Η ποίηση λοιπόν, στις μέρες μας, παραμένει η μοναδική διαχειρίστρια της ήττας μας, μιας ήττας που δεν είναι άλλη από την ήττα του νοήματος στον σύγχρονο κόσμο. Νοσταλγείτε, αγαπητοί μου ποιητές, το “ποίημα” χωρίς να μελαγχολείτε, πέρα από ρεύματα και σχολές, γιατί το τελευταίο ποίημα περιμένει πάντα τον εραστή του: απέριττο και όμορφο σε στίχους.
Ίσως, οι απόπειρές μας να καθορίζουμε τάσεις και ρεύματα στην ποίηση των τελευταίων χρόνων, δεν αποτελούν παρά ευγενή ονειροπολήματα, διπρόσωπες χίμαιρες, απραγματοποίητους πόθους.Αφού δεν μπορούμε να γράψουμε μια ιστορία της ποίησης, αναλισκόμαστε κάθε τόσο, με τη λήξη σχεδόν του ημερολογιακού έτους, στο μάταιο εγχείρημα να ιστορίσουμε τα επιφαινόμενά της. Η γενική μας διαπίστωση και το μόνιμο παράπονο για την απουσία, στις μέρες μας, ενός ισχυρού “ποιητικού δόγματος”, κερδίζει αναμφίβολα και πολύ εύκολα την κοινή αποδοχή. Η ποίηση στις μέρες μας, τα τελευταία τριάντα χρόνια ας πούμε, σύμφωνα και με τον Ευγένιο Αρανίτση, αφού περιέγραψε τις ήττες του κόσμου, υμνεί άμεσα ή έμμεσα και τη δική της ήττα. Όταν λέμε πως υμνεί, ίσως υπερβάλουμε: είναι ακριβώς η αδυναμία να υμνήσει την ήττα της, που αποτελεί την προσωπική της ήττα. Για τις ιστορικές και ιστορίζουσες αντιλήψεις μας, το γεγονός φαντάζει τελεσίδικο κι απρόσβλητο. Μόνον που η ποίηση αρνείται την ιστορική της συνέχεια, και υπερβαίνει τις λογικές κατηγοριοποιήσεις μας.
Θα μπορούσαμε να πούμε, ξεχνώντας για λίγο τις σχολές και τα δόγματα, πως αυτά ήταν δυνατά την εποχή που η ποίηση κατοικούσε μέσα στα ποιήματα. Από το 1950 και μετά, φαίνεται πως η ποίηση δεν βρίσκεται πλέον μέσα στο φυσικό της φορέα, το ποίημα. Σε εκείνο μπορούμε να αναζητήσουμε μόνον κάποια στοιχεία που μπορούν να την προκαλέσουν, αόριστες νύξεις και μαγικές επικλήσεις που καθιστούν εφικτή την παρουσία της, σαν μουσικό προανάκρουσμα, σαν αχνό και πρόχειρο ιχνογράφημα που μας δίνει μόνον μια ιδέα των χαρακτηριστικών του προσώπου.Η ποίηση έκτοτε, βρίσκεται κάπου αλλού, εκτός. Γι’ αυτό, ίσως, γνωρίζει επιτυχία μόνον όποιος είναι ικανός να υπαινιχθεί την παρουσία της, πέρα και υπεράνω των πενιχρών του μέσων, των στίχων δηλαδή, όπως ο Μπόρχες.
Δεν είναι τυχαίο πως ο συγκεκριμένος ποιητής φαντάζει ως ο κύριος δημιουργός του δεύτερου ημίσεως του αιώνα μας: ήταν από τους πρώτους που διαπίστωσε πως το ποίημα αρχίζει πλέον εκεί που τελειώνουν οι λέξεις.Επιστράτευσε, λοιπόν, όλες τις λέξεις που μπορούσε να μαζέψει, στους πλέον απίθανους συνδυασμούς, σε έμμετρους και ελεύθερους στίχους, ελεγείες, σονέτα, καταλόγους, επικά κι αφηγηματικά ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια. Κι επίσης, κριτικές, βιβλιοπαρουσιάσεις, συνεντεύξεις, αστυνομικά διηγήματα και φιλοσοφικά πονήματα. Ήξερε πως στις μέρες μας δεν γράφονται ποιήματα.
Το γνώριζε και ο Εουτζένιο Μοντάλε, ο οποίος παρ’ όλο το κουράγιο του δεν μίλησε ποτέ για ποιήματα, αλλά για στίχους και μόνον, αποδίδοντας στη συγκεντρωτική συλλογή των ποιημάτων του τον τίτλο “Τα άπαντα των στίχων”. Αυτή η σμίκρυνση του ποιήματος σε στίχους ήταν ίσως, η καθαρότερη ματιά για την πορεία της ποίησης μετά την “Έρημη χώρα” του Έλιοτ. Ήρθε όμως, ο Πάουλ Τσέλαν, κι έσπασε ακόμη κι αυτόν τον μοναχικό στίχο σε αλλοπρόσαλλες, μέσα στην απόλυτη γύμνια τους, λέξεις. Αλήθεια, πότε γράφτηκε το τελευταίο ποίημα;
Ήδη, στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Αύγουστος Βίλχεμ Σλέγκελ έγραφε πως «η ποίηση των αρχαίων ήταν εκείνη της κατάκτησης, ενώ η ποίηση των μοντέρνων εκείνη της νοσταλγίας».Υπ’ αυτό το πρίσμα, πρέπει να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας: οι σχολές, τα ρεύματα, τα “ισχυρά ποιητικά δόγματα” φαντάζουν ως απονενοημένες προσπάθειες εγκαθίδρυσης της ποίησης στο ποίημα. Μια μάταιη επανασύνδεση της ποίησης με το όλον της ύπαρξης και του κόσμου.
Όχι, λοιπόν, από το 1950 και μετά, αλλά από το 1800, με τον Ρομαντισμό, καταγράφεται ήδη η πρώτη ανεπιτυχής προσπάθεια κατάκτησης της ποίησης. Και δεν μπορούσε παρά να είναι ανεπιτυχής όπως κι όλα τα ρεύματα και κινήματα που ακολούθησαν (ο Συμβολισμός, ο νέο-Παρνασσισμός, ο Νατουραλισμός, ο Φουτουρισμός, ο Υπερρεαλισμός, ο Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός, οι Μπήτ κλπ): κινήματα που ξεκινούσαν προς την κατάκτηση κάποιου ήδη ξένου σώματος, που για τους παλιούς δεν υπήρχε, γιατί ζούσαν μέσα του. Εκεί βρίσκεται η αδυναμία όλων των Σχολών για επιτυχία: δεν μπορούμε να κατακτήσουμε κάτι που έχουμε χάσει ανεπανόρθωτα, όπως π.χ., την παιδική μας ηλικία. Η ποίηση για τους αρχαίους ήταν δεδομένη, για μας είναι συνεχώς υπό σύλληψη.
Δεν είναι λοιπόν, η απουσία “ισχυρού ποιητικού δόγματος”, το κύριο ελάττωμα της σημερινής ποίησης. Και να υπήρχε, δεν θα βοηθούσε σε τίποτα, αφού και η τελευταία απόπειρα εγκαθίδρυσης ποιητικού δόγματος στη χώρα μας, κάτι που επιχείρησε εν τη γενέσει της η μετέπειτα ονομασθείσα “γενιά του εβδομήντα”, κατέληξε σε άνοστο αστείο. Δεν είναι αστείο, ωστόσο, όταν η ίδια γενιά προβάλλει τη γηγενή της αδυναμία στους επόμενους ποιητές, σιχτιρίζοντας τους μόνον και μόνον γιατί δεν συγκροτήθηκαν σε “σώμα”.
Δεν μπορεί να υπάρξει κάποια ιστορία της ποίησης, ακριβώς γιατί δεν ισχύει η χρονική διαδοχή, η αλληλουχία μεταξύ αιτίας κι αποτελέσματος. Κάθε ποιητής, πέρα από τις ημερομηνίες γεννήσεώς του, εγκαθιδρύει τον δικό του απόλυτο ποιητικό χρόνο, που έχει τη δύναμη να καταργεί τον ιστορικό χρόνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κάποιος αποθανών είναι πολύ πιο προχωρημένος από τον επιζώντα συνάδελφό του. Το παρωχημένο κι ανιστόρητο της επετείου του Κωστή Παλαμά, σκοντάφτει ακριβώς σε αυτή την ποιητική αίσθηση του χρόνου. Τον γιορτάζουμε και του αφιερώνουμε χίλια δυο πονήματα, λες και δεν υπήρξε εν τω μεταξύ ο Καβάφης.
Η απόλυτη ποιητική φυσιογνωμία έχει λοιπόν, τη δυνατότητα να επισκιάζει όχι μόνο όσους της προηγήθηκαν χρονικώς, αλλά και τους μεταγενέστερους. Κάτι ξέρει ο Οδυσσέας Ελύτης, που πασχίζει να καταργήσει το χρόνο στα γραπτά του. Η ποίησή του, θα άξιζε οπωσδήποτε όλα όσα διθυραμβικά της αφιερώνονται, αν δεν είχε να παλέψει με κάτι το αξεπέραστο: το προηγούμενο του Καβάφη. Είναι ακριβώς η αδυναμία συγγραφής μιας ιστορίας της ποιήσεως, αυτή που κάνει να φαντάζουν ψεύτικα τα ποιήματά του. Αρκετά δεινοπάθησε ο άνθρωπος από τους υστερούντες κριτικούς. Τους κριτικούς που επιμένουν να συζητούν για παραδοσιακό και ελεύθερο στίχο στις ημέρες μας, λες και ο Μπόρχες, για να αναφερθούμε στο παραπάνω παράδειγμα, δεν έθεσε το πρόβλημα σε όλο του το έργο. Οι πρόσφατες συζητήσεις περί μορφής δεν στερούνται σοβαρότητας. Στερούνται λογικής, επιμένοντας να μιλούν για το “ποίημα”, μετά τη συρρίκνωση, όπως είδαμε, του “ποιήματος” σε στίχους.
Πότε γράφτηκε, λοιπόν, το τελευταίο ποίημα;Σε έναν κόσμο, όπου οι λέξεις έπαψαν πια να σημαίνουν αυτό που λένε, και, μέσα στη γενική απουσία νοήματος, πρώτοι οι ποιητές παραδέχθηκαν την ήττα τους. Στις ημέρες μας, εμφανίζονται, λοιπόν, οι πεζογράφοι έτοιμοι να εκμεταλλευθούν το κενό που δημιουργήθηκε από την αποχώρηση των ποιητών, και να πανηγυρίζουν γιατί μόνον ο πεζός λόγος σημαίνει. Σε μια εποχή όπου η γλώσσα έπαψε να σημαίνει αυτά που δηλώνει, στη γενική απουσία νοήματος της επικοινωνίας μας (από τον καθημερινό έως τον πιο επίσημο λόγο), όλα όσα κατέδειξε δηλαδή η ποίηση, είναι ανώφελο να τα αποκρύπτουμε κάτω από χιλιάδες πυκνοτυπωμένες σελίδες. Τυφλωμένη από το οικονομικό της αντίκρισμα, σε έναν κόσμο όπου το χρήμα έχει αντικαταστήσει το οποιοδήποτε παλιότερο νόημα, βλέπουμε την πεζογραφία να κομπάζει γιατί σύρεται τυφλή στον γκρεμό. Αγκιστρωμένη στην ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου νοήματος, εκεί ακριβώς συναπαντά τον τάφο της. Ένας τάφος είναι, που για ταφόπετρα θα έχει την ποίηση.
Αν η ταφόπετρα είναι αυτή που μας κάνει να διακρίνουμε τον τάφο, δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε πως θα εκλείψουν οι εκλεκτοί επιγραμματοποιοί.Μόνον που θα πρέπει να τους αναζητήσουμε ανάμεσα στους διαχειριστές της ήττας μας. Αυτή η διαχείριση, απλή διαχείριση φιλόπονου λογιστή, είναι το μυστικό που προσδίδει μεγαλείο στον Σεφέρη. Κατά έναν άλλον τρόπο, επειδή οι δρόμοι της ποιήσεως είναι άγνωστοι, είναι η επίγνωση της απώλειας του ποιήματος, και η άφατη νοσταλγία του, που καθιστά χαρισματικό τον Νίκο Καρούζο.
Η ποίηση λοιπόν, στις μέρες μας, παραμένει η μοναδική διαχειρίστρια της ήττας μας, μιας ήττας που δεν είναι άλλη από την ήττα του νοήματος στον σύγχρονο κόσμο. Νοσταλγείτε, αγαπητοί μου ποιητές, το “ποίημα” χωρίς να μελαγχολείτε, πέρα από ρεύματα και σχολές, γιατί το τελευταίο ποίημα περιμένει πάντα τον εραστή του: απέριττο και όμορφο σε στίχους.
[ΠΗΓΗ: Σωτήρης Παστάκας, Μικρή απολογία της Ποίησης – πρώτη ανάρτηση στη Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη: http://bibliotheque.gr/]