Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ, ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ, ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΜΟΥ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΟΤΙ ΑΚΟΥΩ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΕΣ ΦΩΝΕΣ…

$
0
0
 Ακριβώς απέναντι, κεραίες, απειλητικά δάχτυλα επίκρισης, ψυχρές επιταγές σιωπής. Τριγύρω τους σκόρπια δέντρα απλώνουν απελπισμένα κλαδιά μνήμης, ζητώντας να ξυπνήσω τη λήθη τους. Παράθυρα κλειστά, κοιμούνται ακόμα. Ρούχα πολύχρωμα απλωμένα. Ταράτσες παλιές ξεφτισμένες. Η βεράντα μου σαν πάρκο του μεσοπολέμου. Παγκάκια, κούνιες, φανοστάτες και πέργκολες, ξύλινοι φράχτες με κισσούς, ο ουρανός ελεύθερος σε κοιτάζει με δέος, με θλίψη καμιά φορά και με συμπόνια. Κάποιος... Σσσς! Ακούτε; Ροκανίζει τα σπλάχνα μου… Αυτός ο θόρυβος της σιωπής μ’ εμποδίζει ν’ ακούσω… Βοηθήστε με! [απόσπασμα από τη ΘΕΡΑΠΕΙΑ, διήγημα της Άννας Αφεντουλίδου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΘΡΑΚΑ τευχος 5-6 –και  με ΚΛΙΚ στον πίνακα Στο Ντιβάνι με το Λακάν του SCHIELE Egon από την αρχή όλη η ιστορία της μιας ψυχοθεραπείας όπου οι ρόλοι ασθενούς –ιατρού αλλάζουν δραματικά με απρόβλεπτη Έξοδο):


Από την πρώτη ήδη φορά είχε παραβιάσει την ως είθισται διαδικασία.
Μόλις είχε βγει από το γραφείο του νέου της ψυχοθεραπευτή. Ήταν τυχερή. Ήταν σίγουρα αρκετά έμπειρος. Καθόταν διακριτικά απέναντί της προσέχοντας οι κινήσεις του να είναι αδιόρατες. Κάθε που εκείνη πήγαινε να δακρύσει, έστρεφε το βλέμμα του αλλού, για να μην της προκαλεί αμηχανία. Το κουτί με τα χαρτομάντιλα ήταν ήδη στο γραφείο, σε απόσταση που να μπορεί εύκολα να το φτάσει, μόλις το χρειαζόταν. Το αδιαφανές ντουλάπι στη βιβλιοθήκη πίσω του έκρυβε μπουκαλάκια με νερό, υγρά χαρτομάντιλα, πλαστικά ποτήρια. Ήταν σίγουρα ένας προνοητικός και προβλεπτικός ψυχοθεραπευτής. Ήταν ό,τι αυτή χρειαζόταν.

     Τα ρούχα του συνηθισμένα, να μην παγιδεύουν τα βλέμματα, τα μάτια του φιλικά κι ευγενικά, οι τρόποι του κάπως απόμακροι, ώστε να μην υπάρχει φόβος για κάποια δύσκολη οικειότητα. Κι όμως. Από την πρώτη ήδη φορά είχε παραβιάσει την ως είθισται διαδικασία. Τον είχε αναγκάσει πολύ πρώιμα να της κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις. Μόνο δύο, είναι η αλήθεια. Αλλά από εκείνες τις πιεστικές ερωτήσεις που κάνουν τον ασθενή να κουμπωθεί ξανά, τη στιγμή που η ψυχή του μόλις έχει αρχίσει δειλά δειλά να φαίνεται μέσα από τα ρήγματα μιας αβέβαιης και διστακτικής αφήγησης. Γεγονός ασυγχώρητο για έναν ειδικό. Την επόμενη φορά το βλέμμα του σταμάτησε λίγο περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε μπροστά, στο σημείο όπου ανεπαίσθητα άνοιγε η μπλούζα της στο ύψος του στήθους. Σαν το πιασμένο στα δίχτυα αγρίμι παλεύεις να πάρεις ανάσα κι αυτά τα μάτια είναι μια ελπίδα ότι μπορεί κάποιος να σε ελευθερώσει. Αυτός νόμιζε πως κατέγραφε τις αντιδράσεις της και κρατούσε σημειώσεις στο επαγγελματικό του ντοσιέ. Αλλά ήταν εκείνη που τον μελετούσε. Άγγιξε με τα δάχτυλά της απαλά το γραφείο κατά μήκος της κόψης του αμμοβολισμένου γυαλιού. Ήταν παγωμένο. Η κίνησή της αυτή τον έκανε να καθυστερήσει λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε, για να βρει την ημερομηνία στο επόμενό τους ραντεβού. Ίσως απλώς να ήταν πολύ νέος για ψυχοθεραπευτής.

Είχε κάνει εύκολα τη διάγνωσή του. Επρόκειτο για μια κλασική περίπτωση διπολικής διαταραχής. Χρειάζονταν, στην πρώτη φάση τουλάχιστον, ισχυρά αντικαταθλιπτικά, με την συνδρομή ίσως υπνοαγωγών ή τουλάχιστον αγχολυτικών φαρμάκων. Ήταν πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Αν και η καινούρια του ασθενής ώρες-ώρες τον έκανε να αισθάνεται κάπως άβολα. Έδιωξε βιαστικά αυτή του τη σκέψη. Δεν ήθελε να βασανίζεται άσκοπα. Όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Είχε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν.

Ήταν πάντα πολύ μελετηρή. Το τελευταίο διάστημα, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, διάβαζε εγχειρίδια κλινικής ψυχιατρικής, δοκίμια ψυχαναλυτικής θεωρίας, πραγματείες ιατρικών ερευνών. Κανείς δεν απορούσε για τα καινούργια της ενδιαφέροντα. Με τον πυρετό του ενθουσιασμού. Με το πάθος μιας ένθεης μανίας. Ο καινούριος της στόχος ήταν ένας ειδικός. Αδαής αν και γνώστης. Αφελής αν και έξυπνος. Άντρας. Αρκετό καιρό μετά την πρώτη τους συνεδρία, χαμογελούσε ευχαριστημένη σχεδόν ειρωνικά. Με τον σαρκασμό μιας πολύ βαθιάς γνώσης, που μπορεί να βασίζεται μόνο στην προσωπική εμπειρία. Στην ίδια τη ζωή που ανάσαινε με δυσκολία μέσα της. Είχε πονέσει πολύ. Αλλά τώρα ήξερε.

      Έπρεπε να του αφήσει λίγη ώρα, για να παρατηρήσει το πρόσωπό της και ταυτόχρονα να δείξει τον αναμενόμενο δισταγμό για μια πολύ προσωπική διήγηση. Εξάλλου, δεν βιαζόταν. Είχε μάθει πια καλά πως η αδημονία μπορεί να χαλάσει αστραπιαία ό,τι με πολύ κόπο έχτιζες για καιρό. Κοίταξε, λοιπόν, στρέφοντας αργά το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Γνώριζε πως χρειαζόταν αυτό ακριβώς το στοχαστικό βλέμμα. Κισσοί σκαρφάλωναν πάνω στους τοίχους. Το ιατρείο του έβλεπε στην πίσω αυλή μιας παλιάς μονοκατοικίας.

  —Θέλω να σας ρωτήσω για τη δραματοθεραπεία. Του είπε όλο αθωότητα.
 —Τι ακριβώς θέλετε; 
 —Ποια είναι η γνώμη σας;
  —Γνωρίζω πως σε αρκετές περιπτώσεις είναι πολύ αποτελεσματική, της είπε.
 —Ωραία. Θα θέλατε να το δοκιμάσουμε μαζί; 
—Έχω παρακολουθήσει αρκετά σεμινάρια ανάλογου περιεχομένου, αλλά δεν είχα πολλές κλινικές περιπτώσεις όπου…
 —Δεν πειράζει, απάντησε. Έχω παρακολουθήσει κι εγώ κάτι παρόμοιο και υπάρχει ένα θεατρικό κείμενο που νομίζω πως μπορεί να βοηθήσει.
—Δεν έχω ιδιαίτερη εμπειρία. Δίστασε. Υπάρχουν συνάδελφοι που έχουν ασχοληθεί συστηματικά και θα μπορούσα να σας παραπέμψω σε κάποιον που…
 —Όχι. Τον έκοψε. Θα με αναγκάσετε να περάσω όλη αυτή τη διαδικασία της εκμυστήρευσης από την αρχή; Εξάλλου, για όλους, κάποτε είναι η πρώτη φορά. Καιρός να βελτιώσετε κι εσείς τη θεατρική σας παιδεία, δεν νομίζετε; Του είπε κάπως σκληρά και αμέσως αναρωτήθηκε μήπως το είχε παρακάνει.
 —Έχω πολύ καλή θεατρική παιδεία, είπε ελαφρώς πειραγμένος.
—Και βέβαια, δεν ήθελα να σας προσβάλω, του είπε γλυκά.
—Πολύ καλά, ας προσπαθήσουμε.
 —Σύμφωνοι, είπε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Θα σας φέρω το κείμενο την επόμενη φορά να το διαβάσουμε μαζί. Ξέρετε πως είναι κάτι πολύ εύκολο.

Ανατρίχιασε υποψιαζόμενος πως έπρεπε να είχε πει κάτι άλλο. Αμέσως μετά σκέφτηκε πως πολλοί θεωρητικοί λένε πως το «θεατρικό παιχνίδι» μπορεί να βοηθήσει δραστικά στην αντιμετώπιση ψυχικών διαταραχών κάθε είδους. Ήταν, λοιπόν, καθησύχασε τον εαυτό του, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, να τη δοκιμάσει. 

     Την επόμενη φορά η ασθενής του πήγε με μιαν ομιλητικότητα ασυνήθιστη. «Ωραία», σκέφτηκε ο Θεραπευτής, «έχει αρχίσει να χαλαρώνει». 

—Ξεκινάμε; είπε προσπαθώντας να φαίνεται αμέριμνη. Εσείς θα υποδυθείτε τον Α. και εγώ τη Γ. Διαβάζω δυνατά την ταυτότητα των προσώπων. Και του έτεινε το δικό του αντίτυπο του κειμένου. 

«Γ(υναίκα): Γυναίκα γύρω στα 40. Ούτε όμορφη ούτε άσχημη. Αφανώς “περιποιημένη”. Ντύνεται με απλά, αλλά ακριβά ρούχα. Από αυτές που δεν σταματά το βλέμμα σου πάνω τους, παρά μόνο γιατί έχεις την εντύπωση ότι κάπου την ξέρεις και δεν μπορείς να θυμηθείς από πού. Έχει ακουστικές παραισθήσεις, χωρίς να πάσχει από σχιζοφρένεια. Ακούει φωνές, αποσπασματικούς διαλόγους που την έχουν αποδιοργανώσει. Δεν τους έχει ζήσει, δεν πρόκειται δηλαδή για αναμνήσεις, ωστόσο αναγνωρίζει ανάμεσα στις φωνές και τη δική της. Έχει δοκιμάσει διάφορες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους και κοκτέιλ φαρμάκων, αλλά μάταια. Απεγνωσμένη καταφεύγει σε έναν ψυχοθεραπευτή που χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ύπνωσης. Η ίδια υπέρμαχος της επιστημονικής βεβαιότητας θεωρεί την ύπνωση “επιστημονικοφανή τσαρλατανισμό”, γι’ αυτό και αισθάνεται πως έφτασε ως την έσχατη ταπείνωση, αλλά είναι πραγματικά απελπισμένη.

»Α(ντρας): Ψυχοθεραπευτής. Γύρω στα τριάντα πέντε. Αρχικά, φαίνεται να του αρέσει –ή τουλάχιστον συνηθίζει– να κουρεύεται σαν στρατιωτικός. Ντύνεται σαν αντιπρόσωπος φαρμακευτικής εταιρείας, σακάκι, καλογυαλισμένα παπούτσια, άψογα κουμπωμένα όλα, γιακάς, μανσέτες, ζώνη. Φοράει γυαλιά τα οποία βγάζει συχνά, για να πιέσει τη βάση της μύτης του και να τρίψει τα φρύδια του, λες και θέλει κάτι να θυμηθεί ή να ξεχάσει. Στην αρχή το γραφείο του είναι εντελώς απρόσωπο. Σα χειρουργική αίθουσα. Σε κάθε συνεδρία με τη Γυναίκα κάτι αλλάζει. Προστίθεται μια φωτογραφία, μια μολυβοθήκη, ένα επιτραπέζιο φωτιστικό, ένα μισάνοιχτο βιβλίο. Κάθε φορά και ο ίδιος αλλάζει. Λίγο πιο αχτένιστα τα μαλλιά του, ξεκούμπωτο το πουκάμισο στο λαιμό, αθλητικά παπούτσια που η εμφάνισή τους δείχνει πως περπάτησε πολλή ώρα και όχι σε άσφαλτο.

    Η σκηνή διαδραματίζεται στο ιατρείο του. Βρισκόμαστε στη μέση μιας συνεδρίας.»
Την κοίταξε ενοχλημένος.
—Μήπως… θα έπρεπε…
—Λοιπόν, ξεκινάμε; Τον ρώτησε επιτακτικά.
Ένιωσε τον δισταγμό του και τον εξουδετέρωσε προτού δυναμώσει. Το ήξερε καλά πως έπρεπε να πνίξει κάθε του ενδοιασμό όσο ήταν ακόμα καιρός. Έγνεψε αναποφάσιστα αλλά καταφατικά.

 «Γ: Ξέρετε, από τότε που αγάπησα έναν Ποιητή, κάθε πρωί, όταν ανοίγω το παράθυρό μου αισθάνομαι χιλιάδες εγκλωβισμένες σκέψεις, φωνές ανθρώπων που περιμένουν, πώς να τις ακούσω; Ακριβώς απέναντι, κεραίες, απειλητικά δάχτυλα επίκρισης, ψυχρές επιταγές σιωπής. Τριγύρω τους σκόρπια δέντρα απλώνουν απελπισμένα κλαδιά μνήμης, ζητώντας να ξυπνήσω τη λήθη τους. Παράθυρα κλειστά, κοιμούνται ακόμα. Ρούχα πολύχρωμα απλωμένα. Ταράτσες παλιές ξεφτισμένες. Η βεράντα μου σαν πάρκο του μεσοπολέμου. Παγκάκια, κούνιες, φανοστάτες και πέργκολες, ξύλινοι φράχτες με κισσούς, ο ουρανός ελεύθερος σε κοιτάζει με δέος, με θλίψη καμιά φορά και με συμπόνια. Κάποιος... Σσσς! Ακούτε; Ροκανίζει τα σπλάχνα μου… Αυτός ο θόρυβος της σιωπής μ’ εμποδίζει ν’ ακούσω… Βοηθήστε με!

Α: Μη φοβάστε. Θα σας βοηθήσω να βρείτε αυτό που ψάχνετε.
Γ: Είμαι σίγουρη. Γι’ αυτό και σας το αφιερώνω. Ακούστε το.
(απαγγέλλει με στόμφο) 
Ενδιαφέρον επ’ αμοιβή 
οι ώρες σου 
Δώρο σου κάνω
μια βόλτα στων ποιητών την πόλη
(Να ξεγελάσω τη νύχτα πως με νοιάστηκες)
Α: Ακούω αυτά που θέλετε να μου πείτε… Λοιπόν;
Γ: Λοιπόν σκεφτόμουν πως εσείς ξέρετε πάρα πολλά για μένα και εγώ –νομίζετε πως– δεν ξέρω τίποτα για σας.
Α: Τι εννοείτε;
Γ: Μπορώ πολύ εύκολα να υποθέσω ποιος, στην πραγματικότητα, είστε. Ήσασταν καλός μαθητής, όχι όμως Ο άριστος... Έχετε αναμνήσεις δυσαρέσκειας από καθηγητές που σας αδίκησαν. Δεν ήσασταν δημοφιλής στους συμμαθητές σας. Κάποιοι σας πείραζαν, γεγονός που σας ενοχλούσε ιδιαίτερα, αλλά καταφέρνατε να μη το δείχνετε και να το “ξεπερνάτε με αξιοπρέπεια”. Αγαπούσατε τη μητέρα σας, αλλά αρκετές φορές νιώθατε να σας “πνίγει”...
Α: Δεν πρέπει να με εμπλέκετε προσωπικά. 
Γ: Γιατί; Μήπως φοβάστε; 
Α: Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα και το ξέρετε πολύ καλά.
Γ: Είστε σίγουρος;
Α: Αρνούμαι να παίξω αυτό το παιχνίδι μαζί σας.
Γ: Πολύ καλά. Εσείς το θελήσατε.
(Η γυναίκα σηκώνεται πάνω απότομα, σχεδόν θυμωμένη ή απλά αποφασισμένη.)»
Σηκώθηκε σύμφωνα με τις σκηνικές οδηγίες του κειμένου κάπως απότομα, αλλά επειδή είδε πως αυτός ξαφνιάστηκε, άλλαξε ύφος και του εξήγησε σιγά καθησυχαστικά, σχεδόν ψιθυριστά.
 —Ας δώσουμε μια μικρή αληθοφάνεια. Στο κάτω-κάτω θέατρο είναι…
Του γύρισε την πλάτη και συνέχισε.

«Γ: Ο πρώτος σας έρωτας ήταν τραυματικός, αλλά το αντέξατε. Όταν γδύνεστε, ποτέ δεν “πετάτε” τα ρούχα σας όπως να ’ναι. Τα τακτοποιείτε, έτσι ώστε να μην τσαλακώνονται. Ποτέ δεν μιλάτε όταν κάνετε έρωτα. Είστε σιωπηλός σαν ψάρι. Όταν φτάνετε σε οργασμό σχεδόν το κρύβετε, ιδιαίτερα, όταν είναι νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελε η σύντροφός σας (γελώντας). Από το ύφος σας καταλαβαίνω πως “έπεσα μέσα”. Να σας πω και τι σκέφτονται –είμαι σίγουρη– οι ερωμένες σας εκείνη την ώρα;
Α: Ξεπερνάτε τα όρια! Θα με αναγκάσετε να διακόψουμε!

Γ: Συγγνώμη, συγγνώμη, έχετε δίκιο… Με ποιο δικαίωμα; Σας παρακαλώ... σας χρειάζομαι, μη μ’ εγκαταλείπετε κι εσείς. Ξέρετε τη Νίνα από τον Γλάρο του Τσέχοφ; Ήρθε κάποιος και επειδή δεν είχε τι να κάνει σκότωσε τον γλάρο. Αν είμαι κι εγώ κάπως έτσι;  
(Ξαπλώνει αργά, κουρασμένα στο ανάκλιντρο του ιατρείου. Φαίνεται σαν να βυθίζεται σε ύπνωση.)»
Έστρεψε το βλέμμα του ερωτηματικά, μουδιασμένα επάνω της, με τόσην ένταση που το αισθάνθηκε σαν χτύπημα.

     —Σ’ αυτό το σημείο, του εξήγησε απαλά, γίνεται η διαδικασία της ύπνωσης, για να μπορέσει να ολοκληρωθεί η θεραπεία της Γυναίκας. Να συνεχίσουμε; Ρώτησε με γλυκιά  φωνή. Κούνησε σαστισμένα αλλά και με κρυφή έξαψη το κεφάλι του. Αυτή βυθίστηκε αργά στην πολυθρόνα της ευχαριστημένη. Ήταν ολοφάνερο. Είχε αναστατωθεί.

«Α: Για πείτε μου, τώρα, πού βρίσκεστε;
Γ: Ένα βαρύ, γκρίζο, χιονισμένο τοπίο μου πλακώνει την ψυχή. Ταξίδι μοναχικό, γεμάτο από τις θορυβώδεις σιωπές των ανθρώπων. Ο δρόμος, παράξενο, είναι καθαρός από χιόνι, γεμάτος από την γλιστερή λάσπη της βροχής, θρυμματισμένος καφετί πάγος τρυπάει τ’ αυτιά, τα μάτια, τα κόκαλα.  
Α: Και εκεί τι κάνετε;
Γ:(σχεδόν απελπισμένα) Σε ψάχνω και σε ψάχνω κι εσύ λείπεις με το βλέμμα καρφωμένο στο άνοιγμα της μπλούζας μου. Κάνεις πως διαβάζεις βαρύγδουπα, ξενόγλωσσα βιβλία κι εγώ σε κολακεύω ελπίζοντας πως επιτέλους θα σπάσεις τα δεσμά, και θα φανείς να… (με προσδοκία) Θα έρθει όμως πάλι ο Ποιητής μου. Τόσο γλυκά, αθώα φιλιά. Θα με ταξιδέψει στο όνειρο. Θα με αγαπήσει.

Α: (αλλάζοντας ύφος, λες και ξαφνικά επηρεασμένος κι αυτός από τη διαδικασία της ύπνωσης “έγινε” κάποιος άλλος) Κι εσύ τι κάνεις; Του στέλνεις ερωτικές επιστολές γεμάτες δηλητήριο να τον πονάς. Κι αυτός σε συγχωρεί. Σε συγχωρεί. Σε συγχωρεί.

Γ: Δεν θέλω να με συγχωρούν! Να με ποθούν θέλω! Να με θυμούνται! Με μίσος. Με φθόνο. Με πικρία. Αδιάφορο! Γιατί μόνο έτσι θα είμαι. Θέλω να πεθάνω… Χρόνια το σχεδιάζω. Τι ηδονή στη σκέψη αυτή… Αν δε βρω το κουράγιο για κάτι πιο σκληρό, απλά θα πηδήξω από το μπαλκόνι. Αυτό είναι πιο εύκολο, είναι μια στιγμή, δεν προλαβαίνεις να πονέσεις ή να δειλιάσεις.
(σηκώνεται απότομα, σαν να «ξύπνησε»)

    »Εμπρός! Διαφωνήστε! Προσπαθήστε να με πείσετε! Για την αξία της ζωής, για την παθολογία της απόφασής μου, για το ότι αποτελεί απόρροια της ασθένειας. Αν δεν ήμουν άρρωστη, δεν θα έπαιρνα μια τέτοια απόφαση; Ίσως. Τότε καλύτερα που είμαι άρρωστη, γιατί μου είναι πιο εύκολο. Δεν μπορείτε να καταλάβετε. Όλα ήταν ένα λάθος. Πολύ αργά να γυρίσω πίσω. Τίποτα, ποτέ δεν θα είναι όπως πριν. Πιστέψατε πως μπορείτε να με θεραπεύσετε. Το πίστεψα κι εγώ. Είναι όμως πια αργά. Λυπάμαι.»
Τον είδε έκπληκτη να σηκώνεται από την θέση του και να την πλησιάζει απειλητικά υψώνοντας τον τόνο της φωνής του. Αντιδρούσε πιο έντονα απ’ ό,τι κι αυτή η ίδια περίμενε.     
«Α: Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Ξέρεις ότι θα εναντιωθώ. Μήπως κατά βάθος θέλεις να σε αποτρέψω; Μήπως απλώς κοροϊδεύεις τον εαυτό σου; Ή μήπως εκδικείσαι έτσι έναν άντρα ακόμα; Να τον κάνεις να αισθανθεί ότι απέτυχε: Μια ασθενής μου θα αυτοκτονήσει. Θα προσπαθήσω, αλλά δεν θα μπορέσω να την σώσω.
Γ: Υποκριτή! Τα ήξερες όλα! Από την αρχή! Σπουδαίος Θεραπευτής! (μιμούμενη τη φωνή του Α) “…Οι φωνές που ακούτε είναι, εντέλει, η συνείδηση του εσώτερου εγώ σας, που δεν συμβιβάζεται ηθικά με τις ερωτικές σας επιθυμίες…” (ειρωνικά) Κι εγώ είμαι δυστυχισμένη, γιατί είμαι ανίκανη να πετύχω ένα πήδημα με έναν αληθινό Άντρα.
(Ο Α ορμάει πάνω στη Γ ταρακουνώντας την απ’ τους ώμους)
Α: Ποια νομίζεις ότι είσαι; Τι θέλεις από μένα; Να είμαι ο εραστής που θα σε πηδήξει και θα σε παρατήσει; Κι εσύ θα σκοτώσεις τα παιδιά και τη γυναίκα μου; Τότε θα είσαι ευχαριστημένη;
(Την αρπάζει από το λαιμό και πλησιάζει το στόμα του στο δικό της, για να την φιλήσει)
Ή με θέλεις σύζυγο να σε πνίγει η αγάπη του;
(Την αρπάζει από την βουβωνική περιοχή)
Μήπως με προτιμάς τον γιο που θα σκοτώσεις, γιατί θα αρνηθεί να τρέφεσαι απ’ τη νιότη του; 
Γ: Ποτέ δεν είχα την πολυτέλεια να διαλέξω...
Α: Ψέματα! 
(Την ξαπλώνει στο ανάκλιντρο βίαια)
Γ: Αυτό μπορεί να είναι η καταστροφή σου…
Α: Και η δική σου…»


Η γυναίκα τον απώθησε δυνατά και τότε ο Θεραπευτής συνειδητοποίησε πως κρατούσε ακινητοποιημένη την ασθενή του πάνω στο γραφείο και την φιλούσε βίαια στο στόμα. Και το χειρότερο. Δεν το μετάνιωνε. Εκείνη συνέχιζε να τον απωθεί σταθερά.
     —Η παράσταση τελείωσε. Του είπε με μια περίεργα ήρεμη φωνή.
Ανασηκώθηκε, πήγε κοντά στο παράθυρο, το άνοιξε, οι κισσοί σκαρφάλωναν επεκτατικοί σε όλους τους τοίχους. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έβγαλε το σακάκι της, του οποίου άλλα κουμπιά ήταν ήδη ξεκούμπωτα και άλλα μισοξηλωμένα μετά την τόση παραφορά της «πρόβας» τους. Κάτω απ’ το σκούρο της σακάκι ήταν ολότελα γυμνή. Μια λευκόχροη επιδερμίδα, σχεδόν διάφανη. Ο άντρας την κοίταζε αποσβολωμένος. Οι ωμοπλάτες της ριγούσαν παράξενα. Τα κόκαλα φούσκωναν αφύσικα, λες και ζητούσαν να διαρρήξουν το εύθραυστό της κορμί. Ξαφνικά δυο γωνίες πετάχτηκαν σκίζοντας το λεπτό της δέρμα. Εκείνη έσκυψε ελαφρά στενάζοντας με ηδονή. Δυο γκριζωπά κολλώδη φτερά ξεπρόβαλλαν πάνω στην πλάτη της. Ανασηκώνοντας αργά το σώμα της, γύρισε και τον κοίταξε σιωπηλά.

     Αυτός πάγωσε αντικρίζοντας τη νέα της μορφή. Είχε αποκτήσει μεγάλα αχνογάλαζα, σχεδόν άσπρα, μάτια, ολόλευκο πρόσωπο και κατακόκκινα χείλη. Το στήθος της μικρό και σφιχτό, με θηλές ροδαλές κι ολοστρόγγυλες. Τον πλησίασε περπατώντας αργά και ανάλαφρα πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Ο άντρας πισωπάτησε τρομαγμένος. Άπλωσε το χέρι της και τον άγγιξε απαλά. Ένιωσε το άρωμά της να τον ναρκώνει γλυκά. Τα χείλη της τον πλησίαζαν φέρνοντας στη μνήμη του το φιλί της. Εκείνη, λίγο πριν αγγίξει τα χείλη του, έστρεψε απότομα κάπως δεξιότερα το πρόσωπό της και κάρφωσε τα δόντια της στο λαιμό του. Τον αγκάλιασε σφιχτά τυλίγοντάς τον με τα γκρίζα φτερά της, καθώς τα χέρια της χάιδευαν τα μαλλιά του. Έπειτα από λίγο χαλάρωσε τη θανάσιμη αγκαλιά της κι αυτός γλίστρησε άψυχος στο πάτωμα μπροστά στο γραφείο του. Ανασαίνοντας βαθιά σκούπισε τα χείλη της με την ανάστροφη του χεριού της, μάζεψε αργά τα φτερά της και φόρεσε προσεκτικά το σακάκι κουμπώνοντας δύο μόνο κουμπιά. Έριξε μιαν αδιάφορη ματιά στο σώμα του άντρα και μάζεψε από κάτω την τσάντα της. «Περίεργο!» σκέφτηκε. «Δεν αντιστάθηκε καθόλου! Ακριβώς όπως ο Αστέριος. Τελικά όλα τα Τέρατα ίδια είναι!», μουρμούρισε. Και χαμογέλασε ειρωνικά κλείνοντας αθόρυβα πίσω της την πόρτα. 
[ΘΕΡΑΠΕΙΑ, διήγημα της Άννας Αφεντουλίδου που δημοσιεύτηκε στο 5-6 τεύχος του περιοδικού ΘΡΑΚΑ]

«ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» (Αλήθεια; Ψέματα; Ακατάσχετη φλυαρία ή κραυγές Σιωπής;)

$
0
0
Ένας Ινδός σοφός είχε πει: «Ο μόνος τρόπος να εξηγήσεις το Θεό είναι η σιωπή». Και ο Πρωταγόρας εξορίστηκε από την Αθήνα το 415 π.Χ. επειδή έγραψε την πρώτη αγνωστικιστική πραγματεία. «Για τους θεούς», πρωτοτυπώντας με τα αυτονόητα: «δεν μπορώ με βεβαιότητα να γνωρίζω ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν ούτε ποια γνωρίσματα έχουν. Γιατί υπάρχουν πολλά που εμποδίζουν τη γνώση γι’ αυτούς –και η απουσία σαφών δεδομένων και η συντομία της ανθρώπινης ζωής»… Μήπως λοιπόν ισχύει το του ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΪΝ: «για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, καλύτερα να σωπαίνει» Ο Νίτσε, ο μανιακός φιλόσοφος-ποιητής, δεν ήταν τόσο ευγενικός. «Ο Θεός πέθανε!» έγραφε στο Τάδε Έφη Ζαρατούστρα, στο τέλος του 19ου αιώνα, ορίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αποθέωση του ανθρώπου και τη σφαγή του, όπως αυτή πραγματώθηκε τον 20ο αιώνα –και μετά… Και μετά πέθανε ο άνθρωπος!...Ο άνθρωπος πέθανε στο Άουσβιτς, ο άνθρωπος πέθανε στη Δρέσδη, ο άνθρωπος πέθανε στη Χιροσίμα, ο άνθρωπος πέθανε στην Μπιάφρα, ο άνθρωπος πεθαίνει κάθε μέρα λίγα τετράγωνα πιο πέρα από το σπίτι μας -επειδή δεν πρέπει να πεθάνουν οι τράπεζες…Μιλάμε για όλα τώρα πια, μιλάμε όλοι και συνήθως αυτά που λέμε είναι σαν κουνούπια που βγαίνουν μέσα από λιμνάζοντα νερά. Κανείς δεν είναι πλέον δράστης, κανείς δεν δρα, μόνο καυτηριάζουμε-κατακεραυνώνουμε-σιχτιρίζουμε, και η πλησμονή της γλώσσας αντικαθιστά την ένδεια των πράξεων.Είπαμε: «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, καλύτερα να σωπαίνει» Με τον αποφθεγματικό αυτό λόγο προτείνει τη σιωπή ο Βιτγκενστάιν σε όλους τους κήνσορες και θεράποντες που διαλαλούν την αποξένωση τους από την αληθινή ζωή, όλους αυτούς που ποτέ δεν κατάλαβαν τι σημαίνει να μην έχεις ένα ευρώ για να πληρώσεις το εισιτήριο, αλλά και σε όλους αυτούς που νομίζουν ότι οι οιμωγές και οι κατάρες εξισορροπούν/αντισταθμίζουν την κοπρολογία των προνομιούχων. Αν δεν βρεθείς στην πρώτη γραμμή, στα χαρακώματα της ζωής, δεν πρόκειται να προσφέρεις τίποτα άλλο από λόγια. Και τα λόγια είναι κενά, όταν δεν επενδύονται με πράξεις.Ας τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για όλους αυτούς που χαθήκαν για μια δραχμή και ας βρούμε τον τρόπο να εξαλείψουμε το πρόβλημα. Προτού ξανασυμβεί.Δεν χρειαζόμαστε θεούς να μας καθοδηγήσουν, ανθρώπους χρειαζόμαστε.Και να θυμόσαστε, εμείς είμαστε η λύση του προβλήματος. Εμείς, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, χωρίς πολλά λόγια.Με σιωπή και πράξεις [αποσπάσματα από ένα παλιότερο κείμενο του ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΥ, που όπως φαίνεται δεν χάνει την επικαιρότητά του ούτε την ευστοχία του σχολιασμού φαινομένων της διπλανής μας πόρτας και του μπροστινού μας Χρονολογίου – ARTbypawel kuczynski paintings]



 «Ο Θεός απέθανε, ζήτω ο Θεός».
Οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς κάποιο θεό, χωρίς κάποιο δόγμα. Και αν σκότωσαν τη θρησκεία την αντικαστήσανε με άλλους πήλινους θεούς, με δόγματα ακόμα πιο επίπλαστα από εκείνον τον γενειοφόρο κύριο που στοίχειωνε τη σκέψη των παιδιών και των υπέργηρων. Θεός είναι πλέον μια ομάδα, μια ιδεολογία, ένα τηλεοπτικό ή καλλιτεχνικό ή επαναστατικό είδωλο, ένα πρότυπο της ζωής, ένας νεκρός, ένας άλλος, εκτός από εμάς, εκτός από αυτούς που μοιραζόμαστε τον κόσμο.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει χωρίς θεούς, ακόμα κι αν δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν υπάρχουν ή αν δεν υπάρχουν. Ο συνάνθρωπος πέθανε, ο υπεράνθρωπος έγινε πτωματοφάγος, ο μισάνθρωπος θριαμβεύει. Ο πλησίον είναι ο χειρότερος εχθρός μας πλέον.

 «Συνάντησα το Θεό. Ήταν στο τρένο των 5:15».
Μια φράση που έχει καταγραφεί ως αληθινή –αν και δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αλήθεια ειπώθηκε… Κατά τα φαινόμενα πρέπει να την είπε ο οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς. Ποιον συνάντησε ο Κέινς, ποιος ήταν ο «Θεός» που βρέθηκε στο τρένο των 5:15, εν έτει 1929; Ήταν ο Βιτγκενστάιν, ο οποίος επέστρεφε στο Κέμπριτζ για να διδάξει τη σιωπή.

Την ίδια γνώμη για τον Βιτγκενστάιν, ότι ήταν ο «Θεός», είχαν πάρα πολλοί άνθρωποι στο μεσοπόλεμο. Και αναφέρομαι σε ανθρώπους που δικαιωματικά έχουν καταχωρηθεί ως… ημίθεοι. Για παράδειγμα ο Άλαν Τούρινγκ, ο άνθρωπος που βοήθησε όσο κανένας άλλος στον πόλεμο ενάντια στους Ναζί, ο πρόδρομος της μεγαλύτερης επιστημονικής επανάστασης, εκείνης των ηλεκτρονικών υπολογιστών… Αλλά και ο Μπέρτραντ Ράσσελ, που έφτασε την ανθρώπινη λογική στα όρια της, είχε πει για το μαθητή του, το Βιτγκενστάιν, ότι θα τον ξεπεράσει. Και εκείνος το έκανε, δημοσιεύοντας μόλις ένα βιβλίο, εβδομήντα πέντε σελίδων, το περίφημο Tractatus Logico-Philosophicus. (Όταν το διάβασε για πρώτη φορά ο Ράσσελ, παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να το καταλάβει!)

Ένα βιβλίο που γράφτηκε στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και το οποίο, όταν δημοσιεύτηκε, θεωρήθηκε ως το τέλος της φιλοσοφίας. Αλλά ποιος ήταν ο άνθρωπος που αποθεώθηκε από τους συγκαιρινούς του, ο άνθρωπος που σκότωσε τη φιλοσοφία;

Ο Λούντβιχ ήταν γιος ενός από τους πλουσιότερους Ευρωπαίους –στην εποχή του. Ο πατήρ Βιτγκενστάιν ήταν μεγιστάνας του ατσαλιού, δισεκατομμυριούχος σε όποιο νόμισμα και να μετρήσουμε την περιουσία του. Και όπως μπορεί να συμβεί με ανθρώπους που έχουν ζήσει την απαξίωση του χρήματος, μέσα από την υπερβολή του, ο Λούντβιχ αρνήθηκε να ζήσει ως πλούσιος και μίσησε το χρήμα. Όταν πέθανε ο πατέρας του ο Λούντβιχ έδωσε το δικό του μερίδιο στις αδελφές του, επειδή –όπως έλεγε- αυτές ήταν ήδη διεφθαρμένες και αρκετά πλούσιες, οπότε ο επιπλέον πλούτος δεν θα τους έκανε κακό.
«Παράξενος τρόπος σκέψης», θα πείτε ή μπορείτε να σκεφτείτε ότι ήταν και μια απάνθρωπη πράξη, αφού αυτά τα χρήματα θα ήταν πολύ χρήσιμα σε ανθρώπους που δεν είχαν ζήσει τη χλιδή από τα παιδικά τους χρόνια.

«Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».
Ο Λούντβιχ δεν ήταν ακριβώς ένας ισορροπημένος άνθρωπος, όπως και ολόκληρη η οικογένεια του, αφού τα τρία από τα τέσσερα αδέλφια του αυτοκτόνησαν –και εκείνος ο ίδιος λίγο έλειψε να το κάνει, όχι για οικονομικούς λόγους όπως είναι προφανές. Τους μαθητές του, όταν αυτοί προέρχονταν από αγροτικές οικογένειες, τους προέτρεπε να εγκαταλείψουν τις σπουδές και να πάνε να ζήσουν πίσω στο χωριό τους.

Σπούδασε στο Κέμπριτζ, αλλά με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου κατατάχτηκε στον στρατό, στο Γερμανικό στρατό. Μετά από πολλές προσωπικές του πιέσεις κατάφερε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή, όπου τιμήθηκε επ’ ανδραγαθία –ή όπως το λένε αυτό, να σκοτώνεις και να γίνεσαι ήρωας.

Εκεί, στα χαρακώματα, μέσα στις αναθυμιάσεις των αερίων μουστάρδας, συνέλαβε και ολοκλήρωσε το Tractatus Logico-Philosophicus, το βιβλίο με το όποιο –σύμφωνα με ό,τι πίστευε- τελείωσε το θέμα της φιλοσοφίας. Και σίγουρα αυτή είναι μια πολύ βαρύγδουπη δήλωση. Το να ισχυρίζεσαι ότι κατάφερες περισσότερα από τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα, τον Καρτέσιο και τον Χέγκελ, δεν είναι κάτι που πολύ άνθρωποι θα τολμούσαν να κάνουν. Μέχρι το θάνατο του δεν εκδόθηκε κανένα άλλο βιβλίο του. Με εβδομήντα πέντε σελίδες όλες κι όλες, άλλαξε τη ροή της ανθρώπινης σκέψης…
Και ενώ είχε δολοφονήσει τη φιλοσοφία, με τα νέα του έργα προσπάθησε να την αναστήσει, ερχόμενος σε σύγκρουση με το πρότερο έργο του. Αυτό το έκανε ζώντας σε ένα αγρόκτημα στην Ιρλανδία, όπου περιδιάβαινε στην ύπαιθρο και προσπαθούσε να γητεύσει τα πουλιά –ίσως και να επικοινωνήσει μαζί τους. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Πείτε τους ότι έζησα μια υπέροχη ζωή».
Σε ποιους αναφερόταν δεν ξέρω. Ίσως σε μας.
Και τώρα ίσως να περιμένετε να σας εξηγήσω τη σκέψη του Βιτγκενστάιν. Θα σας πω μόνο την τελευταία φράση από το Tractatus:

«Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά θα πρέπει να σωπαίνει».
 Ή αλλιώς –όπως έγραψε σε μια επιστολή του: «Εν ολίγοις, πιστεύω: Για όλα όσα φλυαρούν πολλοί σήμερα έχω διεξάγει βαθιά έρευνα στο βιβλίο μου σιωπώντας»!.. Αυτή τη σιωπή θα την πρότεινα σε όλους τους κήνσορες και θεράποντες που διαλαλούν την αποξένωση τους από την αληθινή ζωή, όλους αυτούς που ποτέ δεν κατάλαβαν τι σημαίνει να μην έχεις ένα ευρώ για να πληρώσεις το εισιτήριο, αλλά και σε όλους αυτούς που νομίζουν ότι οι οιμωγές και οι κατάρες εξισορροπούν/αντισταθμίζουν την κοπρολογία των προνομιούχων. Αν δεν βρεθείς στην πρώτη γραμμή, στα χαρακώματα της ζωής, δεν πρόκειται να προσφέρεις τίποτα άλλο από λόγια. Και τα λόγια είναι κενά, όταν δεν επενδύονται με πράξεις.
Ας τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για όλους αυτούς που χαθήκαν για μια δραχμή και ας βρούμε τον τρόπο να εξαλείψουμε το πρόβλημα. Προτού ξανασυμβεί. Δεν χρειαζόμαστε θεούς να μας καθοδηγήσουν, ανθρώπους χρειαζόμαστε.


Και να θυμόσαστε, εμείς είμαστε η λύση του προβλήματος. Εμείς, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, χωρίς πολλά λόγια. Με σιωπή και πράξεις

ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΔΕΙΝΑ αλλά «ΟΥΔΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΔΕΙΝΟΤΕΡΟΝ ΠΕΛΕΙ» (κι ο «Προμηθέας» με Το Φως που Καεί σκοτάδια μεσαιωνικά άφαντος):

$
0
0
Αρχικά, ας σκεφτούμε την αποφθεγματική παραπάνω ρήση του Σοφοκλή (από την Αντιγόνη του). Κι ας συμφωνήσουμε ότι, πράγματι, θαυμαστή και φοβερή, είναι από τότε μέχρι σήμερα, η «δεινότητα» του ανθρώπου να εφευρίσκει «εργαλεία» και «μηχανές» που αλλάζουν άρδην τα δεδομένα της ζωής του…  Φαίνεται, όμως, πως παράλληλα και «εν αγνοία του» (;) ελευθέρωνε μηχανισμούς που έκαμναν πιο εύκολο τον εξανδραποδισμό του (πολλοί το λένε αλλοτρίωση).  Και το πιο εντυπωσιακό σημείο στην πορεία κατακτήσεων και αλλαγών, σταθμός στις ΛΕΞΕΙΣ και τα ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ήταν ένα άλλο «Δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού» (με αντίδωρο τον Απαγορευμένο Καρπό του): η αντίληψη  για τον κόσμο μπορεί να μεταφέρεται ως εικόνα στο «σκληρό δίσκο της διαρκούς μνήμης» (μπορεί και στην ειδική εκείνη περιοχή που την είπαν υποσυνείδητο)  με κάποιο πλάγιο τρόπο, χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων. «Μονοπάτι» πλάγιο και πονηρό που παρακάμπτει  τον ευθύ δρόμο της γνώσης…- μεσολαβεί κενό και μεγάλο χρονικό άλμα- Το πιο τρομακτικό εύρημα των σύγχρονων επιστημών για τη διαδικασία αυτή της γνώσης είναι πως οι εικόνες/ παραστάσεις για τον Κόσμο και τους Κανόνες του εισχωρούν στο υποσυνείδητό χωρίς κάποιο υποτυπώδη λογικό έλεγχο κι από κει, πανταχού παρούσες, προσδιορίζουν πλαγίως τη συμπεριφορά μου π.χ. για «τη γραβάτα που θα διαλέξω», για τα χρώματα με τα οποία θα ντύσω την Άνοιξη μου, για τις μουσικές με τις οποίες θα τα συνοδέψω, για τις ξανθιές που ενδόμυχα θα επιθυμώ υποτιμώντας ωστόσο την ευστροφία τους…  (χα, χα, χα…) (και φτάνοντας αισίως στα χρόνια της χολέρας των μνημονίων…ΚΛΙΚ στην εικόνα του ESCHER  για ένα κείμενο με αλλεργία σε ανέξοδα like που επιδέχεται όμως πολλαπλές αναγνώσεις όταν ο χρόνος είναι πραγματικά ελεύθερος για προβληματισμό Έχεις χρόνο και κότσια για προβληματισμό περί των Βαρβάρων, που όπως πολύ σωστά το προφήτεψε ο ποιητής, δεν υπάρχουν πια κι αδίκως τους περιμένουμε στους… καναπέδες συναθροισμένοι!.. Ήταν κι αυτοί ένα καλοφτιαγμένο άλλοθι πίσω από το οποίο κρύψαμε επιμελώς τη χρόνια αδράνεια μας, το πρόσχημα των Μοιραίων που θα περιμένουν εσαεί «άνωθεν» το Μεσσία της σωτηρίας τους από την Υπόγεια Ταβέρνα με την κραυγή Κάθαρση να παραμένει άναρθρη και χωρίς επιστροφή ήχου.  Για τη συνέχεια μονό ΚΛΙΚ στην εικόνα και διπλό στο ρεφρέν: «που ’σαι νιότη που ΄δειχνες πως θα γινόμουν άλλος)



(και φτάνοντας αισίως στα χρόνια της χολέρας των μνημονίων…)
… για το μνημόνιο που είναι αναγκαίο κακό και δεν πρέπει ούτε μπορώ να το αμφισβητήσω… και τα λοιπά και τα λοιπά…
Άλλη μια «δαγκωνιά» στο «μήλο της γνώσης» και θα βλέπω με άλλο τρόπο αυτό που από καιρό υποψιαζόμουνα για τις πλασματικές/ τεχνητές ανάγκες που, πρώτα, μ’ έκαναν να τις πιστέψω ως πραγματικές κι ύστερα να τις βάλω κορώνα στον κόσμο των αξιών μου…
Δηλαδή, είναι βέβαιο πια, πως  δυνατότητα του ανθρώπινου μυαλού να εξαπατά τον εαυτό του είναι αναδρομική κι ατέρμονη...
Ο μηχανισμός αυτός είναι βαθιά χτισμένος στις αντιληπτικές, διανοητικές, συναισθηματικές κι ενστικτώδεις δυνατότητες του ανθρώπινου όντος. Το μόνο που κάνει η τεχνολογία είναι να υλοποιεί και στον κόσμο των τεχνημάτων αυτή την ενσωματωμένη του ιδιότητα και φυσικά να την προεκτείνει, να την αναβαθμίζει και να την τελειοποιεί.
Αλλά ας μην ξεγελιόμαστε άλλο... ο κόσμος της τεχνολογίας είναι ένας ριζικά διαφορετικός κόσμος, προέκταση και υλοποίηση της ίδιας συνειδησιακής καμπύλης του ιστορικού Συνειδέναι…
ΟΠΟΤΕ; θρυμματίζοντας την πραγματικότητα, θα καταγραφεί ως κραυγή «μοιραίου» η διαπίστωση του Wittgenstein; 

πράγματι «τα μεγάλα προβλήματα της ζωής δε λύνονται στην επιφάνεια, αλλά μονάχα στο βυθό. Σε επιφανειακές διαστάσεις παραμένουν άλυτα»;
(κι άλλο ερωτηματικό, θαυμαστικό και αποσιωπητικά…)
Τώρα, λοιπόν, που αρχίζω να καταλαβαίνω ότι η γνώση αυτή για τη δύναμη της «υποσυνείδητης εικόνας» είναι από καιρό το βασικό εργαλείο στα χέρια της επικοινωνιακής πολιτικής του άδικου λόγου της εξουσίαςκαι, το ξέρω καλά, ότι μια τέτοιαδύναμη εξουσιαστικής γλώσσαςμπορείνα μεταβάλλει, σε αγέλες προδομένων παλιάτσων τα ανθρώπινα πλάσματα(τη στιγμή μάλιστα που αυτό μπορεί να συμβαίνει σήμερα περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, αφού σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά η εξουσία έχει μελετήσει και έχει αναγάγει σε επιστήμη αυτόν τον τρόπο διοίκησης), σηκώνω τα χέρια και σου κραυγάζω κύριε καθηγητά, ειδήμονα στοχαστή, ιθύνων νου, φιλόσοφε της ιδέας του Αγαθού και ανήσυχο πνεύμα του ανθρωπισμού:

ΚΑΘΑΡΣΗ, ΚΑΘΑΡΣΗ, ΚΑΘΑΡΣΗ… (δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την τοιούτων παθημάτων…)
Δεν μου αρκεί που ξύπνησα ένα πρωίκαι συνειδητοποίησα ότι οι σκιές που βλέπω στο βάθος της σπηλιάς δεν είναι ο αληθινός κόσμος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αλλά είναι μόνο το πρώτο μισό βήμα.Πρέπει επειγόντως να βρω κατάλληλο κι αντίστοιχο «πρόγραμμα», (anti-Virus, antimalware),  που θα με βοηθήσει να ξεριζώσω δια παντός τους «ιούς» της σκέψης, τα έτοιμα σχήματα δηλαδή, τα στερεότυπα, τις αυθαίρετες και βεβιασμένες γενικεύσεις.
Ζητείται επειγόντως  «Προμηθέας με φωτιές» που θα καίει πάσης φύσεως σκοτάδια μεσαιωνικά! ΖητείταιΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ!!!  (γιατί, τελικά, όπως φαίνεται, μόνο ο Ποιητής μένει να ξεσκεπάζει τη φθορά του εκμεταλλευτικού αστικού καθεστώτος και να οραματίζεται το φως που θα φωτίζει το δρόμο των δεσμωτών του σπηλαίου και με τη φωτιά του λόγου και τη σαρκαστική ειρωνεία θα καίει το εποικοδόμημα του αντιδραστικού κοινωνικού καθεστώτος- ΒΑΡΝΑΛΗΣ βέβαια)

Τα αίτια λοιπόν της κρίσης της γλώσσας (και της γλώσσας της εξουσίας) παραπέμπουν στα αίτια της κρίσης της παιδείας, τα οποία με τη σειρά τους παραπέμπουν στην κρίση του ανθρώπου. Ένας φαυλεπίφαυλος κύκλος, που αν κι αυτός είναι κάτω από το διακριτικό έλεγχο των διαχειριστών της εξουσίας, τη βάψαμε, κύριε καθηγητά. Λες, και πάλι, το δίκιο να είναι με το μέρος των Ποιητών;

«Σ’ όλες τις γλώσσες το αδύνατον διαρκεί… Μετρά εκείνο που μένει. Το ίδιο που δεν βρίσκεται ποτέ μέσα στο άθροισμα. Μπορεί με ευθείες να χαράζεται ο Μεσημβρινός αλλ΄ η αλήθεια πάντοτε με τεθλασμένες. Λιγότερο από νου και περισσότερο από χουν είναι η δεύτερη και η τρίτη μέσα μας υπόσταση»(Οδυσσέας Ελύτης, Δυτικά της λύπης)
(ίσως) «Υπεροψία και μέθην; Όχι όμως – μάλλον σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων»;Πάντα επίκαιρο το δίλημμα του ποιητή Φερνάζη, που επινόησε ο Καβάφης στον «ΔΑΡΕΙΟ» του, για να μας πει μ’ άλλο τρόπο εκεί, πως

οι ΒΑΡΒΑΡΟΙ δεν υπάρχουν! Ήταν κι αυτοί ένακαλοφτιαγμένοΑΛΛΟΘΙπίσω από το οποίο κρύψαμε επιμελώς τη χρόνια αδράνεια μας, το πρόσχημα των ΜΟΙΡΑΙΩΝ που θα περιμένουν εσαεί  «άνωθεν» το Μεσσία της σωτηρίας τους. Κι έτσι η κραυγή ΚΑΘΑΡΣΗ (που λέγαμε πιο πάνω) θα παραμένει άναρθρη(και χωρίς επιστροφή ήχου!!!):
«που ’σαι νιότη που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος»

ΟΠΟΤΕ; (να αφήσουμε την τύχη μας στους Ποιητές, σ’ αυτούς τους Ύποπτους Θαυματοποιούς που πυροβολούν τις Λέξεις και γίνονται Πουλιά; Στο ζαβό το ριζικό ή στο θεό που μας μισεί;)
(εγώ ψηφίζω δαγκωτό ΠΟΙΗΣΗ, που μπορεί να διαφέρει απ’ τα άλλα «όπλα» των σημερινών Μοιραίων μόνο στον τύπο είναι όμως τελικά το πιο αυθεντικό και αμόλυντο απ’ τα παράσιτα του νόθου «πολιτισμού»)
Ναι, μόνη χαραμάδα φωτός η Ποίηση: «γι’ αυτό, σου λέω, ας εγκιβωτιστούμε σ’ ένα Ποίημα, κι όπως περπατάμε, ας το αφήσουμε να πέσει, τάχα, κατά τύχη στο δρόμο. Αύριο, μεθαύριο θα το βρουν ξεθωριασμένο απ’ τη βροχή και τότε θα ’χει πάρει όλο το νόημά του» (Τάσος Λειβαδίτης)
 «Όσοι από σας βαρεθήκατε πια στον κόσμο αυτόν τον άδικο και τον βλακώδη να άγεσθε και να φέρεστε από τους ψεύτες, από τους σοφιστάς και λαοπλάνους…
… όσοι πια βαρεθήκατε οι δεσμοφύλακές σας σαν τόπια ταλαίπωρα να σας εξαποστέλλουν εις τον Καϊάφα και πριν από αυτόν στον Άννα, προσμένοντας να έλθει η Ώρα η χρυσαυγής, η πολυύμνητος κι ευλογημένη, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, όσοι την σημερινήν ελεεινήν πραγματικότητα να αλλάξετε ποθείτε, προσμένοντας να έλθει η Ώρα, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε κι ας ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια φωνή, με μια φωνή – ΟΚΤΑΝΑ! (Ανδρέας Εμπειρίκος)

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ/ συμπέρασμα Α-ΠΟΡΙΑΣ:
Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί -πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους...
«ΣΚΥΤΑΛΟΔΡΟΜΙΑ» (ή «διελκυστίνδα»… στίχων που προβλέπουν πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε… )

«Άφησε με να ’ρθω μαζί σου λίγο πιο κάτω, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια και αέρινη, ασβεστωμένη με φαγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη και άυλη, τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του. Άφησέ με…»
(και από το σημείο αυτό η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» δίνει τη σκυτάλη στους Τρώες…)

… να σου πω πως «οι προσπάθειες μας είναι των συφοριασμένων… Κομμάτι κατορθώνουμε, κομμάτι παίρνουμε επάνω μας κι αρχίζουμε να ’χουμε θάρρος και καλές ελπίδες… Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά… Είναι στιγμές που θαρρούμε πως με απόφαση και τόλμη θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά, κι έξω στεκόμεθα ν’ αγωνιστούμε!.. Αλλά όταν η μεγάλη κρίση έλθει, η τόλμη και η απόφασή μας χάνονται, ταράττεται η ψυχή μας παραλύει κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή. Όμως η πτώση μας είναι βεβαία. Επάνω στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος. Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κι αισθήματα…»!.. Ρίτσος και Καβάφης συνομιλούν για να δώσουν ερεθίσματα για στοχασμούς αυτό-αναφοράς και τίποτα πιο πέρα πια… Αντιστεκόμαστε ηλεκτρονικά με ΚΛΙΚ και Likeκαι ανακράζουμε «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους!!!)

ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΠΩΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΘΥΜΩΜΕΝΟ ΘΑ ΤΗΝ ΠΝΙΞΕΙ:

$
0
0
Τώρα, όσο κι αν λαχταρώ, δεν θα είμαι ποτέ πια Καθαρή απ’ αυτό που γεννιέται αδιάκοπα μέσα μου!.. Και κανείς δε δείχνει Έλεος σε κάποιον που ένιωσε έναν Έρωτα αταίριαστο, όπως της Φαίδρας. Το μόνο που μπορούν να σου επιτρέψουν είναι επιεικώς μια Ψύχωση, για να χαράσσεις τα βράδια τους μηρούς σου και να αφήνεις μαύρο το αίμα να κυλά, διώχνοντας τις ψυχές που μαζεύονται διψασμένες.Μία και μοναδική φορά βρήκα το θάρρος να την αναζητήσω Και τότε οι άλλοι, όλοι αυτοί οι ανυπόφοροι άλλοι, δεν με άφησαν. Είχαν ήδη αποφασίσει αν και πώς θα ζήσω. Γιατί, λένε, δεν έχω δικαίωμα στη μη-ζωή. Να καταβροχθίσω τον Άλλον ναι, αλλά όχι τον εαυτό μουΈτσι λοιπόν εκείνο το βράδυ, με τράβηξαν πίσω με το ζόρι, όπως τραβούν ένα μωρό που ’ρχεται ανάποδα κι έχει σκαλώσει στα σκέλια της μάνας του, πεισματικά αρνούμενο να βγει έξω στο κρύο. Μπάτσισαν το μπλάβο κορμί μου, χώνοντάς του σωλήνες και βελόνες και μόλις άρχισα να πονάω πολύ, ν’ αναπνέω ξανά και να κλαίω, με παράτησαν ήσυχη. Ήμουν ζωντανή. Τι κι αν έκλαιγα μελανιασμένη γοερά; Ανέπνεα και πάλι. Τι κι αν είχα ξεράσει χίλιες φορές τον κόσμο τους; Ήμουν εκεί. Μαζί τους. Άρα μία από αυτούς. Κι  αυτό τους αρκούσε… Ξαναδιαβάζω τα ποιήματά της κι ας μου το έχουν απαγορεύσει. Τα έχω γερά κλειδωμένα στη μνήμη μου. Κλείνω τα μάτια και τα διαβάζω. Κάθε λέξη γίνεται απτή, ανάγλυφη, εισχωρεί μέσα απ’ τα λεπτά νεύρα του μυαλού και της γλώσσας και εξαπλώνεται. Με πονά το άγριο πάθος, η υποδόρια θλίψη της…  [Άννα Αφεντουλίδου UNDEADστη SerahKane– και με ΚΛΙΚ στην εικόνα η συνέχεια της ιστορίας  - ARTby11 Constantine Gedal]



Με πονά το άγριο πάθος, η υποδόρια θλίψη της.

«…Ο ήλιος πασχίζει να ξεγελάσει. Τα σύννεφα ψύχραιμα τον διαψεύδουν. Ο ιδρώτας δεν είναι πια τόσο αλμυρός, τα μάτια δεν καίνε. Το φθινόπωρο ύπουλο διαβρώνει τα πάντα. Η μέρα συνεχίζει να ψυχορραγεί.

     Ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά, φαρδιά πουκάμισα, κατακόκκινα χείλη. Ελαφρά κυρτωμένοι ώμοι, γεροδεμένα πόδια. Κυκλοφορούσε συνεχώς με ποδήλατο.

    -Μην τα διαβάζεις δυνατά! Μου έλεγε όταν μου έδινε τα κείμενά της. Της άρεσε να παρακολουθεί τα μάτια μου να κυλούν πάνω στις λέξεις της, με τα χείλη σιωπηλά να ανοιγοκλείνουν ανεπαίσθητα.

     Συνήθιζε τα λόγια της να τα βάζει στα στόματα άλλων. Ξαναπλάθοντας κόσμους, όπου άλλοι είχαν τους ρόλους της. Κι εγώ σαγηνευμένη ακολουθούσα. Πάντα ένα βήμα πίσω. Μένοντας συνεχώς στο κατώφλι.

     Κάθε φορά που ολοκλήρωνε ένα έργο της ένιωθα να μ’ αγγίζει βαθύτερα, να με δένει μαζί της αναπότρεπτα. Και ταυτόχρονα να ξεμακραίνει μ’ έναν τρόπο παράδοξο. Μετά το πέμπτο της έργο, που «ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων» κι αυτό, δήλωσε πολύ κουρασμένη. Ήθελε να ταξιδέψει. Την τελευταία φορά που την είδα, τα μάτια της κοίταζαν θλιμμένα, μακριά. Δεν είχα την τόλμη να φύγω μαζί της. Μα δεν είναι απλά ότι δεν την ακολούθησα· αλλά το πώς την εγκατέλειψα. Χωρίς δισταγμό. Χωρίς σκέψη…»

Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα που ήταν δίπλα στο κάτασπρο κρεβάτι. Το παράθυρο σχετικά μικρό, αλλά άφηνε σπάταλα το φως να μπαίνει μέσα. Λευκές οι κουρτίνες, το ίδιο κι οι τοίχοι. Λίγα λουλούδια σ’ ένα άθραυστο βάζο. Στα τζάμια κάγκελα. Ήταν όλα απόλυτα ασφαλή και σιωπηλά. Οι διάδρομοι αυτών των νοσοκομείων σα μονωμένο στούντιο τηλεόρασης. Αθέατος στους άλλους ο ανθρώπινος πόνος· βουβός. Βημάτισε για λίγο μες στο μικρό δωμάτιο και κάθισε πάλι μισοζαλισμένη από τα φάρμακα. Άνοιξε το τετράδιο αρχίζοντας ξανά να γράφει.

«…Τώρα, όσο κι αν Λαχταρώ, δεν θα είμαι ποτέ Πια Καθαρή απ’ αυτό που γεννιέται αδιάκοπα μέσα μου. Και κανείς δε δείχνει Έλεος σε κάποιον που ένιωσε έναν Έρωτα αταίριαστο, όπως της Φαίδρας.Το μόνο που μπορούν να σου επιτρέψουν είναι επιεικώς μια Ψύχωση, για να χαράσσεις τα βράδια τους μηρούς σου και να αφήνεις μαύρο το αίμα να κυλά, διώχνοντας τις ψυχές που μαζεύονται διψασμένες.

     Μία και μοναδική φορά βρήκα το θάρρος να την αναζητήσω Και τότε οι άλλοι, όλοι αυτοί οι ανυπόφοροι άλλοι, δεν με άφησαν. Είχαν ήδη αποφασίσει αν και πώς θα ζήσω. Γιατί, λένε, δεν έχω δικαίωμα στη μη-ζωή. Να καταβροχθίσω τον Άλλον ναι, αλλά όχι τον εαυτό μου

     Έτσι λοιπόν εκείνο το βράδυ, με τράβηξαν πίσω με το ζόρι, όπως τραβούν ένα μωρό που ’ρχεται ανάποδα κι έχει σκαλώσει στα σκέλια της μάνας του, πεισματικά αρνούμενο να βγει έξω στο κρύο. Μπάτσισαν το μπλάβο κορμί μου, χώνοντάς του σωλήνες και βελόνες και μόλις άρχισα να πονάω πολύ, ν’ αναπνέω ξανά και να κλαίω, με παράτησαν ήσυχη. Ήμουν ζωντανή. Τι κι αν έκλαιγα μελανιασμένη γοερά; Ανέπνεα και πάλι. Τι κι αν είχα ξεράσει χίλιες φορές τον κόσμο τους; Ήμουν εκεί. Μαζί τους. Άρα μία από αυτούς. Κι  αυτό τους αρκούσε.

     Τώρα έβαλαν να με φρουρούν δεσμοφύλακες. Κρατώντας μακριά μου κάθε τι που θα μπορούσε να εκπληρώσει την κατάρα που με έδεσε για πάντα μαζί της. Κορδόνια, λεπίδες, δηλητήρια. Μόνο που αγνοούν πως αυτό ακριβώς συνιστά και την εκπλήρωσή της.
     Γιατί, έτσι ύπουλοι και φθονεροί που είναι, φόρτωσαν με τόσα φάρμακα το κορμί μου, με τόσα χημικά, ώστε επήλθε ένα είδος μετάλλαξης, κι αντί να τρέφομαι  με τις σάρκες των άλλων, τρώω τις δικές μου· δεν παύω ωστόσο να έχω την κατάρα των Undead …»

Έκλεισε το σημειωματάριό της και το άφησε μαζί με το μικρό της μολύβι πάνω στο κρεβάτι. Πήγε κοντά στο παράθυρο και το άνοιξε. Δροσερός ο αέρας της νύχτας που πλησίαζε, την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Η πόλη βαριανάσαινε, άγρυπνη και κουρασμένη. Έπιασε με τα δυο της χέρια τα κάγκελα και έσκυψε το κεφάλι. Ακούμπησε το μέτωπο στο στενό περβάζι. Τα μαλλιά της έπεσαν μπροστά σκεπάζοντάς της το πρόσωπο κι αποκαλύπτοντας χλωμό και αδύνατο τον αυχένα. Έσφιξε τα δάχτυλα γύρω από το κρύο μέταλλο, έκλεισε τα μάτια. Έβγαλε την υγρή της γλώσσα ανάμεσα από δυο στεγνά άχρωμα χείλη. Και την δάγκωσε με όλη της την δύναμη απανωτά, μέχρι που το αίμα τινάχθηκε πίδακας. Βογκώντας ελαφρά πλησίασε στο κρεβάτι και ξάπλωσε.

     Είχε την ελπίδα πως αυτή τη φορά το αίμα της θυμωμένο θα την πνίξει. Ή, έστω, κουρασμένο θα έχει τελειώσει ως το πρωί.
______________

[ΠΗΓΗ: Άννα Αφεντουλίδου, BOOKSTAND, Περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση]

ΣΕ ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΔΙΕΞΟΔΑ:

$
0
0
… Και βγήκε στο μπαλκόνι εν μέσω επευφημιών, «πατριώτες, αγαπητοί συμπολίτες»…
«Έχουμε φέρει και τα παιδιά μας» ακούστηκε βροντώδης αντρική φωνή.
«Αγαπητοί συμπολίτες, πατριώτες, γλυκά μου παιδιά» – «έχουμε φέρει και τα σκυλάκια μας» τον διέκοψε άλλη βροντώδης φωνή…
«Αγαπητοί συμπολίτες, πατριώτες, γλυκά μου παιδιά, χαριτωμένα σκυλάκια» –
 «έχουμε και τις γάτες μας» ακούστηκε άλλη βροντώδης φωνή. Απτόητος και χαμογελαστός ο δικός σου συνέχισε: «Αγαπητοί συμπολίτες, πατριώτες, γλυκά μου παιδιά, γατούλες και σκυλάκια» –
 «έχουμε φέρει και τους αγαπημένους μας νεκρούς!»…
 Σιγά μην κωλώσει, προσφώνησε και τους νεκρούς, δίνοντας έτσι ένα μάθημα ψυχραιμίας, αυτοκυριαρχίας και ειρωνείας υψηλού επιπέδου. Ήταν μια μεγαλειώδης συγκέντρωση με ζητωκραυγές, νιαουρίσματα και γαβγίσματα, που έκαναν τους νεκρούς να θέλουν να ξαναπεθάνουν, αν πιστέψουμε ότι παρέστησαν πράγματι νεκροί. Και γιατί όχι; Σε μια Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα!... Αναφώνησε δε ο Θεός απαυδισμένος: «Ρε, δεν πάτε όλοι σας να συνευρεθείτε (αλλιώς το είπε) μ’ έχετε πρήξει πια». Και φωνή τραχεία, εξίσου απαυδισμένη, απάντησε στα ίσα: «Να πας εσύ να συνευρεθείς» (άλλο ρήμα ακούστηκε)…  [απόσπασμα από το βιβλίο του Μάριου Πόντικα «Κουταμάρες (και μια εξυπνάδα)» - άλλη μια «ΚΟΥΤΑΜΑΡΑ» από την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 με ΚΛΙΚ στην «εξυπνάδα» του Γιώργου Καραϊσκάκη να εκδηλώνει το μίσος του προς τους εχθρούς με βρισιές αναφορικές της γενετήσιας πράξης ή απειλές αναγραφής αυτού του μίσους στην επιφάνεια των γεννητικών του οργάνων – Αντίστιξη ο πίνακας του Ντελακρουά ΕΛΛΑΔΑ που συνοδεύει αυτή την ανάρτηση)


 «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» 1826, Ευγένιος Ντελακρουά, εμπνευσμένος από την τρίτη πολιορκία. Ελαιογραφία σε καμβά, Μουσείο καλών τεχνών στη Μπορντό... 

ΚΟΥΤΑΜΑΡΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ
Πράγματι, ο Καραϊσκάκης ήταν βωμολόχος. Οι βρισιές του έχουν μείνει στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και είναι χαρακτηριστικές για τη σεξουαλικότητά τους. Η γενετήσια πράξη ως απειλή, τα γεννητικά όργανα ως επιφάνειες αναγραφής του μίσους και της περιφρόνησής του για τους Τούρκους κλπ. Εκείνο όμως που δεν αναφέρεται, ούτε από τον ιστορικό Κασομούλη, είναι οι φοβερές βρισιές της μάνας του της Καλογριάς, από την οποία κόλλησε και το χούι του υβρίζειν χυδαϊστί. Εν τούτοις οι βρισιές του γιού αποτελούν αθώους αστεϊσμούς μπροστά στα αποτρόπαια μπινελίκια της μάνας του. Αποτρόπαια, εφιαλτικά, αβυσσαλέας και διεστραμμένης επινοητικότητας. Σύγκρυο και οξύς πυρετός κυρίευαν όποιον είχε την ατυχία να διαπληκτιστεί μαζί της, και μάλιστα βράδυ, χωρίς φεγγάρι μάλιστα. Όχι Τούρκος, ούτε Άγιος δεν τολμούσε να τις αντιπαρατεθεί. Ο Τούρκος πέταγε τα όπλα του και έτρεχε να κρυφτεί, ο Άγιος γύριζε την εικόνα του ανάποδα για να μην βλέπει και να μην ακούει την Καλόγρια. Ως και ο στρατηγός Καραϊσκάκης ντρεπόταν, όταν την άκουγε να βλαστημάει. Αμάν ρε μάνα, σ’ ακούει ο μπούτσος μου και μικραίνει, της έλεγε, όπως λένε αυτόπτες μάρτυρες, των οποίων τα λεγόμενα έφτασαν πες-πες μέχρι τα νεώτερα χρόνια. Είναι φυσικό λοιπόν να μην έχουν καταγραφεί αυτές οι κατασκότεινες βρισιές της Ζωής –αυτό ήταν το βαφτιστικό όνομα της Καλογριάς μητέρας. Μόνον ό,τι πρόλαβε να διασώσει η προφορική παράδοση, τι να διασώσει όμως, αφού το 1835 οι αντιβασιλείς Άρμανσμπεργ, Μάουερ και Έυδεκ διέταξαν –εν ονόματι του βασιλέως- να κόβεται η γλώσσα όποιου τολμούσε να κάνει λόγο για τα γαμοσταυρίδια της Ζωής Ντιμισκή –αυτό ήταν το πατρικό όνομα της αθυρόστομης Καλογριάς, να ’ναι καλά εκεί που βρίσκεται, παρέα με λυγερόκορμους καυλιάρηδες αρματολούς της ευχόμαστε και όχι με τίποτα νταουνιαρηδες διανοούμενους του εσαεί νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, με τίποτα λαϊφστυλάκηδες νεόπλουτους, δαφνοστεφανομένους κερατάδες, αγαθολούληδες ηθικολόγους –ο Θεός να μας συγχωρέσει. Αλλά ούτε ένα Δημοτικό τραγούδι για πάρτη της, γαμώ τους αποθησαυριστές της δημώδους ποιήσεως; Του Κίτσου η μάνα τραγούδι υπάρχει, και καλώς. Καλώς και του Λιβίνη, του Βλαχοθανασάκη, του Γιώτη, του Γιάννη του Στάθη, του Ζαχαράκη, της Λιάκαινας. Τη Ζωής της Καλογριάς, τίποτα; Της μάνας του Καραϊσκάκη, ρε γιαταγάνια του φαγητού;

[από το βιβλίο του Μάριου Πόντικα ΚΟΥΤΑΜΑΡΕΣ και μια ΕΞΥΠΝΑΔΑ, Α΄ τόμος, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

GAME OVER: Ο πρίγκιπας, η ξυπόλυτη γκόμενα κι ο κλέφτης που χάνει τις γόβες σ’ ένα παιχνίδι που τρέχει στο χρόνο

$
0
0
Ο πρίγκιπας καβάλα σε μια μηχανή γυρίζει τον κόσμο να ψάξει την ξυπόλυτη. Οι γόβες σχεδόν αφόρετες στα χέρια του, άκομψες στα πόδια της. Και τότε δυο πόδια με τρίχες και κάλλους μπαίνουν στα γοβάκια κι αρχίζουν να τρέχουν όπως ένας Dalton με γόβες…  Και οι τρεις όμως ξέρουν από πριν ότι στις δώδεκα ακριβώς το παιχνίδι τελειώνει… (ενώ με ΚΛΙΚ εδώ αρχίζει το γνωστό παραμύθι στην εκδοχή που η φαντασία του Πέτρου Βερβερή είδε την Γκόμενα να καλπάζεiευχαριστημένη, όταν πια τα ξυπόλητα πόδια  ταίριαζαν με τις  οπλές  του γαϊδάρου – Στη φωτογραφία η συνταγή για Γοβάκια Σταχτοπούτας]


 Και οι τρεις ξέρανε από πριν, ότι στις δώδεκα το παραμύθι τελειώνει και η γυαλιστερή λίμο θα μεταμορφωθεί σε γαϊδούρι. Κι η Γκόμενα ανέβηκε πρώτη πάνω πετώντας τις γόβες στο δρόμο. Πες το χυδαιότητα, πες το αμαρτία. Όπως κι αν το πεις, ένα είναι σίγουρο. Πως όταν η Γκόμενα πετάξει τα γοβάκια της ενισχύει τον ρόλο του πρίγκιπα – κάτι σαν διαμαρτυρία. 

- Πόσες ώρες μένουν ακόμη;

Ο Πρίγκιπας καβάλα σε μια μηχανή γυρίζει τον κόσμο να ψάξει την ξυπόλυτη. Οι γόβες σχεδόν αφόρετες. Αφόρητες στα χέρια του, άκομψες στα πόδια της. Χιλιάδες δάχτυλα ποδιών, όπως τα πόδια μιας αράχνης, κοιτάζουν τον Πρίγκιπα, του κλείνουν το μάτι και του λένε προκλητικά: «Έλα». 

Ένα μεθύσι απίστευτο ξεκινά κάπου εδώ στην ιστορία.
- Πόσες ώρες μένουν ακόμη;

Τα μάτια του Πρίγκιπα γυαλίζουν κι η λάμψη δεν τον αφήνει να εστιάσει στα υποψήφια πόδια. Τώρα η αράχνη παίζει μαζί του, τον χαϊδεύει, τον γαργαλάει, τον τσιμπάει κι αυτός μεθάει όλο και πιο πολύ κι αφήνει την τσάντα με τις γόβες εκεί κάτω που τις άφησε κι η Γκόμενα.

Και τότε δυο πόδια, με τρίχες και κάλλους μπαίνουν στα γοβάκια κι αρχίζουν να τρέχουν. Όπως ένας Dalton με γόβες. 
Τρέχει. Τρέχει να προλάβει να εξαργυρώσει έστω τη μία για να ’χει να ζήσει το υπόλοιπο. Τρέχει απέναντι στο χρόνο. Κι ο χρόνος τρέχει μαζί του. Τρέχει όλο και πιο πολύ. Τρέχει να ξεχάσει. Τρέχει να προδώσει. Τρέχει να ματώσει. Τρέχει, τρέχει, τρέχει, τρέχει…

- Πόσες ώρες μένουν ακόμη; 

Τρέχει και ρωτάει τους περαστικούς που δεν υπάρχουν. Τρέχει και φωνάζει στους περαστικούς. Τρέχει. Τρέχει. Τρέχει. Βρέχει. Κι είναι δύσκολο να τρέξει τον βρεγμένο δρόμο πάνω σε δυο γόβες. Αρχίζει να λυπάται που ο χρόνος τρέχει και τελειώνει. Θέλει να κρατήσει την τελευταία άμμο της κλεψύδρας στα χέρια του, να την κάνει ό,τι νομίζει αυτός καλύτερο. Κι εκείνη τη στιγμή μια λίμο πετάει λασπόνερα έτσι όπως πήρε την στροφή και τον κάνει μούσκεμα από πάνω μέχρι κάτω. 
Η αράχνη ακόμα χαϊδεύει τον πρίγκιπα.

- Έμεινε καθόλου χρόνος; 

---GAME OVER---
Ο Πρίγκιπας δέχεται να πιεί το δηλητήριο της αράχνης μέχρι τέλους.
Ο Κλέφτης χάνει τις γόβες.
Η Γκόμενα καλπάζει πάνω στο ζώο ευχαριστημένη όσο ποτέ, τώρα που τα ξυπόλυτα πόδια της ταιριάζουν με τον γάιδαρο.

[ΠΗΓΗ:  Πέτρος Βερβερής, ΝΤΟΥέΝΤΕ http://duendemagazine.gr/ ]

Η ΖΗΛΙΑ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

$
0
0
Η κοινή σιωπή συνεχίζεται και είναι δική μου υποχρέωση να τη διακόψω. Πρέπει να συστηθώ, να βγάλω το χέρι από την τσέπη και να το απλώσω για να τον χαιρετήσω ή, αλλιώτικα, να τραβήξω το πιστόλι και να πυροβολήσω… Βγάζω το περίστροφο και πατάω τη σκανδάλη. Εκείνος σωριάζεται, κι ενώ βρίσκεται ξαπλωμένος στο έδαφος, του ρίχνω τρεις σφαίρες ακόμα, για περισσότερη σιγουριά!.. Από το παράθυρο του τρένου βλέπω ένα σμήνος από πολίτες ντυμένους με κουστούμια να περπατούν βιαστικοί, να δρασκελίζουν το πτώμα του και να συνεχίζουν το δρόμο τους. Κανένας δεν παρατηρεί πως τον έχουν πυροβολήσει, σ’ αυτούς τους δρόμους οι ιδιοφυΐες πεθαίνουν σαν τις μύγες, καμιά εκατοστή την ημέρα. Μέχρι τον τελευταίο σταθμό καταφέρνω να συμπληρώσω στο σταυρόλεξο τις λύσεις που γνωρίζω, οι υπόλοιπες είναι έτσι κι αλλιώς χαμένες για πάντα για μένα… Τι συμβαίνει τώρα; Ένας συγγραφέας κρατείται όμηρος από τρεις άνδρες. Δεν θέλουν να τον ληστέψουν, αλλά ούτε και να τον σκοτώσουν. Αυτό που απαιτούν είναι να τους διηγηθεί μια ιστορία. Κι αυτός θα αποπειραθεί να ικανοποιήσει την παράδοξη απαίτησή τους λέγοντάς τους μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο οποίος κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ιστορία. «Αυτή δεν είναι μια ιστορία. Αυτή είναι μια μαρτυρία. Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε.. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, φίλε, δημιούργησε, επινόησε, φτάσε μέχρι το τέρμα», θα του πει ένας από αυτούς και ο συγγραφέας - φανταστικός και πραγματικός - θα τον ακούσει. [Έτγκαρτ Κέρετ, λάτρης της μικρής φόρμας και θιασώτης του αλόκοτου με όπλο του το χιούμορ, ο ισραηλινός συγγραφέας του βιβλίου «Το κορίτσι στο ψυγείο», Εκδόσεις Καστανιώτη από το οποίο μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω την ιστορία με τίτλο  Η ΖΗΛΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ]: 

  
ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΑΠ’ ΤΗ ΤΣΕΠΗ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΑΠΛΩΣΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΤΗΣΩ ή ΑΛΛΙΩΤΙΚΑ, ΝΑ ΤΡΑΒΗΞΩ ΠΙΣΤΟΛΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΩ:  
Η κυρία στο τμήμα φύλαξης αντικειμένων ξαφνιάζεται όταν φτάνω στο γκισέ και ζητώ να εναποθέσω το φορτίο μου. Σίγουρα της φαίνομαι περίεργος. Σταγόνες ιδρώτα λάμπουν στο μέτωπό μου μέσα στο παγωμένο δεκεμβριανό κρύο, ενώ το μοναδικό μου φορτίο είναι ένα βιβλίο που κρατάω στα χέρια μου, με το δάχτυλο ακόμη ανάμεσα στις σελίδες, ένα είδος πρόχειρου σελιδοδείκτη. Προσπαθεί να μου πάρει το βιβλίο απ’ τα χέρια, αλλά, παρόλο που το έχω πλέον αφήσει, το δάχτυλό μου παραμένει εγκλωβισμένο στα πεισματωμένα δόντια του. Τραβάω το χέρι μου με όλη μου τη δύναμη και το βιβλίο απομένει στα δικά της χέρια.
Το HomoFaber, τι καταπληκτικό βιβλίο!, λέει, κάνοντας σαν να μην συνέβη τίποτα.
Εγώ πιπιλάω το αίμα από το πληγωμένο μου δάχτυλο και σωπαίνω, οι λέξεις είναι δόλια κατασκευάσματα.
Υπέροχο βιβλίο, ειδικά το τέλος, δεν νομίζετε; κάνει ακόμα μια προσπάθεια, ενώ μου δίνει την απόδειξη για τη φύλαξη.
Δεν ξέρω. Δεν έχω φτάσει στο τέλος.
Της γυρνάω την πλάτη και βαδίζω προς την πλατφόρμα.

Εκείνος στέκεται στην άκρη της πλατφόρμας, φοράει ένα μαύρο κουστούμι, είναι ψηλότερος απ’ όσο φανταζόμουν. Σκουπίζω τον ιδρώτα από το μέτωπο με την αναστροφή του αριστερού μου χεριού, αφού δεν έχω ούτε πετσέτα ούτε μαντίλι, και το δεξί μου χέρι βρίσκεται βαθιά μέσα στην τσέπη του παλτού μου. Μας χωρίζουν μόνο δεκαπέντε βήματα, τα διασχίζω.
Κύριε Φρις, ρωτάω.
Εκείνος γυρίζει το πρόσωπό του προς τη μεριά μου, η φάτσα του μοιάζει ακριβώς σαν εξώφυλλο του Ταρτάκοβερ
Ναι, απαντάει ευγενικά. Πώς μπορώ να βοηθήσω τον κύριο…
Περνούν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, το δεξί μου χέρι βρίσκεται ακόμα στην τσέπη του παλτού, μια κίνηση αγενής, σχεδόν ανατολίτικη. Δεν κάνω τίποτα προς απάντησή του, μόνο χαμηλώνω το βλέμμα ντροπαλά. Η κοινή σιωπή συνεχίζεται και είναι δική μου υποχρέωση να τη διακόψω. Πρέπει να συστηθώ, να βγάλω το χέρι απ’ την τσέπη και να το απλώσω για να τον χαιρετήσω, ή αλλιώτικα, να τραβήξω το πιστόλι και να πυροβολήσω. Να πυροβολήσω, δεν υπάρχει αμφιβολία, καλύτερα να πυροβολήσω. Βγάζω το περίστροφο και πατάω τη σκανδάλη. Εκείνος σωριάζεται, κι ενώ βρίσκεται ξαπλωμένος στο έδαφος, του ρίχνω τρεις σφαίρες ακόμα, για περισσότερη σιγουριά.

Ποτέ δε θα μάθω να γράφω όπως έγραφε αυτός ο μπάσταρδος. Όλες εκείνες οι λέξεις με τις οποίες εγώ μάχομαι και ποτέ δεν καταφέρνω να υποτάξω του παραδόθηκαν οικειοθελώς, κουνώντας την ουρά τους σαν εκπαιδευμένα κουταβάκια, σχημάτισαν τέλειες προτάσεις, ακριβώς όπως τις ήθελε. Ο παρανοϊκός Ελβετός σίγουρα δεν θα μπορούσε καν να καταλάβει πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να εργάζεται επί οχτώ μήνες πάνω σ’ ένα έργο, να διαλύεται από την αρχή κάθε μέρα γι’ αυτό, να του δίνεται ψυχή τε και σώματι. Οχτώ γαμημένοι μήνες, για ποιο λόγο; Για ένα βιβλίο μέτριο. Και πώς θα μπορούσε να καταλάβει; Αυτουνού το κλασικό του τρέχει απ΄ τα μπατζάκια. Έτσι είναι οι Ελβετοί, όλα τους έρχονται τόσο εύκολα, πώς να μην τους μισείς; Δεν ξέρουν τι είναι πόλεμος, όλη την ώρα τρώνε σοκολάτα, δεν έχουν πάει ποτέ στο στρατό.
Για να είμαι απόλυτα σίγουρος, του ρίχνω ακόμα μια σφαίρα.

Από το παράθυρο του τρένου βλέπω ένα σμήνος από πολίτες ντυμένους με κουστούμια να περπατούν βιαστικοί, να δρασκελίζουν το πτώμα του και να συνεχίζουν το δρόμο τους. Κανένας δεν παρατηρεί πως τον έχουν πυροβολήσει, σ’ αυτούς τους δρόμους οι ιδιοφυΐες πεθαίνουν σαν τις μύγες, καμιά εκατοστή την ημέρα. Μέχρι τον τελευταίο σταθμό καταφέρνω να συμπληρώσω στο σταυρόλεξο τις λύσεις που γνωρίζω, οι υπόλοιπες είναι έτσι κι αλλιώς χαμένες για πάντα για μένα.

Κατεβαίνω απ’ το τρένο και μπαίνω σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Πάνω στο ράφι υπάρχει το βιβλίο του Σάλιντζερ μ’ ένα άσχημο εξώφυλλο, με περιμένει ανυπόμονα, με τη ράχη του κυρτή, έτοιμο να τιναχτεί πάνω μου. Και πριν καταλάβω τη συμβαίνει, βρίσκεται ήδη στα χέρια μου, ανοίγει διάπλατα τις δαγκάνες του, στη σελίδα 7, κι εγώ αγωνίζομαι να ελευθερωθώ, μάχομαι, προσπαθώ να δραπετεύσω, αρκεί να μη διαβάσω, στο τέλος όμως υποτάσσομαι. Αυτός ο Σκάλιντζερ, άλλος μπάσταρδος, την ερχόμενη εβδομάδα θα πεταχτώ να τον επισκεφτώ κι αυτόν.

ΠΟΙΗΣΗ και ΛΟΓΟΣ: Η ποίηση ήταν, είναι και θα παραμείνει ακόμα και σε χαλεπούς καιρούς… μια πόρτα ανοιχτή.

$
0
0
Πάντα θα γράφονται ορισμοί για την ποίηση - και σχεδόν πάντοτε (θα) έχουν ενδιαφέρον. Γλώσσα, ψυχή, φύση, κοινωνία είναι τα υλικά του ποιητή'η ενόραση (το ένθεον) ακολουθεί (άλλοι υποστηρίζουν ότι προηγείται...). Σκοπός της ποίησης -εάν υπάρχει- φαίνεται να είναι η βελτίωση του ανθρώπου και της καθημερινότητας.Μπορεί η ποιητική κατάσταση να γίνει συλλογική συνείδηση; Χρειάζεται μια αρμονία στις κοινωνικές σχέσεις και τι θέση έχει ανάμεσά τους η ποίηση; Τι συμβαίνει μετά την ανάγνωση ενός ποιήματος;Επέρχεται κάποια εσωτερική ή διανοητική δόνηση που θα προκαλούσε ανατροπές στην καθημερινότητα; Ή μήπως παραμένει πάντα ένα υπόλοιπο και άρα το αίνιγμα δεν λύθηκε; Μήπως η ποίηση δείχνει τα όρια του ανθρωπίνου πνεύματος; Είναι τάχα η έκφραση του ημιτελούς;Πώς εισέρχονται εντός της το πάθος και η ηθική, η ειρωνεία και ο διδακτισμός; Εξακολουθούν η Ιστορία και η Φιλοσοφία να είναι υποδεέστερες, όπως αποφαίνονται σημαντικοί στοχαστές; Έχει η κάθε εποχή τη δική της ποίηση;  Όλα αυτά δεν είναι θέμα μόνο των ποιητών. σημασία έχει η ποιητικότητα και πώς μπορεί κανείς να ζει μαζί της κάθε μέρα. Αντέχεται όμως σε τέτοια συχνότητα ο πυρετός που εμπεριέχεται στην ποιητικότητα; Εξυπακούεται ότι η ποίηση δεν ταυτίζεται με τη μοναξιά διότι ουδείς θα της έδινε σημασία.Η ποίηση γράφεται για να επεμβαίνει, να παρεμβαίνει έστω και να αποκαθιστά τον τεμαχισμό του λόγου, να εκδιώκει την αδράνεια, να διδάσκει τον χορό (σώματος, λέξεων, φράσεων και λοιπά).Έχει άρα η ποίηση μαζί της τον κοινό άνθρωπο και τον χρόνο. οι μεγάλοι ποιητές κοινοί άνθρωποι είναι κι αυτοί, με τις ιδιορρυθμίες τους, τα πάθη και ελαττώματά τους. Από κει ξεφυτρώνουν τα άνθη της, το αίμα της, οι κραυγές της, όταν όλα αυτά αγκαλιάζουν την αρχιτεκτονική, την αισθητική. Δεν έχει επίσης σχέση με τον θάνατο ούτε προσπαθεί να τον ξορκίσει.Ένα παιχνίδι υψηλών απαιτήσεων μου φαίνεται η ποίηση, μια μύηση στον χρόνο. Κάπως σαν το απόσταγμα των σταφυλιών που είναι ο οίνος. Έτσι και η ποίηση: απόσταξη της ζύμωσης πνεύματος και ύλης. Μια ωραία κατάκτηση του ανθρώπου. [προλογικό  σημείωμα του Γιώργου Σταματόπουλου για την παρουσίαση του βιβλίου Περί Ποιήσεως του Θ Βάσση, στο οποίο με αφετηρία τα ποιήματα ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ της Μαρίας Πολυδούρη, ΠΟΙΗΣΗ 1948 του Νίκου Εγγονόπουλου και ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ του Γιώργη Παυλόπουλου έχουμε μια απόπειρα προσέγγισης του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου αλλά και αντικειμένου…  Στον επίλογο των φιλολογικών μελετημάτων του ο συγγραφέας συμπεραίνοντας μας προτρέπει να αφήσουμε την τέχνη ν’ ανθίσει όποια κι αν είναι η εποχή. Και ειδικά στην εποχή μας που η αυτό-αποξένωση έχει φτάσει σε εκείνον το βαθμό που μας επιτρέπει να βιώσουμε την εκμηδένισή μας ως αισθητική απόλαυση πρώτης τάξεως – ARTbyPeter Paul Rubens Allegory of immortality]



ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ… ΠΟΙΗΣΗ: Μόνο γιατί μ’ αγάπησες (Μαρία Πολυδούρη), Ποίηση 1948 (Νίκος Εγγονόπουλος), Αντικλείδια (Γιώργης Παυλόπουλος):
Τα φιλολογικά μελετήματα του Θ. Βάσση δεν είναι θεωρητικά παρά ένα βιβλίο για την ποίηση. Με μια δεύτερη όμως ματιά είναι κάτι παραπάνω, μια απόπειρα προσέγγισης του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου αλλά και του αντικειμένου του. Αν και όλα ξεκινάν με την ερμηνεία τριών φαινομενικά διαφορετικών ποιητών (Πολυδούρη, Εγγονόπουλος, Παυλόπουλος) το βάρος ωστόσο πέφτει στο ποιητικό είναι και πράττειν τους για το οποίο ο συγγραφέας -ενάντια στην κυρίαρχη (μεταμοντέρνα) αφήγηση- παίρνει θέση!

Το βιβλίο, λοιπόν, εστιάζοντας στα ιστορικά συμφραζόμενα τριών γενεών, ξεδιπλώνεται αριστουργηματικά με οδηγό, κατά κύριο λόγο, τους στίχους (Μόνο γιατί μ’ αγάπησες, Πολυδούρη – Ποίηση 1948, Εγγονόπουλος – Αντικλείδια, Παυλόπουλος). Τι θέλω, κατ’ ουσίαν, να πω;
Απλώς ότι το βιβλίο του Θ. Βάσση έχει πλεχτεί με μια -σε διαλεκτική συνέχεια- αφήγηση, έτσι που ο αναγνώστης να έχει σαφή αίσθηση ότι η μελέτη της λογοτεχνίας συνιστά επιστήμη αμιγώς ιστορικο-ερμηνευτική που δεν θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ιδωθεί σε αποσπάσματα και κόπιες αποσπασμένη από τη γενεσιουργό αιτία της, το ανεπανάληπτο δηλαδή ξεδίπλωμα της ιστορικότητας, αν όχι της Ιστορίας.

Αυτό ακριβώς εννοώ: «ενάντια στην κυρίαρχη αφήγηση». Τα τρία, λοιπόν, ποιήματα που αναλύονται δεν είναι αποσπασμένα γεγονότα. Είναι ποιήματα από την ελληνική Ιστορία και για την Ιστορία, είναι, συνεπώς, μια ποίηση εντός των ιστορικών γεγονότων και, τελικά, πέραν αυτών.
Με την ερμηνευτική αυτή έννοια, το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» της Πολυδούρη ενέχει τη βαθιά υπαρξιακή αγωνία μιας γενιάς που η μοίρα της ήταν να ζήσει ή μάλλον να πεθάνει μεταξύ πολέμων και τα καταληκτικά «Αντικλείδια» του Παυλόπουλου φανερώνουν την πυξίδα της απεμπλοκής από την τυραννία των πολέμων και της ταυτόχρονης, βέβαια, εμπλοκής σε μια άλλη τυραννία, ανίκανη να αφουγκραστεί τους υπαρξιακούς στεναγμούς της Πολυδούρη.

Μα -θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης- αφήσαμε απ’ έξω τον Εγγονόπουλο; Το «Ποίηση 1948» δεν είναι παρά στο ενδιάμεσο της διαδρομής. Κρατιέται σαφώς η ποιητική «θρασύτητα» του δημιουργού του αναμεμιγμένη όμως, χρονολογικά, με το πριν και το μετά: επικοινωνεί με την εποχή της Πολυδούρη σε υπαρξιακή τροχιά και με τη γενιά του Παυλόπουλου, κάτω από τον βαθύ ρεαλισμό που σκοτεινιάζει την ταραγμένη ατμόσφαιρα της εποχής μας.
Στην πρώτη περίπτωση αξίζει να προσέξουμε ότι στον ποιητικό λόγο του Εγγονόπουλου διαχέονται οι ρίζες μιας απόκοσμης αισθητικής. Το απόκοσμο, αναντίρρητα, δεν είναι το έξω από τον κόσμο αλλά –αντίθετα– είναι το από τον κόσμο και το μέσα σε αυτόν.

Είναι πάντοτε dasein και όχι απλώς sein, γι’ αυτό άλλωστε το Ποίηση 1948 χαρακτηρίζεται από τη δυναμική έννοια της διάρκειας και όχι από τη στατική ιδιοσυγκρασία του χρόνου. Ενας διαρκής αναστοχασμός με βαθιά βιωματική διάρκεια αναδύεται σε αυτό το ποίημα. Αρκεί να εξετάσει κανείς μόνο τα τρία ρήματα που μετέχουν.
Ο ποιητής, με τις λόγιες χρήσεις του, αξιοποιεί το ποιόν ενέργειας σε κλίμα εσωτερικής ενδοσκόπησης με τις γραμματικές παραλλαγές συνοπτικού – μη συνοπτικού, εστιάζοντας, τελικά, στην εσωτερική του βιωματική -ψυχική θα έλεγα- διάρκεια.
Στη δεύτερη περίπτωση; Τι μπορεί να συνδέει το «Ποίηση 1948» (χρονολογία της «ήττας») με το 1988 που δημοσιεύονται τα «Αντικλείδια», δηλαδή με τη δική μας εποχή… του τέλους της «ηττοπάθειας»(;)

Ας σκεφτούμε μόνο τους πρώτους στίχους του Παυλόπουλου: «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε». Ερμηνεύοντας ο Βάσσης τη ριζική διάκριση μεταξύ «βλέπω» και «κοιτάζω» μας παραπέμπει άμεσα στη φθαρμένη ουσία των ημερών μας, καθώς αμέτοχοι -πολλαπλώς αλλοτριωμένοι- κοιτάμε γύρω μας τον κόσμο που αλλάζει.

Δεν είμαστε άλλωστε, κατά Guy Debord, ο καταναλωτής που δεν κουράζεται να θεάται, ακατάπαυστα, αυτό το ίδιο το αισθητικό θέαμα, απαλλαγμένο από την πολιτική και πνευματική ουσία του; Δεν χρειάζεται να απαντήσουμε εμείς, απαντά ο Εγγονόπουλος (για εμάς) από το μακρινό 1948: «σαν πάει κάτι να γραφή είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου».
Περί ποιητικού υποκειμένου λοιπόν ο λόγος, γι’ αυτό και κλείνω με ένα σχόλιο στον επίλογο του συγγραφέα και με τα λόγια του Βάλτερ Μπένγιαμιν:

«Αφήστε την Τέχνη ν’ ανθήσει – Αφήστε τον κόσμο να καταστραφεί λέει ο φασισμός […]. Η αυτοαποξένωσή [μας] έχει φτάσει σε εκείνον τον βαθμό που [μας] επιτρέπει [να βιώσουμε την εκμηδένισή μας] ως αισθητική απόλαυση πρώτης τάξεως».
Ο Βάσσης μάλλον αφουγκράζεται καλά τη λειτουργία της τέχνης στη φασιστική αισθητικοποίηση της πολιτικής αλλά και την άμεση σύνδεσή της με την κοινωνία του θεάματος, γι’ αυτό κλείνει το κείμενό του στο όνομα της αισθητικής επαναφόρτισης της μπενγιαμινικής aura χωρίς… να αναζητάει αντικλείδια. Παραποιώ τον Παυλόπουλο συνοψίζοντας το πολυσημικό καταστάλαγμα του Βάσση απαντώ, εν κατακλείδι, στο ερώτημα του τίτλου:
Η ποίηση ήταν, είναι και θα παραμείνει ακόμα και σε χαλεπούς καιρούς… μια πόρτα ανοιχτή.


 ΠΗΓΗ: Χρήστος Νεδελκόπουλος, συγγραφέας – υποψ. διδάκτωρ Φιλοσοφίας Παν/μίου Ιωαννίνων - Εφημερίδα των Συντακτών 3/10/2016] 

ΑΓΡΙΕΨΕ ΤΟ ΜΑΤΙ ΜΟΥ Σ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ (στα πόδια μου μπερδεύονται ουρανοί, ορίζοντα όμως ούτε βλέπω, ούτε ακούω):

$
0
0
Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ, να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. Τρέχει η νύχτα Σκύβω να πιω, να ξεχάσω. Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο. Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν φωτιά. Όλα τα άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν. και μεγαλώνουν, αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και την τριγωνομετρία… Όλες οι εικόνες που βλέπεις σήμερα δεν έχουν αντίκρισμα. Είναι σκάρτες. Αλλά τι θα πει σήμερα; Σήμερα είναι νύχτα και πώς τα βγάζω πέρα, μόνο εγώ το ξέρω και τα τσιγάρα μου. Χαλασμένα τραγούδια. Χαλασμένες κονσέρβες. Χαλασμένες ιδέες. Μόνο η νωπογραφία της νύχτας ξέρει τι σημαίνει η λέξη κίνδυνος όλες τις εποχές. Μην νομίζεις ότι ο κόσμος χαμογελάει απλούστατα δείχνει τα δόντια του (ΜΟΝΤΑΖ 40 και 42, από τα ΣΧΕΔΙΑ για ΔΙΗΓΗΜΑ από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 κι άλλα παρόμοια σχέδια του ποιητή κατ’ επιλογήν με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία  – ART by Oxana Yambykh eye]



(μοντάζ 5):  ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΩΝ ΞΑΝΘΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Ο αγαπημένος μου ποιητής χτυπημένος από το αίμα στην καρδιά, κείτεται μόνο με το σλιπ πάνω στα νερά. Στην άκρη του κρεβατιού, ο μικρός μου αδελφός κι εγώ κοιτάμε το καλοκαίρι. Μια κυρία από τη Γαλλία μας μιλάει για σουρεαλισμό. Εσύ κοιμάσαι μέσα στα χόρτα, πλάι σε μια λίμνη με πολλούς φαντάρους

(μοντάζ 8):  ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΗ ΣΚΟΝΗ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ ΑΓΓΙΓΜΑ
Πολλές φορές γνωρίζουν τις κινήσεις, ακόμα και τις διαθέσεις σου. Αναπνέουν αθόρυβα όπως τα φύλλα. Στο σκοτάδι μετακινούνται σε άλλους παραλλήλους. Συνήθως είναι κατοικίδια ζώα. Σπάνια τρελαίνονται και πέφτουν από τα παράθυρα.

(μοντάζ 15): ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΞΕΤΥΛΙΓΕΤΑΙ ΤΡΙΧΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΙΜΟ ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΥ
Και ο κρεμασμένος μπορεί την τελευταία στιγμή να γλιτώσει. Εσύ όμως που λες το τραγούδι είναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα -χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο σου- μιλώντας ακατάπαυστα για καθημερινές βλακείες, για πολιτική οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις άπνους με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ στον αέρα και το αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι. Η φωνή σου δεν θα απειλεί κανέναν πια και η τελευταία σου λέξη θα ’ναι μια λέξη μπηγμένη στο χώμα.

(μοντάζ 21): ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΣΤΗ ΦΛΩΡΙΝΑ
Το παράξενο δεν είναι τα λιοντάρια στη Φλώρινα και η σόμπα για τη δημιουργία τροπικής ατμόσφαιρας, αλλά οι λύκοι οι κλεισμένοι σε κλουβιά μέσα στην πόλη. Ως γνωστόν η περιοχή είναι γεμάτη λύκους. Μυρίζανε τους φυλακισμένους και κατεβαίνανε όλο πιο συχνά ουρλιάζοντας. Τα λιοντάρια δεν παίρνανε μέρος σ’ αυτή τη συνωμοσία. Δεν τα ενδιέφερε. Ένα βράδυ ο φύλακας στη βιασύνη του να κλείσει καλά τα κλουβιά των πιθήκων, ξέχασε ανοιχτά τα άλλα. Πετάχτηκαν έξω οι λύκοι και ενώθηκαν με το κοπάδι, σχίζοντας τη χάρτινη ησυχία. Τα λιοντάρια ούτε καταδέχθηκαν να κινηθούν. Μείνανε πλάι στη σόμπα μισοπαγωμένα. Τότε άρχισε να χιονίζει και γέμισαν οι δρόμοι υπνοβάτες με κόκκινα πουκάμισα. Όλα ξεχάστηκαν με τα θερμόμετρα υπό το μηδέν.

(μοντάζ 25): ΑΡΤΕΣΙΑΝΑ ΝΕΡΑ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΠΟΥ ΠΙΝΩ ΚΑΙ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΙΚΡΑ ΤΥΦΛΑ ΣΚΥΛΙΑ:
Ανυπεράσπιστα ζεστά κουτάβια, άσπρα και μαύρα. Όσα γλιτώσουν το πέταμα στο οικόπεδο, μεγαλώνουν σε λίγες ώρες, γίνονται κάτι λυκόσκυλα μέχρι κει πάνω. Πεινασμένα και διψασμένα δεν γνωρίζουν κανένα. Έτσι λοιπόν περιμένουμε να περάσει το καλοκαίρι και να ’ρθει ο Οκτώβριος. Αν μπορέσω να κρατήσω ζωντανές μέχρι τότε τις λέξεις «ναυαγοσώστης», «τα δυο μου μάτια» και «χλωρά τα μαλλιά σου», σώθηκα. Και δεν θα γυρνάω στις ερημίες μ’ αυτό το σκυλολόι παραμιλώντας. 

(μοντάζ 28): ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΗΚΕ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ…
βγάζοντας καπνούς-φωτιές και άρχισε να ταξιδεύει σφυρίζοντας. Φεύγει ιλιγγιωδώς. Τώρα το βλέπουν άλλοι και δεν υποψιάζονται ότι έβαλες κι εσύ ένα χέρι για να γίνει αυτή η μετακίνηση, αυτή η μουσική - Βασικά πρέπει να ελέγχεις τη γεωγραφική θέση της κατοικίας σου και της ζωής σου. Όπως ο πελεκάνος ξέρει την ευτυχία που κρύβει στη σακούλα κάτω απ’ το λαιμό του, γεμάτη ψάρια- Δύσκολα παπούτσια σε πάνε αλλού και χάνεις το τοπίο και το στίγμα σου και δεν ξέρεις πού είσαι τώρα και πού αύριο

(μοντάζ30): ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΡΕΧΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Ένα νησί ανάποδα στο Αιγαίο με τα πετρέλαια, το ουράνιο, τους χίλιους διαβόλους και την αναδυόμενη Αφροδίτη ακρόπρωρο σ’ ένα αεροπλανοφόρο. Ο φίλος μου κάνει μεγάλη τη φωνή του για να φαίνεται ψηλός. Σ’ αυτό το ειδυλλιακό ηφαίστειο καπνίζεις αρειμανίως λες και δεν συμβαίνει τίποτα. Τίποτα και το φιτίλι τελειώνει. Κάπου στο βάθος είμαι κι εγώ!.. Μουγγός, καμπούρης με φωτιά και καπνούς στα μαλλιά – παγωμένος

(μοντάζ 32): ΠΙΝΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΓΑΛΑ: ΤΟ ΓΑΛΑ ΚΑΝΕΙ ΟΜΟΡΦΟ ΔΕΡΜΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΟΜΟΡΦΟ ΤΟΜΑΡΙ:
Παλιοτόμαρα δίχως μάτια. Ανακριτές και πουτάνες στα σκοτεινά. Έχετε με το μέρος σας τις μονόχρωμες κοινωνίες και φτιάχνετε την ιστορία όπως θέλετε. Έτσι τρώτε τον χορτάτο σκύλο και την πίτα. Κατακλυσμό δεν φοβάστε, γιατί εσείς βγάζετε τα μετεωρολογικά δελτία. Επανάσταση δεν περιμένετε, γιατί είστε οι ίδιοι επαναστάτες. Σαν να λέμε τα έχετε κανονίσει όλα ρολόι. Τα έχετε ρυθμίσει όλα στο χρόνο της ευδαιμονίας, γι’ αυτή και την άλλη ζωή. Τρέμετε όμως και ο πανικός ανεβαίνει, όταν βλέπετε το χέρι μου έτοιμο να γυρίσει το διακόπτη που θα σας πνίξει στο φως.

(μοντάζ 36): ΠΑΛΙ ΠΕΡΝΑΝΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ ΑΛΑΦΙΑΣΜΕΝΑ ΑΛΟΓΑ ΚΑΙ ΤΡΕΝΑ ΚΑΙ ΤΡΕΧΟΥΝ  ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ:
Πατάνε τον τόπο μου, παίρνουν ό,τι θέλουν, λένε ακατάληπτα λόγια. Ένας μάλιστα σταματάει, με κοιτάει και βγάζει ένα σύντομο πολιτικό λόγο. Φεύγουν όλοι κι όλα  προς άγνωστη κατεύθυνση. Σκέφτεσαι: λες να φύγουν όλοι και να μείνουμε μόνοι επιτέλους; Και πάλι σκέφτεσαι: τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά; Και φαντάσου έχεις στα χέρια το λυχνάρι του Αλαντίν και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Το τρίβεις και δεν βγαίνει από μέσα τίποτα. Απλούστατα γιατί είναι ένα συνηθισμένο λυχνάρι και σε λίγο θα τελειώσει το λάδι του και θα ’σαι σ’ άγνωστο μέρος και θα γκρεμιστείς.

(μοντάζ 45): ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ:

Το χάδι, το μαχαίρι, ο στραγγαλισμός, το παγωμένο βλέμμα. Κυρίως όμως οι λεγόμενες πολιτικές και πνευματικές ελευθερίες. Οργανωμένες όπως εκείνα τα ηλίθια τοπία στην εξοχή, με τα μικρά άσπρα σπιτάκια, τον ανεμόμυλο, τη θάλασσα, τον ήλιο να δύει και τον αγρότη με το γάιδαρο φορτωμένο οπώρας. Οπώρας, λοιπόν, αλλά οι λύκοι ξεθάρρεψαν και κατεβαίνουν καλοκαιριάτικα μέσα στα σπίτια. Το δωμάτιο γεμάτο λύκους. Είναι γύρω στους σαράντα πέντε -αν μετράω καλά… Βρωμάνε, γρυλίζουν. Τώρα λένε ανέκδοτα και γελάνε. Τραβάω ενός τη μάσκα και είναι πιο λύκος από μέσα. Και δεν θέλουν οπώρας, αλλά κρέας  

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΝΑ ΦΤΙΑΧΝΩ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΩΡΑ «Σ’ ΑΓΑΠΩ»:

$
0
0
Απόψε φάγαμε ελαφριά μια σούπα μόνο, όπως ταιριάζει στους ιστούς που έχουν βαρύνει από τις απλωμένες σάρκες μιας μουντής ημέρας, είπε ο πατέρας, και τράβηξε ένα μανταλάκι που καλλιεργούσε στο χώμα μια κουρτίνα με πολύχρωμα λουλούδια Του φάνηκε πολύ λυκόφως να επιστρέψει στο μνήμα με αύτανδρο τον ήλιο Έσυρε στην άμμο τις παντόφλες Πας, είπα, κι εγώ πώς θα σε κουβαλάω όλο κόκκους μες στο σπίτι; Κάνε υπομονή και ποίημα με όστρακο στους βράχους, είπε, και μη μεγαλοπιάνεσαι απ’ τις διαθήκες των νεκρών σου Δεν ξέρω ποιήματα να φτιάχνω, είπα, Σου έχω αφήσει ένα σεντόνι για την αλμύρα και το βρέφος, είπε θλιμμένα, αχάριστη, και σαν να φάνηκε πως έκλαιγε το ένα του το μάτι —στο άλλο του ράβω κάθε μέρα ένα φρέσκο μη με λησμόνει άνθος να θρέφω μόνο φτωχές ροές από ελλείψεις όταν τα βράδια επιστρέφει να μου σιάξει την κουβέρτα Δεν ξέρω ποιήματα να φτιάχνω, μονολόγησα, αλλά εκείνος είχε φύγει. Κι έπειτα στράφηκα σε σένα  Δεν ξέρω ποιήματα να φτιάχνω, σου είπα, πρέπει να λέω όλη την ώρα σ’ αγαπώ…[Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το όστρακο]

  
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΝΑ ΦΤΙΑΧΝΩ, ΜΟΝΟΝ ΕΑΝ ΕΣΥ ΤΟ ΟΣΤΡΑΚΟ ΚΡΑΤΑΣ

Δεν ξέρω αν το άκουσες  Έτρεχε ένα μικρό αεράκι στην πλάτη μ’ ένα βρέφος που νανούριζε τον ήλιο νάνι νάνι Μη φοβάταιΜας θέριζε ένα πορφυρό μένος για αγάπη τόσο λευκούς και διάφανους και εύθραυστους  αρχαίους στο λυκόφως Γιατί γνωρίζαμε πολλά κρυφά από τη γνώση Εγώ κρατούσα το σεντόνι να στρώσω ύπνο στο βράχο για το βράδυ

Θα κοιμηθούμε εδώ, σκεφτήκαμε, στις κοφτερές σπάθες των ερώτων Να κόβουν σε ωραίους καρπούς τ’ αστέρια Να  θρέφουμε το βρέφος που άφησε ο πατέρας με  εύγεστο φως από θανάτους Δεν ξέρω ποιήματα να φτιάχνω, σου είπα, πρέπει να λέω όλη την ώρα σ’ αγαπώ Εσύ μετρούσες με το ρίγος που κυκλώνει τους τυφώνες βότσαλα όστρακα υδρατμούς και χαρακιές πάνω στα βράχια
Εδώ είσαι, είπες, χαμογέλασες, στα σχήματα της πέτρας Σσσσς… Πάρε έναν μικρό αστερία, είπα, μη μιλάς, και σ’ τον ακούμπησα στα χείλη Δεν ξέρω ποιήματα να φτιάχνω, μόνον εάν εσύ το όστρακο κρατάς και το σφυρί εγώ σιγά σιγά να με κολλάμε πάλι σε λέξεις από ίνες σιγά σιγά, η αχάριστη, όπως το κληροδότησε ο πατέρας.

[Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το Όστρακο όπως αναρτήθηκε στο Ιστολόγιο της Ενύπνια Ψιχίων με πίνακες του Χρήστου Οικονόμου και της margarita sikorskaia]

ΜΕ ROLEX ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ και ΓΟΥΝΕΣ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ (εφοπλιστές, εργολάβοι, επενδυτές, πετρελαιάδες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις καναλαρχών, υπερθεματιστών της επανάστασης):

$
0
0
Απειλούν με αντάρτικο, εμφανίζονται αδικημένοι, λένε ότι το κράτος τούς χρωστάει. Για ποιο πράγμα; Μα προφανώς για την προσφορά τους στον τόπο. Για τον υποδειγματικό σεβασμό των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Για τη συμβολή τους στην εθνική οικονομία μέσω των απίστευτων ποσών που έχουν καταβάλει για τη χρήση του δημόσιου αγαθού των τηλεοπτικών συχνοτήτων. Για την ευλαβική τήρηση της εργατικής νομοθεσίας όλα τα χρόνια της λειτουργίας των «μαγαζιών τους». Για τις υψηλότατες εργοδοτικές εισφορές που πλήρωναν επί δεκαετίες. Για την ανεκτίμητη συνεισφορά τους στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Για την ολόψυχη στήριξη των πάσης φύσεως κυβερνήσεων που πέρασαν από το πολιτικό σκηνικό (πάντα με το αζημίωτο). Φυσικά ο λόγος για τους περίφημους καναλάρχες - εργολάβους - (κατά Καραμανλή) νταβατζήδες. Δεινόσαυρους, παλαιούς, νεότερους και απόλυτα νεόκοπους, οι οποίοι διεκδικούν το απόλυτο δικαίωμά τους για παραχάραξη, αλλοίωση και απόκρυψη της αλήθειας. Το αναφαίρετο δικαίωμά τους να κοπρίζουν ελεύθερα τον τηλεοπτικό αέρα και στο λίπασμα της κοπριάς να μεγαλώνουν τα άνθη του κακού: συντηρητισμός, θρησκοληψία, εθνικισμός, κοινωνικός αυτοματισμός και στο τέλος φασισμός… [Μπογδανισμός, πορτοσαλτισμός, πρετενερισμός και στο βάθος… Πάγκαλος, Ένας αστερισμός στο συστημικό στερέωμα που επιμένει ότι η Γη είναι επίπεδη, το Σύμπαν πεπερασμένο και οι επιλογές περιορίζονται σε μία: ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΑ ΚΕΛΕΥΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ, απόσπασμα από άρθρο του Τάσου Τσακίρογλου στην Εφημεριδα των Συντακτών, Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017 που διαβάζεται με μουσική υπόκρουση το σατιρικό εκείνο θούριο του Χάρυ Κλιν Με Rolexστα χέρια και γούνες στους ώμους - ΚΛΙΚ στην εικόνα για τη συνέχεια) 


Μπογδανισμός, πορτοσαλτισμός, πρετεντερισμός= Τυφλή υποταγή στα κελεύσματα των αγορών:  
Οι μιντιακοί όμιλοι αλλάζουν χέρια εν ριπή οφθαλμού, με διαδικασίες Χουντίνι, ώστε όλοι οι υποψήφιοι «επενδυτές» να παίρνουν «μαγαζιά» απαλλαγμένα από χρέη και ανεπιθύμητους εργαζόμενους. Το όραμα της επιχειρηματικότητας, φιλοτεχνημένο με κάρβουνο. Κάρβουνο τα δικαιώματα, κάρβουνο η δημόσια περιουσία, κάρβουνο οι ζωές των ανθρώπων. Διαμάντι όμως η ζωή των καναλαρχών και της μιντιακής Αυλής τους. Διαμάντι κρυμμένο σε εξωχώριες, σε φορολογικούς παραδείσους και σκοτεινές θυρίδες.

Έχουμε όντως την τηλεόραση που μας αξίζει; Εκπομπές καρακατσουλιό, ειδήσεις λογοκριμένες και μαγειρεμένες, σκυλοπόπ κουλτούρα και γενικευμένη δηθενιά. Καλλιτεχνικά έργα σπουδαίων δημιουργών κακοποιημένα και βιασμένα από εκατοντάδες «διαφημιστικά μηνύματα» και «τοποθέτηση προϊόντων». Μια τηλεόραση στην οποία ο άνθρωπος είναι τελικά το προϊόν για αγοραπωλησία.

Ένα τηλεοπτικό τοπίο που βουλιάζει στη μιζέρια, στην επανάληψη, στη ρουτίνα και στην κατάθλιψη. Και στο ενδιάμεσο ο πολιτισμός των πάσης φύσεως τηλεπαιχνιδιών, στα οποία ο καθένας είναι ελεύθερος να διαλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα αυτοεξευτελιστεί. Ο πραγματικός νικητής του Survivor είναι τελικά ο τηλεθεατής, εάν μπορέσει να βγει αλώβητος από το βασίλειο της μικρότητας, της σκοπιμότητας και της βλακείας.

Οι δημιουργοί αυτού του βασιλείου κουνάνε σήμερα το δάχτυλο στην κοινωνία και ζητούν να τους επιδοτήσουμε εκ νέου για την κοινωνική τους προσφορά. Να τους δώσουμε την άδεια να συνεχίσουν το εκπολιτιστικό τους έργο. Να αποβλακώσουν ό,τι έχει μείνει όρθιο. Εφοπλιστές, εργολάβοι, επενδυτές, πετρελαιάδες, ασφαλιστές και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις σχηματίζουν το νέο μέτωπο της αντίστασης.

Συγκροτούν τον νέο κοινωνικό συνασπισμό που θα μας οδηγήσει σ’ ένα φωτεινότερο μέλλον. Με πλουραλιστική και πραγματική ενημέρωση, προς όφελος του λαού και του τόπου. Με άνθηση του πολιτισμού και της λαϊκής δημιουργίας. Με αυτοδιαχείριση και εργατικό έλεγχο.
Πώς είπατε; Αυτό είναι από άλλο ανέκδοτο;

[Μπογδανισμός, Πορτοσαλτισμός, Πρετεντερισμός, άρθρο του Τάσου Τσακίρογλου από την Εφημερίδα των Συντακτών Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017 ]

ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: «Εδώ μέσα είναι η Ποίηση που επιθυμείς, αλλά μη στεναχωρηθείς, αν δεν βρεις το ευεργέτημα που περιμένεις!..

$
0
0
Στο κατάστρωμα της θαλαμηγού του, ο Τζόρτζιο Καμ, ιδιοκτήτης μεταλλείων, είχε την ευκαιρία να σώσει έναν νεαρό που πάλευε με τα κύματα. Ήταν ένας νεαρούλης εξαιρετικής ομορφιάς, που προέκυψε ότι ήταν παιδί του Θεού. Αυτός, επειδή του ήταν υποχρεωμένος, έστειλε να τον φωνάξουν και τον ρώτησε τι ανταμοιβή ήθελε. «Αισθάνομαι ευγνώμων», απάντησε ο ιδιοκτήτης μεταλλείων, «αλλά, γιατί μου κάνεις αυτή την προσφορά με τόσο επιτιμητικό τρόπο;» «Στη θέα πλουσίων του είδους σου χαλιέμαι λίγο, αλλά μη δίνεις σημασία!.. Όλοι έχουμε τις ιδιοτροπίες μας. Πες μου καλύτερα μια επιθυμία σου. Όσο δύσκολος κι αν είμαι, θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ» Ο Καμ, που περνιόταν για διανοούμενος και προσκαλούσε συχνά στις δεξιώσεις του φιλοσόφους, συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς, θέλησε να κάνει καλή εντύπωση: -Θα ήθελα να μου κάνεις δώρο την Ποίηση!.. -Τι είδους ποίηση; -Την ποίηση του Γουόλτερ Τριμπολάντι. Τον τελευταίο καιρό είχε ακούσει να μιλούν πολύ γι’ αυτόν το νεαρό ποιητή, κι ο ίδιος τον είχε διαβάσει, αλλά χωρίς ωστόσο να καταλάβει τίποτα.  -Αυτό δεν είναι τίποτα, είπε ο Θεός. Τα ποιήματα του Τριμπολάντι πουλιούνται σε όλα τα βιβλιοπωλεία, αν θυμάμαι καλά, για χίλιες πεντακόσιες λίρες το ένα. -Δεν εννοούσα αυτό. Θα επιθυμούσα να μου χαρίσεις την απόλαυση που ορισμένοι φίλοι μου ορκίζονται ότι αντλούν απ’ αυτούς τους στίχους, και που εγώ προσπάθησα μάταια ν’ αποκτήσω. Ο Θεός κούνησε το κεφάλι του:  -Δεν είναι πράγματα αυτά για σένα, πίστεψέ με. Άλλο δώρο θα σου ταίριαζε.  -Τι άλλο να ζητήσω; απάντησε ο μεγιστάνας. Όλα τα άλλα τα έχω ήδη. Μόνο η ποίηση μου λείπει!.. -Αφού επιμένεις, είπε ο παντοδύναμος, θα σε ικανοποιήσω με αυτήν. Κι έβγαλε απ’ το μανδύα του ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο με γαλανό χαρτί και δεμένο με μια χρυσαφιά κορδέλα.  -Εδώ μέσα είναι η ποίηση που επιθυμείς. Αλλά μη στενοχωρηθείς, αν δεν μπορέσεις να βρεις το ευεργέτημα που περιμένεις. Ο Καμ, αφού έκανε πρώτα μια υπόκλιση, έφυγε με το πακέτο του που ήταν τόσο ελαφρύ σαν να ήταν άδειο. Ανέβηκε στο αυτοκίνητο και πήρε το συνηθισμένο του δρόμο. Λόγω της θεϊκής πρόσκλησης είχε αναβάλλει πολλές επείγουσες υποθέσεις... [η συνέχεια και το τέλος της παραβολής του Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (Dino Buzzati) με ΚΛΙΚ στην εικόνα - Στην κατακλείδα και η ιστορία της όμορφης μαθήτριας που αρίστευσε σ’ όλα τα μαθήματα εκτός από τα μαθηματικά, όπου όμως ο … «εκγυμναστής» της ήταν… καθηγήτρια - ARTbyAXAOPOULOS]  


Πράγματι, μόλις μπήκε στο γραφείο του, από μια πόρτα ήρθε βιαστικά ο γραμματέας κρατώντας μια στοίβα από έγγραφα και την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και τον πληροφόρησαν για μια κατολίσθηση στο φρεάτιο νούμερο 27 -όπου θα ήταν καλύτερα να σπεύσει αμέσως για να ρίξει μια ματιά. Από κει, στην αίθουσα αναμονής 1, εδώ και μια ώρα, περίμενε ο Θάντεους Φαντούσκα που είχε έρθει από την Πράγα για να του υποβάλει ένα σχέδιο για συγχώνευση επιχειρήσεων. Στην αίθουσα αναμονής 2 έτρεμε από ανυπομονησία άλλος ένας αναστατωμένος άνθρωπος: Ο Μομπίλιο Σατούρπ -πληρεξούσιος των συνδικαλιστικών οργάνων- και στον δερμάτινο χαρτοφύλακά του υπήρχαν όλα όσα είχαν να κάνουν με το ξέσπασμα μιας ανελέητης, πενταετούς απεργίας.

Έτσι ο Καμ, αφού πρώτα έχωσε το πακέτο με την ποίηση σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του, αφέθηκε να παρασυρθεί από την τρομερή καταιγίδα που ο ίδιος είχε προκαλέσει την ημέρα που, όντας φτωχός μεταλλωρύχος, είχε εξορύξει από τη βαθιά γη ένα τεράστιο διαμάντι.

Οι υποχρεώσεις, οι συζητήσεις, τα τηλεφωνήματα οι συναντήσεις, οι διαπραγματεύσεις, οι συνομιλίες, τα αεροπλάνα από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο οι δεξιώσεις τα συμβόλαια, τα ραντεβού, τα τηλεφωνήματα οι συναντήσεις τα τηλεφωνήματα ολοένα αυξάνονται και μπανγκ! ξαφνικά τον ξαναβρίσκουμε στο προεδρικό του γραφείο: ασπρομάλλης και κουρασμένος κοιτάει γύρω του σαστισμένος. Γιατί σήμερα αυτός είναι ο πιο ισχυρός επιχειρηματίας του πλανητικού συστήματος… Ωστόσο αναστενάζει βαθιά σαν να ήταν (συγχωρέστε με!): δυστυχισμένος. Από την υπόθεση της ποίησης, ύστερα από  τόσα σημαντικά πράγματα που έχουν απασχολήσει το μυαλό του, δεν έχει μείνει ούτε η πιο αμυδρή ανάμνηση…

       Τό­τε, ψά­χνον­τας ένα ενεργειακό αμερικάνικο χάπι που χρησιμοποιεί εδώ και κάμποσο καιρό, ανοίγει το δεύτερο συρτάρι δεξιά. Το χέρι του συναντά κάτι: ένα πακέτο!.. Είναι αρκετά σκονισμένο, τυλιγμένο με γαλάζιο χαρτί. Το ζυγιάζει στο δεξί του χέρι -διστακτικός- και δεν βρίσκει στα εγγεφαλικά του αγγεία την παραμικρή αναφορά γι’ αυτό. Καταλήγει: «Ποιος ξέρει ποιος έχωσε αυτό το σκουπίδι εδώ μέσα;»!.. Και το εκσφενδονίζει στο καλάθι των αχρήστων.

Η ΜΑΘΗΤΡΙΑ του Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)
Ο γιατρός Τούλιο Ραμπέσκι, καθώς από τοαυτοκίνητο μπροστά στο σπίτι ενός ασθενούς του, κοντοστάθηκε για να παρατηρήσει μια έξοχη νεαρή κοπέλα που πλησίαζε. Είχε μήνες να δει τέτοιο λουλούδι. Εκείνο το πρόσωπο που διατηρούσε ακόμα τα αγνά χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας αλλά ήδη ακτινοβολούσε μυστηριώδεις προσδοκίες, του έφερνε στο νου κάτι αόριστο. «Κι όμως δεν την έχω ξαναδεί» αναλογίστηκε. Εκείνη τη στιγμή το κορίτσι πέρασε από μπροστά του και τον χαιρέτησε χαμογελώντας φιλικά. «Σοφία!», αποκρίθηκε αυτός, αναγνωρίζοντας επιτέλους την κόρη του παλιού του φίλου Στάτσι, η οποία μέχρι χθες του φαινόταν κοριτσάκι.

Και κοκκίνησε εξαιτίας κάποιας ακαθόριστης ταραχής. Η νεαρή, ποιος ξέρει γιατί, κοκκίνισε κι αυτή. «Το ξέρεις, είπε αυτός, πως δεν σε αναγνώρισα; Έγινες κιόλας ολόκληρη δεσποινίδα. Και το σχολείο; Τι τάξη πας φέτος;» «Δευτέρα Λυκείου». «Διάολε. Και πώς τα πας;» Ρώτησε ο Ραμπέσκι, ενθυμούμενος τα παράπονα του φίλου του για την αργόστροφη και τεμπέλα κόρη του, που δεν έλεγε με τίποτα να διαβάσει. «Ναι,  βέβαια» απάντησε αυτή με έξαψη «φέτος τα πάω πολύ καλύτερα». «Άρχισες επιτέλους να διαβάζεις ε;» (Στο μεταξύ σχηματιζόταν μέσα του ένα παράξενο κουβάρι από σκέψεις: τι εντυπωσιακή μεταμόρφωση, έχανες το μυαλό σου μ’ αυτό το πλάσμα, ε και να ήμουνα είκοσι πέντε χρόνια νεότερος, βέβαια μικρό κοριτσάκι ακόμα, αλλά μ’ εκείνη τη λεπτή και ταυτόχρονα προκλητική πτυχή στα χείλη, εκείνο το λείο και σφριγηλό λαιμό… Και τα υπόλοιπα; Όλα εκείνα που μπορούσε κανείς να φανταστεί κάτω από το ανάλαφρο φόρεμα, και που σχεδόν του έκοβαν την ανάσα;) «Όχι», είπε η Σοφία. «Όχι ακριβώς. Δεν διαβάζω, και μάλιστα φέτος λιγότερο απ’ ό,τι συνήθως. Κι όμως…». «Θα έχεις πιο επιεικείς καθηγητές». «Όχι βέβαια οι καθηγητές είναι πάντα οι ίδιοι». «Και τότε πώς το εξηγείς;». «Δεν ξέρω. Είναι βέβαιο που φέτος έχω μια τύχη…». «Σε όλα τα μαθήματα;» «Εκτός από τα μαθηματικά». «Στοιχηματίζω» είπε ο Ραμπέσκι μ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο, «στοιχηματίζω πως στα μαθηματικά έχεις καθηγήτρια» «Ναι, καθηγήτρια» και γέλασε. «Μα εσείς πώς το μαντέψατε;»    


ΠΗΓΗ: Ντίνο Μπουτζάτι, από τη συλλογή διηγημάτων ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΝΥΧΤΕΣ, Mon­da­do­ri, Mi­la­no 1971. Μετάφραση από τα Ιταλικά Πέτρος Φούρναρης. Ντί­νο Μπουτ­ζά­τι (DinoBuzzati) (S­anP­e­l­­l­e­­g­r­i­­nodiBel­lu­no, 1906 – Mi­la­no, 1972). Ιταλός συγ­γρα­φέ­ας και δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Έγραψε θε­α­τρικέργα, μυ­θι­στο­ρη­μά­τα και δι­η­γή­μα­τα. Γνω­στό­τε­ρο έργο του: Il d­e­s­e­r­to d­ei t­a­r­t­a­ri (Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΩΝ ΤΑΡΤΑΡΩΝ). Έχει παραλληλιστεί με τον Κάφκα λόγω της εφιαλτικής ατμόσφαιρας πολλών έργων του, τα οποία συνδυάζουν την καθημερινότητα με παράδοξες καταστάσεις που   πα­ρει­σφρέ­ουν στην κα­νο­νι­κό­τη­τα της ζωής και την ανατρέπουν.

ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΪΧΜΑΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού):

$
0
0
«Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν αυτόν, και οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών αξιολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμη πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες, γιατί υποδείκνυε ότι αυτός ο εγκληματίας νέου τύπου διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες στις οποίες αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό» (απόσπασμα από το βιβλίο της φιλοσόφου Hannah Arendt Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, εκδόσεις Νησίδες 2009 μετάφραση Βασίλης Τομανάς).  Πρόκειται για ένα συναρπαστικό κείμενο πουμε τη ζωηρότητα της αφήγησης και την ακρίβεια της δημοσιογραφικής έρευνας, μας προσφέρειάγνωστες πτυχές του ολοκαυτώματος των Εβραίων. Ταυτόχρονα, η επιμονή στη σκιαγράφηση του πορτραίτου του κατηγορουμένου, του Άιχμαν, μας παρέχει μιαν έξοχη ανάλυση της ανθρώπινης συνθήκης ενός εγκληματία πολέμου.Πέρα όμως απ'αυτήν την πρώτη ανάγνωση, η συγγραφέας συντάσσει μια φιλοσοφική μελέτη για την «κοινοτυπία του κακού». Το φιλοσοφικό πρόβλημα που την απασχολεί είναι τα όρια της «ηθικής κρίσης»: η δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα στο καλό και το κακό. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί φιλοσοφικά εκείνη η α-ηθικότητα (έλλειψη δυνατότητας για ηθική κρίση) που οδήγησε στα γνωστά πρωτοφανή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας; Ανθρωπότητα: αυτό που ταιριάζει στη φύση του ανθρώπου ως ανθρώπου· αυτή είναι η κεντρική έννοια του βιβλίου.Στο πρόσωπο του Άιχμαν η Άρεντ αναγνωρίζει έναν «νέο τύπο εγκληματία», το έγκλημα του οποίου δεν έγκειται ούτε στην μοχθηρότητα, ούτε στην παράνοιά του. Παρά τα ψυχολογικά τεστ ο Άιχμαν παρέμενε ένας απόλυτα φυσιολογικός και κανονικός άνθρωπος. Κατά τα λεγόμενά του ιδίου, ουδέποτε υπήρξε αντισημίτης και ουδέποτε διέταξε τον θάνατο κάποιου. Αυτό που τον χαρακτήριζε περισσότερο ήταν η συνήθειά του να υπακούει απρόσωπα και αδιάφορα στις άνωθεν εντολές και να τις εκτελεί με απίστευτη αφοσίωση και σχολαστικότητα.  Με ΚΛΙΚ στην εικόνα στοιχεία για την όλη υπόθεση της πολύκροτης δίκης καθώς και  σχόλια  για τις αντιδράσεις και τη συζήτηση που προξένησαν οι  φιλοσοφικές/ πολιτικές προεκτάσεις που είχαν οι απόψεις της γερμανοεβραίας Χάνα Άρεντ σχετικά με την κοινοτοπία του κακού: Η έννοια της κοινοτοπίας στο βιβλίοαντιτάσσεται στην έννοια της αθωότητας και η Άρεντ αναδιαμορφώνει την παλαιότερη θεωρία της για το «ριζικό κακό». Η περίπτωση του Άιχμαν, για τη συγγραφέα του βιβλίου,αποτελεί παράδειγμα μετάλλαξης ενός καθημερινού ανθρώπου σε γρανάζι μιας θανατηφόρας μηχανής… Επομένως το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τον γερμανικό λαό ούτε, πολύ περισσότερο, το έχουμε ξεπεράσει οριστικά. Αποτελεί έναν κίνδυνο που ελλοχεύειστη σύγχρονη κοινωνία της νεωτερικότητας και σχετίζεται άμεσα με τις συνέπειες του καλπάζοντος καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της τα ολοκληρωτικά συστήματα του άμεσου μέλλοντος θα στραφούν εκ νέου εναντίον μιας «περιττής» ανθρωπότητας που θα εντοπίζεται πλέον στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις (ως νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης) και θα απαρτίζεται από άνεργους και μετανάστες: «οι οικονομικές κρίσεις και οι ιστορίες τρόμου για τους τεράστιους αριθμούς απολύσεων κάνουν «το φάντασμα της αχρηστίας και της ξενοφοβίας» να πλανάται εκ νέου στον πλανήτη. Κι ο ρατσισμός δεν έχει προνομιακό αντικείμενο ή χρώμα. Τα καινούρια θύματα του μπορεί να είναι οι μετανάστες-επαίτες του Τρίτου κόσμου, οι αραβο-μουσουλμάνικοί πληθυσμοί ή απλώς όσοι είναι πλέον αντι-παραγωγικοί… Η έρπουσα καθήλωση που οδήγησε στον ναζισμό, στον φασισμό –δηλαδή σε μαζικά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας– είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο που συνδυάζει μεγαλεπήβολες ελπίδες, άγρια ένστικτα και μια μορφή διανοητικού κώματος: η Χάννα Άρεντ αφαιρεί από το Κακό τη μυθώδη του διάσταση – και παρ’ όλ’ αυτά, επιμένει ότι δεν είμαστε όλοι, εν δυνάμει, Άιχμαν. Πρέπει να είσαι «μηδενικό» για γίνεις Άιχμαν· πρέπει να είσαι «ο Κανένας». Η θεωρία της Άρεντ για την ευτέλεια του Κακού παρεξηγήθηκε, όπως συμβαίνει σε όλες τις θεωρίες. Όμως το πρόβλημα σήμερα παραμένει: τι οδηγεί τους πολίτες σε ιδεολογίες μίσους; Κυρίως, τι οδηγεί τους πολίτες σε θέση ευμενούς απάθειας μπροστά σε βιαιοπραγίες ή εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας; Ποιο είναι το προφίλ του σημερινού αντισημίτη που θρηνεί διότι ο Χίτλερ δεν κατάφερε να εξολοθρεύσει τους Εβραίους; Και, σε μικρότερη κλίμακα, στην ελληνική πραγματικότητα, ποιο είναι το προφίλ του πολίτη που υποστηρίζει νεο- ή παλαιο-ναζιστές; Η Χάννα Άρεντ θα έλεγε ότι είναι ο υποταγμένος άνθρωπος που επιλέγει να πειθαρχήσει σε μια ιδέα, σε έναν ηγέτη που θεωρεί απείρως μεγαλύτερο από τον ίδιον: η μεταμόρφωσή του σε «τέρας» συνοδεύεται από τη δήλωση «δεν ήξερα» ή «εκτελούσα εντολές»!..



ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ (αποσπάσματα από άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Ένα χρόνο μετά την απαγωγή του στην Αργεντινή από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, τον Απρίλιο του 1961, τελείται η δίκη του Άντολφ Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μπροστά στο περιφερειακό δικαστήριο του νεοσύστατου κράτους του Ισραήλ στέκεται ο άνθρωπος που είχε οδηγήσει εκατομμύρια Εβραίους στον θάνατο. Στην πολύκροτη δίκη παρίσταται ως ανταποκρίτρια του αμερικανικού περιοδικού New Yorker η γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ και οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις της θα αποτελέσουν τη βάση για τη μελέτη που θα εκδώσει το 1963 με τον τίτλο: Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (ελληνική έκδοση Νισήδες, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, 2009). Πρόκειται για μια έκθεση της δίκης στην οποία η Άρεντ περιγράφει και εξετάζει το έγκλημα, το ποιόν του κατηγορουμένου και τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η δίκη. Εξαιρετικά σημαντικές, όμως, είναι οι ηθικές και πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος, που οδηγούν την Άρεντ να προσθέσει στο βιβλίο τον υπότιτλο: «Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» και να εγείρει σφοδρές αντιδράσεις.

Μολονότι Εβραία και παρολίγον θύμα του Ολοκαυτώματος, η Άρεντ δεν απαρνείται την επιστημονική της ματιά και ως αντικειμενικός παρατηρητής λαμβάνει τις απαραίτητες αποστάσεις από το ζήτημα… Στη συνέχεια, αναλύει το ψυχολογικό προφίλ του κατηγορουμένου και σημειώνει τη συμβολή του κατά τα τρία στάδια των λύσεων που επιχειρήθηκαν ―απέλαση, συγκέντρωση και θανάτωση― για την αντιμετώπιση του εβραϊκού ζητήματος από το ναζιστικό καθεστώς. Παρουσιάζει το ιστορικό των εκτοπίσεων των εβραϊκών πληθυσμών από τα γερμανο-αυστριακά εδάφη του Γ'Ράιχ και των προτεκτοράτων του, την δυτική Ευρώπη (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Δανία, Ιταλία), τα Βαλκάνια (Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία) και την κεντρική Ευρώπη (Ουγγαρία, Σλοβακία), τονίζοντας τη διαφορετική προσέγγιση του εβραϊκού ζητήματος από κάθε κράτος… Τέλος, εξετάζει τους λόγους που οδήγησαν το δικαστήριο στην καταδίκη του Άιχμαν αφήνοντας αιχμές για την επιτυχία του και την επάρκεια του νομικού πλαισίου, ώστε να συμπεριλάβει ένα τόσο ιδιότυπο και ειδεχθές έγκλημα. 

Οι έντονοι πολέμιοι του βιβλίου και της συγγραφέως άσκησαν δριμεία κριτική με τα κυριότερα από τα επιχειρήματά τους να συνοψίζονται στο ότι: α) η Άρεντ επέρριψε μομφές στην ηγεσία των κατά χώρα εβραϊκών πληθυσμών αναφορικά με την στάση και τον ρόλο που διετέλεσαν στην εξόντωση του ίδιου τους του λαού, όπου επιχειρήθηκε η εκτέλεση της «τελικής λύσης» από τους Ναζί, αποπειρώμενη μια εξίσωση θύτη και θύματος, β) επικαλέστηκε την ακαταλληλότητα των ισραηλινών νόμων και του ισραηλινού δικαστηρίου να δικάσουν για πρώτη φορά έναν άνθρωπο που μεθόδευσε την γενοκτονία του λαού τους υποστηρίζοντας ότι θα ήταν απαραίτητη, λόγω της φύσης του εγκλήματος, η εκδίκασή της υπόθεσης από διεθνές δικαστήριο, και γ) σκιαγραφώντας το προφίλ του κατηγορουμένου επιχείρησε την ελαχιστοποίηση της ενοχής του αποδεχόμενη την υπερασπιστική του γραμμή και την εγκυρότητα των λόγων του. Όλα τα παραπάνω υποχρέωσαν την Άρεντ να υπεραμυνθεί των θέσεών της εν μέσω ενός μανιασμένα εχθρικού κλίματος που την οδήγησε στα πρόθυρα του νευρικού κλονισμού.

Το ζήτημα της εβραϊκής ηγεσίας ήταν εκείνο που ξεσήκωσε το λυσσαλέο μένος των ομοεθνών της, καίτοι η Άρεντ το αντιμετώπισε απλώς ως ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τους δικαστές κατά την διαδικασία και δεν καλύπτει παρά ελάχιστες σελίδες του βιβλίου. Αυτό συνέβη, διότι η φιλόσοφος με τόλμη κατέδειξε την ενδοτική στάση αρκετών Εβραίων ηγετών, που επέλεξαν να συνεργαστούν πειθήνια με τη γερμανική διοίκηση συμβάλλοντας στην κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των θυμάτων των ομοεθνών τους. Με την παραπάνω θέση της στράφηκε ενάντια στην ιστορική αυτοαντίληψη των Εβραίων εν γένει, ενάντια σε μια ιστορικότητα, apriori συστατικά στοιχεία της οποίας είναι η μαρτυρολογία και μια μεταφυσική της καταστροφής. Η Άρεντ δεν ήταν διατεθειμένη να εξυπηρετήσει έναν τέτοιο σκοπό. Ενδεικτική είναι η απάντησή της στον παλιό της φίλο, Γκέρσομ Σόλεμ, ο οποίος με αφορμή το βιβλίο της την κατηγορεί για έλλειψη αγάπης προς τον εβραϊκό λαό: «Ποτέ δεν «αγάπησα»  κανέναν λαό και καμιά συλλογικότητα. Ούτε τον γερμανικό, ούτε τον γαλλικό, ούτε τον αμερικάνικο, ούτε την εργατική τάξη ή οτιδήποτε τέτοιο. Στην πραγματικότητα αγαπώ «μόνο»  τους φίλους μου και το είδος αγάπης στο οποίο πιστεύω είναι η αγάπη για τα πρόσωπα»…
Στο πρόσωπο του Άιχμαν η Άρεντ αναγνωρίζει έναν «νέο τύπο εγκληματία», το έγκλημα του οποίου δεν έγκειται ούτε στην μοχθηρότητα, ούτε στην παράνοιά του. Παρά τα ψυχολογικά τεστ ο Άιχμαν παρέμενε ένας απόλυτα φυσιολογικός και κανονικός άνθρωπος. Κατά τα λεγόμενά του ιδίου, ουδέποτε υπήρξε αντισημίτης και ουδέποτε διέταξε τον θάνατο κάποιου. Αυτό που τον χαρακτήριζε περισσότερο ήταν η συνήθειά του να υπακούει απρόσωπα και αδιάφορα στις άνωθεν εντολές και να τις εκτελεί με απίστευτη αφοσίωση και σχολαστικότητα. Μέχρι το τέλος της δίκης αρνούνταν την ενοχή του, με βασικό επιχείρημα της υπεράσπισής του το γεγονός ότι οι ενέργειές του βρίσκονταν σε αρμονία με του θεσπισμένους νόμους του κυρίαρχου γερμανικού κράτους. Δικαιολογώντας την τυφλή αφοσίωσή του στο Ράιχ ο Άιχμαν επικαλείται ―εσφαλμένα βεβαίως― ακόμα και τις επιταγές της καντιανής κατηγορικής προσταγής. Ασφαλώς, του ήταν αδύνατον να σκεφτεί έξω από το ως άνω πλαίσιο κανονικότητας. Σε αυτήν ακριβώς την ανικανότητα σκέψης, την απερισκεψία και την αποστασιοποίησή του από τα πράγματα έγκειται, κατά την Άρεντ, η ενοχή του.

Η έννοια της κοινοτοπίας εδώ αντιτάσσεται στην έννοια της αθωότητας και η Άρεντ αναδιαμορφώνει την παλαιότερη θεωρία της για το «ριζικό κακό». Το κακό, όπως υποστηρίζει, δεν διαθέτει βάθος και συνεπώς πρέπει να αποβλέπουμε όχι στην απομυθοποίηση του Ολοκαυτώματος, αλλά στην κατανόησή του. Η περίπτωση του Άιχμαν αποτελεί παράδειγμα μετάλλαξης ενός καθημερινού ανθρώπου σε γρανάζι μιας θανατηφόρας μηχανής. Αξίζει σε αυτό το σημείο να συσχετίσουμε τα λεγόμενα της φιλοσόφου με την θεωρία που ανέπτυξε για το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού στο έργο της Η καταγωγή του Ολοκληρωτισμού, όπου γίνεται εμφανές πώς το ολοκληρωτικό μυαλό οδηγείται σε αποξένωση από τους συνανθρώπους και την πολιτική ζωή με την τυφλή υπακοή στους κανόνες. Αυτή η συνθήκη αποτέλεσε τον κανόνα του πολίτη στο ναζιστικό καθεστώς, σε μια κοινωνία που εξέπεσε ηθικά επειδή ήταν απερίσκεπτα νομοταγής. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι όλοι οι Γερμανοί προέβησαν σε εγκλήματα αντίστοιχα με αυτά του Άιχμαν και των εντολοδόχων του. Μάλιστα, φωτεινές εξαιρέσεις, όπως του Άντον Σμιντ επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα κάποιου να πράξει ενσυνείδητα παρά τις δύσκολες συνθήκες. Οπωσδήποτε, όμως, ο όρος κοινοτοπία αναφέρεται στον χαρακτήρα του Άιχμαν και όχι στις πράξεις του, οι οποίες ήταν ακραίες και πέρα για πέρα απεχθείς.

Το επίκαιρο του ζητήματος επισημαίνει η ταινία της Μαργκαρέτε Φον Τρότα (2012) και αρκετές όψιμες μελέτες, που μισό αιώνα αργότερα διατυπώνουν ακόμα κριτικές απόψεις επί του φαινομένου Άιχμαν. Πολλές από αυτές, μάλιστα, όπως των Christofer Browning, Deborah Lipstadt και Βettina Stangneth, αναλύοντας διαφορετικές πηγές, υποστηρίζουν ότι η Άρεντ παρερμήνευσε την προσωπικότητά του αποτυγχάνοντας να διακρίνει πίσω από το προσωπείο του στη δίκη τον φανατικό αντισημίτη. Αυτό που δεν λαμβάνεται ίσως υπόψιν είναι πως η Άρεντ δεν προσπάθησε σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τον Άιχμαν παρουσιάζοντας τον απλώς ως ένα αφελές γραφειοκρατικό ανδρείκελο, αλλά τον απεικόνισε ως έναν “ιδεαλιστή” που ήταν ανίκανος να διακρίνει οτιδήποτε πέρα από τα ναζιστικά ιδεώδη θυσιάζοντας στον βωμό τους κάθε έννοια ηθικής. Σύμφωνα με τα δικά της λεγόμενά, το να προσπαθείς να κατανοήσεις, σε αυτές τις περιστάσεις, δεν σημαίνει ότι συγχωρείς. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει διαβάζοντας το βιβλίο της είναι ότι “το κακό ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό, μονάχα ακραίο. Ριζοσπαστικό και βαθύ μπορεί να είναι μόνο το καλό”. Η προκλητική και απαιτητική σκέψη της Άρεντ, για να μην παρερμηνευτεί σήμερα για ακόμη μια φορά, αξιώνει μια ενδελεχή κατανόηση του σπουδαίου φιλοσοφικού της έργου. 
[Συντάκτης:  Βαγγέλης Γραμματικόπουλος στην εφημερίδα των Συντακτών]

Η ΕΥΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ (Σώτη Τριανταφύλλου)
Στην Ιερουσαλήμ, ο εγκληματίας πολέμου Άντολφ Άιχμαν τοποθετήθηκε σε γυάλινο κουβούκλιο, όπως, στην κινηματογραφική μυθοπλασία, ο Χάνιμπαλ Λέκτερ φιμώθηκε και ακινητοποιήθηκε με λουριά. Το «αρπακτικό» Άιχμαν, που είχε στείλει στον θάνατο εκατομμύρια Εβραίους, καθόταν μέσα στο κουβούκλιο και σκούπιζε τη μύτη του: είχε συνάχι. Ενώ ο κόσμος περίμενε να δει έναν ψυχοπαθή δολοφόνο με κίτρινα μάτια γεμάτα μίσος, είδε έναν ανθρωπάκο που επαναλάμβανε: «Εκτελούσα εντολές». Ο ανθρωπάκος απαγχονίστηκε, φορώντας τις μάλλινες παντόφλες του, στις 31 Μαΐου 1962 – αλλά το Κακό δεν εξέλιπε. Διότι, όπως υποστηρίζει η Χάννα Άρεντ, η τερατωδία αποτελεί δυνατότητα του μικρού ανθρώπου, του ανθρώπου που δεν σκέφτεται αλλά που «εκτελεί εντολές». Ο φασισμός, σε όλες του τις εκδοχές, είναι η πολιτική συμπεριφορά που απορρέει από τον θάνατο της σκέψης, από την παπαγαλία βολικών απόψεων κι από την εγκληματική ιδέα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Ο Άιχμαν ήταν ένας γραφειοκράτης, περισσότερο φασουλής μιας ιδεολογίας παρά τέρας και δράκος, που ενσάρκωνε τη μη-σκέψη, την αναισθησία της συνείδησης, την αδυναμία διάκρισης του Καλού από το Κακό. Η αδυσώπητη έννοια του «καθήκοντος» –στην περίπτωση του Άιχμαν η εξόντωση των Εβραίων– υπερέβαινε οποιαδήποτε έννοια δικαίου. Δεν ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία, δεν ήταν ούτε η τελευταία. Ο Άιχμαν δεν ήταν πολίτης, δεν ήταν άτομο – ήταν το αυτόματο μιας γραφειοκρατίας που εκφραζόταν με κοινοτοπίες, με το ιδίωμα του συνηθισμένου ανθρώπου.

Αντίθετα από τη λογοτεχνία όπου οι «κακοί» –ο Μακμπέθ, ο Ιάγος, ο Μεφιστοφελής– έχουν δαιμονικές ιδιότητες, στην πραγματική ζωή επιρρεπής στο Κακό είναι ο άνθρωπος που δεν σκέφτεται, ο άνθρωπος των μηχανισμών. Και σύμφωνα με τη Χάννα Άρεντ, το Κακό δεν είναι ποτέ «ριζοσπαστικό»: είναι επιφανειακό, τετριμμένο. Ο ασήμαντος άνθρωπος μπορεί εύκολα να μεταμορφωθεί σε δήμιο όταν τοποθετηθεί κάτω από αρχή και εξουσία έναντι της οποίας αισθάνεται δέος. Η άκριτη υπακοή, όπως η άκριτη ανυπακοή, αποτελούν ιδιότητες του «ανθρωπάκου» όπως τον ορίζει η Χάννα Άρεντ.

Κάνοντας λόγο για την ευτέλεια του Κακού η Χάννα Άρεντ δεν αθωώνει τον Άιχμαν: αναγνωρίζει την ελεύθερη βούληση, θεωρεί ότι ο Άιχμαν δεν πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει. Ωστόσο, τα προβλήματα της πολιτικής αρετής και της ηθικής δεν λύνονται με απαγχονισμούς – τα σκοτεινά καθεστώτα δημιουργούν μάζες εγκληματιών και ταυτοχρόνως δημιουργούνται από αυτές. Ο ολοκληρωτισμός στον 20ό αιώνα οφείλεται στον κομφορμιστή ανθρωπάκο που λαχταρούσε έναν πατέρα-ηγέτη: ήταν μαζικό φαινόμενο τόσο υπό την έννοια των μαζών όσο και της πλειοψηφικής του έντασης.

[Η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ (1906-1975) κάλυψε τη δίκη του Άιχμαν για το περιοδικό "The New Yorker", στο οποίο η έκθεσή της δημοσιεύθηκε ως μια σειρά άρθρων το 1963.  Γι'αυτή την αναθεωρημένη και διευρυμένη έκδοση του βιβλίου, η συγγραφέας πρόσθεσε υλικό που έγινε γνωστό μετά τη δίκη και έναν Επίλογο στον οποίο αναφέρεται στις συζητήσεις που προκάλεσε το βιβλίο. Το βιβλίο είναι πολύτιμο και για άλλον ένα λόγο: παρουσιάζει συνοπτικά το τι έγινε με τους εβραίους  στην κάθε ευρωπαϊκή χώρα ξεχωριστά. Γιατί, σε αντίθεση με τον διαδεδομένο μύθο, δεν είχαν όλες οι χώρες την ίδια στάση απέναντι στους εβραίους. Άλλες υπάκουσαν στους ναζί, άλλες τους εναντιώθηκαν. Κι αυτό οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες, που εξετάζονται στο βιβλίο και μας δίνουν πολλά μαθήματα για το μέλλον σχετικά με την οποιαδήποτε μειονότητα υφίσταται διώξεις.


Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΣΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΜΙΛΑΝΕ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ:

$
0
0
Σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου όλοι κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους για να διατυμπανίσουν κάποια γνώμη ή κρίση τους, ο κύριος Πάλομαρ απόκτησε τη συνήθεια να δαγκώνει τη γλώσσα του τρεις φορές πριν υποστηρίξει οτιδήποτε. Αν στο τρίτο δάγκωμα της γλώσσας είναι ακόμα πεισμένος γι’ αυτό που ήθελε να πει, το λέει, αν όχι, μένει σιωπηλός. Πράγματι, περνά εβδομάδες ή και μήνες ολόκληρους στη σιωπήο Πάλομαρ, ο ήρωας του ομότιτλου βιβλίου του Ίταλο Καλβίνο. Ένας διανοούμενος, «κατ’ εξοχήν», ένας ηδονιστής της σκέψης, είρωνας λεπτολόγος, νευρωτικός: αυτός είναι ο Πάλομαρ. Η ομοιότητα του ονόματός του με του μεγάλου αστεροσκοπείου Παλομάρ δεν είναι καθόλου τυχαία. Το ερευνητικό του, όλο περιέργεια βλέμμα του, ίδιο με τεράστιο τηλεσκόπιο, ανιχνεύει ακατάπαυστα τον κόσμο, προσπαθώντας να ανακαλύψει το κρυμμένο του είναι. Ο Πάλομαρ είναι ολόκληρος ένα βλέμμα που ανακαλύπτει κι αποκαλύπτει τη Φύση, την Πόλη και τη… Σιωπή. Το ακούραστο, αδηφάγο βλέμμα του ΠΑΛΟΜΑΡ παρατηρεί αέναα: το γυμνό στήθος μιας κολυμβήτριας και τους έρωτες μιας χελώνας, το κρυμμένο νόημα των γιαπωνέζικων βραχόκηπων και τα βαθιά μυστικά των προκλητικών τυριών στις προθήκες κάποιου τυροπωλείου, την αρχαία σημαντική των Ίνκας και τα ιερογλυφικά της κοιλιάς του σαμιαμιδιού… Ο Πάλομαρ – ο Καλβίνο – κοιτάζει, διαλογίζεται προσπαθώντας ν’ αποκωδικοποιήσει το παμπάλαιο και πάντα ανεξιχνίαστο αλφάβητο της ζωής. Με ΚΛΙΚ στην εικόνα μια από τις ιστορίες του με τίτλο Το Δάγκωμα της Γλώσσας (το ταλέντο της σιωπής πιο δύσκολο από ο ταλέντο του λόγου)
  



Ο ΠΑΛΟΜΑΡ και η κοινωνία: το δάγκωμα της γλώσσας (το ταλέντο της σιωπής πιο δύσκολο από το ταλέντο του λόγου)
Δε λείπουν ποτέ οι κατάλληλες ευκαιρίες που τον βοηθάνε να σιωπά. Συχνά όμως τυχαίνει να μετανιώνει γιατί δεν είπε κάτι που θα μπορούσε να πει την κατάλληλη στιγμή. Συνειδητοποιεί ότι τα γεγονότα επιβεβαιώνουν εκείνο που σκεφτόταν, και ότι αν τότε είχε εκφράσει τη σκέψη του, ίσως θα επηρέαζε θετικά –έστω και σ’ ένα μικρό βαθμό- αυτά τα γεγονότα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει διχασμένος ανάμεσα στην ικανοποίηση ότι είχε σκεφτεί σωστά και στην ενοχή που του δημιουργεί η υπερβολική επιφυλακτικότητά του. Κι είναι αυτά τα συναισθήματα τόσο δυνατά, ώστε προσπάθησε κάποια φορά να τα εκφράσει με λέξεις, αφού όμως δάγκωσε τη γλώσσα του τρεις φορές, ή μάλλον έξι, πείστηκε ότι δεν έχει κανένα απολύτως λόγο είτε να υπερηφανεύεται είτε να έχει ενοχές.
Το ότι είχε σκεφτεί σωστά δεν είναι κανενός είδους ανδραγάθημα: στατιστικά μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτο ότι ανάμεσα στις πολλές λαθεμένες, συγκεχυμένες ή και κοινότυπες ιδέες που του έρχονται καθημερινά στο μυαλό, κάποια θα είναι ξεκάθαρη ή και ευφυής, όπως άλλωστε ήρθε στο δικό του μυαλό θα μπορούσε σίγουρα να έρθει και στο μυαλό κάποιου άλλου.

Πιο πολύπλοκη είναι η αναζήτηση των λόγων που τον σπρώχνουν να μην εκφράζει τη σκέψη του. Σε καιρούς γενικής σιωπής, το να συμμορφώνεται με τη σιωπή των πολλών είναι αναμφισβήτητα μια πράξη ένοχη. Σε καιρούς, αντίθετα, όπου όλοι μιλάνε πολύ, το σημαντικότερο δεν είναι να πεις το σωστό πράγμα –έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν  μέσα στην πλημμύρα των λέξεων- όσο το να το πεις ξεκινώντας από μερικές προκαταρκτικές βάσεις και εμπλέκοντας στη συνέχεια το παιχνίδι των συνεπειών που θα δώσει  στα λεγόμενά σου τη μεγαλύτερη δυνατή αξία. Αν όμως η αξία μιας συγκεκριμένης κοινοποίησης βρίσκεται στη συνέχεια και στη συνέπεια της γενικότερης συζήτησης στην οποίαν η κοινοποίηση εαυτή εντάσσεται, τότε η μόνη δυνατή επιλογή για κάποιον είναι να μιλά συνεχώς ή να μη μιλά καθόλου. Στην πρώτη περίπτωση ο κύριος Πάλομαρ θα φανέρωνε ότι η σκέψη του δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα αλλά με ζιπ-ζακ, με συνεχείς ταλαντεύσεις, αντιφάσεις, επανορθώσεις, μέσα στις οποίες θα χανόταν τελικά η ορθότητα εκείνης της κοινοποίησής του. Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη εναλλακτική λύση, αυτή προϋποθέτει το ταλέντο της σιωπής, ταλέντο ακόμα πιο δύσκολο από το ταλέντο του λόγου.

Πράγματι, ακόμα και η σιωπή μπορεί να θεωρηθεί ομιλία, αφού δεν είναι παρά άρνηση της χρήσης του λόγου που κάνουν άλλοι, η έννοια όμως αυτής της σιωπής-ομιλίας βρίσκεται στις διακοπές της, δηλαδή σε όσα λέγονται κάθε τόσο και δίνουν μια βαρύτητα σε όσα δε λέγονται ποτέ.

Με άλλα λόγια, η σιωπή μπορεί να είναι χρήσιμη για ν’ αποκλείει  ορισμένες λέξεις ή για να τις φυλάει κάπου παράμερα ώστε να χρησιμοποιηθούν σε μια καλύτερη ευκαιρία. Το ίδιο, μια λέξη που λέγεται σήμερα μπορεί να σε γλιτώσει από εκατό αυριανές λέξεις ή να ανοίξει το δρόμο σε άλλες χίλιες. «Κάθε φορά που δαγκώνω τη γλώσσα μου –καταλήγει νοερά ο κύριος Πάλομαρ- πρέπει να σκέφτομαι όχι μόνο όσα πρόκειται να πω ή να μην πω, αλλά και όσα θα ειπωθούν από μένα ή δε θα ειπωθούν από μένα ή τους άλλους, αν εγώ μιλήσω ή δεν μιλήσω. Έχοντας κάνει αυτή τη σκέψη, δαγκώνει τη γλώσσα του και παραμένει σιωπηλός.

43 ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (από 69 διαφορετικές οπτικές γωνίες και… «τσόντα» ο Λουκιανός με το «Πού βαδίζουμε κύριοι»)

$
0
0
Η Ντιντί θέλει πάντα. Η Όλγα είναι πασίγνωστη γι’ αυτό. Η Ούρσελ έχει ατυχήσει ήδη τρεις φορές. Η Χάιντι δεν κρύβει τίποτα. Με την Έλκε δεν ξέρεις ποτέ στα σίγουρα. Η Πέτρα διστάζει. Η Μπάρμπαρα σιωπά. Η Αντρέα έχει βαρεθεί. Η Ελίζαμπετ κάνει υπολογισμούς. Η Εύα ψάχνει παντού. Η Ούτε είναι απλώς πολύ μπερδεμένη. Η Γκάμπι δε βρίσκει κανέναν. Η Σύλβια τα βρίσκει όλα ωραία. Η Μαριάννα γίνεται έξω φρενών.

Η Ναντίν το κουβεντιάζει. η Έντιθ βάζει τα κλάματα. Η Χανελόπε το χελυάζει. Η Έρικα χαίρεται σαν παιδάκι. Με τη Λόνι θα μπορούσαμε να πετάξουμε κι ένα καπέλο ανάμεσα.
Την Κατερίνα πρέπει να την πείσεις. Η Ρίτα είναι πάντα απίκο. Η Μπριγκίτε είναι μια έκπληξη. Η Αγγέλα δε θέλει να ξέρει τίποτα. Η Χέλγκα το μπορεί. Η Τάνια φοβάται. Η Λίζα τα παίρνει όλα τραγικά. Με την Κάρολα, την Άνκε και την Χάνα δεν έχει κανένα νόημα.
Η Σαμπίνε περιμένει. Με την Ούλα είναι έτσι κάπως. Η Ίλζε αυτοσυγρατείται εκπληκτικά.
Η Κρίστελ ξέρει τι θέλει. Η Καμίλα δεν μπορεί να παραιτηθεί απ’ αυτό. Η Γκούντουλα υπερβάλλει. Η Νίνα θέλει παρακάλια. Η Αριάνε απλώς το αρνείται. Η Αλεξάνδρα είναι η γνωστή Αλεξάνδρα. Η Βρόνι τρελαίνεται. Η Κλόντια ακούει τους γονείς της. Η Ντίντι θέλει πάντα.
 [43 Ερωτικές Ιστορίες του Βολφ Βονταρτσέκ από το βιβλίο ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΙΣ ΠΙΟ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, εκδόσεις Γνώση , ARTWORKbyReinaldo Tamayo Vargas paintings]

ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ ΚΥΡΙΟΙ (στίχοι και μουσική Λουκιανού Κηλαηδόνη):

Τα `φτιαξε ο Μηνάς με την Ανέτα
Που τα `χε με το Δήμο τον τρελό
Χώρισε ο Χρηστάκης με την Τέτα
Και τα `φτιαξε ξανά με την Ζωζώ
Και τα’ φτιαξε η Μάρη με τον Άρη και τον Χάρη
Που τα είχε με την Ρένα και μετά με την Νανά
Κι ο Μιχάλης με την Άννυ που τα είχε με το Γιάννη
Μπερδεύτηκαν και τα φτιάξανε ξανά
Τα `φτιαξε η Μαίρη ξαφνικά με το Λευτέρη
Που γουστάριζε την Νένα πριν γνωρίσει τη Γωγώ
Που τα είχε με τον Άρη πριν τα φτιάξει με την Μάρη
Και που κάποτε τη γούσταρα κι εγώ

Χώρισε ο Θωμάς με την Βαρβάρα
Και ο Νίκος ο ψηλός με τη Φανή
Τα `φτιαξε ο Κωστάκης με τη Μάρα
Και γνώρισε ο Δημήτρης τη Βιβή
Και τα `φτιαξε η Αίμη με το φίλο του Αρτέμη
Και τον πήρε από τη Μάνια που κολλούσε στον Τοτό
Που φλερτάριζε τη Βάσω που τα είχε με τον Τάσο
Πριν τον κάνει με την Ράνια τσακωτό
Χώθηκε η Τασία στον Νικήτα και τη Σία
Που γουστάριζε τον Στάθη που αγαπούσε τη Γωγώ
Που τα είχε με τον Άρη πριν τα φτιάξει με τη Μάρη
Και που κάποτε τη γούσταρα κι εγώ

Χώρισε ο Λουκάς με τη Μαρίνα
και γύρισε ξανά στην Αθηνά
ψωνίστηκε ο Αντώνης με τη Ντίνα
που τα `χε με ένα φίλο του Μηνά
και τα `φτιαξε η Γκέλη ξαφνικά με το Βαγγέλη
που τα είχε με τη Τζίνα και παλιά με την Ηρώ
που αγαπούσε τον Ηλία που τα είχε με την Λία
λίγο πριν να του την πέσει η Αργυρώ
Τα `φτιαξε κι η Ρέα τελικά με τον Ανδρέα
που τον ήθελε και η Νίνα πριν γνωρίσει το Θαλή
που τα είχε με τη Λέλα και φλερτάριζε τη Στέλλα
λίγο πριν να γνωριστούν με τη Λιλή
Έφαγε η Μαρούλα τον Μανώλη από τη Ρούλα
που του άρεσε και η Μίνα που του γνώρισε η Γωγώ
που τα είχε με τον Άρη πριν τα φτιάξει με την Μάρη
και που ίσως να την πήδηξα κι εγώ

ΟΛΑ ΤΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΑΝΔΡΑ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕ ΠΑΝΩ ΜΟΥ… μου εξηγούν πώς ακριβώς να ζυγίσω τις στάσεις της ζωής μου, πριν κατέβω στη σωστή!

$
0
0
Τίποτα σ’ αυτή τη γυναίκα, που κάθεται στην απέναντι θέση από μένα στο μετρό, δεν μου εξηγεί κάτι, τίποτα απολύτως – ούτε καν τα μάτια της. Τίποτα στα μάτια αυτής της γυναίκας δεν μαρτυρά εικόνες που να μου δίνουν να καταλάβω γιατί. Φοράει ένα αδιάφορο ραντέ φόρεμα σ’ ένα χρώμα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει, κι ακόμα δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό το χρώμα. Ίσως γκρενά. Η τσέπη του είναι ελαφρώς ξηλωμένη κι έχει έναν σχεδόν αόρατο λεκέ κοντά στο στρίφωμα, που ίσως και να τον κατασκευάζουν τα μάτια μου. (Τίποτα σ’ αυτό το φόρεμα δεν έχει ήχο, τίποτα δεν φωνάζει βγάλε με τώρα)


Το βλέμμα της είναι βαρύ, και κάπως σαν να έχει κι αυτό στρίφωμα, μάλιστα ελαφρώς κοντό, κάποια ξέφτια εξέχουν απ’ τα μάτια της, λίγο μπλε πάει να στάξει –αλλά τίποτα. Η μύτη της δεν ανοίγει κανένα διάλογο με τα γούστα μου: είναι άκομψη, άνιση και με ελαφρύ ύβο. Δεν διακρίνεται καμία λαχταριστή μυρωδιά από καλομαγειρεμένο φαγητό μέσα στο συρμό, τίποτα σ’ αυτή τη μύτη δεν μαρτυρά αν η γυναίκα ξέει να περιποιείται έναν άνδρα, ένα σπίτι, ένα παιδί.

Στα χέρια της κρατάει μια γυναικεία τσάντα που τη βλέπω σαν κανονική γυναικεία τσάντα μόνο και μόνο για να μην την προσβάλω, ενώ είναι απλώς μια σακούλα συνοικιακού σουπερμάρκετ μέσα από την οποία διακρίνεται ένα πακέτο χαρτοπετσέτες (ίσως με γαλάζια λουλουδάκια). Τίποτε σ’ αυτές τις χαρτοπετσέτες δεν μου εξηγεί γιατί δεν θέλω να προσβάλω αυτήν τη γυναίκα.

Τα χέρια της γυναίκας μοιάζουν σαν να τα ’χει ξεχάσει σπίτι. Δεν υπόσχονται τίποτα. Τα δάχτυλά της δεν είναι δάχτυλα γυναίκας που ξέρει να καθησυχάζει. Τίποτα σ’ αυτά τα δάχτυλα που κρατάνε αυτή τη σακούλα που περιέχει αυτές τις χαρτοπετσέτες δεν εξηγεί γιατί θέλω να λύσω το (ίσως γκρενά) ραντάκι, ν’ αγγίξω τη μεταχειρισμένη σιωπή του. Η γυναίκα έχει τα μαλλιά της πιασμένα κοτσίδα. Μερικές τούφες κολλάνε στο ιδρωμένο της μέτωπο, μοιάζει άλουστη από προχθές, η μυρωδιά πικραμύγδαλου προέρχεται από το σαμπουάν κάποιας άλλης που κατέβηκε στην αμέσως προηγούμενη στάση και ίσως ήταν άνδρας, δεν πρόσεξα τίποτα (τίποτα στα μαλλιά αυτής της γυναίκας δεν δίνει μια ικανοποιητική εξήγηση στο γιατί δεν προσέχω ποιος κατεβαίνει, ποιος ανεβαίνει, πόσες στάσεις έχουν περάσει, αν δίπλα μου κάθεται ή δεν κάθεται κάποιος, τίποτα σ’ αυτά τα μαλλιά δεν με κάνει να καταλάβω γιατί οραματίζομαι πως, αν λούσω τη γυναίκα που κάθεται απέναντί μου στο μετρό, θα νιώσω σαν να γυρίζω στο σπίτι μου μετά από χρόνια).

Τα χείλη της γυναίκας είναι άβαφα, δεν είναι ούτε ροζ ούτε κόκκινα ούτε ροδιά ούτε απαλά ούτε κατά διάνοια μισάνοιχτα. Τίποτα σ’ αυτά τα χείλη δεν μου εξηγεί γιατί θα ήθελα ο γιος που θα κάνω ν’ αποκαλέσει κάποτε μαμά αυτή τη γυναίκα, να παρηγορηθεί στην αγκαλιά της (Οι ώμοι της είναι στενοί. Τίποτα πάνω τους δεν μαρτυρά ότι η γυναίκα ξέρει ν’ αγκαλιάζει το γιο μου ή την απογοήτευση που μου δίνει η δουλειά μου).

Χτυπάει το κινητό της. Η γυναίκα απαντάει χωρίς χρώματα, λέει ναι, ναι, ναι, όχι, ναι – και το κλείνει χωρίς γεια. Τίποτα στο ναι ή στο όχι της δεν μου εξηγεί γιατί ποθώ τη μονολεκτική της απόσταση, τίποτα απολύτως δεν μου εξηγεί γιατί στον ώμο αυτής της γυναίκας που απαντάει ναι, ναι, ναι, όχι, ναι, είναι γερμένος στοργικά ένας άνδρας που αφότου άρχισα να μετράω έχει διακόψει ανεξήγητα το διάβασμά του δύο φορές για να πει σ’ αυτή τη γυναίκα σ’ αγαπώ.


Όλα τα σ’ αγαπώ που το στόμα αυτού του άνδρα πυροβόλησε πάνω μου μου εξηγούν πώς ακριβώς να ζυγίσω τις στάσεις της ζωής μου μέχρι σήμερα, πριν κατέβω στη σωστή (Μετρώ, από το βιβλίο της Κατερίνας Έσσλιν Γαμ. Μυθιστορήματα του ενός λεπτού, εκδόσεις Απόπειρα 2012 – ArtbyLuciana Urtiga

ΠΟΙΗΣΗ, ΗΡΕΜΟ ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟ ή ΠΟΣΙΜΟΣ ΧΡΥΣΟΣ (μ’ ένα είδος αλχημείας, μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά φτιάχνοντας έναν Παράδεισο από κόλαση και αντιστρόφως):

$
0
0
Το σπουδαίο όμως είναι να βρεθείς σε μιαν αγκαλιά γυναίκας που εξακολουθεί να είναι για χατίρι σου αιωνίως είκοσι χρονών. Όπως ένα χρυσό νόμισμα: λάμπει, σε γοητεύει, σου υπενθυμίζει την αξία του. Το φύλο της είναι ένα άλλου είδους φύλλο purfilLafuma. Το μυρίζεσαι και το χαϊδεύεις και το ψαύεις και το ξαναοσμίζεσαι που σε πιάνει τρεμούλα, ωσάν να είσαι στα πρόθυρα σεξουαλικής αδημονίας. Να δώσεις τα πάντα ει δυνατόν, για να εκπληρωθείς… Αλλά όταν ένα πάντα γίνεται απ’ allegroadagi, λιώνουν και της θερμής καρδιάς τα εφύμνια και της ζωής της τρέχουσας η αθλιότητα όλη...  Ας είναι καλά ο εκάστοτε γεωμέτρης ποιητής, που ’χει κερδίσει τον στέφανο του ανέμου… Γιατί όπου υπάρχει η Ποίηση εκεί και ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει… Επιτυγχάνει να συμβούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Χάρη στην επικράτεια της συνενώνονται όλα τα ασυμβίβαστα… Θα μπορούσε να ’ναι μια σονάτα του Χάυντν, μαζί με πλήθος κυλιόμενα μανταρίνια ή παθιασμένα ερωτόλογα με μακρινές εκρήξεις λατομείων!.. Αλλά όχι. Ένα ήρεμο πανδαιμόνιο είναι από ασιατική όστρια και μαΐστρο Αιολίδας. Τρυφερών σπουργιτιών ειδοποιητήρια και δάχτυλα γυναικών αργά στο χειροφίλημα. Κούπες με διαμαντικά της χρυσαυγής και οπώρες της θαλάσσης. Ελάτε, μύρα της αυγής πολύπλαγκτα και των βασιλικών θυρεών τα διάσημα. Μέσα στις πικραλίδες και τ’ αγριοσέλινα, ρείκια, στύφνα, αιματίτης, σφένδαμα, αγιόκλημα, αγράμπελη, Ανδρομάχη, κληματίδα, Ελένη, δαφνοκερασιά, σάπφειρος, Κασσάνδρα, λαζουρίτης, πετροκίσσαμο, λευκάνθεμο, αδάμας, γιασεμί, άνηθος, μαντζουράνα, μοσχοκάρφι, Εριφύλη, μέντα, σμαράγδι, αμάραθος, βιολέτα, Μύριννα, τοπάζιον, βασιλικός, χωνάκια, δενδρολίβανο, Κοραλλία και Άρτεμις… Έλα να γονατίσουμε μαζί και να προσευχηθούμε. Η ζωή σε όλους ανήκει. Κόψε λουλούδι και θυμήσου το!  (σκόρπιοι στοχασμοί Οδυσσέα Ελύτη από το βιβλίο 2 χ 7ε. , εκδόσεις Ίκαρος 1996 – και με ΚΛΙΚ στο κολάζ  από  DANG Nguyen Dinhp σύντομα κείμενα από το εν λόγω βιβλίο)


ΛΕΖΑΝΤΑ: Παινεμένη θα πρέπει να λέγανε εκείνη που ’βαλε προσάναμμα το φουστανάκι της στον αδέξιο δεξιό άνεμο κι απ’ τα χίλια λόγια της αγάπης έφτασε να συναγάγει έναν μόνο διαρκείας φιλί!.. Έρωτα, έρωτα, που ’ναι ο Φρενερίκο Γκαρθία; Ποιος με σπρώχνει τώρα και με φέρνει μπροστά στο πιάνο; Πριν χτυπήσω τα πλήκτρα, χτυπά η καρδιά μου… Το φως της ημέρας χαμηλώνει. Σε λίγο θα βγει το φεγγάρι… κι όλα θα βυθιστούν στον ύπνο μιας απροσδιόριστης ευτυχίας!..

Η Παράλληλος Χαϋντν (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Θα μπορούσε να ’ναι του Μπαχ ή του Μπετόβεν ή ακόμη πιο δω, του Μότσαρτ και παρά μία περίμετρο του Σούμπερτ. Ακούστε με κι εμένα, κάτι ξέρω. Ο Αμφίων μοιάζει άλλα να λέει και άλλα να εννοεί. Όπου λείπει ο λόγος, μπαίνει μουσική. Κι όπου λείπει ο ήχος, μπαίνει μια κατ’ αναλογίαν εκφραστική, που δοκιμαστικά και παράλληλα δονεί. Του αγραμμάτου το φρόνημα, κι εκείνο χρειαζούμενο είναι. Σαν τα παιδιά που ζωγραφίζουν ήλιους και πολέμους, και χαίρονται περισσότερο από τους σπουδαγμένους. Κι εγώ που θα ’θελα να περπατήσω στις πραιρίες της Αυστροουγγαρίας, και κάποιο από τα μυστικά των Εστερχάζυ να ’χα ενθυλακώσει στο τσεπάκι μου. Να’ χα ώρες κάτω απ’ τους πίδακες και τα μαρμάρινα των ανακτόρων σκαλοπάτια σταθεί, ο ανίδεος.
Και λοιπόν, αυτό το ξαφνικό πάνω στα πλήκτρα τρέξιμο τι να ’ναι; Τρυφερών σπουργιτιών τα ειδοποιητήρια; Όχι.

Δάχτυλα γυναικών αργά στο χειροφίλημα, και κατόπιν, καταιγιστικά κτυπώντας, των ροδώνων τις ορμές η άνοιξη ασταμάτητα να πολλαπλασιάσει. Δεν και ναι. Διακόσια και όχι.

Πού να κοιμηθούν τα αυτιά σου ως αύριο. Σ’ έναν δενδρώνα σχεδόν ύπτιο, οι κρυφές τρυγόνες μας να καταφέρουν μόλις να εγγίσουν τελειότητα. Τέσσερα εν συνεχεία εχθές, που μπήκαν το ένα μέσα στο άλλο κι έφτασαν το πρωί να ’ναι πανσές κι άμα νυχτώσει αστέρας. Πίσω απ’ το κλειστό παράθυρο, ύστερα που η ως άφρονος αφύπνισις σκόρπισε τ’ άγρια κρίνα μαζί με μιαν απωλεσμένη νότα ντο στο μεσοϋπνι ενός πολιού Ιανουαρίου.
Αχ, αλκή που αντλούν τα σύννεφα κι ιδρύουν άλλο πριγκιπάτο! Καλείς καρότσες, κι έρχονται, θα ’λεγες όλες οι όχθες, με του κλησάρη το υπερμέγεθες κλειδί και με το σύρσιμο τ’ αργό των προσκυνητριών με τις ομπρέλες.
Νταν ροζ! Νταν μπεζ! στα βάθη ενός φανταστικού Αβαείου. Τι αλλεπάλληλα κατεβατά στις κλίμακες τις σκοτεινές, ώσπου να μην ακούγονται άλλο οι συλλαβές που αφήνει επάνω μας της περισυλλογής το περιούσιο μέλι!

Αλλά όταν ένα πάντα γίνεται απ’ allegroadagio, λιώνουν και της θερμής καρδιάς τα εφύμνια και της ζωής της τρέχουσας η αθλιότητα όλη.

Κάποιοι, πιστεύω, θα γιορτάζουν γύρω μας τα πρωτοτόκια ενός γένους έτι ευγενεστέρου το έμβλημα. Κάπου από δω περνά η παράλληλος που εγγίζει του Βολφγκανγκ Αμεδαίου τα όρια. Δεν γίνεται να τα ερμηνεύσει άλλος κανείς.
Υψηλότατε Αρχιδουξ, περάστε. Σας ακολουθούμε, όλοι της γης οι κάτοικοι ως τον ύστατο. Δώρον στην ακοή μας αιωνίως κομίζει
Αυτός ο Ερμησίπτερος.

ΜΙΚΡΟΣ ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Όταν η όσφρηση χρωματίζει και η ακοή ψαύει τις παρειές του εύοσμου, μια έκτη αίσθηση αρχίζει ν’ αναδύεται και να παρουσιάζει το δικό της αλφάβητο.
Τα όσα κατορθώνει να συσχετίζει πιθανόν ήδη να συναποτελούν μια προκαταβολή του τυχαίου. Τα μυστικά του Πριάμου και της μητέρας μου κάπου εγγίζονται. Η αυλή του ανακτόρου είναι και αυλή αρχοντόσπιτου. Ανάμεσα στο Ίλιον και τη Γέρα διαρκεί μια μεταφερμένη στην ύλη συγγένεια, που κρατιέται ως σήμερα στα ερμάρια του Μουσείου Πούσκιν στην Κριμαία και στα χειρόγραφα εκείνης που κατάφερνε να εμπνέεται από τα πιο μικροσκοπικά σκουλαρίκια, τα πιο σπειρωτά περιδέραια, τα πιο κοχυλωτά βραχιόλια, σε μορφή λουλουδιών εύσχημα.
Ένα ήρεμο πανδαιμόνιο από ασιατική όστρια και μαΐστρο Αιολίδας. Κούπες με διαμαντικά της χρυσαυγής και οπώρες της θαλάσσης. Ελάτε, μύρα της αυλής πολύπλαγκτα και των βασιλικών θυρεών τα διάσημα.
Μέσα στις πικραλίδες και τ’ αγριοσέλινα, αγράμπελη, Ανδρομάχη, κλιματίδα, Ελένη, δαφνοκερασιά, σάπφειρος, Κασσάνδρα, λαζουρίτης, πετροκίσσαμο, λευκάνθεμο, αδάμας, γιασεμί, άνηθος, μαντζουράνα, μοσχοκάρφι. Εριφύλη, μέντα, περουζές, φούλι, σμαράγδι, αμάραθος, βιολέτα, διοσμαρίνι, Μύριννα, τοπάζιον, βασιλικός,, χωνάκια, δενδρολίβανο, Κοραλλία κι Άρτεμις.
Πολύπλαγκτα μύρα της αυλής κι εσείς βασιλικά των θυρεών διάσημα, εμρός ελάτε.
Ένας μικρός βοτανικός μπορεί να ’ναι ένας κρυφός των δύο κυμάτων Παρθενώνας.

ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Θα μπορούσε να ’ναι μια σονάτα του Χάυντν με πλήθος κυλιόμενα και κρουόμενα μανταρίνια ή παθιασμένα ερωτόλογα με μακρινές εκρήξεις λατομείων. Αλλά όχι.
Εμείς θα πάμε σαν τη γλώσσα που περνάει απ’ το τρυπητό για ν’ αφήσει απ’ έξω τ’ απόφλουδα και να βρεθεί ποιος φταίει και διαπράττει κάθε μέρα το αυτί μας μιαν ανορθογραφία.
Κάποτε, μια μέρα χειρότερη και της Κυριακής, το συνειδητοποίησα! Η πρωτεύουσα σ’ όλο το μάκρος της είχε γεμίσει τρύπες. Όχι απ’ αυτές που ανοίγουν οι εργάτες του Δήμου στους υπονόμους. Μιλώ για τις άλλες, πάνω στις προσόψεις των υψηλών κτιρίων, όπου προσεκτικά στήνονται οι επιγραφές εταιρειών, ιδρυμάτων και καταστημάτων. ΦαρμακειΟ, καφενείΟ, Αιματολογικ) ΚέντρΟ, ΠαιδαγωγικΟ ΙνστιτούτΟ. Που ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Στο τηλεγραφείο των νευμάτων μεγάλη αναστάτωση επικρατεί σ’ όλη τη γειτονιά. Μήπως είναι κανένας ξένος δάχτυλος του τύπου NOVAMAKEDONIA, ή μήπως του ’φυγε του μπογιατζή το τελευταίο ψηφίο και έμεινε ανολοκλήρωτο από αμέλεια ή, δεν αποκλείεται, από οικονομία;
Μα είναι δυνατόν; Να σου φτιάχνει ο ράφτης ένα ωραίο σακάκι που το ένα του μανίκι του λείπει, κι εσύ να κυκλοφορείς με καμάρι, όπως ο καστράτος που ιδίω δικαιώματι έμπαινε στα χαρέμια, κι ας του έλειπε κάτι… ζωή να ’χε ο σουλτάνος.
Φαίνεται πως η ζωή αυτή δεν έγινε για να επιτευχθεί «κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό». Καθόλου. Έγινε για την ευκολία μας. «Πονάει δόντι, βγάζει δόντι, πονάει δασεία, βγάζει δασεία. Και λαμπρά ταιριάζουν όλα.
Συγγνώμη, αλλά το σώβρακό σου δεν τα’ αφήνεις να φαίνεται ποτέ του. Αλλά το φορείς. δεν είναι το πρακτικό μέρος των πραγμάτων που πρωτεύει στη ζωή μας. Τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας διαβιούν κατά λάθος. Διαγράφουν το περιττόν, και ας είναι ωραίον, κερδίζοντας μερικά εικοσιτετράωρα πλήξης. Αλλού, μακριά τους στάζει ο χυμός, έστω και ως ήχος στα χείλη μιας θυγατρός του Ομήρου.
Στις δέκα λέξεις μας οι πέντε είναι ξένες. Ολοταχώς βαδίζουμε προς μιαν εσπεράντο παρά πέντε. Κανένας. Ηρώδης δεν θα τολμούσε να διατάξει τέτοια γενοκτονία όπως αυτή του τελικού –ν εκτός κι αν του ’λειπε η οπτική του ήχου.
Μια Φύση ευκτική ανώτερη και της Αττικής, εξαποστέλλει ρυακισμούς και θροΐσματα στο Θριάσιο πεδίο των αποξηραμένων μεταρρυθμιστών, που χάρη στον ευφωνικό στραβισμό τους εκλαμβάνουν τον εαυτό τους για προοδευτικό. Αλλά στους φθόγγους όπως και στα χρώματα, δεν υπάρχει η έννοια της προόδου. Εκτός κι αν εσύ είσαι ο δράστης, οπότε όσο πιο ευώχυμο είναι το ένα τόσο δυσαπεικόνιστο είναι το άλλο.
Μια κοινωνία όπου τ’ αναγνώσιμα δένδρα γίνονται και πολυφωνικά της ίριδας βρίσκεται ήδη εν εξελίξει. Ας είναι καλά ο εκάστοτε γεωμέτρης ποιητής, που ’χει κερδίσει το στέφανο του ανέμου. Ίσως ο νέος Αρίων να γεννήθηκε μόλις εχθές.
ΥΓ. Μπορεί να παραξενεύεται κανείς με την από σκοπού αποχαλινωμένη Κυριακή της γραφής μου. Δεν έχει όμως παρά να την εξωθήσει ως το έσχατο άκρο της, για να ανατραπεί και να βρεθεί απ’ την άλλη μεριά, στην τάξη μιας κλασικής Δευτέρας.

ΟΝΟΥ ΑΙΝΟΣ (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Ένας ελαφρύς αέρας πεύκου πρώτου βαθμού μαζί και καβαλίνας με χτυπά καταπρόσωπο, καθώς έχω πάρει καβάλα τον ανήφορο και λικνιστικά προχωρώ ανάμεσα στις δυο πελώριες γκριζόμαυρες αυτάρες, προς τις πρώτες υπώρειες του νησιού, όπου ενδημούν τα ύστατα πτερόεντα κατοικίδια. Μύγες πρασινοχρυσίζουσες και πεταλουδίτσες μωβ, καθώς και άλλες παραπλανημένες μέλισσες, ψάχνοντας από θάμνο σε θάμνο, που ’ναι όλοι τους φουντωτοί και μουντοί, με κάποια εδώ κι εκεί ξανθά φεγγίσματα, κρυφακουπεράσματα του ενός βλεφαρίσματος κι όχι πάντα.
Ήδη από εδώ, καθώς έχουμε κερδίσει σε ύψος, τα μεγέθη προς τα κάτω αλλάζουν, όλα τους γίνονται πιο μικροσκοπικά, κι ο γύρω χώρος δείχνει να χωράει ολοένα και περισσότερα πράγματα. Το βαποράκι που περνάει μοιάζει με παιχνίδι, ενώ οι κολπίσκοι στο βάθος σαν ν’ ανασηκώνονται πιο ανάγλυφοι. αποκαλύπτονται καινούριες αναδιπλώσεις της γης πάνω απ’ το νερό, καινούριες προεξοχές, καινούριοι πορθμοί και ισθμοί και ακρωτήρια.
Κι όμως, όπου να ’ναι, αυτά όλα θα χαθούν επάνω στη στροφή, για να φανεί σε διαφορετικό βαθμό κυανού η άλλη θάλασσα.
Έτσι ζούμε εδώ, με διαφορές μεγάλες ανάμεσα σε ζερβί και δεξί χέρι. Από λεπτουργημένες εκκλησίτσες έως υπερμεγέθη βροντερών φωνών ακρωτήρια. Σε τέτοια ποικιλία και σπανιότητα, που πραγματικά δεν θα μπορούσε κανείς άλλης χώρας κάτοικος να βρει μαζί Κόρη και Αετό, βόρειον άνεμο και ζέστη σαράντα βαθμών, θυμιατά, σκίνα, λαγουδέρες.
Τα προνόμια, όσο δεν τα ΄χουμε, κλαιγόμαστε, κι όσο τα ’χουμε τα αγνοούμε. Στα παιδικά μου χρόνια, που η ερημιά σ’ αυτά τα μέρη έμοιαζε να ’ναι ακόμη αρχαϊκή, θα μπορούσα με το σημερινό μου το μυαλό να ζωγραφίσω, ακόμη και να χτίσω, αυτά που έγιναν αργότερα κατά λάθος παρά ένα.
Πού να βρίσκεται τώρα το τρεχαντήρι του μπάρμπα-Κωνσταντή, το ψαροκάικο του Κοσμά, το σπιτάκι με το ζωγραφιστό ταβάνι; Όλα γίνονται στις μέρες μας πιο τέλεια και πιο άσχημα. Κι όμως, πόσο πιο ανθρώπινο είναι να χαϊδεύεις τον παχουλό λαιμουδάκο ενός ζωντανού που δεν ζητάει ποτέ το κακό σου;
Ανήκω στους γεννήτορες ενός τέτοιου αιωνόβιου εικοσιτετράωρου, που τώρα μένουν άνεργοι μαζί με τους άνδρες του ιππικού, τους τελωνοφύλακες, τους αγωγιάτες, τις παραμάνες. Η ζωή παριστάνεται και ως άνθρωπος και ως ζώο. Οι αναμνήσεις ούτε θανατώνουν ούτε διαιωνίζουν. Και ο όνος, άπαξ και υπήρξε μια φορά, υπάρχει δια παντός.

Ευθύς και στο βλέμμα τίμιος είσαι περαστικέ του
Έαρος και του μισού χειμώνος. Κρόκων έχεις και πολλών βολβών τα κουδουνάκια
Η κάθε σου περπατησιά κι απ’ ένας οίακας. Έλα γίνε μου
Ζωηρούλης μαζί να περάσουμε μεσ’ απ’ τα πήλινα τα θυμιατήρια
Τις χάντρες και τα καθρεφτάκια στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής
Και στων ριπών του Σεπτεμβρίου το σκίρτημα
Η φωνή σου αντιστοιχεί στα κυπαρίσσια κι ο χαμός σου σε μια γυμνή ερημονησίδα

ΠΑΙΝΕΜΕΝΗ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΓΑΝΕ ΕΚΕΙΝΗ… που ’βαλε προσάναμμα το φουστανάκι της στον αδέξιο δεξιό άνεμο κι απ’ τα χίλια λόγια της αγάπης έφτασε να συναγάγει έναν μόνο διαρκείας φιλί!..
Έρωτα, έρωτα, που ’ναι ο Φρενερίκο Γκαρθία; Ποιος με σπρώχνει τώρα και με φέρνει μπροστά στο πιάνο; Πριν χτυπήσω τα πλήκτρα, χτυπά η καρδιά μου.
Το φως της ημέρας χαμηλώνει. Σε λίγο θα βγει το φεγγάρι, consupolisondenandos.  Kι όλα αυτά τα nimosθα βυθιστούν στον ύπνο μιας απροσδιόριστης ευτυχίας!..
Πώς γίνεται, όμορφοι κιθαρωδοί και κοπέλες με χτένι στο κεφάλι να ισιώνουν, να καμπυλώνουν τη ζωή, και την ίδια στιγμή άλλοι βάρβαροι, με χοτροπάπουτσα και δίκοχα, να την ποδοπατούν…
Και τώρα νιώθω μιαν έλξη και μιαν απώθηση ταυτόχρονα, όπως όταν προσπαθείς να σμίξεις δυο αντίθετους πόλους ενός μαγνήτη…
Αχ τίνος να το πω; Πούθε να περάσω; Μπροστά μου υπάρχει ένα δασάκι σακατεμένο, διάτρητο θα ’λεγες από ταυτόχρονες ομοβροντίες, κι ένας τσακισμένος κορμός δένδρου που ξεπετιέται και μοιάζει με μπράτσο κάποιου αδικοσκοτωμένου…
 [αποσπάσματα από το κείμενο με τίτλο: ΑΝΤΟΝΕΙΡΟ του FUENTEVAQUEROS]

ΣΕΛΑΜΕΝΑ –λήμμα Λεξικού - (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Ανήκει στο γένος των Αθανατίδων, αν και η πρώτη εμφάνισή της ιστορικά σημειώνεται γύρω στο 323, εξού και οι φημολογίες ότι κάτι πέτυχε να υποκλέψει από τα μυστικά του Μεγαλέξανδρου.
Συνήθως εμφανίζεται με τα πρώτα νερά του φθινοπώρου, που κατεβάζει ο ποταμός Οφιάλης από τα υψίπεδα της Θράκης, γνωστός για τις ιαματικές του ιδιότητες να θεραπεύει όλες τις ασθένειες, κυρίως του συντακτικού και της γραμματικής.
Το ασήμι της είναι του σπάρου ή της Πάρου, άσχετο αν έχει αγαπηθεί ή όχι.
Το μυστικό της είναι ότι ξέρει να εμφανίζεται ή να εξαφανίζεται ανάλογα με τους μήνες και τα χρόνια που προβλέπουν μερικοί συγγραφείς.
Πάντως, η τελευταία εμφάνισή της, κατά τους ιστορικούς, σημειώνεται ρητώς περί τα τέλη του εικοστού αιώνα, σ’ ένα βιβλίο με τον τίτλο Ιδιωτική Οδός.

Ο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ NOVALIS (από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 2 χ 7 ε, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1996)
Ερευνούμε παντού για το αληθές και δεν βρίσκουμε παρά το υλικώς υπαρκτόν. Να εκφράζεσαι με γραμμές ή με ήχους δεν οδηγεί κατά κανόνα παρά σε μιαν αξιοθαύμαστη αφαίρεση. Για μένα, τέσσερα γράμματα σημαίνουν Θεός, μερικές γραμμές ένα εκατομμύριο πράγματα.
Πώς το σύμπαν γίνεται μια ύλη εύπλαστη στα χέρια σου, και τι εκκωφαντική μοιάζει να είναι η λάμψη που ακτινοβολεί συμπυκνωμένη η δύναμη του πνεύματος. Που αλλού πουθενά δεν πραγματώνεται καλύτερα παρά στο φαινόμενο της γλώσσας.
Μια διαταγή αρκεί για να κινητοποιήσει ολόκληρες στρατιές . Η λέξη «ελευθερία» συγκλονίζει τα έθνη. Η ομορφιά και η κοινωνική συνύπαρξη πραγματοποιούν μέσα στον κόσμο την Παγκόσμια Τάξη. Η φαντασία πλάθει έναν δικό της κόσμο, που τοποθετείται άλλοτε πάνω κι άλλοτε κάτω από μας, ή και ανάμεσα σ’ ένα συνεχή κύκλο ψυχών.
Ονειρευόμαστε διαπλανητικά ταξίδια. Αλλά ούτε το σύμπαν είναι ένα κάποιο σημείο μέσα μας, ούτε ποτέ θα μάθουμε το βάθος του πνεύματός μας. Μέσα μας μόνον οδηγεί ο μυστηριώδης δρόμος, όπου ποτέ ουδαμού βρίσκεται η αιωνιότητα με τους δικούς της κόσμους, παρελθόν και μέλλον


Έλα να γονατίσουμε μαζί και να προσευχηθούμε

Η ζωή σε όλους ανήκει. Κόψε λουλούδι και θυμήσου: Η Ποίηση μας απαλλάσσει απ’ το να είμαστε δέσμιοι των τυχαίων γεγονότων 

 ΠΟΙΗΣΗ, Ο ΠΟΣΙΜΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ R.B. SHELLEY:   Όπου υπάρχει η Ποίηση, εκεί κι ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβιούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Η Ποίηση αφαιρεί απ’ τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας, καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου, χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τ’ ασυμβίβαστα… Μ’ ένα είδος αλχημείας μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από τον θάνατο στη ζωή. Γιατί σκοπός της είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου. Τα πάντα υπάρχουν έτσι όπως συλλαμβάνονται. Ο νους βρίσκεται μέσα σ’ ένα δικό του χώρο. Μπορεί να φτιάξει έναν «Παράδεισο από κόλαση ή μια κόλαση από Παράδεισο». Η Ποίηση μας απαλλάσσει από το να ίμαστε δέσμιοι των τυχαίων γεγονότων. Δημιουργεί μιαν άλλη ύπαρξη μέσα στην ύπαρξή μας. Μας αναγκάζει να αισθανόμαστε αυτό που με το λογικό μας γνωρίζουμε και το φανταζόμαστε αλλιώς αυτό που η γνώση μας έχει αποστηθίσει, που σημαίνει απ’ αρχής τον κόσμο(Οδυσσέας Ελύτης, 2χ7ε)


ΕΙΝΑΙ Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΑΥΤΟΥ Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΝΕΡΟΣΥΡΜΩΝ:

$
0
0
Και ιδού που μία φράση γίνεται κορβέτα και με ούριο άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μια σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστά σε μια γυναίκα… Ένα φουστάνι γίνεται σέλας φωτεινό. Μια φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράση, συνυφασμένη με τη ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο ή ένα γάντι… (Ή πώς το θέαμα ενός καταρράχτη προξενεί τη γέννηση μιας ιδέας για ένα ποίημα ορμητικό, δυναμικό και ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός)  
Και είναι για μένα πάντοτε ο ΑΜΟΥΡ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως: προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύονται πάλι από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας… Στις όχθες του θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύονται, θα θρηνούν και αγάλλονται, θα διψούν και θα δροσίζονται όσοι από μας λέγουν το ΝΑΙ και όσοι από μας λέγουν το ΟΧΙ! Είπα πάντοτε ΝΑΙ. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέει ο ΑΜΟΥΡ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου: ΑΜΟΥΡ, ΑΜΟΥΡ!!! [επιλογές από το κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου ΑΜΟΥΡ-ΑΜΟΥΡ, αντί προλόγου στα ΓΡΑΠΤΑ του ή την ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, εκδόσεις Πλειάς – με ΚΛΙΚ στην εικόνα  by OLBINSKI Rafal ολόκληρο το σχετικό κείμενο]



ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΜΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΑΙΦΝΙΔΙΩΣ ΜΙΑΝ ΙΔΕΑ για ένα ποίημα δυναμικό και ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός
Κάποτε, προ πολλών ετών, σε μια εκδρομή που έκανα στην Ελβετία, σταμάτησα για να θαυμάσω ένα μεγάλο καταρράκτη, που κυλούσε ορμητικά επάνω από γρανιτώδεις βράχους, μέσα σε πλούσια βλάστησι. Την εποχή εκείνη, που μπορώ να την ονομάσω περίοδον εντατικών αναζητήσεων, ωθούμενος από μία εσωτερική ανάγκη σχεδόν οργανική, προσπαθώ να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και πληρέστερο τρόπο εκφράσεως. Το θέαμα του καταρράκτου μου εγέννησε αιφνιδίως μιαν ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα το δρόμο τους, σκέφτηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράψω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός ή αίσθημα ή μιαν ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου εκ των προτέρων καθορισμένου.

Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιητικά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση, θεληματικά ή άθελα, αποκλείονται ή μας ξεφεύγουν.Και ήθελα να τα συμπεριλάβω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ένα ποίημα να μην αποτελείται απλώς, από ένα ή περισσότερα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς καθορισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στη ροή του γίγνεσθαί του, ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική ηθική, ή λογική κατασκευή. Εν τοιαύτη περιπτώσει, συλλογιζόμουν, θα είχαμε ένα ποίημα δυναμικό και ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός, στην θέσι μιας αλληλουχίας στατικών περιγραφών ωρισμένων γεγονότων ή συναισθημάτων περιγραφομένων δια της άλφα ή βήτα τεχνοτροπίας.

Από την ημέρα που μου γεννήθηκε η ιδέα αυτή, θέλησα να την εφαρμόσω, και άρχισα να γράφω νέα ποιήματα, προσπαθών να επιτύχω αυτό που επιζητούσα. Τα ποιήματα αυτά, παρουσίαζαν, βέβαια, μια μεγάλη εξέλιξη και μια πολύ αισθητή διαφορά, αλλά και αυτά, καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου, δεν με ικανοποιούσαν ως προς τις νέες μου επιδιώξεις. Ενώ διέφεραν από τα άλλα στη μορφή, δεν διέφεραν αρκετά στην ουσία. Είταν φανερό πως εκείνο που μου έλειπε ήτο ένα μέσον ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Σκέφτηκα όμως, πως ο μόνος τρόπος να αντεπεξέλθω σε όλες τις δυσκολίες, είταν να μην παραιτηθώ, μα να συνεχίσω τις αναζητήσεις μου, να γράφω, με τη βεβαιότητα πως η ιδέα ήτο καλή και πως αργά ή γρήγορα, θα εύρισκα τον τρόπο να την κάνω να καρποφορήσει. Ποιος ξέρει, ίσως να έψαχνα ακόμη μέχρι σήμερα, αν η συγκλονιστική για μένα επαφή με τον υπερρεαλισμό δεν μου άνοιγε τα μάτια. Από την ημέρα εκείνη, μπορώ να πω, πως μονομιάς σχεδόν, διέκρινα πού βρισκόταν ο δρόμος και ρίχθηκα με ενθουσιασμό, με αληθινή αγαλλίαση, στο ρεύμα του ιστορικού κινήματος. Είχα ακούσει το κάλεσμά του και το δέχτηκα. Είχα ακούσει τη φωνή του, τη φωνή εκείνη, που τόσο σωστά είπε ο Μπρετόν, στο πρώτο του μανιφέστο, πως εξακολουθεί να ψάλλει και στις παραμονές του θανάτου και επάνω από τις καταιγίδες.
………………………………………………..

Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό λουλούδισμα θαυμάτων ανεξάντλητων. Ένας κόσμος γύρω μου και εντός μου, ατελεύτητος και ακαταμέτρητος, ένας κόσμος αλήθεια μαγευτικός, του οποίου ο υπερρεαλισμός μα έδωσε μια για πάντα τα ολοφάνερα κλειδιά.

Και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέτα και με ούριον άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μία σταγόνα πλημμυρίζει και μια φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστα σε μια γυναίκα. ‘Ένα φουστάνι γίνεται σέλας φωτεινό. Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράση, συνυφασμένη με τη ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο ή ένα γάντι. Ιδού και μία εφημερίς, που γίνεται δάσος μυροβόλον ή και υψίπεδον με χιονοσκεπείς κορδιλιέρες. Η Ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην Ποίησι. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενον ή γεγονός δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμησις, μια λέξις, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπμά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους.
……………………………………………………..

Μπορώ να πω λοιπόν, ότι ο καταρράκτης, περί του οποίου μίλησα στη αρχή, δεν εσταμάτησε στην Ελβετία.Τα νερά του πέφτουν από μεγάλο ύψος, κυλούν και εξακολουθούν να ρέουν. Επάνω και μέσα στον αφρό των αλλεπαλλήλων πτώσεων, βλέπω να παίζουν μεγάλες και διάφανες σαν από κρύσταλλο σφαίρες, που τις κρατούν στα χέρια τους αφροντυμένες μπαλαρίνες. Τις βλέπω να παίζουν και να πηδούν και να συγκρούονται, πότε παρασυρόμενες από τα ορμητικά νερά και πότε ξεφεύγοντας και ανεβαίνοντας, καθώς μπαλόνια που ξεγλιστρούν μέσα από χέρια παιδιών σε κήπους ή σε πλατείες. Και τις βλέπω να ξαναπιάνονται απ’ τα νερά και να χοροπηδούν πάλι στον αφρό, που άσπρος σαν γάλα, αγάλλεται στο κύλισμά του, ραντίζοντας τον θεατή και τα πέριξ κλαριά, με τη δροσιά του υγρού ψιμυθίου που σκορπά, σαν σύννεφο ελαφράς βροχής, στην βοερή καταβαράθρωσί της, η πτώσις των υδάτων.

Και είναι η δόξα του καταρράκτου αυτού, η δόξα του Ρίο Μπογκότα. Και είναι η μαγεία του, η μαγεία του τριπλού άλματος της κοιλάδος Υοσεμίτα. Και είναι η γοητεία του, η γοητεία όλων των νεροσυρμών των άλπεων, των Πυρρηναίων και των Απεννίνων. Η δε βοή του, είναι φωνή αγγέλου που πίπτει αεί και εσαεί εντός χαοτικής αβύσσου. Τα τσακισμένα του φτερά συγγχέονται και συνυφαίνονται με τους αφρούς της πτώσεως, και ένας αετός ζυγιάζεται ψηλά και ακούει το ασώπαστο τραγούδι της βοής, που αχολογά παντοτινά και λέει: «Αχά-αχά», καθώς ηχώ που αναπέμπεται από σπήλαια και βαραθρώδη βάθη.

Και έτσι, εκ του ύψους προς το βάθος, πέφτει και πέφτει το νερό κυλώντας την βροντή του, και ως πέφτει, σχηματίζεται μπροστά στο μελανό γρανίτη, μια σκάλα ατέρμων από αφρό, που χάνεται μες το γαλάζιο επάνω.
Ο καταρράκτης ηδονίζεται στη μεταμόρφωσή του και μεταβάλλεται από ραγδαίο νερό, σε ρεύμα ανέμπορο,που χύνεται πρώτα σε κοίτη στενή χειμάρρου και έπειτα εξελίσσεται και ελίσσεται στην λαγκαδιά και πέρα απ’ την κοιλάδα, σε ρεύμα ταχύ που βρέχει παχιές όχθες, αι όσο φαρδαίνει γαληνεύει και κρύβει τη δύναμή του, σιωπηλά στην ανοιχτή του άπλα – την όμοια με αυτήν που εκτείνεται από τα τωρινά στα παιδικα μου χρόνια, τότε που γνώρισα κι εγώ το Δούναβη και τα πλατιά ποτάμια………………………………….

Οι εικόνες αυτές, μπορούν βεβαίως να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό, που να αποτελεί τρόπον τινά ένα θέμα. Όμως, σε αυτό το θέμα, δεν αποκλείεται να παρεισφρήσει και κάποιος άλλος ειρμός συσχετίσεως, που εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ξένο ή παράσιτο στοιχείο, ενώ κατά βάθος είναι σχετικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκύψει ένα αμάλγαμα δύο ή περισσοτέρων εικόνων, που να αποτελεί μια νέα σύνθεση, ανάλογη με εκείνη που θα παρουσίαζε μία εικών θεατρικού έργου, εις την οποία θα εισήρχετο και θα ελάμβανε μέρος οργανικό εις την εκτυλισσόμενη δράση, ένα πρόσωπο άλλου θεατρικού έργου ή ένα άλλως πως ξένο πρόσωπο π.χ. ο Οθέλλος στη σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρος ή εγώ στη σκηνή του μπαλκονιού, εις τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα. Τούτο δεν συμβαίνει συχνά εις την υπό τον έλεγχο της λογικής διατελούσα ποίηση ή τέχνη, συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα και στις φαντασιώσεις μας.Και θα συμβαίνει τούτο πάντοτε, όχι προς ζημίαν, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά προς μέγιστον πλουτισμόν και όφελος της ποιήσεως και των τεχνών, κάθε φορά που ένας ποιητής ή καλλιτέχνης, θα δέχεται να χρησιμοποιήσει ό,τι κατά βάθος αποτελεί αυτό τούτο το γίγνεσθαι και την υπόσταση, όχι μόνο της ποιήσεως μα και της ζωής εν γένει…………………..

Δυο τάσεις εχαρακτήριζον κυρίως τα παιχνίδια των αγοριών: η πολεμική και η ερωτική.Ένα παιδί κατέβρεχε ανηλεώς ένα μικρό του σύντροφο. Ένα άλλο προσπαθούσε να πετροβολήσει ένα σκυλί. Ένα τρίτο ίππευε ξαφνικά ένα από τα άλογα και ορμώντας μέσα στον ποταμό, παραμέριζε τους άλλους λουομένους και εξέπεμπε φωνή θριάμβου, προσθέτοντας στην επική του δράση, παιάνα γέλωτος γαργάρου και ύβρεων στιλπνών. Και ενώ μερικά αγόρια επάλευαν στα μαλακά χώματα, κοντά στον ποταμό, άλλα ιστάμενα επί της όχθης, ηγωνίζοντο ποιο θα εκτοξεύσει τα ούρα του εις απόστασιν μεγαλυτέραν. Άλλα πάλι, προκαλούσαν στύσεις και παράβαλαν τα γεννητικά των όργανα εις οξύτατον ανταγωνισμόν. Εξ αυτών μερικά κατέληγαν εις εκσπερματώσεις, δι’ ατομικών ή αμοιβαίων ψαύσεων και θωπειών, ενώ άλλα, πιο φιλικώς διακείμενα στον ρεμβασμόν, απεσύροντο σε ερημικά σημεία της όχθης, όπου επεζήτουν τον κατευνασμόν, αυνανιζόμενα σιωπηρώς ή εν μέσω αναφωνήσεων και στεναγμών, πίσω από κλάδους ή πυκνά δενδρύλλια. Τα πιο θαρραλέα και τα κάπως πιο ώριμα αγόρια, προτιμούσαν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της πραγματικότητος, για να φθάσουν σε πληρέστερα σε πιο ολοκληρωτικά αποτελέσματα. Αυτά άφηναν τους ομοφύλους των και προχωρούσαν σε ένα άλλο σημείο του ποταμού, όχι πολύ μακριά από την ξύλινη γέφυρα, όπου τα νερά ήσαν πιο ρηχά και όπου ήρχοντο, συχνά, μικρές τατάρισσες με φουντωτά σαλβάρια και νεαρές ημίγυμνες τσιγγανοπούλες για να ποτίσουν τα άλογα. Εκεί όμως ανεκόπτετο η προς τα πρόσω φορά ωρισμένων αγοριών. Τα παιδιά αυτά εφοβούντο να προέλθουν σε πράξεις πιο λυσιτελείς, αλλ’ αφ’ ετέρου δεν επεθύμουν να παραιτηθούν των μυχιαιτέρων βλέψεών των, επιστρέφοντα τελείως άπρακτα, σε μια συμβολική μέση λύση, περιοριζόμενα σε γαύρες επιδείξεις του πέους των εξ αποστάσεως, ραντίζοντας ενίοτε την χλόη και τον ποταμό, με αλλεπάλληλα αναβρύσματα λευκών σταγόνων. Τουναντίον, τα άλλα αγόρια, που ήσαν μαχητικότερα και πιο αποφασιστικά, ωρμούσαν χωρίς να ορρωδήσουν και προσπαθούσαν να έλθουν σε άμεση επαφή με τα κορίτσια, των οποίων τα ράκη επέτερεπαν να φαίνεται καμιά φορά το αιδοίον ή καποιον άλλο θέλγητρον του σώματός των, εξ εκείνων που από αμνημονεύτων χρόνων, διδασκόμεθα ότι πρέπει να καλύπτει, εν πνεύματο ενοχής, η αιδημοσύνη.  Οι μικρές τατάρισσες και οι τσιγγανοπούλες, οσάκις είχαν να κάμουν με τα αγόρια που δεν επετίθεντο, έμεναν επί τόπου και παρατηρούσαν έκθαμβες τα γεννητικά όργανα των παιδιών, με ένα κράμα λαχταριστού ενδιαφέροντος και εντρόμου περιεργείας. Οσάκις όμως είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τα πιο απαιτητικά και τα πιο τολμηρά αγόρια, που δεν εδίσταζαν να ορμήσουν επάνω τους, ετρέποντο εις φυγήν, σαν τρομαγμένα περιστέρια ή έβαζαν τις φωνές, ζητώντας βοήθεια από γονείς ή διαβάτας, οι οποίοι, καταφθάνοντας, διασκόρπιζαν τους νεαρούς κατακτητάς, με ιαχάς, πετροβολήματα και ύβρεις. …………………………………………

Και ο Αμούρ ποτίζει πάντοτε την χώρα αυτή…Τις ατέρμονες ερημικές εκτάσεις, που ενιαχού τις σκεπάζει η τούνδρα, μέσα στη φλόγα του καλοκαιριού, και αλλού τις καλύπτουν πυκνά και παμμεγέθη δάση, τις διασχίζουν τα μικρά νευρώδη ιππάρια των νομάδων και των κατακτητών, ενώ εις τον γλαυκό αιθέρα, ταξιδεύουυν ακοίμητοι και έτοιμοι πάντοτε να επιτεθούν, γύπες και αετοί, κουρσεύοντας στο διάβα των την πανίδα των υψιπέδων. Αίφνης ένας ήχος οξύς σαν διαπεραστική κραυγή ξεσκίζει τον αέρα. Τούτη τη φορά δεν προέρχεται από ζώο που το χτύπησαν θανάσιμα τα νύχια και το ράμφος ενός αρπακτικού. Μία τολύπη σκάει στον ορίζοντα και ευθύς την ακολουθούν και άλλες πολλές αμέτρητες – τόσες που σχηματίζουν ένα σύννεφο, που το σπρώχνει και το κατευθύνει η φορά του ανέμου. Μία βοή υπόκωφη πλησιάζει και ένας γδούπος ακούεται σαν να διαβαίνει μια αγέλη από μαμούθ ή από γιγάντια ελάφια του τεταρτογενούς. Έτσι περνά ο Υπερσιβηρικός, ο χαλύβδινος ρήγας της Ασίας.

Και ο Αμούρ εξακολουθεί να ρέει, ποτίζοντας όχι μόνο τις χώρες που διασχίζει μα και ολόπκληρη την ενδοχώρα εις την οποίαν εισχώρησε και που ένα μικρό της μόνο μέρος περιέχουν οι σελίδες τούτες.

Και είναι για μένα πάντοτε ο ΑΜΟΥΡ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως: προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύονται πάλι από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας… Στις όχθες του θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύονται, θα θρηνούν και αγάλλονται, θα διψούν και θα δροσίζονται όσοι από μας λέγουν το ΝΑΙ και όσοι από μας λέγουν το ΟΧΙ! Είπα πάντοτε ΝΑΙ. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέει ο ΑΜΟΥΡ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου: ΑΜΟΥΡ, ΑΜΟΥΡ!!!

ΜΥΘΟΙ και ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ για τα μεταλλεία στη Χαλκιδική (δίχως μικροκομματικές παρωπίδες και μακριά από άναρθρες «κορώνες» ιδιοτελών ΜΜΕ):

$
0
0
Η επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Β. Α. Χαλκιδική βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας για περισσότερο από μια δεκαετία γεγονός που δείχνει ότι το πρόβλημα ενδιαφέρει την κοινή γνώμη και ιδιαίτερα τους κατοίκους της περιοχής. Η όποια συζήτηση όμως τις περισσότερες φορές είναι μονομερής, επιφανειακή ή ελλιπής και δεν καλύπτει το θέμα από όλες τις πλευρές. Επομένως, οποιαδήποτε συζήτηση γι’ αυτό το θέμα θα πρέπει να περιλαμβάνει κατά το δυνατόν αφ’ ενός όλη αυτή τη χρονική περίοδο δηλαδή, από την ημέρα κατά την οποία το Ελληνικό δημόσιο παραχώρησε την περιοχή για μεταλλευτική εκμετάλλευση σε ιδιώτες μέχρι σήμερα και αφ’ ετέρου όλα όσα σχεδιάζονται να γίνουν και τις επιπτώσεις που αυτά θα προκαλέσουν στο γενικότερο περιβάλλον και στους κατοίκους της περιοχής και όχι μόνο. Ιδού λοιπόν μια αντικειμενική παράθεση των πραγματικών στοιχείων από τον ομότιμο καθηγητή της Εδαφολογίας στο ΑΠΘ Κυριάκο Π. Παναγιωτόπουλο της σχεδιαζόμενης επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας και ο καθείς ας βγάλει τα συμπεράσματά του, αν δηλαδή θα υπάρξει όφελος ή ζημία για την περιοχή, για τη Χαλκιδική ή για τη χώρα, από αυτή την επέκταση.



ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ:
Με το Ν.3220/2004 επικυρώθηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού δημοσίου και της νεοσύστατης εταιρείας Ελληνικός Χρυσός ΑΕ (ΕΧ) που υπογράφηκε το Δεκέμβριο του 2003 και προέβλεπε την παραχώρηση έκτασης 317.000 στρεμμάτων στη Β.Α. Χαλκιδική για μεταλλευτική εκμετάλλευση μαζί με τον ακίνητο και κινητό εξοπλισμό της προηγούμενης μεταλλευτικής εταιρείας (TVX) έναντι 11 εκατομμυρίων ευρώ. Αξίζει να αναφερθεί ότι η αναγραφή των περιουσιακών στοιχείων που παραχωρήθηκαν στην ΕΧ καλύπτει περίπου 200 σελίδες της ανωτέρω σύμβασης. Η παραχωρηθείσα έκταση αποτελείται από δάσος σε ποσοστό μεγαλύτερο από 90 %. Με την Κοινή Υπουργική Απόφαση (201745/26-7-2011) εγκρίθηκε η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) που κατέθεσε η ΕΧ (2010) και τέθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι υλοποίησης του έργου, τελικά, σε μια έκταση 264.000 στρεμμάτων.

Το όλο έργο περιλαμβάνει τέσσερα υποέργα α) των Σκουριών, β) της  Ολυμπιάδας, γ) του Μαντέμ Λάκκου και δ) του Στρατωνίου. Το κείμενο που ακολουθεί θα περιοριστεί μόνο στο υποέργο των Σκουριών λόγω του ότι το συγκεκριμένο υποέργο είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα, περιλαμβάνει για πρώτη φορά στην περιοχή επιφανειακή εξόρυξη και θα προκαλέσει, εφόσον υλοποιηθεί, ιδιαίτερα σοβαρές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις. 

Οι επιπτώσεις
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της σχεδιαζόμενης μεταλλευτικής δραστηριότητας στις Σκουριές και οι επιπτώσεις της στην ευρύτερη περιοχή, κρίνεται μάλλον απαραίτητο να αναφερθούν επιγραμματικά όλες οι φάσεις αυτής της επέμβασης καθώς και οι αναμενόμενες επιπτώσεις. Για να μην υπάρξει καμία αμφισβήτηση των στοιχείων που θα δοθούν στη συνέχεια, διευκρινίζεται ότι όλα τα ποσοτικά στοιχεία που θα αναφερθούν προέρχονται από την Κύρια Μελέτη της ΜΠΕ (εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά) και σε παρένθεση θα δίνεται η σελίδα ή ο πίνακας της ΜΠΕ που αυτά αναγράφονται, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η ακρίβειά τους. 
Το προς εξόρυξη και εκμετάλλευση πέτρωμα στις Σκουριές ανέρχεται σε 146,2 εκατομμύρια τόνους, από τους οποίους 66,9 εκατομμύρια τόνοι θα εξορυχτούν επιφανειακά και το υπόλοιπο υπόγεια (σελ. 5.3-68) και η μέση περιεκτικότητά του σε χρυσό είναι 0,89 γραμμάρια ανά τόνο και σε χαλκό 0,56 % (Πίνακας 5.3.3-1). Το πέτρωμα περιέχει επίσης θειούχες ενώσεις βαρέων μετάλλων (ΒΜ) όπως αντιμονίου, αρσενικού, βαρίου, καδμίου, χρωμίου, χαλκού, σιδήρου, μαγγανίου, νικελίου, μολύβδου, ψευδαργύρου, κ.ά. Επιπλέον στο πέτρωμα περιέχεται μια μορφή αμιάντου (τρεμολίτης) σε ποσοστά 3 % που στα απόβλητα εμπλουτισμού θα ανέρχεται σε 8 % καθώς και χαλαζίας σε ποσοστά 40 % στο πέτρωμα και 26 % στα απόβλητα (σελ. 5.3-109).

Οι φάσεις της σχεδιαζόμενης επέμβασης
Οι φάσεις της σχεδιαζόμενης επέμβασης και οι άμεσες συνέπειές τους μπορούν σε αδρές γραμμές να αναφερθούν ως ακολούθως: 
α) αποψίλωση του δάσους σε μια έκταση μεγαλύτερη των 2.500 στρεμμάτων (Πίνακας 5.10.1-1) το μεγαλύτερο μέρος της οποίας έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Η αποψίλωση γίνεται με ολοκληρωτική εκρίζωση των δένδρων ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να βλαστήσουν εκ νέου οι ρίζες. Περαιτέρω σχολιασμός νομίζω ότι δε χρειάζεται.
β) επιφανειακή εξόρυξη (Πίνακας 5.1.2-2) του πετρώματος που προγραμματίζεται να ανέλθει σε 24.000 τόνους ημερησίως (Πίνακας 5.3.3-1) και θα επιτυγχάνεται με εκσκαφή και ανατινάξεις (Πίνακας 5.3.2-4). Η ημερήσια χρησιμοποίηση εκρηκτικών θα κυμαίνεται από 4 έως 6 τόνους (Πίνακας 5.3.2-5) ενώ ο κρατήρας που θα δημιουργηθεί κατά την εξόρυξη θα έχει διάμετρο 705 και βάθος 220 μέτρα (σελ. 5.3-10). Σε άλλο σημείο της ΜΠΕ (Παράρτημα VII, σελ. 15) όμως αναφέρεται ‘θα γίνει συνδυασμός μιας επιφανειακής εκμετάλλευσης μεσαίου (300 m) ή μεγαλύτερου (400 m) βάθους ακολουθούμενη από υπόγεια εκμετάλλευση….’. Ο αναγνώστης μπορεί να αξιολογήσει αυτή την ασυμφωνία που μόλις αναφέρθηκε για το βάθος του επιφανειακού ορύγματος. ‘Οι εργασίες στο όρυγμα εκτελούνται 7 ημέρες την εβδομάδα, σε 24ωρη βάση, σε τρεις 8ωρες βάρδιες’.  Η επιφανειακή εξόρυξη θα διαρκέσει 11 χρόνια και θα ακολουθήσει υπόγεια εκμετάλλευση για άλλα 20 χρόνια. 
γ) όρυξη 9 υδρογεωτρήσεων περιμετρικά του κρατήρα και μέχρι βάθους 790 μέτρων (= 140 μέτρα χαμηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας), για προ-αποστράγγιση του μεταλλείου (σελ. 5.3-87) ώστε η απόληψη του πετρώματος να γίνεται εν ξηρώ και για άντληση νερού που θα χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του εργοστασίου εμπλουτισμού.  Η ΜΠΕ προβλέπει επανεισπίεση του νερού που θα πλεονάζει. Η συνεχής άντληση νερού από προοδευτικά μεγαλύτερα βάθη, θα προκαλέσει υποβιβασμό της υπεδάφειας στάθμης νερού (κώνος αποστράγγισης) σε μια έκταση με διαστάσεις 4,5x3,2 χιλιομέτρων (= 14.400 στρέμματα [σελ. 7.10-33]). Άμεσο αποτέλεσμα θα είναι η αποστράγγιση του βουνού και η υποβάθμιση και καταστροφή του δάσους πολύ πέραν της περιοχής που ήδη αποψιλώθηκε. Κατά τη διάρκεια των βροχοπτώσεων, στην επιφάνεια του γυμνού πλέον εδάφους το νερό θα απορρέει επιφανειακά, συχνά θα εμφανίζονται πλημμυρικά επεισόδια και θα προκαλούνται έντονες διαβρώσεις. Επιπλέον, θα προκληθεί εξαφάνιση πηγών, μείωση της ροής ρεμάτων και ποταμών και ουσιαστική αχρήστευση υδρογεωτρήσεων που χρησιμοποιούνται για ύδρευση κατοίκων και επισκεπτών και άρδευση καλλιεργειών. Εξ άλλου και στη ΜΠΕ (σελ. 7.10-33) δηλώνεται ρητά ότι: ‘Σχετικά με τους συμβάλλοντες του ποταμού Χαβρία (ρέμα Παναγιάς και ρέμα Ξινονέρι), αυτοί ……. εκτιμάται ότι θα υποστούν ελαφρά μείωση πηγαίων αναβλύσεων…’.
δ) μεταφορά - λειοτρίβηση - χημική επεξεργασία (εμπλουτισμός) του πετρώματος. Τα χημικά αντιδραστήρια που προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν, τα οποία δεν είναι καθόλου ‘αθώα’ ή ακίνδυνα, είναι η νατριούχος ισοπροπυλική ξανθάτη, το Aeropromoter, η μεθυλ-ισοβουτυλ-καρβινόλη και κροκιδωτικά μέσα.
ε) το τελικό προϊόν θα είναι μόλις το 1,97 % του πετρώματος ενώ το υπόλοιπο (= 98,03 %) του πετρώματος θα είναι τα απόβλητα εμπλουτισμού (σελ. 5.3-68). Με άλλα λόγια ένα μέρος του βουνού απλά θα μετατραπεί σε απόβλητο και θα μεταφερθεί σε κοντινή απόσταση στις λίμνες απόθεσης, όπου θα παραμείνει τοξικό για πάντα.
στ) κατασκευή δύο φραγμάτων ύψους αντίστοιχα 131 και 143 μέτρων (Πίνακες 5.3.4-4 και 5.3.4-5) με τη χρησιμοποίηση αποβλήτων εξόρυξης ώστε να δημιουργηθούν λίμνες απόθεσης στις οποίες θα αποτεθούν τα απόβλητα της επεξεργασίας (εμπλουτισμού) που θα έχουν όγκο 44 εκατομμύρια κυβικά μέτρα (Πίνακες 5.3.4-4 και 5.3.4-5). Αξίζει να αναφερθεί ότι τα γιγαντιαία αυτά χωμάτινα φράγματα θα κατασκευαστούν σε μια ιδιαίτερα σεισμογόνο περιοχή που μόνο κατά τον 20ό αιώνα έχει δώσει 3 σεισμούς με ένταση μεγαλύτερη των 7 R (Παράρτημα Χ, σελ. 23). Ένας από αυτούς τους σεισμούς  (1932) ισοπέδωσε στην κυριολεξία κάποια χωριά της περιοχής με εκατοντάδες θύματα. Ποια θα είναι άραγε η τύχη αυτών των φραγμάτων και του τοξικού περιεχομένου τους αν κάτι παρόμοιο επαναληφθεί στο άμεσο ή στο απώτερο μέλλον;   

Καθ’ όλη τη διάρκεια της επιφανειακής εξόρυξης (11 έτη), θα παράγεται σκόνη πετρώματος που θα ανέρχεται σε 2.162 τόνους ανά ώρα στους χώρους του μεταλλείου (Πίνακας 5.3.9-2) και σε 954 τόνους ανά ώρα (Πίνακας 5.3.9-3) κατά τις φορτοεκφορτώσεις στους χώρους απόθεσης του πετρώματος. Τα τεμαχίδια αυτής της σκόνης περιέχουν, όπως και το πέτρωμα, ΒΜ, τρεμολίτη και χαλαζία. Οι τεράστιες αυτές ποσότητες σκόνης θα μετακινούνται με τον άνεμο και θα αποθέτονται ως ξηρή απόθεση στην επιφάνεια του εδάφους, στα επιφανειακά νερά, στη θάλασσα και στο υπέργειο τμήμα των φυτών. Η απόσταση στην οποία θα διασπαρθεί η σκόνη δεν είναι γνωστή αλλά έχουμε το δεδομένο της σκόνης από τη Σαχάρα που καλύπτει απόσταση περίπου 1000 χιλιομέτρων πριν αποτεθεί στη χώρα μας. Επομένως τα προβλήματα από τη σκόνη δεν αφορούν μόνο τους κατοίκους της περιοχής των μεταλλείων αλλά και αυτούς που διαμένουν σε αρκετά μεγάλες αποστάσεις από τις Σκουριές. Επίσης η σκόνη που θα κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα μπορεί να μετακινηθεί με το νερό της βροχής και να προκαλέσει ρύπανση του εδάφους και των φυτών.

Τα απόβλητα εξόρυξης και εμπλουτισμού, κατά την επαφή τους με το νερό και την έκθεσή τους στον ατμοσφαιρικό αέρα, αποδίδουν χημικά ιόντα που προκαλούν τις όξινες απορροές (στραγγίσματα) και οδηγούν σε οξίνιση του εδάφους και επιβάρυνση του εδάφους και των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων με ΒΜ. Η χρησιμοποίηση για άρδευση ρυπασμένου με ΒΜ επιφανειακού ή υπόγειου νερού, επιτείνει τη ρύπανση του εδάφους ενώ η χρησιμοποίησή του ως πόσιμου από ζώα και ανθρώπους, οδηγεί σε συσσώρευση ΒΜ στον οργανισμό τους η οποία έχει πολύ δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία τους. 

Η οξίνιση του εδάφους και η αυξημένη περιεκτικότητά του σε ΒΜ θα καταστήσουν το έδαφος ακατάλληλο να χρησιμοποιηθεί ως ενδιαίτημα από οργανισμούς και μικροοργανισμούς καθώς επίσης και ως υπόστρωμα ανάπτυξης φυτών. Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι για το σχηματισμό εδάφους, πάχους περίπου ενός μέτρου απαιτείται διάστημα χιλιάδων χρόνων.

Έχει βρεθεί, σχεδόν σε όλες τις χώρες που λειτουργούν ή λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού ότι, εδάφη που γειτνιάζουν με μεταλλεία ή βρίσκονται ακόμη και σε μεγάλη απόσταση από αυτά, παραμένουν ρυπασμένα με ΒΜ για αρκετές 10-ετίες ή και 100-ετίες μετά τη διακοπή λειτουργίας των μεταλλείων. 

Μεγάλος αριθμός επιστημονικών - ερευνητικών εργασιών απαντάται στη διεθνή βιβλιογραφία που αφορούν τις επιπτώσεις μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα εκείνων που ασχολούνται με την απόληψη χρυσού, κατά τη διάρκεια αλλά και πολλές δεκαετίες μετά τη διακοπή της λειτουργίας των μεταλλείων. (Η παράθεση όλων αυτών των βιβλιογραφικών πηγών δεν μπορεί να γίνει στο παρόν κείμενο αλλά είναι διαθέσιμες σε κάθε ενδιαφερόμενο). Σε κάθε περίπτωση αναφέρεται πολύ αυξημένη ρύπανση με ΒΜ των εδαφών, των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, της φυσικής βλάστησης και των καλλιεργούμενων φυτών και εισαγωγή των ΒΜ στην τροφική αλυσίδα που σωρευτικά έχουν ανεπιθύμητες και σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων. 

Τα φυτά που καλλιεργούνται στη Β.Α. Χαλκιδική (ελιές, άμπελος, σιτηρά, λαχανοκομικά, οπωροφόρα, χορτοδοτικά, κ.ά.) έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία και εμφανίζουν συμπτώματα τοξικότητας όταν στο περιβάλλον ανάπτυξής τους παρατηρούνται αυξημένες συγκεντρώσεις ΒΜ. Είναι επομένως προφανές και πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι, η σχεδιαζόμενη μεγάλης κλίμακας επέκταση των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή των Σκουριών θα έχει πολύ δυσμενείς και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στη Γεωργία, στην Κτηνοτροφία, στην Υλοτομία, στη Μελισσοκομία και στην Αλιεία που ασκούν οι κάτοικοι της περιοχής. 

Κατά συνέπεια, τελικό και αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα της σχεδιαζόμενης επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Β. Α. Χαλκιδική θα είναι η πλήρης απαξίωση της αγροτικής παραγωγής και των συναφών δραστηριοτήτων λόγω α) της μειωμένης ποσότητας και της υποβαθμισμένης ποιότητας των παραγόμενων φυτικών και ζωικών προϊόντων, β) της μειωμένης επιδότησης των αγροτικών προϊόντων που θα παράγονται σε υποβαθμισμένες περιοχές, σύμφωνα με τη νέα Κ.Α.Π., γ) της αδυναμίας κατανάλωσης ακόμη και των προϊόντων που θα παράγουν οι ίδιοι οι κάτοικοι της περιοχής και δ) της αναγκαστικής αλλαγής του τρόπου ζωής των κατοίκων. Αξίζει να αναφερθεί ότι πολλά γεωργικά προϊόντα της Χαλκιδικής έχουν χαρακτηριστεί ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ.

Όμως, σε μια περιοχή που η ατμόσφαιρα, το νερό και τα γεωργικά προϊόντα μπορεί να είναι δυνάμει ρυπασμένα, στην οποία θα γίνονται συχνές ανατινάξεις και θα κυκλοφορούν στην ατμόσφαιρα τόνοι τοξικής σκόνης, κανείς δε θα θέλει να επισκεφθεί, κανείς δε θα την επιλέγει ως τουριστικό προορισμό. Επομένως, πολύ σημαντικές θα είναι οι επιπτώσεις της επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στον τουρισμό που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος στους παραλιακούς οικισμούς της περιοχής (Ολυμπιάδα, Στρατώνι, Ιερισσός, Ν. Ρόδα, Αμμουλιανή, Ουρανούπολη, Δεβελίκι και Πυργαδίκια) όπως και στον αριθμό των επισκεπτών / προσκυνητών του Αγίου Όρους. 

Για όλους τους προηγούμενους λόγους μεγάλος αριθμός ανεξάρτητων επιστημονικών φορέων έχει ταχθεί εναντίον της επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας θεωρώντας ότι υπερβαίνει τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής, θα προκαλέσει μη αναστρέψιμη καταστροφή του περιβάλλοντος, θα οδηγήσει σε οικονομικό μαρασμό της περιοχής και θα έχει ως αποτέλεσμα σοβαρά προβλήματα στην υγεία κατοίκων, επισκεπτών και ιδιαίτερα των εργαζομένων στα μεταλλεία. Ορισμένοι από τους επιστημονικούς φορείς που τάχθηκαν αρνητικά στην σχεδιαζόμενη επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητας είναι το Συμβούλιο Περιβάλλοντος και το Πρυτανικό Συμβούλιο του ΑΠΘ, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, η Γεωπονική Σχολή του ΑΠΘ, η Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, το Τμήμα Τουριστικών Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, ο Σύνδεσμος Γεωλόγων Μελετητών, το Συνδικάτο Εργαζομένων στο ΙΓΜΕ, η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείου και Κέντρων Υγείας Ν. Χαλκιδικής, η Ομοσπονδία Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας.

Οι κάτοικοι της περιοχής και όχι μόνο μετά την ενημέρωσή τους για το τι πρόκειται να συμβεί, αντέδρασαν και συνεχίζουν να αντιδρούν στην καταστροφή του τόπου τους, στην απώλεια των περιουσιών τους, στην υποβάθμιση της ζωής και της υγείας τους.

Πέρα από όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, σε όλη τη Β. Α. Χαλκιδική υπάρχουν δεκάδες αρχαιολογικοί και ιστορικοί χώροι σημαντικής αξίας (π.χ. σοβαρές ενδείξεις για τον τάφο του Αριστοτέλη στα Αρχαία Στάγειρα, πρόσφατα ανακαλυφθέντες αρχαιολογικοί χώροι στις Σκουριές, που η απομάκρυνσή τους από την περιοχή, όπως σχεδιαζόταν, έχει ανασταλεί με απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου). Η ανάδειξη όλων αυτών των αρχαιολογικών και ιστορικών χώρων θα αυξήσει επιπλέον τον αριθμό των επισκεπτών/τουριστών στην περιοχή αυξάνοντας το εισόδημα και το επίπεδο ζωής των κατοίκων.   

Οι μύθοι
Το κείμενο θα ήταν ημιτελές αν δεν αναφερόταν και κάποιες απόψεις που επικαλούνται όσοι διάκεινται ευμενώς στη σχεδιαζόμενη επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Β.Α. Χαλκιδική. Τα κυριότερα επιχειρήματα, μύθους θα τα έλεγα, που χρησιμοποιούνται υπέρ της επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Β.Α. Χαλκιδική και η αντίκρουση/σχολιασμός τους δίνονται στη συνέχεια: 

1ος Μύθος: Η μεταλλευτική δραστηριότητα ασκείται στην περιοχή από την αρχαιότητα, επομένως μπορεί να συνεχιστεί. Είναι αλήθεια ότι ένα μέρος αυτής της περιοχής έχει μακραίωνα ιστορία ως μεταλλευτική ζώνη. Αλλά ο βαθμός και οι μέθοδοι εκμετάλλευσης που εφαρμοζόταν σε παλαιότερες χρονικές περιόδους διαφέρουν πάρα πολύ από αυτές που σχεδιάζεται να εφαρμοστούν. Μεταξύ του χθες και του αύριο υπάρχει μια τεράστια διαφορά κλίμακας. Σε παλαιότερες περιόδους τα προς εκμετάλλευση μέταλλα βρισκόταν σε υψηλές αναλογίες και όχι σε κλάσματα του γραμμαρίου ανά τόνο όπως τα προς εκμετάλλευση πετρώματα στις Σκουριές. Επίσης, τα τεχνικά μέσα που είχαν στη διάθεσή τους δεν τους επέτρεπαν να εξορύσσουν πολύ μεγάλες ποσότητες πετρώματος/μεταλλεύματος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ποσότητα που εξορυσσόταν στο παρελθόν κατά τη διάρκεια ενός χρόνου τώρα σχεδιάζεται και είναι τεχνικά δυνατό, να εξορύσσεται σε ένα 24ωρο. Επιπλέον, δεν εφαρμόσθηκε ποτέ στην περιοχή επιφανειακή εξόρυξη ούτε χρειάστηκε να αποστραγγιστεί μια ολόκληρη περιοχή που σήμερα τροφοδοτεί με νερό περίπου τη μισή Χαλκιδική.

2ος Μύθος: Τέτοιου είδους δραστηριότητες ασκούνται σε άλλες χώρες, γιατί όχι και εδώ. Όσοι αναφέρουν τέτοια παραδείγματα αποκρύπτουν σε τι είδους περιοχές υπάρχουν τέτοια έργα και πόσο απέχουν αυτά από κατοικημένες περιοχές. Εκεί (πχ Καναδάς, Σκανδιναβικές Χώρες) τέτοιες δραστηριότητες αναπτύσσονται σε σημεία που απέχουν 100-άδες χιλιόμετρα από κατοικημένες περιοχές. Λόγω των συχνών ‘ατυχημάτων’ που προκλήθηκαν και σε αυτές τις περιοχές και τις αντιδράσεις των πολιτών για τις οικολογικές καταστροφές που προκλήθηκαν από τα ‘ατυχήματα’, οι χώρες αυτές θέσπισαν πολύ αυστηρότερους όρους ή απαγόρευσαν τη λειτουργία τέτοιων μονάδων. Αντίθετα, στην περίπτωση της Β. Α. Χαλκιδικής υπάρχουν οικισμοί (Μ. Παναγία, Παλαιοχώρι, Νεοχώρι) σε απόσταση 3-5 χιλιομέτρων από τις Σκουριές ενώ περίπου οι μισοί οικισμοί του Δήμου Αριστοτέλη απέχουν λιγότερο από 10 χιλιόμετρα από το επιφανειακό όρυγμα.

3ος Μύθος: Έχουμε χρυσό, γιατί να μην τον εκμεταλλευτούμε; Κατ’ αρχήν ίσως ο τίτλος της εταιρείας (Ελληνικός Χρυσός) να παραπλανά κάποιους καθώς το 95 % των μετοχών ανήκει σε πολυεθνική εταιρεία (ELDORADO GOLD) επομένως ο πιθανολογούμενος χρυσός δεν θα είναι ελληνικός. Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση (201745/26-7-2011) ‘Απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοποίηση …… είναι η εφαρμογή της Πυρομεταλλουργικής Μεθόδου Ακαριαίας Τήξης (Flash Smelting) …’. Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν πρόκειται να παράγεται μεταλλικός χρυσός όπως τουλάχιστον περιγράφεται στην παραπάνω ΚΥΑ, καθώς η μέθοδος της ακαριαίας τήξης που προτάθηκε από την ΕΧ και υπάρχει στην ΚΥΑ ως ‘απαραίτητη προϋπόθεση’ είναι διεθνώς ανεφάρμοστη. Επομένως, ακόμη και στην περίπτωση που η επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητας προχωρήσει, καθαρός χρυσός δεν πρόκειται να παραχθεί στη Β.Α. Χαλκιδική. Θα παράγονται και θα εξάγονται  συμπυκνώματα μετάλλων (χρυσού, αργύρου, κ.ά.) και επομένως δεν πρόκειται να έχει έσοδα το Ελληνικό Δημόσιο από αυτή τη δραστηριότητα. 
4ος Μύθος: Ανάγκη για επενδύσεις: τίποτε από ότι θα κατασκευαστεί δε θα είναι χρήσιμο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετά το πέρας της μεταλλευτικής δραστηριότητας (μέγιστη διάρκεια κατά τη ΜΠΕ 30 χρόνια) για άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Απεναντίας εκείνο που θα μείνει θα είναι οι τεράστιες ποσότητες τοξικών αποβλήτων, το κατεστραμμένο δάσος και τα λιγοστά και ρυπασμένα νερά.

5ος Μύθος: Θέσεις εργασίας ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης: αναφέρεται συχνά ότι οι θέσεις εργασίας θα είναι περισσότερες από 5.000. Αλλά στη ΜΠΕ της ΕΧ αναφέρονται 1.300 άτομα από τον 9ο χρόνο λειτουργίας των μεταλλείων και μετέπειτα (Πίνακας 5.9.5-1). Δεν αναφέρεται όμως πουθενά ούτε λέγεται από κανέναν από τους υποστηρικτές της επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας, πόσες θέσεις εργασίες θα χαθούν οριστικά από άλλες δραστηριότητες (τουρισμός και συναφή επαγγέλματα, γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, μελισσοκομία, μεταποίηση, κατασκευές, κλ) που μπορούν να ασκούνται για πάντα. Εξ άλλου κανείς από όσους αντιτίθενται σε αυτήν την επέκταση, δε ζητά να διακοπούν οι μεταλλευτικές δραστηριότητες όπου αυτές ασκούνται από χρόνια και να χάσουν τη δουλειά τους εκατοντάδες εργαζόμενοι. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση απαιτείται ένας αριθμός εργαζομένων για τη συντήρηση και διαχείριση των εγκαταλειμμένων στοών και των όξινων απορροών.  Εκείνο για το οποίο αγωνίζονται οι κάτοικοι της περιοχής, της Χαλκιδικής και της Β. Ελλάδας α) είναι να σταματήσει άμεσα η επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητας στις Σκουριές και να αποκατασταθεί το περιβάλλον που έχει βάναυσα υποβαθμιστεί και β) να συνεχίσουν τη δραστηριότητα τα παλαιά μεταλλεία με μειούμενο ρυθμό δηλαδή, να μην αντικαθίσταται το προσωπικό που αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης. Εξ άλλου σε έργα αποκατάστασης του περιβάλλοντος μπορούν να απασχοληθούν εκατοντάδες κατοίκων και για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Κλείνοντας θεωρώ ότι, από την παράθεση των πραγματικών στοιχείων της σχεδιαζόμενης επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Β. Α. Χαλκιδική και των επιπτώσεων που σίγουρα θα ακολουθήσουν, καθώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα από άλλες χώρες, μπορεί κανείς να βγάλει τα συμπεράσματά του, αν δηλαδή θα υπάρξει όφελος ή ζημία για την περιοχή, για τη Χαλκιδική ή για τη χώρα, από αυτή την επέκταση. Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν

* Το άρθρο υπογράφει ο Κυριάκος Π. Παναγιωτόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Εδαφολογίας στο ΑΠΘ

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ, ΚΟΝΤΟΦΘΑΛΜΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΕΣ ή ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΙΠΠΟΤΕΣ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΤΙΣ ΧΙΜΑΙΡΕΣ ΤΟΥΣ…

$
0
0
Φρονιμότατε Σεϊτ Χαμίτ, Μάθε πως ο Δον Κιχώτης γεννήθηκε και για μένα. Ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Τούτο διότι επέδειξε μια ακραία αδυναμία της φαντασίας. Έχει ανάγκη τη δράση για να εκπληρωθούν οι βαθύτεροι πόθοι της. Εγώ, αντιθέτως, δεν βγήκα ποτέ από τη βιβλιοθήκη μου. Ζω απομονωμένος, φέρνοντας στο φως τους ήρωες των αναγνωσμάτων μου. Διαχειρίζομαι την έκσταση μόνο με το νου, το πνεύμα μου και μόνο καλπάζει, εγώ, ο ιππότης της ανάγνωσης. Στα σύννεφα έχτισα την επικράτεια μου και χάρισα ένα νησί στον υπηρέτη μου. Θλίβομαι για τη γελοιοποίηση στην οποία τον έχετε υποβάλει τόσα χρόνια. Και όμως δεν θα είχε ανάγκη τους κακόβουλους μάγους να σώσουν τα προσχήματα, αν είχε το σθένος να μην επιχειρήσει την έξοδον από το χωριό μου, να μη ζητήσει άλλη εκπλήρωση πλην αυτή της φαντασίας του. Αυτό που ζω είναι αυτό που ονειροπολώ  [Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ αυτή ήταν μια ιστορία για τον ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ του Φερ­νάν­το Κα­έ­ι­ρο από τις πολλές και διαφορετικές ΙΣΤΟΡΙΕΣ σε (λιγότερες από) 150λέξεις με τον ήρωα του Θερβάντες, όπως αναρτήθηκαν στο ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ  -ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, ένα ιστολόγιο για το μικρό Διήγημα. Κεντρική ιδέα των μικροδιηγημάτων θα μπορούσε να είναι το ποίημα του Καρυωτάκη με τον ίδιο τίτλο.
Μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι να μείνουνε
καθώς τα περιστέρια που σκορπούν
οι ναυαγοί στην τύχη
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός… [κολάζ κ ARTά SOS]


ΣΑΝΤΣΟ;
Σήμερα μου έφεραν έναν νέο τρόφιμο. «Δον Κιχώτης». Η καρτέλα του λέει «Ήρεμος και αβλαβής» (όσο κι αν μοιάζει νούμερο παλιάς επιθεώρησης, υπάρχουν στα νοσοκομεία μας και Ναπαολέοντες και Μεγαλέξανδροι…).
Έμοιαζε με τον παραδοσιακό Δον Κιχώτη, όπως τον ζωγράφισε ο Ντορέ. Ψηλός, ξερακιανός, με μούσι τράγου.
«Ο αγώνας συνεχίζεται», μου είπε εμπιστευτικά. Τα μάτια του ήταν γαλανά, ξεπλυμένα.
«Είμαστε πολλοί –κι ας μη φαινόμαστε», συνέχισε. «Θα τον αλλάξουμε τον κόσμο».
Σώπαινα. Τι να πω; 
Μετά με έπιασε από τους ώμους και κοιτώντας με στα μάτια, μου εξήγησε το πρόβλημά του. «Για να πετύχουμε, όμως, χρειαζόμαστε πιστούς υπηρέτες. Πάντα εμείς οι ιππότες βασιζόμασταν στους υπηρέτες. Ο Σαντσο Πάντσα τάιζε και ξύστριζε τον Ροσινάντε, ετοίμαζε καιτο δικό μου φαγητό. Χωρίς αυτόν είμαι άχρηστος. Έχετε μήπως κανέναν εδώ;  
Τι να τουπω; Ότι τριάντα χρόνια ψυχίατρος είχα δει α ρκετούς Δον Κιχώτες, αλλά ούτε έναν Σάντσο; [Νίκος Δήμου]

ΟΛΟΝΥΧΤΙΣ ΑΚΙΝΗΤΟΣ, ΦΙΓΟΥΡΑ ΨΙΛΟΛΙΓΝΗ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΣ, Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ:
Τον εξεγέλασε η Μαριτόρνες πως τάχα η κυρά της στέργει να φιλήσει το γενναίο του μπράτσο. Ανέβη ορθός στη σέλα, το ’χωσε στο φεγγίτη. Να δει πόσο δυνατοί οι μύες, πώς φουσκώνουν οι φλέβες. Το παλιογύναιο έδεσε τη χείρα του με το καπίστρι από το μάνταλο της θύρας, τον αφήκε να νομίζει πως μάγια του ’χουν κάνει. Ήταν να κουνηθώ ρούπι; Ξημερωθήκαμε έτσι. Θα άντεχα κι άλλες το μαρτύριο εγώ το άλογό του ο Ροθινάντε, αν δεν με πλησίαζε φοράδα βαρβατωμένη. Κουνήθηκα να τη μυρίσω, να χαϊδευτούμε. Και τότες εκρεμάστη μια πιθαμή από το έδαφος, μούγκρισε ο καημένος. Σωριάστη καταγής σαν του ’κοψε τα δεσμά η υπηρέτρα. Μα τα δεσμά του μυαλού για μάγια και ιπποσύνες ποιος θα του κόψει; Ή μήπως όχι; Καλύτερα έτσι, φευγάτος από τα ψέματα του κόσμου του αχρείου;
[Κώστας Ακριβός, Ο δον Κιχότε δέσμιος όχι μόνον από έρωτα]

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΙΠΠΟΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ: 
Πετάχτηκα στον ύπνο μου από τη φασαρία. Φόρεσα τις παντόφλες και πήγα στο σαλόνι. Ο ένας πετούσε βιβλία στον άλλο! Τα μισά βιβλία μου πεταμένα στο πάτωμα!
-Τι συμβαίνει; Πάλι τα ίδια;
-Αυτός άρχισε πρώτος»!
-Δεν τον αντέχω άλλο! Τη μια με βάζει να ξιφομαχώ με τουλούμια γεμάτα κρασί, την άλλη να ορμώ με το δόρυ μου σε ανεμόμυλους, την Τρίτη να κυνηγάω λευκές φάλαινες στα πέρατα της γης… Δεν υποφέρεται πια! Εμένα βρήκε να κοροϊδέψει;»
Και συνέχισαν το βιβλιοχαμό!!!     
Τους πήρα και τους δύο και τους πέταξα απ’ το παράθυρο κατευθείαν απέναντι στον ανοιχτό κάδο ανακύκλωσης. 
Τους Τόμους!!!
[ΔΙΠΟΝΤΟ του Π. Ενιγουεϊ]

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ 
Ακούς πρώτα τα πέταλα του αλόγου στην άσφαλτο, κοιτάζεις απ’ το παράθυρο, απίστευτο, ο Δον Κιχώτης, ο ήρωας των παιδικών σου χρόνων, στέκεται εκεί, στο πεζοδρόμιο και περιμένει να του ανοίξεις. Σκουπίζεις γρήγορα τα δάκρυα, κατεβαίνεις με τις παντόφλες, ήρθες την κατάλληλη στιγμή, γενναίε ιππότη, δεν αντέχω άλλο, ο διευθυντής μου με κάνει κάθε μέρα σκουπίδι, τα ξέρω όλα ευγενέστατη δέσποινα, ας μην χάνουμε  καιρό!.. Να ’μαστε κιόλας στο γραφείο του, Ποιος είστε κύριε; οι Απόκριες αργούν ακόμα, τα λόγια στην περίπτωσή σου περιττεύουν καταραμένο κάθαρμα, το σπαθί του ιππότη κατεβαίνει με δύναμη, χαρτιά αιωρούνται και διασκορπίζονται στο πάτωμα, ο διευθυντής πέφτει αιμόφυρτος απ’ την καρέκλα, πλήρωσε και με το παραπάνω την απαίσια συμπεριφορά του, αγκαλιάζεις τον ιππότη γεμάτη ευγνωμοσύνη, ανεβαίνετε και οι δυο στον Ροσινάντη, δεν καλπάζει,  πετάει, τα πόδια του ίσα που αγγίζουν τις κεραίες των πολυκατοικιών, άδικα στεναχωριόσουν, η λύση ήταν τελικά τόσο απλή!..  Μια ιστορία της Γαλήνης Σαουλίδου όπως αναρτήθηκε στο  ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ  -ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ (ένα ιστολόγιο για το μικρό Διήγημα)

ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΝΙΑ ΔΟΥΛΤΣΙΝΕΑ
Τους το είχε ψιθυρίσει ο άνεμος που τα μαρτυράει όλα κι από εκείνη τη μέρα δεν έβρισκαν ησυχία. Πρώτη φορά είχαν ν’ αντιμετωπίσουν έναν τόσο φοβερό κίνδυνο, αλίμονο, η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Γιατί μπορεί να γνώριζαν χίλια δυο πράγματα, μπορεί να σήκωναν βουνά με τα χέρια τους, να έλιωναν πόλεις στο πάτημά τους, αλλά δεν είχαν μάθει ποτέ ν’ αγαπούν. Ήταν γίγαντες. Δεν ήξεραν τα τερτίπια του έρωτα, δεν είχαν αισθανθεί ποτέ τις βουτιές του, τα ρίγη του, τα χτυποκάρδια του. Πώς ν’ αντιμετωπίσεις κάτι που δεν γνωρίζεις; Στην αρχή ένιωσαν το ζεστό αέρα στο πρόσωπό τους, ύστερα μια λόγχη, ένα βέλος, μια αιχμή άρχισε να τους τρυπάει έναν-έναν. Κουνούσαν μ’ απελπισία τα χέρια τους καθώς έβλεπαν τα πόδια  τους να ριζώνουν στη γη. Δυνατά τα ξόρκια. Άνιση μάχη. «Για τη Δόνια Λουλτσινέα»!.. ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσαν πριν μεταμορφωθούν σε ανεμόμυλους. [Ιωάννα Αμπατζή] 

ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΠΛΗ
Ο κόσμος γέμισε τρελούς. Άλλοι νομίζουν τους εαυτούς τους θεόσταλτους, άλλοι τραβούν προς νότο να κουρσέψουν τον κόσμο και μερικοί αναγγέλλουν τη Δευτέρα Παρουσία. Μια φορά ένα από τους θεοπάλαβους που κυκλοφορούν στην ύπαιθρο ήρθε έξω από το μύλο μου και χτυπούσε τα φτερά του, φωνάζοντας ότι σκοτώνει γίγαντες. Εγώ έμεινα μέσα, είχα σιτάρι να αλέσω. Αν όμως μου έκανε ζημιά, θα τον κυνηγούσα με το φτυάρι. Το σκεφτόμουν και γέλαγα.
Μα τώρα δεν μπορώ πια να γελάσω. Το κακό της τρέλας χτύπησε και το σπιτικό μου. Η μονάκριβη κόρη μου, η Χουάνα, άρχισε να βλέπει πνεύματα και νεκρούς που της λένε να κατέβει στην Αίγυπτο και να ζήσει σαν τον Άγιο Αντώνιο, μέσα σε τάφους και πηγάδια, παλεύοντας τους πειρασμούς. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Στις μέρες μας, κανένας πλέον δεν ορέγεται μια  ευτυχία απλή, όλοι θέλουν να γίνουν άγιοι, ήρωες και βασιλιάδες. [ Άννα Γρίβα] 

ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΧΩΤΗ (γιατί στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος και στο τέλος της πάλι ο μύθος):
Αποκαμωμένος απ’ την ισπανική του γη, ένας γέρος στρατιώτης του βασιλιά, γύρεψε διέξοδο στις αχανείς γεωγραφίες του Αριόστο, σ’ εκείνη την κοιλάδα του φεγγαριού όπου βρίσκεται ο χρόνος που ξοδεύεται στα όνειρα, και στο χρυσό είδωλο του Μοάμεθ που έκλεψε ο Μονταλμπάν.
Για να ξεγελάσει και λιγάκι τον εαυτό του, φαντάστηκε έναν ευκολόπιστο άνθρωπο που, επηρεασμένος από το να διαβάζει για πράγματα θαυμαστά, αποφάσισε να αναζητήσει ηρωισμούς και θαύματα σε μέρη εντελώς συνηθισμένα, που τα λέγαν Τομπόζο ή Μοντιέλ.
Νικημένος απ’ την πραγματικότητα, από την Ισπανία, ο Δον Κιχώτης πέθανε στο χωριό που γεννήθηκε, γύρω στα 1614. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έζησε λίγο περισσότερο.
Και για τους δυο τους, τον ονειροπόλο και τον άνθρωπο του ονείρου του, όλο το θέμα βρισκόταν στην αντίθεση των δύο κόσμων: του εξωπραγματικού κόσμου των ιπποτικών ρομάντζων και τον καθημερινό, συνηθισμένο κόσμο του δεκάτου έβδομου αιώνα.
Δεν υποπτεύτηκαν πως τα χρόνια θα εξομάλυναν τελικά την αντίθεση αυτή, δεν υποπτεύτηκαν πως η Μάντσα, το Μοντιέλ και η λιγνή φιγούρα του ιππότη θα γινόταν για τους μεταγενέστερους το ίδιο ποιητικές με τις περιπέτειες του Σεβάχ ή τις αχανείς γεωγραφίες  του Αριόστο.

Γιατί στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος, και στο τέλος της πάλι ο μύθος [μια ιστορία από το βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ο Δημιουργός, Ύψιλον Βιβλία, μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης]

και μια ιστορία αδέσποτη του Αντώνη Αντωνάκου: ΔΟΛΩΜΑ ΓΙΑ ΝΥΦΙΤΣΕΣ
Ο Δον Κιχώτης έχωσε το κεφάλι στη μασχάλη κι άρχισε να τρίβει τα ρουθούνια του.
Ανέμελος στην ησυχία της νύχτας, σχεδόν υπνωτισμένος και ελεύθερος σαν μεθυσμένος νεκροθάφτης, ξαπλωμένος στην ταφόπλακα δίπλα στην υγρασία και τη μούχλα, κοντά στους ποντικούς που ροκανίζουν τα κιβούρια, μύριζε πάνω του το άρωμα της Δουλσινέας.
Ερεθισμένος απ’ την αψιά μυρουδιά που έμοιαζε με άρωμα αγριόχηνας γαρνιρισμένης με ελιές και κρεμμύδια.
Μύριζε την μεθυστική μασχάλη της.
Μύριζε τον ιδρώτα όλων των γυναικών και όλων των ανθρώπων απ’ την παιδική ηλικία ως τα γεράματα, ακολουθώντας την διαδρομή που τον οδηγούσε απ’ την ξινίλα του χυμένου γάλακτος στο δέρμα του βρέφους στη λιγότερο στυφή και πιο γλυκανάλατη ξινίλα των γηρατειών.
Μονάχα ο Σάντσο Πάντσα θα μπορούσε να τον ξυπνήσει απ’ το λήθαργο.
Μα ο Σάντσο Πάντσα ήταν ήδη νεκρός και μόνος κάτω απ’ την κρύα γη, κρατώντας σφιχτά το σπάγκο με το κεφάλι του πετεινού [από τον προσωπικό ιστολόγιο του Αντώνη Αντωνάκου Ο ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣ]

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ: Οι Δον Κιχώτες από τα Νηπενθή του Κώστα Καρυωτάκη
Δον Κιχώτες πάνε μπρος και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχθούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δεν στο ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε εκεί: «Σάντσο, τ’ άλογό μου»!

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να ’ρθουνε –παράφρονες ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανυπόταχτο βασίλειο-
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά πως ρέει

την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
Viewing all 535 articles
Browse latest View live