες θα αρκέσει για να βρομίσει το πνεύμα, η κρίση του δεν ξεγελιόταν. Σήμερα το πνεύμα μπορεί να συνομιλεί με τη σήψη του. Μέσα στις ζάπλουτες βιβλιοθήκες του, μέσα στη χαώδη πολιτισμική ψευδομοψυχία του πολιτισμού να καλλιεργήσει τις θετικές δυνάμεις του, το πνεύμα πνέει τα λοίσθια. Μέσα στο καθεστώς της κοινωνικής πρόνοιας που, όπως θα έλεγε ο δημιουργός της Μαντάμ Μποβαρί, επιμένει να κάνει σπίτια για όλους, δρόμους και πλατείες για όλους  –με τα μέσα όλων- η καταστροφή αποβαίνει πολιτισμικός στόχος.

Η στροφή από το πηγαίο και το δαιμονικό στην κοινοκτημοσύνη και την ατέλεια συντελείται με ρυθμούς κοινωνικής επανάστασης. Να μη μείνει ούτε ένας γνήσιος άνθρωπος πάνω στη γη –ακόμη και οι τρελοί να λογικευθούν- για να σωθεί ο πολιτισμός. Έτσι ο εκδημοκρατισμός στην αποτίμηση των δημιουργικών ικανοτήτων εδραιώνει εκπάγλως την πιο απεχθή ισότητα και αδελφότητα.

Το πηγαίο διασύρεται εν ονόματι  των άσπονδων αντιπάλων του: των τυπικών σπουδών, του φιλισταίου που παραφέρεται, της λογοτεχνίας που σπουδάζει στο «δημοκρατικό» φροντιστήριο των κοινών απαιτήσεων και του κοινού νου. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που ο άνθρωπος του πηγαίου αντί για άγγελος καταντάει φίδι: φυλάει το κεφάλι του και χρησιμοποιεί το ιαματικό δηλητήριο της κρίσης του. Αν η πνευματική ζωή διαδραματίζεται ως ασκόπως ανατοκιζόμενη παρωδία, η αηδία, η χολή, η λοιδορία αποβαίνουν θετικές αρετές.

Ο άνθρωπος που –ποιος ξέρει γιατί- διατηρεί κάποια προνομιακή σχέση με το πηγαίο, ανέκαθεν –αλλά ειδικά σήμερα και πιο ειδικά στην Ελλάδα- μόνο σαν το λεπρό μπορεί να ζει. Και η θέση του αξίζει ιδιαίτερου σχολιασμού, γιατί δεν παρουσιάζει τίποτα το συμπαγές και μονοσήμαντο. Η συμπεριφορά του καλλιεργεί τα συμπτώματα του οξύμωρου. Καταντάει μισάνθρωπος επειδή αγάπησε μερικούς ανθρώπους, περιφρονητής των συγγραφέων από αγάπη για τη γραφή, προπηλακιστής των «γραμμάτων» από θερμά αισθήματα για τα γράμματα. Ένας τέτοιος άνθρωπος (όπως συμβαίνει πάντα με τους άξιους να συνιστούν στο πρυτανείο) από δημόσια ευεργεσία, σατανικώ τω τρόπω, μεταμορφώνεται –συχνά χωρίς να το συνειδητοποιεί – σε ακούσιο δημόσιο κίνδυνο.

 [Ο λάθος δρόμος είναι ο σωστός, αφού για να γράψεις σωστά πρέπει να έχεις ζήσει λάθος. Ο Παπαγιώργης πήρε τη ζωή του λάθος και το ομολογεί με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη: «Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται». Υπεράριθμος, παιδί του Καιάδα, σύμφωνα με τη δική του ομολογία, τον καιρό που βούιζε ο Μάης του ’68 γύρω του, αυτός κλείστηκε σε μια σοφίτα και διάβασε μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα, που «απαλλοτρίωνε» από τα βιβλιοπωλεία. Κάπως έτσι, ο λάθος δρόμος, βύζαξε το σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα ελληνικά γράμματα τα τελευταία πενήντα χρόνια]

(δρυός πεσούσης…): ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ (και μόνο…) ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΝΤΕΣ…

$
0
0
Αν όλοι γνώριζαν τι λέγεται πίσω από την πλάτη τους, δεν θα υπήρχαν ούτε δυο φίλοι σε αυτό τον κόσμο, αποφάνθηκε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ο Πασκάλ. Έχοντας ως βάση αυτή την παραδοχή ο Κωστής Παπαγιώργης δικαίως αναρωτιέται: Και γιατί να μην μπορούμε να πούμε καταπρόσωπο στον άλλο τι είναι ή τουλάχιστον τι πιστεύουμε ότι είναι. Επειδή κανείς σχεδόν δεν το αντέχει ή δεν το έχει ανάγκη ή δεν μπορεί να ζήσει με αυτό. Συνεπώς, για να ζήσει κανείς και να έχει φίλους, είναι πρωταρχικής σημασίας μια μικρή ή μεγάλη δόση ψεύδους στη σχέση του με τον εαυτό του και με τους άλλους. Ειδάλλως το μαγαζί βάζει λουκέτο!.. Αν τα πράγματα ήταν τόσο ξεκάθαρα, θα έπρεπε ο καθένας, σε μια κρίση αυτοκαταστροφικής μεγαλοψυχίας, να πλέξει το εγκώμιο των λαθραίων επικριτών του, γιατί στην ουσία, κατά τις ταραχώδεις συνεδρίες τους, δε χάνουν τον καιρό τους, αλλά ασχολούνται με την «αλήθεια»!.. Τη δική του αλήθεια βέβαια που, ως δική του, δεν την αντέχει και την οποία οι άλλοι φέρουν ανέτως, επειδή ακριβώς είναι δική του και όχι δική τους. Έχουμε με άλλα λόγια έναν ευεξήγητο φαύλο κύκλο: καθένας φέρει άκοπα την αλήθεια των άλλων και είναι ανίκανος να φέρει ή ν’ ακούσει τη δική του. Συνεπώς η ειλικρίνεια και η ευθύτητα διαπρέπουν μόνον αναφορικά με τους άλλους. Όταν ένα άτομο δοκιμάζει να στραφεί στο εγώ του, κατιτί παθαίνει εμπλοκή και η κρίση του παύει να λειτουργεί!.. Έτσι όλα τα πρόσωπα που ζουν στους κόλπους μιας κοινότητας έχουν αναγκαστικά δυο όψεις. Η μία είναι αυτή που προβάλλουν οι ίδιοι, που την ξέρουν και την υποστηρίζουν και η άλλη εκείνη που έχει σχηματιστεί από τα κοινωνικά σχόλια.    [εισαγωγικό απόσπασμα από ΤΑ ΚΟΥΣΕΛΙΑ, κείμενο από την ενότητα ΟΙ ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ , από το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΛΕΠΟΥ – ΟΙ ΞΥΛΟΔΑΡΜΟΙ, εκδόσεις Καστανιώτη 1992 όπου ο στοχαστής/ φιλόσοφος Κωστής Παπαγιώργης παρουσιάζει με το γλαφυρό του τρόπο τηARTby Igor Zenin Dancing Trees]



ΤΑ ΚΟΥΣΕΛΙΑ (συνέχεια κειμένου για το «Παιχνίδι» της «αλήθειας» στις ανθρώπινες σχέσεις)
Εφόσον ο καθένας είναι ικανός να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας μόνο για τους άλλους και ειδικά τους απόντες, η αλήθεια έχει δικαίωμα ν’ ακούγεται μόνο εν απουσία του κάποιου, αυτού δηλαδή που πληρώνει τα περίφημα «έξοδα παραστάσεως». Στην περίπτωση που όλοι οι παίκτες είναι παρόντες, είτε λένε όλοι ψέματα, είτε –όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές- βρίσκουν κάποιον απόντα για να του φορτώσουν την «αλήθεια» του. Διαφορετικά το παιχνίδι δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Φαινομενικά αυτή η ρήτρα θυμίζει λίγο έναν μισαλλόδοξο μονάρχη  του Μοντεσκιέ που, ανίκανος να παραδεχθεί οτιδήποτε αρνητικό για το άτομό του, εξωθούσε όλους τους αυλικούς του στην κολακεία και στο ψέμα, ωσότου εν τέλει καταδίκασε σε θάνατο τον ίδιο του τον εαυτό, εφόσον οι θεράποντες ιατροί του δεν εξαιρούνταν απ’ αυτή την απαγόρευση, αδυνατούσαν –επί ποινή θανάτου- να κάνουν την οιανδήποτε θετική διάγνωση. Τον καθησύχαζαν λοιπόν για την καλή του υγεία ακόμη και τις στιγμές που ψυχορραγούσε. Με τη διαφορά ότι στο παιχνίδι της κοινωνικής υποκρισίας δεν έχουμε έναν μονάρχη και πολλούς ιατρούς, αλλά καθένας μας, ανάλογα με το αν είναι παρών ή απών, εκ περιτροπής, παίρνει τη θέση του μονάρχη ή του γιατρού.

Η απουσία του κρινομένου, για να μιλήσουμε πιο σοβαρά πλέον και χωρίς ιστορικά ανέκδοτα, χαρίζει μια πρωτοφανή άνεση στους επικρίνοντες. Γιατί το ζήτημα δεν είναι να πεις κάτι που η παρουσία του άλλου το απαγορεύει, αλλά να νιώσεις την ελευθερία να ξεθεμελιώσεις την παρουσία του. Την υπόστασή του. Όσο συμβατικά, δισταχτικά, συγκρατημένα κι αν είναι τα κουσέλια, ουσιαστικά αποσκοπούν στην εξουδετέρωση του κρινομένου. Οι παρόντες, μόνο και μόνο επειδή είναι παρόντες, έχουν μια αδιαμφισβήτητη υπεροχή απέναντι στον απόντα. Και οι διαβουλεύσεις –έτσι συμβαίνει πάντα- δεν αργούν να καταλήξουν στο συνταρακτικό συμπέρασμα: είναι καιρός να τελειώνουμε με την αφεντιά του. Οι ένορκοι δε φείδονται καταδικαστικών αποφάσεων.

Πάντοτε ο απών βρίσκεται υπό σχετική ή απόλυτη δυσμένεια, έστω κι αν είναι ο πιο κοντινός φίλος. Η ίδια η απουσία του τον θέτει σε δεύτερη μοίρα. Κατά μία έννοια είναι λίγο νεκρός. Το όνομά του δίνει σκάρτο ήχο, μοιάζει κάπως με τα αδέσποτα και τα αφύλαχτα πράγματα που δεν σέβεται κανείς (δρυός πεσούσης…). Με άλλα λόγια: περισσεύει στη μοιρασιά. Και η αίσθηση αυτή του υπεράριθμου δε χρειάζεται να είναι φανερή και εκπεφρασμένη. Αρκούν μερικά σμιξίματα των φρυδιών, κάποιοι αργοί κύκλοι με την άκρη του χεριού, μερικά «μμμ…» για να δημιουργηθεί η ανάλογη ατμόσφαιρα. Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα χρόνου και ζήλου, στοιχεία που δεν λείπουν ποτέ, ειδικά όταν πρόκειται για τις απολαύσεις που χορηγεί αφειδώς η άρνηση και η απόρριψη.

Όπως με τις καταβολές του φωτός αλλάζουν άρδην τα χρώματα, οι «δικαστές» (μια και κάθε κουτσομπολιό, κάθε επίκριση, κάθε λουφαγμένη καταλαλιά δεν είναι τίποτε άλλο από μια κανονική δίκη) θαυμάζουν τον εαυτό τους όταν καταφέρουν με μερικά επίθετα –τα κατεξοχήν φωτεινά ή σκοτεινά μέρη του λόγου- να ανατρέπουν τις καταστάσεις και να καρπούνται το αποτέλεσμα. Συνεπώς η γλώσσα δεν χάνει σ’ αυτές τις δίκες. Κάθε επιφύλαξη αντίθετα περιορίζεται σε δεύτερους και τρίτους ρόλους. Ο επιφυλακτικός κύριος που αρνείται να συμπράξει, δεν υπολογίζεται. Μετράει μόνον η γοερή ανάγκη της χολωμένης και φιλόψογης καρδιάς που, κινώντας τις φράσεις δίκην ισχυρών βραχιόνων, ζητάει πάση θυσία να αναποδογυρίσει μια κατάσταση πραγμάτων, να φέρει τα πάνω κάτω και ακόμα πιο κάτω.

Αφότου η ζωή ανατίθεται στα γλωσσικά ήθη, δεν παρουσιάζεται πουθενά και σε τίποτα αδιάσειστη. Ο καθένας μπορεί να πει το λογάκι του. Έτσι η γλώσσα κάνει τους πάντες θαυματοποιούς: φτάνει να ισχυριστεί ένας άνθρωπος το πιο απροσδόκητο πράγμα, και παρευθύς σμήνη προσχημάτων και στρεψόδικων επιχειρημάτων θα σπεύσουν προς επίρρωσιν του ισχυρισμού του.

Βάλτε για παράδειγμα υπό δοκιμασία τον οιοδήποτε χρεοκοπημένο της ζωής και αφήστε τον να απολογηθεί. Που σημαίνει: παραχωρήστε του το αναφαίρετο δικαίωμα να παίζει με τα σταθμά των λέξεων και να απονείμει αφεαυτού τη δικαιοσύνη που ξέρει κι επιθυμεί. Είναι βέβαιο ότι με τα γλωσσικά θαλασσοδάνεια –με τα οποία ο καθένας μπορεί να παρουσιάζεται σαν ζάπλουτος – θα αποδείξει ότι στη μεγάλη αλυσίδα των γενεών  ο δικός του κρίκος είναι άλλης τάξεως. Φυσικά δεν υπολογίζεται το αν στην πραγματικότητα –ποια πραγματικότητα χριστιανοί; -είναι ένας φτηνός χαλκάς, το κύριο είναι ότι με τα λόγια μπορεί να δώσει άλλο νόημα στην κακή του τύχη. Γενικά κάθε άνθρωπος, εφόσον του επιτρέπεται να μιλάει, και μάλιστα για τον εαυτό του, και μάλιστα για την τύχη του, δεν χωράει αμφιβολία ότι στρεψοδικοπανούργα θα επιτύχει πανηγυρικά την αθώωση του. Τι μεγαλύτερο δώρο από τη γλώσσα που –πολύ πιο ριζικά από το αλκοόλ- χαρίζει στον καθένα τη στολή που επιθυμεί, τον βγάζει στην κοινωνία με άλλο πρόσωπο και τον στήνει στα πόδια του.

Γιατί, όπως εύκολα εικάζουμε, αυτές οι δίκες που στήνονται στο πρώτο σπίτι ή στο πρώτο καφενείο –και στην πρώτη εφημερίδα καμιά φορά- δεν αποσκοπούν σε μια όποια απονομή δικαιοσύνης. Όποια εισαγγελικά σύνδρομα κι αν καταδιώκουν ένδοθεν έναν άνθρωπο, όταν μαίνεται εναντίον κάποιου, ουσιαστικά γυρεύει φάρμακα για την πληγή του. Ποτέ δεν μαινόμαστε για κάποιον που μας είναι αδιάφορος. Απεναντίας, όπου βλέπουμε αφρούς –και οι στενόκαρδοι άνθρωποι ξεχειλίζουν εύκολα- έχουμε να κάνουμε με λαβωμένους εγωισμούς που «παντί σθένει» κυνηγούν τα χαμένα. Αυτά τα χαμένα (που συνήθως σχετίζονται με το πλαστό κύρος της προσωπικότητας) εξαρτώνται από την αδελφότητα στην οποία ανήκει ο πληγείς, από το πραγματικό ή προσχηματικό επάγγελμα, αλλά πάνω απ’ όλα επιδιώκουν υποδόρια την αμυντική θωράκιση του κάθε ψυχισμού. Το συμπέρασμα συνάγεται από μόνο του: αν οι αδύναμοι άνθρωποι είναι τόσο εμπαθείς, αυτό συμβαίνει γιατί πληγώνονται εύκολα και κατά μοιραία συνέπεια ικανοποιούνται δύσκολα.

Και μολονότι ο λόγος για αδύναμους και ισχυρούς, για λαβωματιές και για εμπάθειες, το προκείμενο δεν είναι οι εχθρικές παρατάξεις όπου τα αρνητικά αισθήματα είναι δεδηλωμένα και τα στρατηγήματα θεμιτά. Καμιά ραδιουργία που εξυφαίνεται γύρω από τον επιφανή, σαν κι αυτές που βλέπουμε στις σαιξπηρικές ή άλλες αυλές. Η κοινότητα εδώ αφορά την πασίγνωστη κοινωνία των πολιτών –την καθημερινή ζωή- ήτοι την ξεδοντιασμένη από τον νόμο ύπαρξη που, άοπλη, και στερούμενη την αυτοδικία, ορίζει και περιφρουρεί την ατομικότητά της με τα όπλα του λόγου και της σιωπής. Δεν μιλάμε για ξένους και εχθρούς, αλλά για «φίλους» και «ομόσταβλους». Μόνο μέσα σε μια κοινότητα όπου τα κάθε λογής « συν» χοροστατούν (συνεργάτης, συνάδελφος, σύντροφος, συγγραφέας) έχει νόημα η σπερμολογία, ο ταρτουφισμός και η αναξιοπιστία.

Επεισοδιακά έστω, αξίζει να κάνουμε λόγο για τις αδελφότητες των επαγγελμάτων που αποτελούν κανονικά κλουβιά με φρενιασμένα τρωκτικά. Έμποροι, επιχειρηματίες, πολιτικοί, υπάλληλοι, δικηγόροι, γιατροί, τραγουδιστές, ηθοποιοί που αλληλοτρώγονται με τις ευλογίες της κοινωνικής χάριτος. Για τον κόσμο των γραμμάτων όμως η μνεία πρέπει να είναι διεξοδικότερη, γιατί στους κόλπους του η αξία –ποιού άλλου; της γραφής – έχει άλλη λειτουργία. Ανέχεται κανείς να είναι κακός επαγγελματίας (συχνά το κουδουνίζει  σαν τίτλο τιμής), αλλά κακός συγγραφέας; Ποτέ. Επειδή λοιπόν μόνο το πρωτείο μετράει στον κόσμο των γραμμάτων ο φθόνος και η σπερμολογία είναι πράγματα που σοβούν επιδημικά.

Γύρω από το αριστείο των γραμμάτων ξεσπάει μεγάλη μάχη. Σηκώνεται μεγάλος κουρνιαχτός. Και δικαίως αν πρόκειται για άμιλλα. Και δικαίως αν ανταγωνίζονται δοκιμασμένες ικανότητες που δεν υποχωρούν σε θέματα γοήτρου. Όταν όμως στήνεται μια απερίγραπτη μουνταρία από αυτοσχέδιους δημιουργούς και κάθε λογής αβερνίκωτα μούτρα, πώς να μην καταλήξει όλος αυτός ο ορυμαγδός να γλωσσοδέρνεται και να καταφεύγει ανελλιπώς στους «ορθοφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωρους» τρόπους; Η νεοελληνική κάστα των γραμμάτων έχει μεγάλη πείρα σ’ αυτά τα καμώματα, καθώς επίσης και διάσημα θύματα (τον Συκουτρή για παράδειγμα). Και τα ιερατεία της είναι μόνο δύο: το πανεπιστήμιο από τη μια μεριά, τη θεσμική, και από την άλλη, τη λαϊκότερη, η «ποίηση»!..

Σε ό,τι σημαντικό πετύχουν οι άνθρωποι είναι σίγουρο ότι θα ωριμάσουν περνώντας μέσα από ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα φιλονικίας και καβγά. Και στην Ελλάδα –χώρα του τρίτου κόσμου αναντίρρητα- δεν είναι παράξενο ότι διανύουμε ακόμα την περίοδο του καβγά. Δεν έχουν άδικο εκείνοι που τα πανεπιστημιακά συγγράμματα των καθηγητών τα βγάζουν στην πλειοψηφία τους «ντάρα». Ο θώκος είναι το παν, το σύγγραμμα δεν μετράει. Στην «ποίηση» όμως, όπου (συμφορά μας) υπάρχουν ατράνταχτες διεθνείς διακρίσεις και αναγνωρίσεις –πάντα η Ευρώπη ήταν γενναιόδωρη απέναντι στις επαρχίες της- ο καβγάς παίρνει άλλες διαστάσεις, γιατί έχει καταντήσει πανελλήνια νεύρωση. Ο υπάλληλος, ο επιχειρηματίας, ο ηθοποιός, ο υποαπασχολούμενος, ο δημοσιογράφος – έχουν όλοι τις ποιητικές τους συλλογές. Και τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες του φυσικά. Γιατί ο παστουρμάς δεν νοείται χωρίς αλάτι.

Θα άξιζε κάποτε ένας άνθρωπος με μάτι να καταπιαστεί με τη συγγραφή, όχι της ιστορίας (που αυτή η «ποίηση» έγραψε), αλλά με το πολύκροτο χρονικό του νεοελληνικού καβγά γύρω από τη στιχουργική τέχνη. Για τους «εν αμαρτίαις» γηράσαντες, για τους ταχυπειθείς και οψιμαθείς ή αμαθείς που αρχοντοπιάνονται, για ανθρώπους που οπλίζονται με μικροσκόπιο όταν ακούνε το καλό και ανασύρουν το μεγεθυντικό φακό όταν οσμίζονται το κακό, για άτομα κάθε ηλικίας που η βύρσα τους θρανεύεται, για τις χειραψίες «εν μέση οδώ» που διαρκούν ημίωρα και βάλε, για ένα όργιο κουσκουσουριάς και ματαιόδοξης περιαυτολογίας που έφθειρε γενεές επί γενεών, για όλους αυτούς δηλαδή που –αναγκαίο κακό σε κάθε λογοτεχνία- είχε υπόψη του ο Ντοστογιέφσκι όταν έγραφε: «Χμ!.. Άκου, Βάνια μου, εγώ ωστόσο είμαι ευχαριστημένος που το βιβλίο σου δεν είναι γραμμένο σε στίχους. Οι στίχοι, παιδί μου, είναι ένα τίποτα. Μη συζητάς καθόλου και πίστεψε εμένα, το γέρο. Εγώ θέλω το καλό σου. Ένα τίποτα. Χαμένος καιρός. Στίχους ας γράφουν τα γυμνασιόπαιδα. Οι στίχοι ως το φρενοκομείο μπορούν να καταντήσουν έναν νέο…»

Ο Ντοστογιέφσκι δεν μπορούσε βέβαια να προβλέψει ότι οι Έλληνες ποιητές που κατά τεκμήριο είναι άξιοι του ονόματός τους δεν έζησαν στην Ελλάδα –ή έζησαν εξόριστοι εν Ελλάδι- ήξερε όμως από πρώτο χέρι το κλίμα της λυκοφιλίας που γεννούν οι κύκλοι των γραμμάτων. Υπάρχουν φίλοι, γράφοι, που μισούνται χρόνια, που σιχαίνονται ο ένας τον άλλον, που αρρωσταίνουν στη σκέψη του άλλου, και όμως δεν χωρίζουν. Μπορεί κάθε βράδυ, που ο καθένας παίρνει το δρόμο για το σπιτικό του, να λυσσομανάνε από το κακό τους, να χτυπάνε γροθιές στα ντουβάρια της κάμαράς τους μέχρι να πέσουν σοβάδες. Και όμως επιμένουν. Κάθε νέα μέρα και νέα αποθέματα εχθρότητας και νέες αφορμές για χολή, μίσος και απέχθεια. Όσο για την αμοιβαία απομάκρυνση που αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση, κανείς δεν παίρνει την απόφαση. Τα τσακώματα έχουν πολύ ψωμί. Κι ο κόσμος πεινάει.

Με τη φύρα παρόμοιων παθών γεννιέται το φύραμα των πασίγνωστων γραφικών τύπων. Ένας άνθρωπος που μαραζώνει χρόνια ολόκληρα καλλιεργώντας τον πικρό αγρό του μίσους, αποχτάει το «κουμπί» του.  Και το κουμπί –γνωστό στον περίγυρο- είναι λειτουργικότατο. Τσακμάκι με τα όλα του. Φτάνει κάποιος, για να διασκεδάσει, να αναφέρει το μισητό όνομα κι αμέσως αρχίζει η «μουσική». Η ετοιμότητα του πάσχοντος προσώπου είναι εκπληκτική σ’ αυτές τις στιγμές. Όσο άλλωστε εύλογη είναι και η απορία: καλά δεν κουράζονται αυτοί οι άνθρωποι; Δε σιχαίνονται τέλος πάντων τον εαυτό τους; Τα ίδια τους τα σπαταλημένα σάλια; Και βέβαια κουράζονται. Μόνο που αυτό συμβαίνει με μια περίτεχνη μετάθεση: τον σιχαίνονται στο πρόσωπο του άλλου. Άνθρωπος που διαρκώς κατηγορεί (άλλους) και συνάμα δοξάζει (τον εαυτό του) είναι φανερό ότι συντρίβεται από το φορτίο της ενοχής του.

Χρειάζονται όμως, σαν απόσωμα, και κάποιες άλλες διευκρινίσεις που δίνουν πιθανώς άλλη διάσταση στο δράμα του ακάματου κατασπιλωτή. Εφόσον δεν είναι μισθοφόρος –ποιος πληρώνει τον εθελοντή; -εφόσον πράττει για λογαριασμό του, από καρδιάς, η περίπτωση του έχει να κάνει με την «τυραννία του ανθρώπινου προσώπου». με κείνο το σκοτεινό γήτεμα που δεν έχει αγαθές σχέσεις με το φως. Κατά έναν τρόπο ο κατασπιλωτής έχει πληγεί βαθύτερα απ’ όσο μπορεί να φτάσει μέσα του, έχουν κακοφορμίσει τα σπλάχνα του, γι’ αυτό άλλωστε πασχίζει να πλήξει τον άλλο στο ίδιο βάθος. Αυτό το επιθυμητό βάθος είναι που προσδίδει μανικό χαρακτήρα στα φερσίματά του και κάποιους τόνους ιερού πολέμου στις κατηγορίες του.

Άραγε έχει φτάσει στο σημείο που αρχίζει ο πραγματικός κίνδυνος για τη ζωή του άλλου; Η περίπτωση είναι σπάνια, τόσο σπάνια όσο κοινότατη είναι η περίπτωση του θρασύδειλου συκοφάντη, ο οποίο περνάει απ’ την άκρα διαστολή της θρασυστομίας στην άκρα συστολή της θρασυδειλίας. Ο φόνος θέλει βαριά απόφαση, να πληρώσεις δηλαδή με την ισόβια καταδίκη, ενώ οι μικροφόνοι ταιριάζουν στον χαρτοπόλεμο των γραμμάτων και των αγραμμάτων.


Ο σπιλωτής δεν έχει διέξοδο: ή θα πρέπει να φτάσει στο φόνο ή να παραδεχθεί ότι νικήθηκε. Φυσικά οι σκάρτοι άνθρωποι δε λαβαίνουν ποτέ ακραίες αποφάσεις, γι’ αυτό δαπανούν το βίο τους σε στέρφα πάθη χωρίς λύτρωση – και σε ακάματες αναγνώσεις των βιβλίων που «μισούν»!.. 

ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΙΔΕΑ ΠΟΣΟ Σ’ ΕΧΩ ΠΕΘΥΜΗΣΕΙ (με βλέπεις κι εσύ στα όνειρά μου;)

$
0
0
Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να τη λένε Αφόρητη Μητέρα, Παρεμβατική Μητέρα, Κριτική Μητέρα και τέτοια – μάλιστα ίσως και με ένα άλφα έψιλον στο τέλος όπως στις ανώνυμες εταιρείες, μια και έμοιαζε με εταιρεία, με εργοστάσιο τύψεων και ενοχών με ολόκληρη αλυσίδα επιχειρήσεων Χειριστική Μητέρα Α.Ε., ΕΠΕ, com, αλλά τόση σκέψη φανέρωνε σιγά-σιγά δική μου ανάγκη για απεξάρτηση, ειδικά μετά τα 30, και με τον καιρό δέχτηκα το Αγγελική Πατέρα και απλώς κατάλαβα ότι θα ήταν καλύτερα να μη θυμώνω, όπως με συμβούλευαν γνωστοί, φίλοι και φίλοι φίλων!.. Δεν έχεις ιδέα πόσο σ’ έχω πεθυμήσει –τόσο, που σχεδόν σε επινοώ στο πρόσωπο κάθε γυναίκας. Νομίζω πως αναπνέω κι εκπνέω το όνομά σου. Χθες στο δρόμο προς το σπίτι, ήθελα τόσο πολύ να σε δω, ήθελα τόσο να σε έχω μόλις δει, που σταμάτησα μια περαστική κυρία και ρώτησα αν είσαι εσύ. Ήταν απλώς μια περαστική κυρία, μου είπε. Με βλέπεις κι εσύ στα όνειρά μου; Έχεις καταλάβει ότι μετάνιωσα που έφυγα από κοντά σου, ότι κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να φοβάμαι τη δέσμευση, ότι ξέρω πως είσαι Αυτή, η Μια, η Μοναδική Γυναίκα, η γυναίκα που θα κάνω παιδιά, η γυναίκα που θέλω να με δει να κλαίω στην κηδεία του πατέρα μου κάποτε και να μου χαϊδέψει το σβέρκο; Δεν σταμάτησα μόνο την περαστική κυρία, ήθελα να είσαι ό,τι αναπνέει, ό,τι συνάντησα, ό,τι συναντώ στο δρόμο μου… Θυμάμαι που έλεγες κάποτε ότι θα ήθελες να ζήσεις μια ρομαντική ιστορία αγάπης από αυτές που πια κανείς δεν έχει το χρόνο να ζήσει… Ξέρω ότι σου άρεσε πάντα ο τρόπος που γράφω, πες το και κόλπο αν θες, να σε εντυπωσιάσω, ό,τι μου ’ρθει κάνω. Δεν ξέρω αν έχει νόημα που στο γράφω ποιητικά, όπως σου μιλάω συνήθως, γιατί αυτό που μου είπες πριν χωρίσουμε, ότι στα λόγια καλός είμαι, ήταν σίγουρα ενδεικτικό για το πόσο στερητικός υπήρξα στο να σου δείχνω, να σου κάνω, να σου αποδεικνύω. Θέλω να πάρω πίσω ό,τι σου έχω πει, ακόμα και ό,τι γράφω εδώ, θέλω να το πάρω πίσω και να το ξαναπώ μ’ άλλο τρόπο, με αγκαλιά, με δόσιμο, με δέσμευση, με όσα ξέρω ότι θέλεις να είμαι για σένα!.. [ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ, ΖΩΗ ΧΑΡΙΣΑΜΕΝΗ δυο ιστορίες για τη μητέρα από το βιβλίο της Κατερίνας Έσσλιν Γαμ.υθιστορήματα του ενός λεπτού μαζί με την  εισαγωγική παράγραφο από μια τρίτη ιστορία, πάλι για τη μητέρα, με τίτλο ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ  - ART by Klimt Mother Child]



ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ (μια ιστορία από το βιβλίο Γαμ. υθιστορήματα του ενός λεπτού της Κατερίνας Έσσλιν)
Παίρνει συνήθως εφτά με οκτώ λεπτά από το καλώς την μέχρι το πάντως τα μαλλιά σου θέλουν λίγο κούρεμα εδώ μπροστά, από το σου πάει πολύ το άσπρο μέχρι το σου έχω πει μη φοράς κραγιόν, από το μου έλειψες κόρη μου μέχρι το μπορεί να έχω πεθάνει και να με βρείτε μια εβδομάδα μετά, να μου τηλεφωνείτε συχνότερα, έχω την αίσθηση ότι πάχυνες στους γοφούς. Μου παίρνει εφτά με οχτώ λεφτά από τη χαρά που νιώθω όταν τη βλέπω, ένα ή δύο Σάββατα το μήνα πια, μέχρι την έντονη φυσική ανάγκη να εξαφανιστώ στο μπάνιο και να χώσω το κεφάλι μου στη λεκάνη για όλα τα Σάββατα από δω και πέρα. Ώρες ώρες είναι τόσο αυτόματα ενοχλητικό, τόσο έτοιμο τόσο σαρωτικό, η αίσθηση ότι κάποιος αρνείται να σταματήσει να σε γεννάει κάθε δευτερόλεπτο όλο και πιο τέλεια, που με φαντάζομαι να εξαφανίζομαι πράγματι στο μπάνιο, να κάθομαι στη λεκάνη, κι εκείνη να ’ρχεται, να κατεβάζει το βρακί της, ν’ ανοίγει  τα πόδια της, να κάθεται πάνω μου και να σπρώχνει προς τα έξω όπως στη γέννα ή να ρουφάει προς τα μέσα, εντελώς ανάποδα απ’ τη γέννα.

Τη λένε Αγγελική Πατέρα, κι αυτό, από κάποια ηλικία και μετά, από όταν δηλαδή άρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν όταν σε λένε Γιώργο γίνεσαι και Γιώργος και δρας σαν Γιώργος και τρως σαν Γιώργος και πηδάς σαν Γιώργος, άρχισε έντονα να με προβληματίζει, γιατί ούτε πολύ αγγελική με φτερά στην πλάτη ήταν ποτέ ούτε μιλούσε σαν αγγελική ούτε αγκάλιαζε σαν αγγελική ούτε πατέρας βεβαίως ήταν παρότι της είχε τύχει να το προσπαθήσει από νωρίς. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να τη λένε Αφόρητη Μητέρα, Παρεμβατική Μητέρα, Κριτική Μητέρα και τέτοια – μάλιστα ίσως και με ένα άλφα έψιλον στο τέλος όπως στις ανώνυμες εταιρείες, μια και έμοιαζε με εταιρεία, με εργοστάσιο τύψεων και ενοχών με ολόκληρη αλυσίδα επιχειρήσεων Χειριστική Μητέρα Α.Ε., ΕΠΕ, com, αλλά τόση σκέψη φανέρωνε σιγά-σιγά δική μου ανάγκη για απεξάρτηση, ειδικά μετά τα 30, και με τον καιρό δέχτηκα το Αγγελική Πατέρα και απλώς κατάλαβα ότι θα ήταν καλύτερα να μη θυμώνω, όπως με συμβούλευαν γνωστοί, φίλοι και φίλοι φίλων, και να γίνω Δεκτική Κόρη ή και Αδιάφορη Κόρη ακόμα. Στην τελική, δική μου επιλογή ήταν να παραμένω Κόρη Α.Ε. μέχρι αυτή την ηλικία, δική μου ευθύνη ήταν που εκείνη, εκτός από Μητέρα και Πατέρας (έχοντας πάντα γνώμη, πάντα αρνητική και πάντα για όλα όσα με αφορούσαν), ήθελε να είναι όλοι οι ρόλοι στη ζωή μου: η Δασκάλα, η Φαρμακοποιός, η Φίλη, ο Σύζυγος, ο Σκύλος, το Παιδί μου.

Όμως αυτή η επίσκεψη, παρότι είχε ξεκινήσει ως τέτοια, δεν αποδείχθηκε η τυπική σαββατιάτικη, γιατί γύρω στις 4 χτύπησε το τηλέφωνο και κάποιος τη ρώτησε να ήταν η Αγγελική Πατέρα, γιατί είχε κάτι δυσάρεστο να της πει για τον γιο της, για μια συμπλοκή σε μια πορεία, για μια φωτιά. Μέσα σε λιγότερο από δευτερόλεπτα είδα τη μητέρα μου, την Αγγελική Πατέρα του Δημητρίου, να βγάζει από το στόμα από τα μάτια και από τα χέρια της μια φωνή σπασμένη σε μικροσκοπικά κομμάτια και να φωνάζει όχι, όχι, φυσικά και όχι, φυσικά και δεν είμαι, φυσικά και δεν είμαι η Αγγελική Πατέρα, δεν είμαι η Αγγελική Πατέρα, φυσικά και δεν είμαι η Αγγελική η Μητέρα, είμ… είμαι… είμαι η… είμαι η Ασπασία Βέργου, είμαι η Νίκη Ιωάννου, είμαι η Μαργαρίτα Στέγγου, είμαι η Κατερίνα Παππά, είμαι η Δήμητρα Παύλου, η Νίκη Αγοραστού, η Ελευθερία Βενιεράκη, φυσικά και, δεν, είμαι, η, Αγγελική, Μητέρα, είμαι ανήλικο αγόρι, δεν το καταλαβαίνετε στη φωνή μου; είμαι άνδρας, γράψτε το, είμαι άνδρας, είμαι ο Νίκος Αποστόλου, είμαι ο Γιάννης ο Απέργης, είμαι εσείς, είμαι… εσείς… ποιος είστε εσείς; έχετε γιο εσείς; εσείς είμαι…

Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο είδα τη μητέρα μου ν’ ανοίγει τα πόδια της, να κατεβάζει το βρακί της και να γεννάει ασταμάτητα ξένους γονείς ξένων παιδιών, να βάζει άλλους να κάνουν τη βάρδια του εαυτού της, να είναι κάποια άλλη, να είναι ξανθιά, κοκκινομάλλα, καστανή, να είναι κάποιος άλλος, να είναι γαλανομάτα, αδύνατη, παχιά, άσχημη, ψηλός αδύνατος, να είναι κάποιος άλλος που ο γιος του κάηκε ζωντανός στη φωτιά. Εκείνο το Σάββατο σταμάτησα για πρώτη φορά να λυπάμαι τη μητέρα μου.
Έκτοτε, εδώ και αρκετά χρόνια πια, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, νιώθω αισθητή την απουσία της –να κρύβεται στην ντουλάπα μου, με καμένη σάρκα και σπασμένα οστά, και να τρώει σιγά-σιγά, μπουκιά μπουκιά, κομμάτι κομμάτι, ένα καφρεφτάκι μου.

Τα Σάββατα τα κόψαμε γύρω γύρω με το ψαλιδάκι όπως τα ξέφτια.

ΖΩΗ ΧΑΡΙΣΑΜΕΝΗ (μια ιστορία από το βιβλίο Γαμ. υθιστορήματα του ενός λεπτού της Κατερίνας Έσσλιν)
Ξέρω ελάχιστα πράγματα γι’ αυτήν – ίσως της άρεσαν τα μανταρίνια, μπορεί και όχι, θα ’χε πλάκα να της άρεσαν τα μανταρίνια, θα μπορούσαμε να τη λέμε Κλημεντίνη. Της είχε πει θα περάσω να σε πάρω στις πέντε ακριβώς (είχαν ραντεβού για καισαρική στης πεντέμισι, κι ακόμα να φανεί). Ξαφνικά, πέντε και (ψυχή στην πόρτα), έξι παρά τέταρτο (τίποτα). Και ν’ απαντούσε στο κινητό τουλάχιστον… (μα του κάκου, όπως έλεγε χαριτωμένα κι η Ξένια Καλογεροπούλου, κάποτε που διάβαζε παραμύθια). Κατέβηκε τις σκάλες προσεκτικά και μόνη, η στρουμπουλή κοιλίτσα της της έκρυβε τα σέβεντις σαγιοναράκια της (αυτά με τους μεγάλους ηλίανθους), και περπατούσε αστεία σαν παπίτσα. (Το αγοράκι θα το ονόμαζαν Αλέξανδρο). Αλέξανδρος, της είπε τη μέρα που τη γνώρισε ο καλός της, αν και τον έλεγαν Νικόλα. «Χαίρω πολύ, Αλέξανδρε» του απάντησαν τα μεγάλα μάτια της εν χορώ, στάζοντας αμύγδαλα και μέλι στο πεζοδρόμιο, και μετατρέποντας τις πλάκες σε φλωρεντίνες. «Όχι, όχι, δεν κατάλαβες» τη διόρθωσε. Τον γιο μας θα ονομάσουμε έτσι». (Κι ο δρόμος, Ραβέλ και Μπραμς γωνία, ανέβλυζε μουσική, λες και ο φυσικός ήχος των πεζοδρομίων είναι ν’ αχνίζουν βαλσάκια). Ε, τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε. Άνθρωποι ενωμένοι με ψυχική κομψότητα (από αυτούς που, όταν ακουμπήσουν ένα καμένο δένδρο, βγάζει γκλασαρισμένα ανθάκια πορτοκαλιάς, σαν αυτά που έβαζε το ’80 στις τούρτες γενεθλίων το ζαχαροπλαστείο Μικές στη Μαβίλη.

Έφτασε στο μαιευτήριο στις έξι και είκοσι χωρίς εκείνον – σαν κάτι να λιγόστευε εκείνο το απόγευμα (δύο ηλίανθοι ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά χωρίς τα γκρι του τα αθλητικά δίπλα-δίπλα, μια εικόνα παράταιρη – σαν να λιγόστευε η κανονικότητα). Είχαν και λίγο κοκκινόχωμα τα αθλητικά του από κάτω, απ’ το προχθεσινό πικνίκ. (Πήγαιναν συχνά για πικνίκ - στον Υμηττό τους. Είχαν φυτέψει κι αληθινό άνηθο σε κάτι γλαστράκια στην κουζίνα. Μια μέρα, πήγαν στην Ακρόπολη κι αρραβώνιασαν τα εσώρουχά τους ακριβώς πίσω απ’ την πινακίδα που γράφει: «Απαγορεύονται οι άσεμνες δραστηριότητες». Είχαν και διθέσιο ποδήλατο). Όμως πού ήταν τώρα; Γιατί αργούσε; Γιατί δεν ήταν εκεί να της κρατάει το φόβο απ’ το λαιμό; Λυπάμαι πολύ. Μόνο αυτό: λυπάμαι πολύ, της είπε μια φωνή στο κινητό της, λίγο πριν μπει ο κύριος Στρατάκης για να προκαλέσει τη διαδικασία του τοκετού με ραντεβού. Δεν θα γεννήσω σήμερα, γιατρέ. Θα έρθω αύριο ή μεθαύριο, ψιθύρισε εκείνη. Ο Νικόλας. Ο Νικόλας.

Κατέβηκε τις σκάλες σαν να μην υπήρχαν σκάλες. (Κάποιοι είπαν ότι είχαν δει τα σαγιοναράκια να εκτοξεύονται από το παράθυρο και να καρφώνονται στο παρκέ του σπιτιού της, περιέχοντάς την).

Ξάπλωσε. (Δεν έστεκε να είναι όρθια, δεν υπήρχε τίποτα όρθιο που να μπορούσε να την κουβαλήσει, κι έφερε το σεντόνι πάνω στο πρόσωπό της – τόσο ώστε να την καλύπτει μέχρι και τη μύτη. Έκλεισε τα μάτια ερμητικά κι άρχισε από το πρώτο δευτερόλεπτο να τα νιώθει ν’ αλλάζουν αργά-αργά χρώμα: από μελί σε πράσινο). Πέρασε ένα εικοσιτετράωρο έτσι. Μετά, δύο. Έξι. Τριάντα πέντε. Κόντευε δέκα μηνών ακίνητη. Θα μείνεις στην κοιλίτσα της μανούλας μέχρι να μεγαλώσεις αρκετά, τα συμφώνησε με το αγοράκι, έχεις νερό, φαγητό, ζεστασιά –πιες με, φάε με, κρατήσου. Έφτασε δώδεκα μηνών. Σπρώξε θα της έλεγε ο γιατρός της προ τριμήνου. Κι αυτή έσπρωχνε (μα προς τα μέσα της). Κι έφτασε δεκαπέντε μηνών. Είκοσι. Σαράντα τεσσάρων. Ιατρικό θαύμα. Χρόνια πολλά κράτησε επί τούτου το νεογέννητο στα μέσα της, εκεί να ψηλώνει, εκεί ν’ απλώνεται, εκεί να κοινωνεί, πριν το φέρει ανορθόδοξα στον κόσμο (λες και δεν ήταν σώμα το σώμα της πια, μα κουκούλι) Ώσπου, ένα πρωί, ο δεύτερος άνθρωπος-περιεχόμενο ψήλωσε πια τόσο πολύ μέσα της, που έγινε ίσος ακριβώς μ’ εκείνη, ολοκληρώνοντας την εξάχνωση της σάρκας της σταδιακά, ερχόμενος λίγο στην επιφάνεια, γεμίζοντάς την, σαν από πίσω από το δέρμα της, ως τη στιγμή που άνοιξαν πλέον τα δικά του μάτια στη θέση των δικών της.
Viewing all 535 articles
Browse latest View live