Ο Ηράκλειτος, ο Εφέσιος ο επονομαζόμενος Σκοτεινός, είναι ο πρώτος στοχαστής που ξετυλίγει το λόγο ψάχνοντας να βρει το νόημα της φύσης, της θεότητας, του ανθρώπου και της πόλης που αποτελούν εκφάνσεις οντικές του γίγνεσθαι του είναι του σύμπαντος κόσμου. Είναι αυτός που για πρώτη φορά στοχάζεται και λέει ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ… Η σύγχρονη φιλοσοφία δεν κάνει άλλο από το ν’ ακολουθεί το δρόμο που άρχισαν ο Ηράκλειτος κι ο Αριστοτέλης, γιατί, όπως πιστεύει ο Νίτσε, ο κόσμος μας χρειάζεται αιωνίως την αλήθεια, γι’ αυτό αιωνίως θα χρειάζεται και τον Ηράκλειτο!
Από την αρχαιότητα έως σήμερα, φιλόσοφοι, ιστορικοί του πνεύματος στοχαστές και συγγραφείς άνοιξαν διάλογο με τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου προσπαθώντας να συλλάβουν το νόημα της ή στρεφόμενοι εναντίον της: ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης ξεκινούν το μεγάλο αγώνα ενάντια στη σκέψη του, οι στωικοί, οι σκεπτικοί, ίσως ακόμα και οι κυνικοί, κάνουν δικές τους –μετατρέποντάς τες- ορισμένες δικές τους σκέψεις. Ο Χέγκελ τον ανακαλύπτει ξανά και βεβαιώνει πως δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηράκλειτου που δεν θα την έβαζε στη δική του Λογική. Ο Κίρκεγκωρ αποκαλεί τον εαυτό του μαθητή του Ηράκλειτου κι ο Νίτσε πιστεύει πως ο κόσμος, εφόσον αιωνίως χρειάζεται την αλήθεια, αιωνίως θα χρειάζεται και τον Ηράκλειτο. Άλλοι πάλι υπογραμμίζουν η σχέση του Ηράκλειτου με τους φιλοσόφους της Αναγέννησης και με τον Πασκάλ, τον Σπινόζα, τον Γκαίτε, τον Χάιλντερλιν, τον Νοβάλις, τον Σοπενχάουερ, τον Προυντόν, τον Μπερξόν, τον Φρόυντ, το σουρεαλισμό… Έτσι η ηρακλείτεια σκέψη αποκαλύπτει την παγκοσμιότητά της και τη συμπαντικότητά της, το βάθος της και την πολυεδρικότητά της
Ηράκλειτος ο Εφέσιος ο Σκοτεινός που πάει να πει «Ήρα κλειτός», αυτός δηλαδή που χρωστά τη δόξα του στην Ήρα
Οι μαρτυρίες που έχουν φτάσει σε μας για τον Ηράκλειτο απέχουν πολύ από το να είναι αψευδείς, συχνά μάλιστα είναι αντιφατικές και τα θέματα πάνω στα οποία χτίζονται ανήκουν λίγο πολύ στο χώρο του μύθου. Εντούτοις , ακόμα κι ένας μύθος έχει σχέση με μια πραγματικότητα και το σημαίνον συνδέεται πάντα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με το σημαινόμενο.
Ο Ηράκλειτος, λοιπόν, σύμφωνα με την πιο πλούσια σε εκτενή ανάλεκτα πηγή, ήταν ένας αριστοκράτης από γεννησιμιού του και απέβαλε με τη θέλησή του το βασιλικό αξίωμα για μια άλλη βασιλεία – τη βασιλεία της σκέψης (Διογένης Λαέρτιος, Βίος και δοξασίες επιφανών φιλοσόφων). Πρέπει να ήταν αυτοδίδακτος, με την έννοια ότι, όπως φαίνεται από τις ρητές αναφορές σε ποιητές και στοχαστές του καιρού του, είχε μελετήσει και στοχαστεί πάνω στους μεγάλους ποιητές , τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αρχίλοχο, τις θεωρίες των Μιλησίων, των Πυθαγορείων και τον Ξενοφάνη, χωρίς βέβαια να έχει πάρει μαθήματα απευθείας από κανέναν από αυτούς. Αφομοιώνοντας όμως όλες τις διδασκαλίες των προγενεστέρων του, θέλησε να τις ξεπεράσει συλλαμβάνοντας μ’ έναν καινούριο τρόπο τον Κόσμο, σύλληψη που θα τον οδηγούσε στο να συλλάβει τον ίδιο τον εαυτό του, μέσα στον Κόσμο.
Ο Ηράκλειτος ήταν ταυτόχρονα κάτι περισσότερο και κάτι λιγότερο από φιλόσοφος: ήταν στοχαστής
Ο Κίρκεγκωρ, που θεωρεί τον εαυτό του μαθητή του Ηράκλειτου, μ’ ένα τρόπο άλλωστε που είναι γεμάτος αντιθέσεις, αφού ο ίδιος είναι ο φιλόσοφος της υπαρξιακής επανάληψης και όχι του γίγνεσθαι του είναι, κάνει μια ωραία παρατήρηση στις τελευταίες αράδες του Επίλογου στο ΦΟΒΟΣ και ΤΡΟΜΟΣ:
«Αυτή η ανάγκη του να πηγαίνει κανείς ακόμα πιο πέρα, είναι παλιά πάνω στη γη. Ο σκοτεινός Ηράκλειτος, που κατέθεσε τις σκέψεις του μέσα στα γραπτά του και τα γραπτά του στο ναό της Αρτέμιδος –γιατί στη ζωή του, οι στοχασμοί του ήταν η πανοπλία του και γι’ αυτό τους κρέμασε στο ναό- ο σκοτεινός Ηράκλειτος είχε πει: δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι» Ωστόσο η γραμμένη σκέψη του Εφέσιου δεν του χρησίμεψε για πανοπλία ενάντια στις συμφορές της ζωής. Υπήρξε η σκέψη αυτή το πιο αποτελεσματικό όπλο της ζωής του, κι έμοιαζε, τεντωμένη όπως ήταν, με τόξο, του οποίου έπιασε τη φευγαλέα ουσία… Είναι γεγονός ότι από την αρχαιότητα ακόμα η μοναχική και θεωρητική ενασχόληση, που έστεφε τα νώτα της στον αναβρασμό των κοινών θνητών, ερμηνευόταν σαν σημάδι μελαγχολίας.
Πράγματι, ο Ηράκλειτος καταφέρει βίαια χτυπήματα εναντίον της ανθρώπινης βλακείας και της υπνοβασίας του μέσου ανθρώπου. Το δείχνουν τα αποσπάσματά του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος μας διηγείται ακόμη ότι σε κάποιον που τον ρώτησε γιατί σωπαίνει, αυτός απάντησε: «ίνα υμείς λαλείτε». Ο Ηράκλειτος, δηλαδή, περιφρονεί τις μάταιες κουβέντες που κυλάνε σαν ποτάμι κι αρνιέται τη ρητορική και τα τεχνάσματά της. Γιατί αυτός στηρίζεται στο λόγο (που σημαίνει ταυτόχρονα σκέψη και γλώσσα) και λέει αυτά που έχει να πει. Κι ενώ κρίνει αυστηρά τους ανθρώπους, τους προσφέρει τη βοήθειά του. Το λυσσαλέο μίσος του για την ανθρώπινη βλακεία μετατρέπεται σε μια επιτακτική ανάγκη να τη «διορθώσει» και για το σκοπό αυτό μεταχειρίζεται την καυστική ειρωνεία. Παραμένει όμως λακωνικός: λακωνική είναι η ομιλία του, λακωνική και η σκέψη του. «Αυτός που μπορεί να είναι συνοπτικός, είναι διαλεκτικός, κι αυτός που δεν μπορεί, δεν είναι διαλεκτικός» (Πλάτων, Πολιτεία).
Η πολιτική έπαιξε ένα τεράστιο ρόλο στη ζωή του Ηράκλειτου, τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Ξέρουμε ότι περιφρονούσε τους Αθηναίους, οι οποίο τον είχαν σε πολύ μεγάλη εκτίμηση. Ο αριστοκρατισμός ωστόσο του Ηράκλειτου δεν ήταν καθόλου άνευ όρων, παρ’ όλους τους δεσμούς του –οικογενειακούς κι άλλους- με τους αριστοκράτες. Είναι γνωστό ότι παραχώρησε το βασιλικό αξίωμα στον αδελφό του. Έπεισε και τον τύραννο Μελαγκόμα να εγκαταλείψει την αρχή. Ασκεί κριτική εναντίον της διαφθοράς της Εφέσου σ’ όλες της τις διαστάσεις. Σκέφτεται πως πρέπει να εφαρμοστεί μέσα στην πόλη ο νόμος της δικαιοσύνης, σ’ όλο το μεγαλείο της οικουμενικότητάς, γι’ αυτό και στο όνομα αυτής της οικουμενικότητας, μοιάζει ν’ αρνιέται όλες τις επιμέρους πολιτικές δυνάμεις: του Πέρσες, τους δημοκράτες, ακόμα και τους «αριστοκράτες». Έτσι, ο πολιτικός βίος του καιρού του διασταυρώθηκε με το δικό του θεωρητικό βίο. Κι αν ακόμα ένα πολύ μεγάλο μέρος των βιογραφικών επισημάνσεων πολιτικού χαρακτήρα είναι συχνά μύθος και γεμάτο αντιφάσεις, από μας εξαρτάται αν θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την αλήθεια που ο μύθος εκφράζει. Η άρνηση να συμμετάσχει κανείς δραστήρια στην πολιτική ζωή, έχει πάντα το νόημα μιας κάποιας πολιτικής τοποθέτησης, κυρίως για έναν Έλληνα. Μήπως όμως αυτό σημαίνει πως ο Ηράκλειτος ταμπουρώθηκε πίσω από μια πολιτική στάση καθαρά αρνητική; Ξέρουμε πως παρακίνησε τους συμπολίτες του να υπερασπιστούν την πόλη, αλλά μαθαίνουμε και πως όταν αυτοί οι ίδιοι συμπολίτες του τον έκριναν άξιο να γίνει ο νομοθέτης τους, αυτός τους γύρισε την πλάτη γεμάτος περιφρόνηση, γιατί η πόλη ήταν ήδη κάτω απ’ την κυριαρχία ενός διεφθαρμένου καθεστώτος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αποτραβήχτηκε και στον περίβολο του ναού της Αρτέμιδος κι έπαιζε κότσια με τα παιδιά. Κι όπως είχαν μαζευτεί γύρω του οι Εφέστιοι –πάντα περίεργοι- τους είπε: «Τι. ω κάκιστοι, θαυμάζετε; ή ου κρείττον τούτο ποιείν ή μεθ’ υμών πολιτεύεσθαι;»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στοΙωβηλαίο ΛΕΞΕΩΝ που βλέπουν την ΕΙΚΟΝΑ τους κάθε τρεις τόσο μ’ άλλο στιχοπουκάμισο:
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: η πορεία της μοίρας που γνώρισε η σκέψη του Ηράκλειτου μας διδάσκει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια σκέψη που την πλουτίζει ένα πραγματικό και περιβόητο πεπρωμένο. Η σκέψη που σκέφτεται το ποτάμι και το χρόνο, τον πόλεμο και την αρμονία, τα αντίθετα και την κοσμική θεότητα, τη πρώτη αληθινή σκέψη που ο αντίλαλός της αντηχεί ως τις μέρες μας. Έχοντας συλλάβει μ’ έναν τρόπο που δεν είναι ειδικά μυθικός ή λογικός, λυρικός ή επιστημονικός, την ενότητα του γίγνεσθαι του κόσμου, μπόρεσε να συλλάβει και τα μεγάλα αξονικά θέματα της πραγματικότητας και του στοχασμού. Από την ίδια την ουσία τους τα θέματα αυτά αποτελούν όψεις της συνολικής αλήθειας και παραμένουν φορτισμένα με ανεξάντλητο δυναμικό, πράγμα που επιτρέπει και σ’ άλλες σκέψεις να συσπειρωθούν γύρω από αυτά. Γι’ αυτό η φιλοσοφική σκέψη του Ηράκλειτου απ’ τη στιγμή που βρίσκει την έκφρασή της, υποχρεώνει τους άλλους στοχαστές να την υπολογίζουν