Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

Το ποιητικό κείμενο είναι ένα ίχνος του οποίου τη σημασία πρέπει να εξερευνήσουμε…

$
0
0
Η πληρωμή, ούτως ή άλλως για τη ζωή μας, με τη ζωή μας. Εδώ με τα ποιήματά μας, ας πούμε χαρτονομίσματα και άκυρες επιταγές προ πολλού, έρματα σκορπισμένα βαθειά στο χώμα – οι μελλοντικές αναγνώσεις πιθανόν, «μιλούν» τελευταία…

…κι αυτά τα λόγια του Μάρκου Μέσκου, ειπωμένα σε μια εκδήλωση ευτυχώς δεν διέφυγαν αποκλειστικά στη μνήμη των παρόντων μα και καταφεύγουν σε εμβόλιμο χαρτί, μικρά φώτα πορείας πάντα αναγκαία.

Κάθε ποίημα του Μάρκου Μέσκου είναι ένα συμβάν, που ισχυρίζεται πως η πραγματικότητα δεν είναι ένα χρονικό συνεχές, αλλά μια ασυνεχής παράθεση στιγμών. Το ποίημα του Μάρκου Μέσκου δεν αναδύεται μέσα μας, για να μας μεταδώσει ένα μήνυμα – τα συναισθήματα ή και τις ίδιες ενδεχομένως ιδέες του ποιητή  δεν προκύπτει από την διαχείριση κοινών συναισθηματικών τόπων. Πρόκειται για ένα στοχαστικό συμβάν, που αφήνει στην σελίδα ένα αυτόνομο αντικείμενο φτιαγμένο με γλώσσα: το ποιητικό κείμενο είναι ένα ίχνος του οποίου τη σημασία πρέπει να εξερευνήσουμε, να κατοικήσουμε και φυσικά να αναλάβουμε την ευθύνη του.

γράφει ο Γιώργος Μπλάνας στο τρίτο από τα επτά σημεία που καταθέτει «Για το ποίημα του Μάρκου Μέσκου», σ’ ένα πλούσιο αφιέρωμα στον ποιητή…
Μιλώ με τα πάθη μου και τα ερείπιά μου.
Στην εκτεταμένη επιφάνειά τους
βάζω το δάχτυλό μου και λέω: Εδώ
κάτι αναπνέει ακόμα
[Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο ΧΧVI]

Όσο κι αν ο Μέσκος έχει συλλογικά εντυπωθεί ως ποιητής, είναι τα μικρά του πεζογραφήματα που έχουν προσελκύσει πλείστους, κι εμένα ανάμεσα, βαθύτερα στο έργο του - και σε αυτά αφιερώνει το κείμενό του ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής. Από τα Παιχνίδια στον παράδεισο και την Κομμένη γλώσσα ως το Μουχαρέμ και το Νερό Καρκάγια το προσωπικό ή βιωματικό αναμφισβήτητα αποτελεί τον κεντρικό άξονα, ενώ το επικαιρικό βρίσκεται πανταχού παρόν ως φόντο· τα άτομα περιγράφονται ως αφανείς ήρωες της καθημερινής ζωής, με δράση περιορισμένη στα μικρά και «καθημερινά», κι όλα τούτα «μπορούν να χαρακτηριστούν ως ντοκιμαντέρ της ζωής μιας ολόκληρης εποχής, τόσο περιγραφικά όσο και βιωματικά».

Αχ! πόλη
που με γέννησες δεν μ’ ακούς, κάθε νύχτα χτυπώ τα τείχη σου
μα οι φύλακες δεν μου ανοίγουν. Γυρίζω πίσω κόβω κλαρί
πιάνω τραγούδι να σκεπαστούν τα δάκρυα – τυφλό άλογο
περπατώ
και κλαίω μέτωπο στο μέτωπό του [Άλογο]

Η ελεγεία της μνήμης στην ποίηση του Μάρκου Μέσκου:Μνήμη πατρίδας άσβεστη η ποίησή του, άλλοτε ως αυτοσκοπός κι άλλοτε ως το σκηνικό υπόβαθρο των περισσότερων ποιημάτων του, όπως αποκαλύπτει η προβολή τοπίων του γενέθλιου τόπου του. Επιστρέφει σταθερά σ’ αυτά, με εικονοπλαστικό λόγο αισθαντικό, δίνοντάς μας συνθέσεις πολλαπλών αισθήσεων που στοιχειοθετούν τη μυθολογία της ελληνικής ενδοχώρας διασώζοντας ήχους και χρώματα, χάρτη στη δύναμη μιας γλώσσας που τροφοδοτείται στα σημαίνοντα και στα σημαινόμενά της από την χλωρίδα, την πανίδα και την ανθρωπογεωγραφία της. Ο ποιοτικός λόγος αξιοποιεί την  περιγραφή για α δώσει αυθεντικά στο καταφύγιο των ποιητικών εικόνων, με τη  διεισδυτική ματιά ενός κυριολεκτικά και μεταφορικά ζωγράφου ποιητή, πολύτιμα βιώματα και της προσωπικής ζωής, που λογίζονται σύμφωνα με τη λογική του χρόνου απωλεσθέντα….

Και ξανά πίσω στα φώτα των πρώτων σελίδων, για τις λέξεις του τιμώμενου: Ο καθείς παίρνει από τα πάντοτε πολύτιμα υπόλοιπα των προηγούμενων  γραφών του κόσμου (όσο και αν η περίοδος χάριτος λιγοστεύει), ξόρκι τάχα, λόγος τελεσίδικος, ευχή και κατάρα, φως και σκοτάδι, και πάμπολλα μεταίχμια ωσάν ξυράφια, «λύτρα» λοιπόν για την απελευθέρωση από την Κόλαση· όβολα για την Αχερουσία. […]

Αλλά η ποίηση θα συνεχίσει να γράφει για τα πριν και τα μετά – σαν για πρώτη φορά ο κόσμος ανακαλύπτεται.

[ΠΗΓΗ: ηλεκτρονικό περιοδικό ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ Εμβόλιμο Τεύχος Άνοιξη 2013 http://pandoxeio.com/ ]

Η παραπληροφόρηση εκτυλίσσεται σήμερα σ’ ένα κόσμο όπου δεν υπάρχει πια θέση για καμιά επαλήθευση.

$
0
0
Η παραπληροφόρηση δεν είναι η ρητή άρνηση ενός γεγονότος που δεν τους αρμόζει: αυτό ονομάζεται ψύχωση. Σε αντίθεση με το καθαρό ψέμα, η παραπληροφόρηση οφείλει αναγκαστικά να εμπεριέχει κάποιο ποσοστό αλήθειας, αλλά αλλοιωμένο εσκεμμένα από κάποιον επιτήδειο εχθρό…  Συμπερασματικά, παραπληροφόρηση είναι η κακοποίηση της αλήθειας. Όποιος τη διοχετεύει είναι ένοχος, κι όποιος την πιστεύει, ηλίθιος. Αλλά ποιος είναι τέλος πάντων ο επιτήδειος εχθρός; Στην πραγματικότητα, η παραπληροφόρηση εμπεριέχεται σ’ όλη την υφιστάμενη πληροφόρηση, σαν το κύριο γνώρισμά της. Δεν κατονομάζεται παρά εκεί όπου πρέπει να διατηρηθεί, διαμέσου του εκφοβισμού, η παθητικότητα. Εκεί όπου η πληροφόρηση κατονομάζεται, δεν υπάρχει. Εκεί όπου υπάρχει, δεν κατονομάζεται.


Η έννοια, ακόμη, νέα, παραπληροφόρησηεισήχθηκε πρόσφατα απ’ τη Ρωσία, μαζί με πολλές άλλες επινοήσεις χρήσιμες στη διαχείριση των σύγχρονων Κρατών.Χρησιμοποιείται πάντοτε σε μεγάλο βαθμό απ’ την εξουσία, και κατά συνέπεια απ’ τους ανθρώπους που κατέχουν ένα μερίδιο οικονομικής ή πολιτικής εξουσίας, για να διατηρηθεί το κατεστημένο και πάντοτε προσδίδοντας σ’ αυτή τη χρήση μια λειτουργία αντεπίθεσης. Ό,τι αντιβαίνει στη μία και μοναδική επίσημη αλήθεια οφείλει να είναι αναγκαστικά παραπληροφόρηση που προέρχεται από εχθρικές, ή τουλάχιστον ανταγωνιστικές, δυνάμεις, κι η οποία είναι σκόπιμα διαστρεβλωμένη από κακοβουλία. Η παραπληροφόρηση δεν είναι η ρητή άρνηση ενός γεγονότος που δεν τους αρμόζει: αυτό ονομάζεται ψύχωση. Σε αντίθεση με το καθαρό ψέμα, η παραπληροφόρηση, και να γιατί είναι ενδιαφέρουσα η έννοια για τους υπερασπιστές της κυρίαρχης κοινωνίας, οφείλει αναγκαστικά να εμπεριέχει κάποιο ποσοστό αλήθειας, αλλά αλλοιωμένο εσκεμμένα από κάποιον επιτήδειο εχθρό. Η εξουσία που μιλάει για παραπληροφόρηση δεν πιστεύει ότι η ίδια δεν έχει κανένα απολύτως ελάττωμα, αλλά ξέρει ότι μπορεί ν’ αποδώσει σε κάθε συγκεκριμένη κριτική την υπερβολική ανακρίβεια που ενυπάρχει στη φύση της παραπληροφόρησης κι έτσι να μην αναγκαστεί ποτέ να παραδεχτεί κάποιο συγκεκριμένο ελάττωμα.
 Συμπερασματικά, παραπληροφόρηση είναι η κακοποίηση της αλήθειας. Όποιος τη διοχετεύει είναι ένοχος, κι όποιος την πιστεύει, ηλίθιος. Αλλά ποιος είναι τέλος πάντων ο επιτήδειος εχθρός; Στην περίπτωσή μας, δεν μπορεί να είναι η τρομοκρατία, που δεν κινδυνεύει να «παραπληροφορήσει» κανένα, μιας κι είναι επιφορτισμένη ν’ αντιπροσωπεύει οντολογική την πιο βλακώδη κα λιγότερο αποδεκτή πλάνη. Χάρη στην ετυμολογία του, και στις σύγχρονες αναμνήσεις των περιορισμένων συγκρούσεων οι οποίες, γύρω στα μέσα του αιώνα, έφεραν, πρόσκαιρα αντιμέτωπες την Ανατολή με τη Δύση, το συγκεντρωμένο θεαματικό με το διάχυτο θεαματικό, ακόμη και σήμερα ο καπιταλισμός των ενσωματωμένου θεαματικού προσποιείται πως πιστεύει πως ο ολοκληρωτικός γραφειοκρατικός καπιταλισμός – που παρουσιάζεται μάλιστα μερικές φορές σαν το υπόβαθρο και η πηγή έμπνευσης των τρομοκρατών – παραμένει ο κύριος εχθρός του, όπως ακριβώς ο τελευταίος λέει το ίδιο πράγμα για τον πρώτο, παρά τις αναρίθμητες αποδείξεις για τη βαθύτερη συμμαχία κι αλληλεγγύη τους. Στην πραγματικότητα όλες οι κατεστημένες εξουσίες, εκτός από ορισμένους πραγματικούς τοπικούς ανταγωνισμούς, σκέφτονται συνέχεια αυτό που είχε υπενθυμίσει κάποτε, απ’ τη μεριά της εξέγερσης και χωρίς μεγάλη επιτυχία την εποχή εκείνη, ένας απ’ τους εξέχοντες Γερμανούς διεθνιστές αφότου είχε αρχίσει ο πόλεμος του 1914: «Ο κύριος εχθρός βρίσκεται μέσα στη χώρα μας». Η παραπληροφόρηση είναι τελικά το συνώνυμο αυτού που εξέφραζαν, στη γλώσσα του κοινωνικού πολέμου του 19ουαιώνα, «τα νοσηρά πάθη». Είναι οτιδήποτε σκοτεινά που θα υπήρχε κίνδυνος να επιθυμεί ν’ αντιταχθεί στη θαυμαστή ευτυχία με την οποία αυτή η κοινωνία, καθώς ξέρουμε, ανταμείβει όσους της δείχνουν εμπιστοσύνη. Ευτυχία που δεν γίνεται να ξεπληρωθεί με διαφόρους κινδύνους ή ασήμαντες απογοητεύσεις. Όλοι όσοι αναγνωρίζουν αυτή την ευτυχία μέσα στο θέαμα πιστεύουν ότι δεν πρέπει να φείδονται του κόστους της, ενώ οι άλλοι παραπληροφορούν.
 Το άλλο πλεονέκτημα που υπάρχει στην καταγγελία μιας εντελώς επιμέρους παραπληροφόρησης, ερμηνεύοντας την κατ’ αυτό τον τρόπο, είναι ότι κατά συνέπεια ο συνολικός λόγος του θεάματος δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο υποψίας ότι εμπεριέχει παραπληροφόρηση, εφόσον είναι σε θέση να προσδιορίσει, με την πλέον επιστημονική βεβαιότητα, το πεδίο όπου εμφανίζεται η μοναδική παραπληροφόρηση: είναι οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί και δεν θα του αρέσει.
Αναμφίβολα κατά λάθος – εκτός κι αν πρόκειται για καλοστημένη παγίδα – έγινε πρόσφατα συζήτηση στη Γαλλία για το ενδεχόμενο επίσημης απονομής ενός είδους πιστοποιητικού στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που θ’ αναγράφει «εγγυημένο χωρίς παραπληροφόρηση»:κάτι τέτοιο θα δυσαρεστούσε ορισμένους επαγγελματίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που ήθελαν ακόμη να πιστεύουν, ή πιο μετριοπαθώς να κάνουν πως πιστεύουν, ότι στο εξής δεν θα λογοκρίνονταν στ’ αλήθεια. Αλλά κυρίως η έννοια παραπληροφόρηση δεν προορίζεται προφανώς να χρησιμοποιηθεί αμυντικά, κι ακόμα λιγότερο στα πλαίσια μιας στατικής αμυντικής διάταξης, ανεφοδιάζοντας ένα Σινικό Τείχος, μια γραμμή Μαζινό, που θα όφειλε να προστατεύει απόλυτα ένα χώρο απαγορευμένο υποτίθεται στην παραπληροφόρηση. Πρέπει να υπάρχει παραπληροφόρηση και να είναι ρευστή, να μπορεί να κυκλοφορήσει παντού. Εκεί όπου ο θεαματικός λόγος δεν βάλλεται, θα ήταν ανόητο να τον υπερασπίζεται. Γιατί έτσι η έννοια αυτή θα φθειρόταν υπερβολικά γρήγορα υπερασπίζοντάς τον, ενάντια στη λογική, σε σημεία που θα έπρεπε αντίθετα ν’ αποφευχθεί να κινήσουν την προσοχή. Επιπλέον, οι αρχές δεν έχουν, στην πραγματικότητα, καμιά ανάγκη να εγγυηθούν ότι μια συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα εμπεριείχε παραπληροφόρηση. Κι εξάλλου δεν διαθέτουν τα μέσα για κάτι τέτοιο: δεν απολαμβάνουν και τόσου σεβασμού και δεν θα έκαναν άλλο απ’ το να κινήσουν υποψίες για τη συζητούμενη πληροφορία. Η έννοια παραπληροφόρηση είναι χρήσιμη μόνο στην αντιπαράθεση. Πρέπει να παραμένει στα μετόπισθεν και μετά να ρίχνεται αμέσως μπροστά για ν’ απωθήσει κάθε αλήθεια που θα πήγαινε να εμφανιστεί.
 Αν καμιά φορά κινδυνεύει να εμφανιστεί ένα είδος άτακτης παραπληροφόρησης, στην υπηρεσία ορισμένων επιμέρους συμφερόντων που βρίσκονται προσωρινά σε σύγκρουση, και να γίνει κι αυτή επίσης πιστευτή, όντας ανεξέλεγκτη κι αντιστρατευόμενη μ’ αυτό τον τρόπο το συνολικό έργο μιας λιγότερο ανεύθυνης παραπληροφόρησης, δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχούμε ότι δεν έχουν προσληφθεί και γι’ αυτή πιο έμπειροι ή πιο επιδέξιοι διαστρεβλωτές: κι αυτό επειδή απλούστατα η παραπληροφόρηση εκτυλίσσεται σήμερα σ’ ένα κόσμο όπου δεν υπάρχει πια θέση για καμιά επαλήθευση.
Η έννοια παραπληροφόρηση εμφανίζεται στο προσκήνιο για ν’ αναιρέσει πάραυτα, με μόνο το θόρυβο του ονόματός της, κάθε κριτική την οποία δεν αρκούσαν να εξαφανίσουν τα διάφορα πρακτορεία οργάνωσης σιωπής. Λόγου χάρη θα μπορούσαν να πουν μια μέρα, αν κάτι τέτοιο φαινόταν αναγκαίο, ότι τούτο το γραφτό είναι μια επιχείρηση παραπληροφόρησης πάνω στο θέαμα, ή μάλλον, πράγμα που είναι το ίδιο, παραπληροφόρηση εις βάρος της δημοκρατίας.
 Αντίθετα απ’ ότι βεβαιώνε η αντεστραμμένη θεαματική της έννοια, η πρακτική της παραπληροφόρησης δεν μπορεί παρά να υπηρετεί εδώ και τώρα το Κράτος, υπό την άμεση καθοδήγησή του, ή με πρωτοβουλία όσων υπερασπίζονται τις ίδιες αξίες. Στην πραγματικότητα, η παραπληροφόρηση εμπεριέχεται σ’ όλη την υφιστάμενη πληροφόρηση, σαν το κύριο γνώρισμά της. Δεν κατονομάζεται παρά εκεί όπου πρέπει να διατηρηθεί, διαμέσου του εκφοβισμού, η παθητικότητα. Εκεί όπου η πληροφόρηση κατονομάζεται, δεν υπάρχει. Εκεί όπου υπάρχει, δεν κατονομάζεται.
Όταν υπήρχαν ακόμη ιδεολογίες που συγκρούονταν, που τάσσονταν υπέρ ή κατά της τάδε γνώριμης όψης της πραγματικότητας, υπήρχαν φανατικοί και ψεύτες, αλλά όχι «παραπληροφορητές». Όταν δεν επιτρέπεται πια, λόγω του σεβασμού της θεαματικής συναίνεσης, η έστω λόγω κάποιας ματαιόδοξης θεαματικής επιθυμίας, να πουν στ’ αλήθεια σε τι αντιτίθενται, ή εξίσου τι εγκρίνουν μέσα σ’ όλα αυτά τα επακόλουθα και τουναντίον συχνά υποχρεώνονται ν’ αποκρύψουν μια πλευρά που θεωρείται, για κάποιο λόγο, επικίνδυνη στα πλαίσια όσων πρέπει ν’ αποδεχτούν, τότε ασκούν παραπληροφόρηση, είτε διαμέσου της απερισκεψίας, είτε διαμέσου της λήθης, ή διαμέσου ενός υποτιθέμενου λανθασμένου συλλογισμού. Λόγου χάρη, στο πεδίο της αμφισβήτησης μετά το 1968, οι ανίκανοι αφομοιωτές που ονομάστηκαν «φιλοκαταστασιακοί» ήταν οι πρώτοι παραπληροφορητές, διότι απέκρυπταν όσο ήταν δυνατό τις πρακτικές εκδηλώσεις διαμέσου των οποίων είχε επιβεβαιωθεί η κριτική την οποία κολακεύονταν ότι είχαν ενστερνιστεί. Και καθόλου ενοχλημένοι από το γεγονός ότι εξασθένιζαν την έκφρασή της, δεν αναφέρονταν ποτέ σε τίποτα και σε κανέναν, για να δίνουν την εντύπωση ότι είχαν ανακαλύψει οι ίδιοι κάτι. 

[ΠΗΓΗ: Από το βιβλίο Γκυ Ντεμπόρ Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος, Μτφ Πάνος Τσαχαγέας, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1988 – αναρτήθηκε στην ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: http://bibliotheque.gr/ ]

Life lovers ABC: αλφάβητο εραστών της Ζωής και η τέχνη να Ζεις στιγμές στο έπακρο

$
0
0
Dare (= τολμώ):«Όταν ήμουν παιδί φανταζόμουν πως ήμουν ένα αγόρι που μπορούσε να πετάξει. Στεκόμουν λοιπόν στο παράθυρο, εκσφενδονιζόμουν στον αέρα και πετούσα- αλλά για μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Μετά από αυτές τις άνευ βαρύτητας στιγμές προσγειωνόμουν στο έδαφος, εκεί όπου μάγισσες με μαύρες κάπες με κυνηγούσαν κι εγώ έτρεχα να σωθώ. Κάθε καλλιτέχνης πρέπει να τολμά να πετάει» (έτσι νοηματοδότησε τη λέξη Dare= τολμώ η μουσικός Sophie Austrer) Island (= νησί):«Τα νησιά δεν είναι νησιά. Χωρίζονται από τον υπόλοιπο κόσμο με τον ίδιο τρόπο που ενώνονται με αυτόν: με τη θάλασσα. Όπως τα σώματα, το δέρμα, το μυαλό, τα χέρια, οι καρδιές. Η θάλασσα είναι το πρώτο δίκτυο επικοινωνίας, το φυσικό, το αρχέγονο» (AugistinFernandezMallo)


Η χαρά της ζωής και η δύναμη να τη ζεις στο έπακρο είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο κινούνται κάθε φορά οι καλλιτέχνες. Λέξεις, ιστορίες χρώματα και εικόνες που σε κάνουν να χαμογελάς. Lifeloversονομάζεται το πρότζεκτ μιας ισπανικής εταιρείας που κάθε χρόνο καλεί συγγραφείς και καλλιτέχνες να δώσουν τη δική τους διάσταση στο αλφάβητο των εραστών της ζωής.

Έτσι, το ρήμα ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ (Enjoy),στις φετινές προτάσεις των καλλιτεχνών, σηματοδοτήθηκε με ρούχα αφημένα πάνω σε θάμνους, εικόνα υπαινισσόμενη πως ίσως κάποιοι μάλλον έχουν βουτήξει στη θάλασσα γυμνοί.  

Το κόκκινο (Red) εκπροσωπείταιεπάξια από ένα λαχταριστό καρπούζι κομμένο στη μέση ενώ για το ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΙ (share) αρκεί μια πιατέλα καθαρισμένων αβγών πάνω σε πασχαλινό τραπέζι.
Playθα πει παιχνίδι.«Ίσως η πραγματική απόλαυση έγκειται στο να κάνεις τα πράγματα που έχουν αληθινή σημασία με παιχνιδιάρικο τρόπο. Να βρίσκεις το ταίρι σου, να διασκεδάζεις, να δουλεύεις, να δουλεύεις διασκεδάζοντας, να ξαναφτιάχνεις τον κόσμο σαν να παίζεις ένα παιχνίδι» (γράφει ο Momus, γοητευτική μορφή της indieμουσικής σκηνής)

Το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, ιδωμένο από το κατάστρωμα ενός πλοίου εικονογραφεί τη λέξη ΤΑΞΙΔΙ(Voyage),έννοια που επεξηγεί άριστα η ιστορία της Samantraσυγγραφέας από το Μπουένος Αίρες, η οποία θυμάται πως ο παππούς της μια μέρα την πήρε από το χέρι, την ανέβασε στο τρένο και της είπε να κρυφτεί κάτω από το κάθισμα, γιατί δεν είχαν εισιτήρια κι αν τους έπιανε ο ελεγκτής θα τους έστελνε κατευθείαν στη φυλακή. Η αδρεναλίνη εκείνης της εμπειρίας σφράγισε για πάντα τα ταξίδια της. Ο παππούς ήταν και πάλι εκείνος που της χάρισε ένα ημερολόγιο για να καταγράψει τις ταξιδιωτικές της εμπειρίες. Σ’ αυτό βρήκε ύστερα από πολλά χρόνια δυο εισιτήρια τρένου. Εισιτήρια από εκείνο το πρώτο ταξίδι.
Το πνεύμα των LifeLoversφαίνεται να συμπυκνώνει ιδανικά ο Momus:


«Ακολούθησε την όρεξή σου, ακολούθησε την επιθυμία. Βεβαιώσου όμως ότι ο πόθος σου είναι αποδεκτός από τους άλλους ανθρώπους και κάνε την επιθυμία σου επωφελή για όλους»

«Κι αν τώρα συγυρίζω και τακτοποιώ αφύσικα φερσίματα, φλούδες δύσπιστων λέξεων…»

$
0
0
… είναι γιατί το τρίξιμο κάθε μισάνοιχτου με έχει αποτελειώσει γιατί οι γνώμες -ακόμη και των ειδικών- διχάζονται αν, λόγου χάρη, στρώνουμε λευκό σεντόνι νυφικό ή νεκρικό του τάφου. Μα πιο πολύ γιατί όπως ψιθυρίζεται τα ξύλα ήδη κόπηκαν και συναχτήκαν στη γωνιά κι έξω από εμάς μια δίχως έλεος πυρά κλαδί κλαδί ετοιμάζεται… Έλεγα δε θα εκμυστηρευτώ πουθενά το μυστικό συνδυασμό που δίχως δάχτυλα και χτένες ξελύνει τα μαλλιά μου. Και τι κατάφερα; Ένας φεγγίτης να πλέει μέσα στον καθρέφτη, ένας καθρέφτης να πλέει πάνω στο κρεβάτι, ένα κρεβάτι άλιωτο να φλέγεται στα θαύματα… Ακίνητη και η όραση, στάχτη κι ανατολή ομίχλης έξω από την πόρτα που δεν άνοιξε στον κίνδυνο…   (Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Επιδόρπιο)

Στο πρώτο μέρος της συλλογής ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ προτάσσεται από τον Γιώργο Μπλάνα η πρώτη στροφή του ποιήματος του EdgarAllanPoe, όπου άγγελοι, με τη μορφή ευγενών συρρέουν δακρύβρεχτοι και κάθονται να παρακολουθήσουν κάποια παράσταση προσδοκιών και φόβων,ενώ μια ορχήστρα παίζει ασθμαίνουσα τη μουσική των ουρανίων σφαιρών. Προφανώς, ο τυμπανιστής είναι μέρος αυτής της ορχήστρας και το όλο απόσπασμα από το ποίημα του Πόε έχει ως σκοπό την εισαγωγή του αναγνώστη στο κλίμα μιας παράστασης προσδοκιών και φόβων.Πρόκειται ακριβώς για τις προσδοκίες και τον φόβο που κυριαρχούν στα ποιήματα της συλλογής: προσδοκίες που, σχεδόν εξ αρχής έχουν διαψευστεί και φόβος που διαπερνά το σύνολο των ποιημάτων. Το δεύτερο μέρος της συλλογής εισάγεται με τη συνέχεια του ποιήματος του Πόε. Εκεί οι ηθοποιοί… μίμοι – υπερούσιοι θεοί μασκαρεμένοι – γκρινιάζουν, μουρμουρίζουν λόγια ακατάληπτα, πετάνε ακατάσχετα… Ανδρείκελα είναι· σπαστικά υπακούουν στις εντολές κάποιων πλασμάτων άμορφων, τεράστιων, που σέρνουν πότε αποδώ πότε αποκεί τα σκηνικά… Μίμοι ανδρείκελα στα χέρια γιγάντιων πλασμάτων – παραπέμποντας στο γιγάντιο χέρι πάνω από τον τυμπανιστή – και σκηνικά που συνεχώς αλλάζουν. Κομμάτια της παράστασης αυτής διακρίνονται στο (Μια βαθιά υπόκλιση) όπου 
«Παλιά βαγόνια στις αλάνες
μεταμφιέζονται πυρετωδώς
σε καμαρίνια με χρωματιστά φτερά…», 
ενώ την ίδια ώρα κάπου αλλού 
«σε υγρό βάθος σκοτεινό
ήδη η Γκρέτα μακιγιάρεται
πανέτοιμη να κοιταχτεί στα δάκρυα
ενός ακόμη ανάξιου θαυμαστή
που θ’ αρνηθεί να την πυροβολήσει».

Έτσι, μπαίνει ο αναγνώστης στον πειρασμό να θεωρήσει ολόκληρη τη συλλογή ως μία παράσταση που προσπαθεί ανώφελα να ξεγελάσει την πλήξη, τη φθορά και τον θάνατο.
Μετά
πάντα και πάντα
εκείνη η γνωστή σχισμή
ίσα-ίσα
για να χωρέσει ένα γράμμα

Η ποιήτρια καθηλώνει με την αλήθεια της, καθώς στις λέξεις της –ιδιαιτέρως βασανισμένες και ευστόχως τοποθετημένες– μεταγγίζεται η μακραίωνη αλήθεια της θνητότητας των όντων. Λάφυρο επίπονης προσπάθειας προφανώς, απόσταγμα μάχης προσωπικής, αποτύπωμα βιωματικών ενθυμήσεων, η βαθιά αρχέγονη απορία της ανθρωπότητας γίνεται βεβαιότητα στη γραφίδα της,μια βεβαιότητα που αφορά στην περιορισμένη διάρκεια της ανθρώπινης φύσης και στην αδυναμία της να επέμβει στη μοίρα της.
Σκοτείνιασε μέσα μου ξαφνικά η λεμονιά
αναίρεση διεκδικούν τα ειπωμένα
και τα μελλούμενα
δε μου ζητούν καμιά συμμετοχή

Δεν είναι μοιρολατρική η θέση της ποιήτριας, τουναντίον, είναι βαθιά πεπεισμένη πως τα ψήγματα της θεότητας, αρχέγονα σπέρματα ευσπλαχνίας και πρόνοιας, ενυπάρχουν στο διφυές του ανθρώπου και έλκονται από τη μαγνητική δυναμική της ομορφιάς. Ο άνθρωπος, αν και φθαρτός, έχει ευλογηθεί με την υπερβατική ικανότητα να ευφραίνεται σε λιγοστές πτυχές ευτυχίας και να αναπαύεται σε χαραμάδες παραμυθίας.
…Θα ειπωθούν ξεκάθαρα κάποια φορά
η ανάσα, η αόρατη σκιά
το κίτρινο που αφήνει ο καιρός
πάνω στα σεμεδάκια.
Κι ό,τι γλιστράει ασώματο
μέσα απ’ τις χαραμάδες
κι αυτό θα ειπωθεί.
[…]
Όμως κι οι λέξεις
οι λέξεις ίδιες δε θα ’ναι πια ποτέ.
Ο «κίνδυνος» κι η «αντοχή»
η «αιχμαλωσία» κι η «σπατάλη»
θα καταγράφονται από εδώ κι εμπρός με αριθμούς.
Κι αφού τα χέρια σπάνια
θα βρίσκουν ν’ αγκαλιάζουν
υπομονετικά και ήσυχα
θ’ αρχίσουν να μετράνε….

Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, με αναγνωρίσιμη και αναγνωρισμένη ποιητική φωνή, δείχνει να γνωρίζει πως η αποκάλυψη γίνεται εκ των έσω, αποκαλύπτει λέξη τη λέξη τους θεολογικούς της αναπαλμούς με κεντρικό της μέλημα τον άνθρωπο, αλλά και τα πράγματα που αυτός με την παρουσία του αξιώνει σε χρόνο άχρονο και τόπο ανέστιο.
Ο τόπος είναι χρόνος
προορισμένος μόνο για την επιστροφή
γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει
λιωμένο φως
μες στην ασυμμετρία των σφουγγαριών
τόνος λευκός κρυσταλλωμένος
μια ανάσα πριν τον ρεμβασμό
η επίφαση του ανύπαρκτου μες στην ακινησία…

Εγκιβωτίζει συνεπώς τον τόπο στον χρόνο και τη στιγμή στο αιώνιο, ταυτίζει τον άνθρωπο με τον προορισμό του αλλά και τα πράγματα με την άλλη, την κρυφή χρησιμότητά τους. Τέλος, συνδυάζει τη ματαίωση της στιγμής με την εσχατολογική της δικαίωση. Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου ξέρει καλά πως το «τώρα» σύντομα γίνεται «ύστερα» λόγω της φυσικής τρεπτότητας των πάντων, πως το «εδώ» μετατρέπεται ακαριαία σε «εκεί», όταν το ατενίσεις από μιαν άλλη οπτική, πως το δήθεν σημαντικό αποδεικνύεται συχνά επουσιώδες. Ακριβώς επειδή γνωρίζει την αναπόφευκτη αλληλουχία των πάντων, προτείνει και καλεί και προκαλεί με τις εξαρχής ανατρεπτικές της προτάσεις.
Ας μιλήσουμε, επιτέλους, για τα ασήμαντα.
Για τα κρυμμένα πίσω από μια πράξη
όπως τα ντροπαλά παιδιά πίσω από μια φούστα
για τις ρουφήχτρες και τα ηλεκτρόδια
την άνιση πάλη
και τη μάταιη ανταμοιβή
για την απόσταση…

Η ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου είναι μια ποίηση, όπου «ο τόπος είναι χρόνος προορισμένος μόνο για την επιστροφή. Γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει…», 
… καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο, την παγιωμένη αντίληψη ότι οι αναδρομές δεν είναι του τύπου μας και πως ο άνθρωπος οφείλει να κοιτάζει πάντα μπροστά. Το παρελθόν έχει τη μεγαλύτερη υπόσταση για την ποιήτρια και εδώ είναι που συμφωνούμε, καθώς το παρόν γίνεται ανυπόστατο, όταν επιτρέπουμε να αποδυναμωθεί από τη λήθη.
Άσε που από δω και μπρος
θα ανοίγω –ακόμη και στο τρένο- τα παράθυρα και τότε
όλες οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες
θα γίνονται αμέσως παρελθόν
θα μεγαλώνουν μονομιάς οι νύχτες που έσφαλα
και το ξημέρωμα θα ναυαγεί
σαν πυροβολισμός που ματαιώθηκε

ενώ εγώ
θα ανεβαίνω ατάραχη
μια σκάλα από αναβολές
προτιμώντας για τρόπαιο
μια λέξη άγνωστη σ’ εμάς
από έναν κήπο με νάνους
και βαρετά θαύματα….

Το «Επιδόρπιο» είναι ένα κάλεσμα, μια πρόσκληση για αγάπη και συγχώρεση, μια συμφιλίωση με το τέλος που είναι ήδη εδώ ή μια ανακωχή στον πόλεμο, μια δωρεά ελέους, για να εξαφανιστεί η ασχήμια και οι αιχμές που σαν αγκάθια μας μάτωσαν και μας πλήγωσαν, συχνά ανεπανόρθωτα, για να γλυκάνει ο κόσμος, όπως άλλωστε προτρέπει και η ίδια. Το αδιέξοδο της εποχής, η προδοσία, η λήθη δε θα μπορούσαν να αποδοθούν καλύτερα σε μια ποιητική συλλογή.
Λόγος καθαρός, διαυγής και συνάμα συμβολικός, αλληγορικός, φορτισμένος με σημασία και συναίσθημα και μια αδιόρατη ειρωνεία που προκαλείται από τον πόνο ή την ευαισθησία που δεν μπορεί να αποκαλυφθεί αλλιώς.
Ο ανθρώπινος έρωτας δεν εδραιώνεται πάνω σε απλά νοήματα λέξεων, αλλά πάνω στις σημασίες τους, καθώς οι λέξεις που επιλέγει η Λουκίδου σε αυτή τη συλλογή είναι λέξεις με τη βαρύνουσα σημασία του όρου, έχουν λόγο ύπαρξης και συνθέτουν εικόνες ανυπέρβλητες. Ο συγκερασμός όλων αυτών των στοιχείων συγκροτεί τη σκέψη της.
«Προτείνω, αγαπητοί μου, για αλλαγή
να ξεκινήσει η βραδιά με το επιδόρπιο
ποτέ δεν ξέρεις, άλλωστε, τι γίνεται
έτσι επικίνδυνα άρρωστοι που είμαστε…
…  ανάγκη επείγουσα άλλωστε να μη φανεί
πως άτρωτοι και προνοητικοί
θωπείες και συμπαράσταση
χαρίζαμε εκ του ασφαλούς
στην ανασφάλεια μας.
Πώς αλλιώς;
Ανομολόγητη ηδονή
να βλέπει το μπαλκόνι σου
σ’ αλλότριων δακρύων κοιλάδα
όπως μετά το χειροκρότημα
σε θεατρικό του Τσέχοφ
… απίστευτη , αγάπη μου
η διαπεραστική του θλίψη
πραγματικά, καλή επιλογή
Την άλλη φορά εξάπαντος
να δούμε κωμωδία….

Η σημερινή εποχή εκφυλισμένη, κατακερματισμένη, αναπαριστάται με την εσωτερική ερημία που απλώνεται εντός μας, εξαιτίας της υπαρξιακής κρίσης αλλά και της ανικανότητάς μας να κατανοήσουμε τον συνάνθρωπο, να προσλάβουμε το μεγαλείο της αγάπης που κάποιοι μας προσφέρουν αφειδώς, ακυρώνοντάς το με το πρόσχημα του «κοιτάω μπροστά», ανίκανοι να αντιληφθούμε όλα όσα προκαλούμε κι όλα όσα χάνουμε. Είναι αλήθεια πως δεν εξυγιαίνεται ένα άρρωστο παρελθόν παρά μόνο με τη λήθη, μόνο που για την ποιήτρια πρέπει οπωσδήποτε να προηγείται και η συγχώρεση.
«Ήτανε να μας έβρει το κακό.
Άμαθοι κι απροσάρμοστοι
γεμάτοι γρατζουνιές
συνωστιζόμασταν στην έξοδο κινδύνου.
Άλλοι τη νόμιζαν σταθμό
για άλλους ήταν τέρμα
όμως
όπως και να τον πεις τον παιδεμό
αλλού είναι η παγίδα.
Να έρχεσαι
να υπάρχεις
να περνάς
και να μην είσαι.
Ωστόσο
δε θα αδικηθεί κανείς στη μοιρασιά.
Κι η ομορφιά θα πληρωθεί
κι η μεταμέλεια θα ελεγχθεί
για τις προθέσεις της
(…)
και καταλήγει:
Το φταίξιμο που μας αναλογεί
θα αποδοθεί μέχρι δεκάρας

Συμπεράσματα για το σύνολο του ποιητικού έργου της Ε.Α. Λουκίδου: η Ποίηση διαρκώς κερδίζει έδαφος και επεκτείνει το χώρο της
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι εκφραστικοί τρόποι έχουν παγιωθεί και ωριμάσει,ώστε να επιτρέπουν την ανετότερη παραγωγή ποιητικού λόγου, κάτι που μπορεί κανείς να το διαπιστώσει συγκρίνοντας τα ποιήματα των τριών τελευταίων συλλογών με αυτά της δεύτερης ή και της τρίτης συλλογής.
Στο «Επιδόρπιο» συναντά κανείς όλα τα γραμματικά πρόσωπα πέρα από το πρώτο πρόσωπο του λυρικού «εγώ». Συνήθως, το πρώτο και δεύτερο πρόσωπο εκφράζουν το «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου, ενώ το τρίτο ενικό και πληθυντικό τους άλλους – συνήθως εχθρικούς ή ουδέτερους, σπάνια φίλους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που σε αρκετές περιπτώσεις, όπως συνέβαινε και στις συλλογές πριν το «Όροφος μείον ένα», εκφράζει περισσότερο δυικό αριθμό παρά πληθυντικό: χαρακτηριστικό μιας ποίησης ερωτικής που όμως, στην περίπτωση της Λουκίδου, αποφεύγει να τονίσει – συχνά να αποκαλύψει καν – αυτόν τον χαρακτήρα της. Βέβαια, πολλές φορές οι προεκτάσεις του ποιήματος υπερβαίνουν τον ερωτικό χαρακτήρα, όπως στο ποίημα (Το Επιδόρπιο) που ονοματοδοτεί και τη συλλογή:
«Κι αν σταθήκαμε ως τώρα τυχεροί
και πλαγιάζαμε καμιά φορά
δίχως συγχώρεση
ήταν γιατί πιστεύαμε
πως οι αιφνίδιοι αποχωρισμοί
δε θα μας αφορούσαν…»

Μιλώντας για τον θάνατο, το βασικό θέμα της προηγούμενης συλλογής, μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια ποιοτική μεταβολή στην παρουσία του. Ενώ στο «Όροφος μείον ένα» είναι σαρωτική και εξόφθαλμη η κυριαρχία του, στο «Επιδόρπιο» κινείται πολύ πιο διακριτικά και υπόγεια. Προτάσσονται περισσότερο τα συγγενικά με αυτόν θέματα της φθοράς, της ματαιότητας, του φόβου και της ενοχής: ήπιοι μικροί θάνατοι μέσα από καθημερινές ήττες, χωρισμούς, ματαιωμένες προσδοκίες, μικρές ή μεγάλες προδοσίες. Στο ποίημα (Μία δοκιμασία περιττή) μπορεί ο αναγνώστης να δει συγκεντρωμένα τα περισσότερα από τα προηγούμενα θέματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το σύνολο των θεμάτων καλύπτεται κάτω από το πέπλο της απειλής που κάνει αρχικά την εμφάνισή της στα μισά του ποιήματος και ρίχνει στο τέλος δυσοίωνα την αυλαία:
«Το μόνο μας κοινό ήταν η ανυπομονησία
ένας σταθερός ήχος σταξίματος
μια τύψη ενοχλητική
όπως οι σπόροι στο καρπούζι
και μια επίμονη ανάγκη διευκρίνησης:
τρέχαμε τελικά
για να προλάβουμε
ή για να παραστούμε στο κακό;
Βουλιάζουμε μέσα στα δεδικασμένα
και στη χλωμάδα των φωνών που σίγησαν 
σάμπως δεν καίγονται επαρκώς τα σωθικά μας
από σταθμό σ’ άλλο σταθμό
συλλέκτες σκόνης παπουτσιών
και εισιτηρίων
μια μετανάστευση σκληρή
με όλους τους προβολείς
επάνω μας στραμμένους
και τ’ άγρια ποδοβολητά
ολοένα να πλησιάζουν.»

Συγκριτικά πάντως με τις πρώτες ποιητικές συλλογές της Λουκίδου το «Επιδόρπιο» έχει αρκετή – αν και συχνά λανθάνουσα – ένταση και κάποτε το λεξιλόγιο γίνεται αιχμηρό· όχι με την έννοια του σαρκασμού ή της συσσωρευμένης οργής όπως στο «Όροφος μείον» ένα αλλά με τη διαπίστωση του ποιητικού υποκειμένου ότι του είναι αδύνατο να αποδράσει από τα δεσμά του. Περισσότερο ωστόσο μιλάμε για ανεβοκατεβάσματα της έντασης παρά για σταθερά αιχμηρούς τόνους: 
«Κανέναν πειθαναγκασμό
δε θα καταδεχόταν
κι ας έσφιγγε στα δόντια της
ένα πελώριο δάσος ουρλιαχτών
κι εκείνη τη μικρή κλωστή
που συγκρατεί, πριν ξηλωθεί
ένα πουλόβερ από χιόνι.» 

Το θέμα του έρωτα με σταθερή παρουσία στις τέσσερις πρώτες συλλογές και εμφανή απουσία στην προτελευταία (λογικό, αν αναλογιστούμε το βασικό θέμα της), επιστρέφει στο «Επιδόρπιο». Και μάλιστα είναι κυρίαρχο θέμα σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής. Ωστόσο και εδώ έχουν συντελεστεί σημαντικές μεταβολές. Είναι αλήθεια ότι ο έρωτας στην ποίηση της Λουκίδου ουδέποτε έμοιαζε ανέφελος ή ευφρόσυνος· τώρα όμως είναι σχεδόν πάντα ακυρωμένος, διαλυμένος, ανήμπορος να λειτουργήσει ενωτικά, κάποτε σχεδόν τραγικός. Ενδεικτικό παράδειγμα το ποίημα (Σχήμα πρωθύστερο) όπου η αδυναμία επανόρθωσης και διαφυγής καταδικάζει σε θάνατο τον έρωτα, θάνατο που καμιά συγνώμη ή απολογία δεν μπορεί ν’ αναιρέσει. Η ίδια η ανάμνηση του έρωτα, η δραματικά ανυποψίαστη μελανιά του βαραίνει τόσο πολύ ανάμεσα στο ζευγάρι, ώστε ματαιώνει την όποια προσπάθεια επανασύνδεσης:

«Και αν κάποιος τολμήσει ν’ απολογηθεί
για όλα τα απρόοπτα και τις παρανοήσεις
κι αν δείξει τη διάθεση
ακόμα και να επανορθώσει
που δεν προέβλεψε για εμάς
κανένα σχέδιο διαφυγής
εγώ και πάλι
θα επικαλεστώ τα λιόδεντρα
απ’ το παραθαλάσσιο σπίτι
όταν τη μελανιά του έρωτα
βουβά χρησμοδοτούσαν
– ανάγωγη, αισθησιακή
δραματικά ανυποψίαστη –
ολόιδια με τη μοναχή
εκείνου του πορτρέτου
που ούτε καν στη φαντασία
του Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς υπήρξε
όμως υδράργυρος το σώμα της
και – δίχως όχθη ποταμός το πρόσωπό της –
γλίστρησε
εισχώρησε
δε ρώτησε κανέναν
να απαντήσει σπεύδοντας
σε ερωτήσεις που
δεν έγιναν ποτέ.»

Εδώ το βάρος του έρωτα που προηγήθηκε είναι τέτοιο, που σαν υδράργυρος εισχωρεί παντού και καθιστά αδιέξοδη εκ των προτέρων την αναβίωσή του. Αλλού πάλι οι τόνοι χαμηλώνουν, χωρίς ωστόσο να αναιρείται το κλίμα φθοράς και διάλυσης που υπονομεύει εν τέλει την όποια ερωτική διάθεση. Η κυριαρχία της απειλής και του φόβου σκιάζει τον έρωτα· το βίωμα του τελεσίδικα συντελεσμένου γεγονότος τον καθιστά – και αυτόν – εξ αρχής παρελθόν και πικρή μνήμη: 
«Επείγει ωστόσο, να αποφύγετε τη σύγχυση.
Ό,τι λευκό κινείται μες στον έρωτα
μην το περάσετε και σεις για περιστέρι.
Μια χούφτα αλάτι είναι απλώς
που αλλάζει χέρια βιαστικά
και χρησιμοποιείται ενίοτε
σαν αιμοστατικό.» 

Το «Επιδόρπιο» είναι μια απαιτητική συλλογή. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για κάτι εύπεπτο ή συμβατικό.. Τα ποιήματα της συλλογής θέλουν το χρόνο τους να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους: την ακρίβεια και ευστοχία του λόγου, τη λιτότητα, τη μουσικότητά τους. Ήδη όμως έγινε φανερό ότι η ανταμοιβή του αναγνώστη είναι τέτοια, που αξίζει με το παραπάνω την προσοχή και το χρόνο που θα διαθέσει.
Σπασμένα όλα τα φράγματα
κι η μόνη νίκη του νερού
να ομολογεί τη ξηρασία του


[ΠΗΓΕΣ: επιλεγμένα αποσπάσματα κριτικής παρουσίασης για το ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, που υπογράφονται από την Αναστασία Γκίτση, (ΔΙΑΣΤΙΧΟ http://www.diastixo.gr/  την Πέρσα Κουμούτση, (ΠΟΙΕΙΝ: http://www.poiein.gr/   ) και τον Παντελή Τσαλουχίδη, Σκηνικά για μια ανώφελη παράσταση, περιοδικό Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ http://www.oanagnostis.gr/  ]

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ: Λες να μεταλλάσσομαι σε μισάνθρωπο;

$
0
0
Με τη δημόσια τηλεόραση μαυρισμένη, τα ΜΑΤ στην Πρυτανεία, τον εκπαιδευτικό κόσμο σε αναβρασμό, τους δημοτικούς υπαλλήλους υπό απόλυση, τον ιδιωτικό τομέα σε διάλυση, το νέο επιστημονικό δυναμικό ουρά στις πρεσβείες, τη δημοκρατία σε κατάρρευση, απολαμβάνω με μια προϊούσα ενοχή τις ολιγαρκείς και στερημένες μέρες μιας καλοκαιρινής ανάπαυλας. Πίνω ξανά τσίπουρα χωρίς γλυκάνισο, αγναντεύοντας ένα ξεφτισμένο από τους ποιητικούς μύθους του Ελύτη γαλάζιο και νιώθω σαν τους κατοίκους της Πομπηίας. Που συνεχίζουν ανυποψίαστοι τις καθημερινές τους ασχολίες, ενόσω κατέρχεται ορμητική η λάβα. Κι όμως τούτο το φθινόπωρο προοιωνίζεται εκρήξεις. Ζω με την ελπίδα ότι οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα με βρουν στο δρόμο…  

Homoe-sapiensτον καιρό των μνημονίων


Μπορεί ο σφάχτης στην τσέπη μου να έχει μεγαλώσει,μπορεί κάθε φορά που πηγαίνω σε ένα ΑΤΜ και ζητάω υπόλοιπο λογαριασμού τα δεκαδικά ψηφία να είναι περισσότερα από τα ακέραια, μπορεί να έχουν αυξηθεί οι φορές που αρνούμαι στα παιδιά παγωτό ή παιχνίδια, μπορεί να μην μου επιτρέπεται πλέον η έκφραση της κοινωνικής μου ευαισθησίας με τρόπους που έκανα στο παρελθόν, μπορεί μάλιστα ώρς ώρες να αισθάνομαι και λιγότερο άνθρωπος από πριν, αλλά όλο ετούτο το πράγμα αρχίζει κατά έναν παράξενο τρόπο να με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα.
Συνήθισα τις οιμωγές και τα βαριαναστενάγματα του κόσμου γύρω μου, συνήθισα τις παπαριές εκείνων που δεν έχουν πάρει χαμπάρι σε τι βούρκο έχουμε πέσεικαι φωνάζουν υπέρ των κινήσεων «ανάπτυξης», συνήθισα το να βλέπουν οι κρατούντες την εξουσία και να ασχολούνται μόνο με το πώς θα ευημερήσουν οι αριθμοί και να πάνε να πνιγούν οι άνθρωποι, συνήθισα τον κοινωνικό αυτοματισμό που θέλει την μια κοινωνική ομάδα να στρέφεται εναντίον της άλλης για να επιβιώσει, συνήθισα τα περισπούδαστα λογύδρια των κυβερνητικών ταγών και των παπαγάλων τους, συνήθισα την απύθμενη βλακεία που καθρεπτίζεται στα βλέμματα όλων εκείνων που κουνάνε πλαστικές σημαιούλες και λάβαρα για να πείσουν τον εαυτό τους πως θα είναι τάχαμου «νικητές» και πως κατέχουν την «Αλήθεια», συνήθισα τους τσιγγάνους και τους πακιστανούς να μαζεύουν σκουπίδια από τους κάδους,συνήθισα να διαβάζω για απεχθή εγκλήματα αλλοδαπών και ημεδαπών, συνήθισα την ηλίθια κόντρα μεταξύ του «να τους παίρνεις σπίτι σου» και του «κανείς δεν είναι παράνομος», συνήθισα τα συνδικαλιστικά παιγνιδάκια και τις προδομένες ελπίδες των ψηφοφόρων.

Δεν μου προκαλούν εντύπωση τα σκάνδαλα και τα εγκλήματα «λευκού κολάρου» πια,ούτε η καταχωνιασμένη λύσσα του κόσμου που ψάχνει να βρει τρόπο να εκτονωθεί και μας έχει κάνει όλους μας βραδυφλεγείς βόμβες, ούτε το χάος στα νοσοκομεία και οι άρρωστοι που δεν έχουν να πληρώσουν φάρμακα, ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εκπαιδευτικοί που θα περάσουν το πιο μαύρο καλοκαίρι του κλάδου τους, ούτε το πάνω από 27% της ανεργίας και το πάνω από 55% των άνεργων νέων που αρχίζει και γυαλίζει το μάτι τους παράξενα,ούτε η εργασιακή ισοπέδωση του ιδιωτικού τομέα, ούτε η πρεμούρα της πολιτικής εξουσίας να ξεπουλήσει όσο όσο ότι μπορεί να πουληθεί, ούτε οι παλαιολιθικές νοοτροπίες περί συνδικαλισμού, συσχετισμών, ώριμων συνθηκών, διακυβευμάτων.

Δεν εκπλήσσομαι πια με τον διαρκή βιασμό της ελληνικής γλώσσας από ακροδεξιούς «πατριώτες» και των εννοιών από αριστερόστροφους «διανοητές» της οκάς, ούτε από την απουσία του συναισθήματοςαπό τα κοινά λόγω της κατά κράτους υπερίσχυσης του πολιτικού ρεαλισμού και του πολιτικά ορθού, ούτε από τις ώρες που καταναλώνει ο μέσος έλληνας (έτσι, με μικρό το "ε") ψηφιακά συνδεδεμένος αντί να τις αξιοποιεί για να συνδέσει τα κομμάτια του εαυτού του και της κοινωνίας που παραπαίει.

Δεν μου προκαλούν πια σοκ οι εικόνες της απίστευτης κενότητας σε μεσημεριανές τηλεοπτικές εκπομπές,ούτε σιχαίνομαι πλέον την ύπαρξη όσων τις παρακολουθούν και συμμετέχουν σε αυτές, ούτε τις ασχήμιες και τους τραμπουκισμούς εκείνων που οικειοποιήθηκαν το αγαπημένο μαύρο χρώμα μιας σημειολογικής «στάσης» απέναντι στην εξουσία και την κυριαρχία  και που με δήθεν άλλοθι το ιστορικό προηγούμενο των «μελανοχιτώνων» κοπιάζουν μάταια –για τους υποψιασμένους- να καλύψουν την ανεπάρκειά τους σε ιστορική γνώση και μνήμη και το μαύρο της ψυχής και του μυαλού τους.
Πολλά μαζεύτηκαν τελικά ε;

Λες να μεταλλάσσομαι σε μισάνθρωπο; Δεν το νομίζω.
Δεν ξέρω πως ακριβώς το λένε αυτό τα συναίσθημα, μπορεί να μην φαίνεται λογικό, μπορεί να έχει μια έντονη υπερβατική και μεταφυσική χροιά, μπορεί να μυρίζει "ανθρωπίλα" όπως έλεγε και ένας χαμένος φίλος, ίσως να με «εκθέτει» κιόλας, αλλά τελικά, εκείνο που μετράει είναι πρώτα απ’ όλα να τα βρούμε με τον εαυτό μας.
Έτσι δεν είναι;
Ε, αυτή είναι η αίσθησή μου σήμερα (η ψευδαίσθησή μου αν θέλεις, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί)
Όλα θα πάνε καλά, όλα όπως πρέπει, όλα θα ξεκαθαρίσουν
Δεν μπορώ να το πολεμήσω, αυτό μου βγαίνει
Θα αντέξουμε κουφαλίτσες και θα πράξουμε τα δέοντα, ακριβώς την στιγμή που πρέπει, ούτε πιο πριν, ούτε αργότερα
Δεν χαρίζουμε την καθαρότητα του μυαλού μας και την ζωή μας σε κανέναν
Βοηθάμε όπου μπορούμε και όπως μπορούμε λοιπόν, αρχίζοντας από τους δίπλα μας, τους κοντινούς μας, κι αν δεν έχουμε κάτι άλλο να χρησιμοποιήσουμε, ακόμη και με τον Καθαρό και Ντόμπρο Λόγο γίνεται δουλειά
(ή έστω ένα μικρό μέρος της)

… κι όταν κάποια στιγμή τα τινάξουμε, αντί για θάψιμο ή καύση, ίσως να ήταν πιο ταιριαστό να ζητήσουμε να μας βαλσαμώσουν και να μας κάνουν «καλόγερους»με τα χέρια σηκωμένα για να κρεμάνε πάνω μας τα πανωφόρια τους οι κουρασμένοι και οι βρεγμένοι της ζωής, μέχρι να πάρουν μιαν ανάσα και να ξανασυνεχίσουν.

Μια άλλη επιλογή θα ήταν να βρυκολακιάσουμε και να πάρουμε εκδίκηση για όλα και από όλους. Κι αυτό καλό ακούγεται...
[ΠΗΓΗ: ιστολόγιο ΙΧΝΗΛΑΣΙΕΣ… κι η Ποίηση είναι καταφύγιο που φθονούμε: http://ixnilasies.blogspot.com/  ]

Θαυμάζω την ψυχραιμία, στα όρια του κυνισμού, των αρμόδιων υπουργών που μιλάνε για απολύσεις λες και πρόκειται για άψυχους αριθμούς  και όχι για ανθρώπους. Κόβουν κεφάλια από το σωρό, ό,τι περισσεύει, για να πιάσουν το στόχο. Πάνω απ’ όλα οι δεσμεύσεις απέναντι στο ΜΝΗΜΟΝΙΟ. Ονειρεύομαι ένα ΜΝΗΜΟΝΙΟ που θα τιμωρεί αυστηρά τις κυβερνήσεις που δεν μειώνουν την ανεργία. Ονειρεύομαι ένα ΜΝΗΜΟΝΙΟ που θα δημεύει τις περιουσίες των επιχειρηματιών που αφήνουν απλήρωτους ή ανασφάλιστους τους εργαζομένους. Ονειρεύομαι ένα ΜΝΗΜΟΝΙΟ που δεν θα κόβει τις συντάξεις, αλλά τα μπόνους των χρυσοκάνθαρων της οικονομικής ελίτ. Ονειρεύομαι ένα ΜΝΗΜΟΝΙΟ που θα φορολογεί τον πλούτο και θα τιμωρεί παραδειγματικά τους μεγάλους φοροφυγάδες. Ονειρεύομαι ένα ΜΝΗΜΟΝΙΟ που θα καταργεί τα καρτέλ στην αγορά. Ονειρεύομαι ένα ΜΝΗΜΟΝΙΟ που θα οικοδομεί κοινωνικές και οικονομικές  συνθήκες που δεν θα οδηγούν μισθωτούς και συνταξιούχους να ψάχνουν ψίχουλα ζωής κι αξιοπρέπειας σε κάδους σκουπιδιών, ονειρεύομαι ένα ΜΝΗΜΟΝΙΟ vetoστις αυτοκτονίες… Και μετά προσγειώθηκα στη δικομματική πραγματικότητα!!!   

Ονειρεύομαι ένα ΜΝΗΜΟΝΙΟ που δεν θα στέλνει μισθωτούς και συνταξιούχους να ψάχνουν ψίχουλα ζωής κι αξιοπρέπειας σε κάδους σκουπιδιών
ΚΟΥΙΖ: Ποια είναι η μακροβιότερη συντεχνία της Μεταπολίτευσης; Ποια συντεχνία αντέχει στην κρίση, δεν καταλαβαίνει από μνημόνια, για λίγο καιρό μόνο ξαποσταίνει και μετά ξανά προς τη δόξα τραβά, ανανεώνει το προσωπικό της, αλλά όχι τις πρακτικές της, φτιασιδώνει την πρόσοψη, αλλά δεν πειράζει τα θεμέλια της, καταγγέλλει τις άλλες συντεχνίες για προνόμια, χωρίς να θίγει τα δικά της, κατσικώθηκε στη χώρα, με δημοκρατικές διαδικασίες βεβαίως, και σήμερα έχει βαλθεί να μας ανασκολοπίσει; Μα, η συντεχνία των πολιτικών του δικομματισμού! (ΠΗΓΗ: Ανάγωγα του Τάσου Παπά στην Εφημερίδα των Συντακτών)

και κατακλείδα η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ αφιερωμένη
Ψάχνεις τη ζωή σου
στη χώρα του χαμένου παραδείσου
τα σύνορα που πέρασες θυμήσου
κι αν έχεις κάποια μέρα τη γιορτή σου
το όνομά σου κρύψε μη σε βρουν

Μόνο μια σκέψη σ' ακολουθεί τις βραδιές
μήπως κι εσύ
τη ζωή σου θα αρνηθείς τρεις φορές

Όλα είναι ξένα
γυρίζεις μεσ' της πόλης την αρένα
ποιος νοιάστηκε λιγάκι και για σένα
που έκρυψες το φόβο μεσ' το βλέμμα
και ξέχασες πως ήσουνα παιδί

Γύρω ερημώνει
κι η πόλη τα φτερά σου χαμηλώνει
για το όνειρο που χάθηκε στη σκόνη
κανένας δε σου ζήτησε συγγνώμη
ποιος παίρνει την ευθύνη της σιωπής

Μόνο μια σκέψη μ' ακολουθεί τις βραδιές
μήπως κι εγώ τη ζωή σου θα αρνηθώ τρεις φορές

Περιμένοντας τους «βαρβάρους»: «και ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη

$
0
0
18 Ιουλίου, οι δρόμοι απ' τους οποίους περνάει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ερημώνουν. Κλείνουν επίσης δίοδοι, πάροδοι, σταθμοί μετρό και ανισόπεδες διαβάσεις.


Δρακόντειοι περιορισμοί, μέτρα εκτάκτου ανάγκης, ελικόπτερα, αστυνομία παντού, απαγόρευση των συγκεντρώσεωνκαι διαδηλώσεων, σκηνές πραξικοπήματος -όλα τα παραπάνω φανερώνουν με τον πιο κινηματογραφικό τρόπο αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι πρέπει να παραμείνει κρυφό: τη σχέση αποικιοκρατικού δικαίου ανάμεσα στη γερμανική μητρόπολη και την κατακτημένη ζώνη, όπως όταν ο Χίτλερ επιχείρησε το ταξίδι-αστραπή στην Πράγα σαν ο νέος άρχων. Ακόμη και η επίσκεψη του υπ' αριθμόν ένα του ναζιστικού καθεστώτος στο Παρίσι έγινε, σκοπίμως, χαράματα, σχεδόν νύχτα, όταν η πόλη ήταν ούτως ή άλλως άδεια, οπότε δεν χρειάστηκε να την αδειάσει ο στρατός κατοχής με περιπόλους και διαταγές απ' τα μεγάφωνα.

Μια τέτοια υπερβολή τριτοκοσμικής δουλοπρέπειας μας δείχνει επιπλέον το βαθμό στον οποίο η εποχή μας αντιδρά στα πολιτικά και κοινωνικά ερεθίσματαομοιοπαθητικά, δηλαδή υπερθεματίζοντας εκείνο που καλείται να αναχαιτίσει: αν η βία αντιμετωπίζεται με περισσότερη βία, τώρα αυτό μοιάζει να εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε περίπτωση. Για παράδειγμα, η φτώχεια αντιμετωπίζεται με περισσότερη φτώχεια (μέτρα επί μέτρων), ενώ η ασυνάρτητη διάρθρωση του ελληνικού Δημοσίου δέχεται τις πρώτες βοήθειες με μεθόδους (ξαφνικοί θάνατοι, οριζόντιες απολύσεις) που ενισχύουν, ειδικά και πρωτίστως, την ασυναρτησία. Αναλόγως, και όχι λιγότερο ανεξήγητα, η θρυλική αντιπάθεια της ελληνικής κοινωνίας για το πρόσωπο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε οδηγεί την κυβέρνηση να φερθεί έτσι ώστε ο συγκεκριμένος να γίνει ακόμη πιο αντιπαθητικός, τουτέστιν με το να του επιφυλάξουν αυτοκρατορική υποδοχή. Εν προκειμένω, το φάρμακο είναι το ίδιο το σύμπτωμα.

Βλέπουμε εδώ καθαρά το είδος του αδιεξόδου που προκαλείται όταν μια κοινωνία μπει σε τροχιά μονής κατεύθυνσης:η κυβέρνηση φέρεται σαν να μην υπάρχει πια επιστροφή, λοξοδρόμηση ή επιβράδυνση· δεν απομένει παρά η φυγή προς τα εμπρός -Flucht nach vorne. Οσο πιο έντονες οι υποψίες ότι έχουμε μετατραπεί σε προτεκτοράτο, όσο πιο επιτακτική η επιθυμία να διαψεύσουμε το γεγονός της υποτέλειας, τόσο πιο εντυπωσιακή η φροντίδα να το επιβεβαιώσουμε: η επισημότητα του καλωσορίσματος ενός μισητού αξιωματούχου εξασφαλίζεται με ρωμαϊκών διαστάσεων θεάματα περιφρούρησης και η περίφημη, προαιώνια τουριστική πανάκεια, που εκφράζεται με το σύνθημα «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε», προσλαμβάνει μιαν απόχρωση γκροτέσκ, καθ' όλα ταιριαστή με τη γερμανική λογοτεχνική παράδοση.

Σ' αυτή την επίδειξη μεγαλοπρέπειας, οι φτωχοί αντιστέκονται σιωπηρά κάτω απ' τις φυλλωσιές, στις βρόμικες αλλ' ακόμη εκθαμβωτικές παραλίες, μαζί με τα τελευταία τζιτζίκια του 20ού αιώνα.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύση


[ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙ ΥΠΟΔΟΧΗΣ< επιφυλλίδα (χρονογράφημα) του Ευγένιου Αρανίτση, που δημοσιεύτηκε στη σαββατιάτικη στήλη του ΕΙΣΟΔΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 20 Ιουλίου 2013]

«Προμηθέας Δεσμώτης», η συνείδηση της υπεροχής του ελεύθερου πνεύματος

$
0
0
Καλοκαίρι συν τοις άλλοις σημαίνει επαναλαμβανόμενες συζητήσεις για τον εντοπισμό τού σημείου τομής θεωρίας και πράξης, ανάγνωση κάποιων κειμένων που έμειναν από τον χειμώνα που πέρασε, παρέα στον κήπο για πνευματικές διαδρομές μαζί με τις ανάλογες μπύρες, περιήγηση στην πόλη, Επίδαυρο κ.ά.
Επίδαυρο. Τις καλύτερες οπτικές εικόνες γι’ αυτήν τις έχω, μετά από τη ζωντανή παρουσία μου εκεί, από τις αναφορές τού Χένρυ Μίλερ στον «Κολοσσό τού Μαρουσιού». Πέρα όμως από οτιδήποτε αισθητικό ή ποιητικό, Επίδαυρος σημαίνει αρχαία τραγωδία.
Πρόσφατα θυμήθηκα την παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη που είχα δει πριν από χρόνια σε σκηνοθεσία Σπ. Ευαγγελάτου με πρωταγωνιστή τον Νικήτα Τσακίρογλου. Πίσω από την ορχήστρα και τη σκηνή, στο βάθος, μία από τις πυρκαγιές τού καλοκαιριού μαινόταν, κάνοντας το κείμενο και τη σκηνική παρουσία τού Προμηθέα ακόμη πιο δραματική και σημαίνουσα καθώς είναι ο μόνος που ορθώνει ανάστημα απέναντι στον αυταρχισμό και την αυθαιρεσία τού νέου βασιλιά τού Ολύμπου, του Δία.
Ο Αισχύλος στον Προμηθέα του επιβεβαιώνει μια πτυχή της φυσιογνωμίας της γραφής του: Αντιπαραθέτει το υψηλό φρόνημα του ήρωά του στην τυφλή βία της εξουσίας η οποία στην προσπάθειά της να εγκαθιδρύσει μία Νέα Τάξη πραγμάτων αφανίζοντας την ανθρωπότητα και υποκαθιστώντας τη με μία νέα, χρησιμοποιεί ως όργανά της το Κράτος, τη Βία, τις αλυσίδες, την τρομοκρατία και τη στέρηση της ελευθερίας. Και γιατί όλα αυτά εναντίον τού Προμηθέα; Απλώς διότι αυτός έσωσε την ανθρωπότητα από τον αφανισμό, παρέχοντάς της ταυτόχρονα τα μέσα εκπολιτισμού της και την ελπίδα ως αντίδοτο στον φόβο τού θανάτου.


Ο πρώτος άγιος και μάρτυρας του φιλοσοφικού ημερολογίου ήταν ο Προμηθέας κατά τον Μαρξ:Ένας αμετανόητος, ακλόνητος και άφοβος. Το αιώνιο σύμβολο του εξεγερμένου ο οποίος δεν κινδυνεύει από εκφυλισμό όπως μέχρι σήμερα υπέστησαν όλοι οι μεταγενέστεροι, διότι τα κίνητρά του δεν είχαν κεντρομόλα τάση. Ο Προμηθέας αδυνατούσε να διδαχθεί στου Δία την εξουσία να σκύβει το κεφάλι και τους φιλάνθρωπους να πάψει τρόπους [...] τώρα που νέοι τον Όλυμπο κυβερνούν βασιλιάδες κι ο Δίας με νόμους καινούργιους διαφεντεύει παράνομα, κι όσα πρώτα γιγάντια εστέκαν, τώρα αφανίζει.
Εξωτερική δράση στο πολιτικό – φιλοσοφικό αυτό κείμενο δεν υπάρχει κι ίσως γι’ αυτό η εσωτερική δράση στοιχειοθετεί την τραγικότητα του ανήμπορου αλλά εν πλήρει πάντα συνειδήσει Προμηθέα.

Του ενός ασυμβίβαστου και ηθικά χειραφετημένου(βλ. και την εμβληματική ταινία «12 angry men») που όντας πραγματικά ελεύθερος δικαιολογεί με τη στάση του την υπεροχή τού πνεύματος απέναντι στην αυθαιρεσία της εξουσίας και την εξουσία τής αυθαιρεσίας.


[ΠΗΓΗ: Δημήτρης Σαραντάρης, Εσωτερικοί Μονόλογοι: Προμηθέας Δεσμώτης, ανάρτηση στο BOOKSTANDπεριοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση:http://bookstand.gr/

Εδώ είναι ο Παράδεισος κι η Κόλαση εδώ

$
0
0
Ρώτησαν κάποτε τον Μίλτο Σαχτούρη ποια είναι η μεγαλύτερη αδικία του Θεού αλλά η ερώτηση ήταν στη βάση της λάθος, γιατί προϋπέθετε την αποδοχή της ύπαρξης του υπέρτατου όντος, ενώ αυτά τα οντολογικά τα έχει απαντήσει προ πολλού η Βίκυ Μοσχολιού:


Εδώ είναι όλα. Σ’ αυτό που είναι μέσα σου, σ’ αυτό που είναι μπροστά στα μάτια σου. Σ’ αυτό που λένε τα μάτια σου.

Κι απάντησε ο ποιητής πως είναι ο θάνατος η μεγαλύτερη αδικία. Αλλά η σωστή απάντηση, είναι η επίγνωση του θανάτου, σκέφτομαι καθώς κοιτάζω μια ορδή μυρμηγκιών να λιτανεύουν το πτώμα ενός από δαύτα, οδηγώντας το στο λαγούμι τους όπου θα γίνει λουκούλειο γεύμα, ο αποθανών μέρμηγκας, άκλαυτος.
Τι σαδιστική χαρά παίρνουν τα μικρά παιδιά ακρωτηριάζοντας και σκοτώνοντας έντομα. Οι κατσαρίδες, για τους πιο ατρόμητους από μας, είτε εξοντώνονταν μια κι έξω με μια παντοφλιά, είτε απολαμβάναμε να τις βλέπουμε τ’ ανάσκελα με τα πόδια όρθια να αργοπεθαίνουν δηλητηριασμένες από τα εντομοκτόνα καθώς τραγουδούσαμε, όπως οι ναζί τον Βάγκνερ τους, εξοντώνοντας εβραίους, μια κατσαριδούλα, η μικρή Τερέζα…
Κι έπειτα, συμπλήρωσε ο αγαπημένος ποιητής, που ακριβώς γιατί είναι αγαπημένος μπορώ να διαφωνώ μαζί του όσο θέλω, πως η μεγαλύτερη αδικία είναι που υπάρχουν όμορφες και άσχημες γυναίκες. Γυναίκες, όχι άνθρωποι.

Οι άνδρες είναι σαν τα μυρμήγκια. Όλοι ίδιοι. Όλοι δυνάμει ερωτεύσιμοι. Δεν αγαπήσαμε εμείς χοντρούληδες και καραφλούς; Δεν αγαπήσαμε μυτόγκες και κρεμανταλάδες; Δεν αγαπήσαμε μύωπες και κοντοστούπηδες; Αλλά όταν τους ερωτευτήκαμε δεν έμοιαζαν πρίγκιπες; Πρίγκιπες, όπως αυτούς τους ευειδείς στα εικονογραφημένα παραμύθια της κόρης μου, που δε σακατεύει έντομα- πού να τα βρει μες στο διαμέρισμα; Αν δεν υπάρχει ο πειρασμός, δεν υπάρχει αμάρτημα.

Κι η ομορφιά δεν είναι πέντε χαρακτηριστικά σωστά παραταγμένα και σε σωστό μέγεθος στο πρόσωπο. Η ομορφιά αναβλύζει από μέσα μας. Η αδικία, αγαπημένε μου Σαχτούρη, είναι να υπάρχουν άσχημες και όμορφες ψυχές. Την μορφή την συγκαθορίζει το περιεχόμενο. Η αδικία, ακόμα χειρότερα, είναι να αφήνεις την ψυχή σου να σαπίζει εν ζωή. Η αδικία είναι να σου γίνονται εμμονή τα χαρακτηριστικά που δε συμβαδίζουν με το ναζιστικό μοντέλο της ομορφιάς, της απόλυτης ομοιομορφίας. Η αδικία είναι να έχεις μπει εθελοντικά στο πρόγραμμα ευθανασίας Τ-4 της ναζιστικής ευγονικής, μόνο γιατί έχεις δυο πεταχτά αυτιά ή μια μεγάλη μύτη ή ένα ζευγάρι λεπτά χείλη ή στραβά δόντια.

Η ασχήμια αναβλύζει από μέσα μας ασυγκράτητη.Βλέπεις τα χαμόγελα του πρίγκιπα Ουίλιαμ και της δούκισσας Κέιτ, που μάλιστα μόλις έγιναν γονείς, και παγώνει το αίμα σου. Και να πεις δεν έχουν καλοπληρωμένους imagemakersνα τους μάθουν να χαμογελούν πιο πειστικά; Αλλά πώς;
Το χαμόγελο είναι αντανάκλαση από μέσα. Αν δε λάμπουν τα μάτια σου όταν χαμογελάς, αν δε φωτίζεται το πρόσωπό σου, ανώφελο να τραβάς τις άκρες των χειλιών σου, σαν σε ενσταντανέ στα κοσμικά ιλουστρασιόν περιοδικών. Η αδικία είναι νά’ σαι ανήμπορος να χαμογελάσεις και να γελάσεις σαν άνθρωπος. Η αδικία είναι να παίρνεις πολύ σοβαρά τον εαυτό σου, ώσπου να έρθει το Μεγάλο Παιδί και χρααατς να σε συνθλίψει.
Στα τζιτζίκια επιφυλάσσαμε πιο μαρτυρικό τέλος. Πρώτα κάναμε τη χούφτα τζιτζικοπαγίδα και κλαπ αιχμαλωτίζαμε το λαϊκό τραγουδιστή. Μετά μπορείς να του αφαιρέσεις πρώτα τα φτερά, για να μη δραπετεύσει, κι έπειτα να του βγάλεις ένα-ένα τα ποδάρια, να τον στραγγαλίσεις γυρνώντας το κεφάλι του ή, αν δε σιχαίνεσαι, να τον ζουλήξεις, και χράαατς να χυθούν τα εντόσθιά του. Αηδίασες, ε; Κι όμως αυτό είναι το παιχνίδι του Παντοκράτορα. Θα δεχτώ την ύπαρξη του Θεού, εάν αποδειχτεί πως είναι ένα μικρό κωλοπαίδι που σκορπάει το θάνατο με την ίδια αμεριμνησία που σκορπάει τη χαρά.


 [ΠΗΓΗ: Niemands Rose στηΤεθλασμένηΨηφιακήΒιβλιοθήκη: http://bibliotheque.gr/artworks : Shannon Stamey aka October illustrations ]

Η κρίση σαν μηχανή παραγωγής ανεκδότων: όσο φτωχαίνει η ζωή, τόσο εμπλουτίζεται το λεξιλόγιο

$
0
0
«Κρίση είναι να σε ταΐζουν τα περιστέρια στο Σύνταγμα…». «Το λεωφορείο έχει θέρμανση. Αν βάλει και Ιντερνετ, μετακομίζω». «Ήρθε ένας καινούργιος στην πολυκατοικία και θέλει ν’ ανάψει καλοριφέρ. Μαζεύουμε υπογραφές να τον διώξουμε». «Λέμε σόκιν στο καλοριφέρ, μπας κι ανάψει». «Είμαστε η γενιά που πρόλαβε τα καλοριφέρ αναμμένα»... «Έβαλα πενήντα ευρώ αμόλυβδη. Ο βενζινάς μου προξένεψε την κόρη του!!!»… «Πήγα στο φαρμακείο να πάρω αντιβηχικό. Τριάντα ευρώ μού λέει ο φαρμακοποιός. Μου κόπηκε ο βήχας. Μαχαίρι». «Φήμες λένε ότι το ΙΚΑ θα μετονομαστεί σε ΙΚΕΑ με σλόγκαν «Θεραπεύσου μόνος σου"». «Το μόνο θετικό που βρίσκω σήμερα είναι η ομάδα του αίματός μου». Και: «Πέρασα κατάθλιψη. Με άριστα «Εψαχνα για διακοπές. Γύρος Γαλλίας: 1.700. Γύρος Ιταλίας: 1.100. Γύρος Πελοποννήσου: 850. Τελικά, διάλεξα γύρο με πίτα: Δύο και είκοσι...».

Στα ζόρια, όταν στενεύει ο πολιτικός και οικονομικός ορίζοντάς τους, οι άνθρωποι απαντούν με όπλο τη μικροτεχνία του ανεκδότου.Αυτό το όνομα της είχα δώσει εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια πριν, όταν τη συνέκρινα με τη δημοτική ποίηση, μια και αποτελούν εκδοχές της προφορικής λογοτεχνίας -πρόζα η μία, ποίηση η άλλη. Της προφορικής λογοτεχνίας μέτοχοι παραμένουν τα ανέκδοτα, παρότι πλέον η ταχύτατη κοινοποίησή τους διεκπεραιώνεται με τη γραφή του Διαδικτύου. Για να ζήσουν, πρέπει να ειπωθούν. Όσο μένουν απλώς γραμμένα σε κάποια σάιτ ή μπλογκ, είναι κείμενα, με την έννοια του νεκρού. Το Ιντερνετ είναι σε ασύλληπτη μεγέθυνση τα Διόμεια της αρχαίας Αθήνας,δηλαδή, σύμφωνα με όσα λέει ο Κοραής στα «Προλεγόμενα στους αρχαίους συγγραφείς», ο «διωρισμένος τόπος όπου εσυναθροίζετο η περιβόητος εταιρεία των Διομέων, διά να κοινωνώσιν εις αλλήλους ό,τι τις είχεν ακούσειν ή πλάσειν νόστιμον».

Όλοι μετέχουμε στην ψηφιακή εταιρεία των νέων Διομέων. Μυστικοί όρκοι δεν υπάρχουν ούτε προβλέπονται τιμωρίες για τους παραβάτες. Μόνη υποχρέωση η ικανότητα να ακούς και να αφηγείσαι· και σίγουρα δεν γίνεσαι καλός αφηγητής, αν, ενόσω διαβάζεις, δεν νιώθεις ότι ακούς και βλέπεις να σου παρασταίνουν το ανέκδοτο. Ακόμα καλύτερα να διαθέτεις σπίρτο, ώστε να επιτυγχάνεις το καίριο λογοπαίγνιο, την ακαριαία εικόνα, την ευρηματική ιστοριούλα που να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, να μαστιγώνει και να αυτομαστιγώνεται· να επιτυγχάνεις δηλαδή την αριστοτελική «ευτραπελία».

Η κρίση, που τη ζούμε επί χρόνια και θα συνεχίσει να μας βασανίζει παρά το «φως στο τούνελ» (το οποίο, άλλωστε, κατά το μπαγιάτικο πια ανέκδοτο, είναι του τρένου που έρχεται απειλητικό), λειτουργεί σαν μηχανή παραγωγής ανεκδότων. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Δίχως ξεσπάσματα, δίχως το μελαγχολικό έστω γέλιο, η πίεση θα είχε σμπαραλιάσει κι εμάς και τους εν κρίσει αδερφούς Κυπρίους, Πορτογάλους, Ισπανούς, Ιρλανδούς, Ιταλούς. Την περιλάλητη «πνευματική αντίσταση στην κρίση» ίσως την υπηρετεί αποτελεσματικότερα η διακίνηση (αυτο)κριτικών ανεκδότων παρά μια συναυλία-αρπαχτή ή μια τηλεραμμένη θεατρική παράσταση, όπου στην αρχή οι καλλιτέχνες θα πουν λόγια παρηγοριάς, «εμείς οι Ελληνες...» κ.τλ.

Στις 18 Ιουλίου δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή», αντλημένο από την «International Herald Tribiun», το άρθρο του Raphael Minder «Νέο λεξιλόγιο λόγω... κρίσης», με υπότιτλο «Προσθέτει νότα πικρόχολου χιούμορ στις ζωές των πολύπαθων Ευρωπαίων». Όσο φτωχαίνει η ζωή των Νοτιοευρωπαίων τόσο εμπλουτίζεται το λεξιλόγιό τους, τόσο πληθαίνουν οι εμβληματικές φράσεις, όπως οι ημεδαπές «λεφτά υπάρχουν», «μαζί τα φάγαμε» και «success story». «Οι γλωσσικές προσθήκες», λέει ο αρθρογράφος, «είναι τόσο πολλές, που τον περασμένο Ιούνιο η Ισπανική Βασιλική Ακαδημία εξέδωσε ένα ανανεωμένο λεξικό της ισπανικής γλώσσας με 200 νέες λέξεις που δημιουργήθηκαν ή απέκτησαν νέες σημασίες. [...] Με τον ίδιο τρόπο πραγματοποιήθηκαν προσθήκες και στο γερμανικό λεξικό Duden, ενώ η Γαλλία απέκτησε το δικό της βιβλίο με τον τίτλο «Λέξεις της κρίσης», που αναλύει τις φράσεις που έχουν εφευρεθεί ή εισήχθησαν στη γαλλική γλώσσα τα τελευταία χρόνια. Η έννοια της λιτότητας χρησιμοποιείται σχεδόν παντού στις ζωές των Ευρωπαίων. Εάν μια γυναίκα φοράει πολύ κοντή φούστα, μπορεί να ρωτηθεί αν βρίσκεται σε «λιτότητα"». Και οι δικοί μας λεξικογράφοι οφείλουν να προσθέσουν στα παλιά λήμματα τις νεοαποκτηθείσες σημασίες, βάζοντας στην αρχή τη βραχυγραφία «σχετλ.» του σχετλιασμού. Είναι φανερό ότι λέξεις όπως «διαπραγμάτευση», «απαγκίστρωση», «κινητικότητα», «διαθεσιμότητα», «ευθύνη», «ποτέ», «τολμήστε» σημαίνουν πια εντελώς άλλα πράγματα από εκείνα που όρισε η φύτρα τους.

Όσο ξέρω, ελληνόγραπτο βιβλίο με τις «Λέξεις της κρίσης» δεν έχει εκδοθεί. Ένα τομίδιο, πάντως, με «Ανέκδοτα της κρίσης», με τη συναγωγή και ταξινόμηση των κυκλοφορούντων, πιθανότατα θα γινόταν μπεστ σέλερ, ιδίως αν στο εξώφυλλο είχε τον ορισμό της κρίσης: «Κρίση είναι να σε ταΐζουν τα περιστέρια στο Σύνταγμα».Το χειμώνα λ.χ., με το πετρέλαιο σε τιμή σαμπάνιας, κυκλοφόρησαν αρκετά θερμαντικά ανέκδοτα. Αντιγράφω: «Το λεωφορείο έχει θέρμανση. Αν βάλει και Ιντερνετ, μετακομίζω». «Ήρθε ένας καινούργιος στην πολυκατοικία και θέλει ν’ ανάψει καλοριφέρ. Μαζεύουμε υπογραφές να τον διώξουμε». «Λέμε σόκιν στο καλοριφέρ, μπας κι ανάψει». «Είμαστε η γενιά που πρόλαβε τα καλοριφέρ αναμμένα».Κοντά στο πετρέλαιο η βενζίνη, στην ακρίβεια της οποίας χρωστάμε την κάποια ανακούφιση του κυκλοφοριακού, αλλά μας χρωστάει την επιβάρυνση του κυκλοφορικού μας. Ιδού ένα από τα βενζινοκίνητα ανέκδοτα: «Έβαλα πενήντα ευρώ αμόλυβδη. Ο βενζινάς μού προξένεψε την κόρη του».

Πριν από το συντομότερο υπουργικό ανέκδοτο «Αδωνις-υπουργός Υγείας»,δίκην ηρεμιστικών ή ευφραντικών κυκλοφορούσαν ήδη κάμποσα υγειονομικά ανέκδοτα, ακούσιοι πνευματικοί πατέρες των οποίων είναι ο κ. Αβραμόπουλος, ο κ. Ν. Κακλαμάνης, ο κ. Λοβέρδος, ο κ. Λυκουρέντζος. Δείγμα: «Πήγα στο φαρμακείο να πάρω αντιβηχικό. Τριάντα ευρώ μού λέει ο φαρμακοποιός. Μου κόπηκε ο βήχας. Μαχαίρι». «Φήμες λένε ότι το ΙΚΑ θα μετονομαστεί σε ΙΚΕΑ με σλόγκαν «Θεραπεύσου μόνος σου"». «Το μόνο θετικό που βρίσκω σήμερα είναι η ομάδα του αίματός μου». Και: «Πέρασα κατάθλιψη. Με άριστα» Περνάμε έτσι στα ακαδημαϊκά ανέκδοτα: «Αναπολώ την εποχή που χρωστούσαμε μόνο μαθήματα». Και: «Πάμε πανεπιστήμιο και δεν μας μαθαίνουν να κρατάμε δίσκο με καφέδες χωρίς να μας πέσει. Άντε μετά να κάνεις καριέρα». Υπάρχουν πολλά ακόμα, Ιντερνετικά («Μην ξεχάσουμε, πριν παραδώσουμε τον κόσμο στα παιδιά μας, να πατήσουμε delete history». «Πληκτρολόγησα στο Google.gr. “Happy new year” και μου απάντησε “Not available in your country”»), ενδογλωσσικά («Επειδή δεν ήμασταν σίγουροι αν το σωστό είναι παράγει, παράξει ή παραγάγει, συμφωνήσαμε να μην παράγουμε τίποτα»), αυτοκριτικά («Ξυπνάω και τι να δω: είμαι ήδη δύο ώρες στη δουλειά») και βαθιά λυπημένα: «Να δείτε που όλοι αυτοί οι καλύτεροι εαυτοί μας που δώσαμε κατά καιρούς είναι μαζεμένοι κάπου και γελάνε μαζί μας». Επειδή, πάντως, είναι εποχή διακοπών, ιδού ένα από τα νοστιμότερα: «Εψαχνα για διακοπές. Γύρος Γαλλίας: 1.700. Γύρος Ιταλίας: 1.100. Γύρος Πελοποννήσου: 850. Τελικά, διάλεξα γύρο με πίτα: Δύο και είκοσι...».


[ΠΗΓΗ: Παντελής Μπουκάλας, Λέξεις και ανέκδοτα της κρίσης, Καθημερινή 28-07-2013]

Η φιλοσοφία ως έρευνα και τρόπος ζωής: περί του αν και του πώς θεραπεύεται το φιλοσοφείν στην παρούσα συγκυρία

$
0
0
Το παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας λαμβάνει χώρα κάθε πέντε χρόνια και φιλοξενείται φέτος στην Ελλάδα (4 - 10 Αυγούστου, Αθήνα) με τίτλο: «Η φιλοσοφία ως έρευνα και τρόπος ζωής». Είναι αξιέπαινη η ελληνική οργανωτική επιτροπή που ανέλαβε την πρόκληση της διοργάνωσης σε χαλεπούς καιρούς, αποδεικνύοντας ότι η πατρίδα μας είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις ενός παγκόσμιου συνεδρίου ακόμη και υπό αντίξοες συνθήκες.


Ωστόσο, δύναται ν’ αναρωτηθεί κανείς αν η ενασχόληση με τη φιλοσοφία δεν συνιστά πολυτέλεια κατά την παρούσα περίοδο. Άραγε δεν υφίστανται επιτακτικότερα ζητήματα και πλέον επείγουσες ανάγκες για να διοχετεύσουμε την ενεργητικότητα και τον χρόνο μας; Εκ πρώτης όψεως μια τέτοια απορία μοιάζει ίσως εύλογη. Είναι όμως όντως έτσι ή μήπως η εικόνα μας για τη φιλοσοφία εξαντλείται στον τρόπο με τον οποίο αυτή ασκείται στα πανεπιστήμια;

Αμφιλεγόμενη ιδιότητα

Πράγματι, η φιλοσοφία στην, κατά το μάλλον ή ήττον, γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή του πανεπιστημίου διδάσκεται κυρίως ως ιστορία της φιλοσοφίας, μεταδίδεται σχεδόν αποκλειστικά ως συστηματικό σώμα γνώσεων συνήθως μέσω διαλέξεων και σπανιότερα με τη μορφή διαλόγου. Αφορά περισσότερο την περιοδολόγηση ή, στην καλύτερη περίπτωση, την σχολαστική ερμηνεία και τον υπομνηματισμό κειμένων παρά την εκμάθηση ενός φιλοσοφείν. Άλλωστε ενδεικτική είναι η ύπαρξη μιας άτυπης λογοκρισίας, η οποία αποτρέπει έναν καθηγητή φιλοσοφίας ν’ αυτοχαρακτηριστεί ως φιλόσοφος ακόμη και όταν η αυτοκατανόησή του το επιτρέπει. Φαίνεται ότι η ιδιότητα «φιλόσοφος» υπερβαίνει το σύνολο των ακαδημαϊκών τίτλων και προσόντων. Σε αντίθεση με την ιδιότητα του επιστήμονα, η ιδιότητα του φιλοσόφου μοιάζει αμφιλεγόμενη. Άλλωστε ουκ ολίγοι φιλόσοφοι έχουν κατηγορηθεί ως τσαρλατάνοι (Hegel, Nietzsche, Heidegger, Derrida).
Η εξέταση των αιτίων αυτής της κατάστασης υπερβαίνει προφανώς τα όρια και τις προθέσεις του κειμένου, προϋποθέτοντας τη διερεύνηση του αβυσσαλέου ερωτήματος: «Τι είναι η φιλοσοφία;». Ο τρόπος προσέγγισης αυτού του ερωτήματος και τα πορίσματα από την πραγμάτευσή του θα μας επέτρεπαν να σκεφθούμε περί του αν και του πώς διδάσκεται και θεραπεύεται το φιλοσοφείν, ενώ συγχρόνως θα καθιστούσε ευκρινέστερη τη σημασία της φιλοσοφίας σήμερα.

Ωστόσο, ο τίτλος του φετινού παγκοσμίου συνεδρίου «η φιλοσοφία ως έρευνα και τρόπος ζωής» μας προσφέρει δυνάμει μια πρώτη απάντηση. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι η φιλοσοφία συνιστά μια διανοητική δραστηριότητα που ασκείται και διδάσκεται ως έρευνα με καλώς ορισμένο αντικείμενο διαιρούμενο σε γνωστικούς τομείς όπως η οντολογία, η γνωσιοθεωρία, η ηθική και πληθώρα άλλων.
Προσπερνώντας τις απορίες που αφορούν τις μεθόδους της φιλοσοφίας και την αντικειμενικότητα των αποφάνσεών της στρέφομαι στο δεύτερο τμήμα του τίτλου «η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής». Θεωρώ ότι αυτή η διάσταση σχετίζεται εγγύτερα με τις αρχικές παρατηρήσεις μας για την κατάσταση της φιλοσοφίας σήμερα. Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής ή ακριβέστερα ως τρόπος του βίου, όπως την ενσαρκώνει υποδειγματικά ο Σωκράτης, περικλείει το σκέπτεσθαι ως προϋπόθεση και συστατικό αποτελώντας συγχρόνως και ένα σύνολο πρακτικών εντός του κόσμου. Πρακτικών που επιλέγονται, κατακτώνται και ασκούνται από προαίρεση έως ότου γίνουν έξη. Ο Σωκράτης εξετάζει και διαμορφώνει τη ζωή του σε βίο ως φιλόσοφος και πολίτης επιμελούμενος εαυτόν εντός μιας δημοκρατικής πολιτείας και όχι ως μελετητής κειμένων. Φρονώ ότι αυτή η διάσταση της φιλοσοφίας υποτιμήθηκε διά μακρών εντός των πανεπιστημίων υποθάλποντας μια στρεβλωμένη θεώρηση με συνέπεια την παραμέληση ή ακόμη και την απαξίωσή της στην κοινωνία.

Life style και new age

Ως εκ τούτου οι απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν το νόημα του βίου αναζητούνται, ακόμη και όταν δεν αναγνωρίζονται ή δεν τίθενται ρητά, όχι πια στη φιλοσοφία, αλλά στο life style ως κατανάλωση, στον εσωτερισμό του new age, σε εγχειρίδια αυτοβοηθείας ή στη θρησκεία. Όμως η σημασία της φιλοσοφίας δεν περιορίζεται στον επικουρικό της ρόλο κατά τη νοηματοδότηση του βίου στο επίπεδο του υποκειμένου, διότι διαθέτει, όπως υπαινίχθηκα, μια πολιτική πτυχή εγγενώς συνδεδεμένη με αυτή.

Η ταυτόχρονη ανάδυση φιλοσοφίας και δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα δεν συνιστά τυχαίο συμβάν, αλλά τουναντίον εκφράζει έναν εσωτερικό δεσμό.Την αμφισβήτηση της παράδοσης και την αναζήτηση της αλήθειας και της δικαιοσύνης μέσω της διερώτησης και του διαλόγου. Ο δημοκρατικός πολίτης είναι ένας φιλοσοφών πολίτης που εισέρχεται στη δημόσια σφαίρα νουνεχής τιμώντας το επιχείρημα και σεβόμενος τον συνομιλητή του. Διαθέτει ισχυρές πεποιθήσεις, όμως αναγνωρίζει τη σχετικότητά τους έχοντας επίγνωση ότι η δημόσια διαβούλευση βασίζεται στη δόξαν και όχι στο επιστημονικό ειδέναι. Είναι επιφυλακτικός, δίχως να γίνεται καχύποπτος. Παθιασμένος, ουδέποτε όμως εμπαθής ή μνησίκακος. Η φιλοσοφία ως τρόπος του βίου συνεισφέρει στην καλλιέργεια και την εδραίωση ενός δημοκρατικού ήθους ενδυναμώνοντας την εύρυθμη λειτουργία και την δημιουργικότητα της δημόσιας σφαίρας.
Στην παρούσα ιστορική συγκυρία για την Ελλάδα, όπου προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για μια αναστοχαστική δημόσια σφαίρα, προκειμένου το ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας, των αξιών και των τρόπων του βίου ν’ αποτελέσουν αντικείμενα νηφάλιου διαλόγου, η σημασία της φιλοσοφίας είναι ανεκτίμητη όσο παραμένει επίκαιρη η ρήση του Σωκράτη ότι «ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω».


[ΠΗΓΗ: Θεοφάνης Τάσης, Η Φιλοσοφία ως τρόπος ζωής και η δημπκρατία – αναρτήθηκε στο ΑΝΤΙΦΩΝΟ: http://www.antifono.gr/ – Ο Θ.Τ. διδάσκει σύγχρονη Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Klagenfurt. Είναι Marie Curie εταίρος στην Ακαδημία της Louvain και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Saint - Louis στις Βρυξέλλες]

Η ιστορία ενός ανθρώπου τον οποίο εγώ θα χαρακτήριζα ερευνητή

$
0
0
Ερευνητής είναι κάποιος που ψάχνει,  όχι απαραιτήτως κάποιος που βρίσκει.  Ούτε είναι κάποιος που ξέρει στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι, απλώς, κάποιος για τον οποίο η ζωή αποτελεί μια αναζήτηση.


Μια μέρα, ο ερευνητής διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ. Είχε μάθει να δίνει μεγάλη σημασία στα προαισθήματα του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο δε.  Μετά από δύο μέρες πορείας στους σκονισμένους δρόμους, διέκρινε από μακριά το Καμίρ. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δεξιά από το μονοπάτι. Ήταν σκεπασμένος από υπέροχη πρασινάδα και γεμάτος με δέντρα, πουλιά και μαγευτικά λουλούδια. Τον περιτριγύριζε κάτι σαν μικρός φράχτης φτιαγμένος από βαμμένο ξύλο.
Μια μπρούντζινη πορτούλα τον προσκαλούσε να μπει.
Ξαφνικά, αισθάνθηκε να ξεχνά το χωριό και υπέκυψε στην επιθυμία του να ξαποστάσει για λίγο σ’ εκείνο το μέρος.
Ο ερευνητής πέρασε την είσοδο κι άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα.  Άφησε το βλέμμα του να ξαποστάσει σαν την πεταλούδα, σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού παραδείσου.
Τα μάτια του, όμως, ήταν μάτια ερευνητή, κι ίσως γι’ αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μια απ’ τις πέτρες:

Αμπντούλ Ταρέγκ: έζησε 8 χρόνια, 6 μήνες, δύο εβδομάδες και 3 μέρες.
Τρόμαξε λίγο συνειδητοποιώντας ότι εκείνη η πέτρα δεν ήταν απλώς μια πέτρα: ήταν μια ταφόπλακα.  Λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας ήταν θαμμένο σ’ εκείνο το μέρος. Κοιτάζοντας γύρω του, ο άνθρωπος ότι και η διπλανή πέτρα είχε μια επιγραφή. Πλησίασε να τη διαβάσει. Έλεγε:

Γιαμίρ Καλίμπ: έζησε 5 χρόνια, 8 μήνες και 3 εβδομάδες.

Ο ερευνητής αισθάνθηκε φοβερή συγκίνηση.
Αυτό το πανέμορφο μέρος ήταν νεκροταφείο, και κάθε πέτρα ήταν ένας τάφος. Μία μία, άρχισε να διαβάζει τις πλάκες.
Όλες είχαν παρόμοιες επιγραφές: ένα όνομα και τον ακριβή χρόνο ζωής του νεκρού. Αλλά αυτό που τον τάραξε περισσότερο ήταν η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που είχε ζήσει τον πιο πολύ καιρό, μόλις που ξεπερνούσε τα έντεκα χρόνια … Νικημένος από μια αβάσταχτη θλίψη, έκατσε κι άρχισε να κλαίει.  Ο φύλακας του νεκροταφείου που περνούσε από εκεί τον πλησίασε. Τον κοίταξε να κλαίει για λίγο σιωπηλός, και μετά τον ρώτησε αν έκλαιγε για κάποιον συγγενή. «Όχι, για κανέναν συγγενή» είπε ο ερευνητής.
«Τι συμβαίνει σ’ αυτό το χωριό; Τι πράγμα φοβερό έχει αυτός ο τόπος; Γιατί έχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμένα σ’ αυτό το μέρος; Ποια είναι η τρομερή κατάρα που βαραίνει αυτούς τους ανθρώπου; και τους έχει υποχρεώσει να φτιάξουν ένα νεκροταφείο για παιδιά:»

Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και είπε:  «Μπορείτε να ηρεμήσετε. Δεν υπάρχει τέτοια κατάρα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχουμε ένα παλιό έθιμο. Θα σας εξηγήσω …

«Όταν ένας νέος συμπληρώνει τα δεκαπέντε του χρόνια, οι γονείς του του χαρίζουν ένα τετράδιο όπως αυτό που έχω εδώ, για να το κρεμάει στο λαιμό. Είναι παράδοση στον τόπο μας. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, κάθε φορά που κάποιος απολαμβάνει έντονα κάτι, ανοίγει το τετράδιο και σημειώνει: Στα δεξιά, αυτό που απόλαυσε.  Στ’ αριστερά, πόσο χρόνο κράτησε η απόλαυση. Έστω ότι γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε. Πόσο κράτησε το μεγάλο αυτό πάθος και η χαρά της γνωριμίας τους; Μια εβδομάδα; Δύο; Τρεις και μισή:
Και μετά, η συγκίνηση του πρώτου φιλιού, η θαυμάσια ευχαρίστηση του πρώτου φιλιού … Πόσο κράτησε; Μόνο το ενάμισι λεπτό του φιλιού; Δύο μέρες; Μια εβδομάδα;
Και η εγκυμοσύνη, και η γέννηση του πρώτου παιδιού;  Και ο γάμος των φίλων;  Και το ταξίδι που πάντα ήθελε;
Και η συνάντηση με τον αδελφό που γυρίζει από μια μακρινή χώρα; Πόσο κράτησε στ’ αλήθεια η απόλαυση αυτών των αισθήσεων; Ώρες; Μέρες;  Έτσι , συνεχίζουμε να σημειώνουμε στο τετράδιο κάθε λεπτό που απολαμβάνουμε … Κάθε λεπτό. ’Όταν κάποιος πεθαίνει, έχουμε τη συνήθεια να ανοίγουμε το τετράδιο του και να αθροίζουμε το χρόνο της απόλαυσης για να τον γράψουμε πάνω στον τάφο του. Γιατί αυτός είναι για εμάς ο μοναδικός και πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ»

πηγή: Χόρχε Μπουκάϊ (Ιστορίες να σκεφτείς)

Καλέ μου Σείριε, λαμπρότατο αστέρι του μεγάλου Κυνός, δείξε μου το δρόμο της επιστροφής στους αγαπημένους προορισμούς των παιδικών μου χρόνων

$
0
0
Είναι βέβαιον ότι σταμάτησαν να μας ψεκάζουν, αλλιώς δεν εξηγείται που ήρθανε οι ντόπιες αυγουστιάτικες μύγες και παρέα με τα αλανιάρικα κουνούπια του Δυτικού Νείλου, τα δολοφονικά, στήσανε πάρτι υπό τον ήχο του ερκοντίσιον.


Και βρήκε την ευκαιρία ο σητάς με την έξυπνη σήτα, που κλείνει μόνη της με τα μαγνητάκια, να βγει στην τηλεόραση και κουνώντας το χέρι του σαν ξεχαρβαλωμένη προπέλα να μου πουλήσει τα τελευταία κομμάτια για να πάρω και δώρο το άσπρο ρολόι, απ' ευθείας από τον πάγκο της «μαϊμούς». Και όπως είμαι «εγκλωβισμένη», δεν έχω κουράγιο ούτε ζάπινγκ να κάνω να ξεφύγω... η δύναμη του «κακού» με έχει ακινητοποιήσει!
Γι' αυτό κλείνω τα βλέφαρά μου μυστικά και θερμοπαρακαλώ:

Καλέ μου Σείριε, λαμπρότατο αστέρι του μεγάλου Κυνός, δείξε μου το δρόμο της επιστροφής στους αγαπημένους προορισμούς των παιδικών μου χρόνων και κάνε τις θερμότερες ημέρες του έτους να γίνουν δροσερές κι ευχάριστες και να απαλύνουν τα καύματα της θερμοκρασίας! Και συ Αύγουστε Τρυγητή, με τα γλυκύτατα σταφύλια σου, τα σύκα σου... τα πολύχρωμα πανηγύρια σου και τη Δεκαπεντούσα Παναγιά σου (που έχει χίλια πρόσωπα και άλλα τόσα ονόματα), τη μεγάλη μας παρηγορήτρα τη θαυματουργή, βοήθησέ με να βρω το δρόμο για την πηγή με το «κόκκινο» νερό και κάνε με να μη δειλιάσω να πάω μόνη μου σήμερα το βράδυ και να νικήσω τις αναστολές!

Να περπατήσω το μονοπάτι, δίπλα στην κοίτη του μικρού ποταμού, και ένα ένα να ψηλαφήσω τα σημάδια από τις πατημασιές των ερωτευμένωνκαι να καληνυχτίσω τις δροσοσταλίδες, που περνούν τον καιρό τους πάνω στα χνουδωτά φύλλα των αρχαίων πλατάνων και να μην τρομάξω από τις σκιές των νυμφών, που παραμονεύουν τους τοξότες, κρυμμένες πίσω από τα βάτα, μουρμουρίζοντας πρόστυχα λογάκια, ούτε από των νεράιδων το ελαφρύ περπάτημα πάνω στα υγρά κιτρινισμένα φύλλα!

Και εσείς κελαρυστά νερά της ιαματικής πηγής, ξυπνήστε όλα μου τα αισθήματα και τις αισθήσεις, οξύνετέ μου την όραση στο σκοτάδι και την ακοή: ν' ακούσω τις σαυρίτσες, που αλλάζουν χρώμα, να σέρνονται και να ιδώ τα μικροσκοπικά τους μάτια, όταν ακινητοποιούνται (προσποιούμενες την ανυπαρξία) πάνω στην πέτρα...
Και όταν φτάσω (ας είναι μακρύς ο δρόμος) εκεί που λούζεται η λευκή θεά του Κίσσαβου, να βγάλω και εγώ τα ρούχα και να μπω γυμνή στην κόκκινη γούρνα του βράχου, που έχει λειανθεί από του ιαματικού νερού το αιώνιο χάδι και να πλαγιάσω ανάσκελα. Και ας έρθουν οι φυσαλίδες, οι μικροσκοπικές κολυμβήτριες, που σκαρφαλώνουν από τις ρίζες του βουνού (εκεί όπου ανακατεύεται η φωτιά με το νερό) να κάνουν ακροβατικά στα κουρασμένα μου τα χέρια!
Και ας με πάρει το ρεύμα να με περάσει πρώτα απ' την υγρή σπηλιά με τους σταλακτίτες, που έχει μέσα τη μεγάλη στρογγυλή πέτρα (την πριγκίπισσα των πετρωμάτων) «καθισμένη» στο θρόνο της, που στα παλιά τα χρόνια ήταν «σκοτεινή», λέει ο θρύλος, αλλά μια νύχτα πέρασε η Πανσέληνος έξω απ' τη σπηλιά και την κοίταξε και μια δέσμη φωτός χύθηκε μέσα της και τη διαπέρασε κι έγινε διαυγής και φωτεινή από έρωτα!

Και μετά ας με πάρει ο ύπνος να με τριγυρίσει στο «κόκκινο» νερό, σαν ένα μικρό αποκαΐδι κουτσουπιάς... σαν τίποτα... και τα χαράματα ας με αφήσει εκεί στις εκβολές σε μιαν ακρούλα, να με ξυπνήσει το κύμα με αλμυρά φιλιά κι ο ήλιος με ζεστά αγκαλιάσματα!
Και να τρέξουν χαρούμενα για να με βρούνε η Καίτη, η Εύα, ο Θανασάκης κι ο μικρός Παντελής ο αδελφός μου, φορτωμένοι μύδια κι όστρακα και στο μικρό το πανεράκι να χοροπηδάνε ακόμα τα καβούρια και να σαλεύουν οι αστερίες, που μάζεψε η Καίτη με το φαναράκι κάτω απ' τις πέτρες αποβραδίς. Και μετά να κολυμπήσουμε ώς τα βράχια να ξεκολλήσουμε τις πεταλίδες με τα νύχια κι εκείνες να αντιστέκονται... ατέλειωτες ώρες μέσα στη θάλασσα μέχρι αργά το μεσημέρι... να παπουλιάσουν τα δάκτυλά μας και να μελανιάσουνε τα στόματα και να μας κάψει ο ήλιος ο καλός... να τρέχει η μάνα μας στην άμμο με την ποδιά στη μέση και το πιρούνι απ' τις τηγανητές πατάτες στο χέρι και να φωνάζει τα ονόματά μας κι εμείς να παρακαλάμε

για μια τελευταία ανάποδη κωλοτούμπα... ακόμα ένα προτελευταίο μακροβούτι


[ΠΗΓΗ: Σοφία Φιλιππίδου, Στην πριγκίπισσα των πετρωμάτων, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 17 Αυγούστου 2013]

«Πανηγυρίζει η Ελλάς»: πόσο μπορούν ν’ αντέξουν τα πανηγυριώτικα έθιμα και η πανηγυρική ατμόσφαιρα;

$
0
0
Ο παραπάνω τίτλος προέρχεται από έναν εγκωμιαστικό λόγο του Αίλιου Αριστείδη, ενός μικρασιάτη ρήτορα του 2ου αι. μ.Χ., και σημαίνει ακριβώς αυτό που καταλαβαίνουμε και εμείς σήμερα, 18 αιώνες αργότερα. Η παμπάλαια λέξη «πανήγυρις» συνδέεται, ήδη από τον Θουκυδίδη, με θρησκευτικές γιορτές, με πάνδημες πολιτικές, κοινωνικές και επετειακές συγκεντρώσεις, με ξεφαντώματα, με πανηγυρικούς λόγους κ.ά. 


Καθώς μάλιστα η ίδια η λέξη (μαζί και τα παράγωγά της) υιοθετήθηκε από την Εκκλησία, η επιβίωσή της σε όλα τα στρώματα του λαού ήταν εξασφαλισμένη. Για τους εραστές της ελληνικής διαχρονίας οι πανηγύρεις και τα πανηγύρια φαίνεται να αποτελούν ένα πολύ θετικό επιχείρημα καθώς η αρχαία λέξη εξακολουθεί να ζει και η σημασία της παραμένει η ίδια. Κάτι όμως έχει αλλάξει δραματικά, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, σε όλων των ειδών τα πανηγύρια. Αυτό που άλλαξε (μαζί ανατρέπεται και η ρομαντική διαχρονία) είναι, όπως πιστεύουμε, το ήθος των πανηγύρεων και των πανηγυριών. Το ήθος των πανηγυριστών. Με άλλα λόγια, έχει μεταβληθεί ριζικά ο τρόπος και το περιεχόμενο του βίου μας. Του κοινωνικού και του πολιτικού. Και όταν ο ιστός της κοινωνίας (όπως λέγεται) έχει, για χίλιους λόγους, διαλυθεί, πόσο μπορούν να αντέξουν τα πανηγυριώτικα έθιμα και η πανηγυρική ατμόσφαιρα;

Καθένας έχει μέσα του ένα ιδανικό πανηγύρι που έζησε κάποτε ή νομίζει πως έζησε.Παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες δείχνουν απλούς ανθρώπους να χαίρονται με απροσποίητη χαρά και φυσική ευγένεια τις πανηγυριώτικες εκδηλώσεις, ειδικά μέσα στον νωθρό και «καλό» μήνα Αύγουστο. Ακόμη και σήμερα κάπου ίσως υπάρχει (ή φαίνεται πως υπάρχει) το αίσθημα της κοινής διασκέδασης και ευθυμίας. Κάπου ίσως να αισθανόμαστε την πάνδημη, κοινοτική και συντροφική συμμετοχή. Ενδεχομένως δεν έχουν όλα τελειώσει. Την ίδια στιγμή όμως νιώθουμε πως όλο και σπανίζουν, όλο και ξεφτίζουν αυτές οι αυθόρμητες και αγαθές, λαϊκές συγκεντρώσεις και διασκεδάσεις. Όσο περνά ο καιρός όλο και λιγότερους λόγους έχουμε να πανηγυρίζουμε ως μέλη μιας αδιάσπαστης κοινότητας. Και όταν παρουσιάζεται κάποιος λόγος για να πανηγυρίσουμε μοιάζουμε να ιδιωτεύουμε ακόμη και μέσα στους πανηγυρισμούς. Πότε ήταν η τελευταία φορά που η Ελλάς πανηγύρισε και για ποιους λόγους; Όταν σηκώσαμε εκείνο το «ευλογημένο» ποδοσφαιρικό Κύπελλο; Όταν  διοργανώσαμε εκείνους τους Ολυμπιακούς Αγώνες που, όπως ξέρουμε τώρα, ήταν κι αυτοί μια άλλη πέτρα δεμένη στον λαιμό μας; Σήμερα; Τα μνημόνια, η παντοειδής κρίση, η ανεργία, οι διεθνείς ταπεινώσεις, το αβέβαιο μέλλον, των νέων κυρίως, οι πολιτικές υστερίες και οι τραμπουκισμοί, τα αρρωστημένα κόμματα, αυτά και άλλα πολλά επιτρέπουν πανηγυρισμούς; Το χειρότερο: πολλά πανηγύρια (η λέξη δηλώνει και το ευτελές) από όσα νομίζουμε πως ζούμε είναι θλιβερά, φτηνιάρικα και χυδαία. Φτηνιάρικοι «λαϊκοί» διασκεδαστές βγαίνουν κατακαλόκαιρο παγανιά για να ψυχαγωγήσουν έναν  απαρηγόρητο λαό. Οι αλλοτινές, λαϊκές εμποροπανήγυρεις (μια άλλη μορφή κοινοτικής οικονομίας) έχουν τώρα αντικατασταθεί από  ποικίλους «φορείς», εντελώς ξένους από την τοπική οικονομία...

Αθεράπευτη νοσταλγία και  απλοϊκή εξιδανίκευση των παραδόσεων;Οχι βέβαια. Είναι σαν να υποστηρίζουμε πως από το 1960 ως και προχθές η δημοκρατία λειτουργούσε ιδανικά και ξάφνου, πριν από δύο-τρεις εβδομάδες, χάλασε και ξίνισε. Είναι η προϊούσα φθορά, οι αργές αλλά σταθερές αλλοιώσεις του προσώπου μας και της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μας που πρέπει να μας απασχολούν. Και αυτή η αλλοίωση, αυτή η φθορά όλο και χειροτερεύει. Και όπως δεν μπορούμε πια να οργανώσουμε «αυθόρμητα» κρατικά ή συνδικαλιστικά πανηγύρια (ακόμη πληρώνουμε την πασοκική πολιτισμική επανάσταση), έτσι δεν μπορούμε να οργανώσουμε πάνω σε σαθρές βάσεις μια προκάτ δημοκρατία. Το αυθόρμητο και αφελές των παλαιών πανηγυριών δεν αντέχει πια. Η αργοκίνητη, καρκινοβατούσα και φολκλορική δημοκρατία δεν είναι η λύση. Η μόνη δυνατότητα που μας απομένει για να πανηγυρίσουμε, έστω και λίγο, είναι να επανεύρουμε το παλαιό πάνδημο, ομαδικό, ενοποιητικο ήθος μας.Παντού, ακόμη και μέσα στην υβρισμένη Βουλή, υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από την απολιθωμένη πολιτική της ΝΔ, του ΠαΣοΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πατριωτισμός (ουδεμία σχέση με τον εθνικισμό) είναι η μόνη βάση για μελλοντικούς πανηγυρισμούς. Στην Παιδεία. Στην οικονομία. Στην κοινωνία γενικότερα. Μόνη ελπίδα, οι νέοι, οι άφθαρτοι, οι αφανάτιστοι πολιτικά άνθρωποι. Εκεί πρέπει να επιστρέψουν και να δοθούν τα όργανα. Από εκεί ας αρχίσουν, αργά και διστακτικά έστω, οι χοροί. Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο πένθος και άλλη μιζέρια.

Ούτε ο προσωπικός ούτε ο πολιτικός βίος μπορεί να παραμένει εσαεί μουντός και θλιβερός. Και για να παραφράσουμε: Η Ελλάς οφείλει να πανηγυρίσει. Και (ελπίζουμε) θα πανηγυρίσει.


[ΠΗΓΗ: Γιώργης Γιατρομανωλάκης, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ]

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΠΕΡΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟ ΒΡΑΧΟ: Ο σκηνοθέτης Σίμος Κακάλας συνδέει «Σύσσημον» και «Οιδίποδα Τύραννο»

$
0
0
Είναι ένα μικρό δείγμα από μία μεγάλη ποιητική σύνθεση, το «Σύσσημον» του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Και είναι πάνω σ’ αυτό που βασίζεται η παράσταση που θα δούμε στις 31 Αυγούστου στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, με την οποία ολοκληρώνονται τα φετινά Επιδαύρια. Ο σκηνοθέτης και ερευνητής Σίμος Κακάλας ανέλαβε να συνδέσει τις διαδρομές αυτού του ποιήματος με αποσπάσματα από τον «Οιδίποδα Τύραννο», σε μετάφραση πάλι του Νίκου Παναγιωτόπουλου (εκείνην που ετοίμασε για την παράσταση που δεν πρόλαβε να ανεβάσει ο Λευτέρης Βογιατζής).


Τι θα είναι ακριβώς αυτό που θα δούμε;Ο Σίμος Κακάλας το ορίζει εξαρχής: «Ασκηση Επίδαυρος – Σύσσημον». Ετσι κι αλλιώς δεν είναι καινούργιο γι’ αυτόν να καταπιάνεται με φάσεις της γλώσσας και με έργα της γλώσσας. Μέχρι σήμερα αυτή τη δουλειά κάνει στο θέατρο, ξανά και ξανά με την Εταιρεία Θεάτρου «Χώρος». Φάσεις της γλώσσας, φάσεις του θεάτρου, γλώσσες κάθε είδους.
Ένα μεσημέρι του Αυγούστου ο Σίμος Κακάλας μας μίλησε για το «Σύσσημον» και για άλλα πολλά. «Αυτό το θέατρο κάνουμε. Να μιλάμε για τη γλώσσα μας».Τι αναζητάει; «Η γλώσσα είναι ένα φαινόμενο πολύ σημαντικό για τον άνθρωπο. Είναι ένα εργαλείο για να επικοινωνούμε βέβαια, αλλά μέσα από κάποια κείμενα, μοιάζει να αποκτά μιαν άλλη υπόσταση, ή αυτή η επικοινωνία μοιάζει να γίνεται τόσο πολυεπίπεδη, που λες «φέρε κι άλλο». Αν μελετήσεις βαθιά τη γλώσσα, παύεις να γίνεσαι απόλυτος, ανοίγει το μυαλό σου. Βλέποντας όλη την περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, είναι κάτι συναρπαστικό.Άλλωστε όλη η έρευνα στον χώρο ξεκίνησε από το ερώτημα του τι θα μπορούσε να συνιστά μια ταυτότητα θεατρική, ένα θέατρο με τοπικά χαρακτηριστικά. Πώς θα ήταν; Τι σημαίνει αυτό ακριβώς; Και ανακαλύπτεις ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι περισσότερο στον Καραγκιόζη, σε κάποια λαϊκά δρώμενα, στη γλώσσα και σε κάποιους απίστευτα σημαντικούς ανθρώπους ανά γενιές...».
Όπως; «Οπως η γενιά του Βάρναλη, του Παλαμά, των επόμενων... Κάθε γενιά έχει κάποιους ανθρώπους που το παλεύουν το πράγμα. Είναι αυτό που λέει μέσα στο “Σύσσημον”: «Δέκα δίκαιοι που σώζετε μια πόλη» και λες, ναι, υπάρχουν τέτοιοι δέκα δίκαιοι κάθε φορά.Αυτό το ποίημα ενσωματώνει πολλούς από τους προβληματισμούς μου. Θα δεις μέσα στίχους από τον “Απόκοπο”, θα δεις κομμάτια από το Ευαγγέλιο, θα δεις αρχαία κείμενα, θα δεις τις διαστρωματώσεις της ελληνικής γλώσσας στην πορεία της. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος συνομιλεί με όλους».
Ο Σίμος Κακάλας το βασανίζει κάθε φορά αυτό που πρόκειται να ανεβάσει. Το δουλεύει, το ψάχνει, το αλλάζει... «Αυτά τα κείμενα δεν είναι απλά, άντε σηκώθηκα, τα έπαιξα, βρήκα και δύο ευρήματα, και κοστούμια και αυτό ήταν. Εγείρουν πάρα πολλά θέματα: η εκφορά τους, η μεθοδολογία για να φτάσεις σ’ αυτό που πρέπει να φτάσεις, η ιδεολογία τους, το τι σημαίνει το θέμα τους σήμερα... Έχουν πάρα πολλά». Γι’ αυτό και συνεργάζεται κάθε φορά με ειδικούς για την εποχή του κάθε κειμένου, κι όχι απλώς με ανθρώπους του θεάτρου.

Έρευνα παντού
Μήπως είναι λίγο πολυτέλεια σήμερα αυτή η ερευνητική δουλειά που κάνει στο θέατρο; Απαντάει με σιγουριά: «Δεν το βλέπω καθόλου ως πολυτέλεια. Είναι κάτι απαραίτητο η έρευνα γι’ αυτή τη χώρα ειδικότερα. Έρευνα σ’ όλους τους τομείς. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει αύριο. Και πάντα βασίζεσαι σ’ αυτά που σου φέρνουν οι άλλοι. Δεν έχουμε ερευνητικό επίπεδο στην Ελλάδα, ίσως μόνο στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Εμείς έχουμε τη νοοτροπία ότι πρέπει να ζούμε επειδή μας χρωστάνε. Άλλοι πάνε στον Άρη κι εμείς δεν έχουμε φτιάξει ένα σύστημα φορολογίας! Χρειάζεται έρευνα σε όλους τους τομείς, επειγόντως! Εμείς φτύνουμε έρευνα για να κάνουμε έρευνα».
Και παραδέχεται ότι είναι δύσκολο να υπερασπιστεί τον τρόπο που δουλεύει. «Εμείς κυρίως την έρευνά μας τη χρηματοδοτούμε δουλεύοντας ως μπουλούκι με τις περιοδείες. Αυτό ήταν το μεροκάματό μας. Ήμασταν συνέχεια σε περιοδείες, χειμώνα-καλοκαίρι. Επιστρέφοντας στη βάση μας, είχαμε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε την έρευνά μας. Υπήρξαν βέβαια και φορείς που μας βοήθησαν. Λίγο από δω, λίγο από εκεί. Έτσι, ελληνικά», λέει με χιούμορ και πραότητα. Και ομολογεί ότι αυτό που τον εξιτάρει πιο πολύ είναι όσα γίνονται μέχρι την παράσταση, αυτό που δεν βλέπει ποτέ ο θεατής. «Μακάρι να μην πήγαινα ποτέ σε παράσταση», λέει αφοπλιστικά, εννοώντας τη γοητεία που του ασκεί η διαδικασία μέχρι να γίνει κάτι.

Αποσπάσματα
Στην Επίδαυρο θ’ ακούσουμε αποσπάσματα από το «Σύσσημον», «γιατί είναι πεντακόσιες σελίδες, είναι ένα κείμενο που γράφεται επί 27 χρόνια». Τι αφηγείται;
«Αφηγείται τόσα πράγματα, που ο καθένας παραλληλίζει με άλλα δικά του πράγματα, και χτίζει ένα ολόκληρο σύμπαν. Έχει κάποιους άξονες βασικούς που τον διατρέχουν, τον θάνατο ενός ποιητή, τη μοναξιά, αλλά μέσα σ’ όλα αυτά είναι η περιπέτεια της γλώσσας. Για μένα είναι η κιβωτός του ελληνικού πολιτισμού, άμα δεν τον καθαρίζαμε. Για μένα έχουν μεγαλύτερη σημασία όλα αυτά που κολλήθηκαν πάνω στο χέρι ενός αγάλματος του Πραξιτέλη, με το χέρι μαζί.
»Έτσι γίνεται, ανακατεύονται τα πράγματα, επιχωματώνονται και πρέπει να το δεχθούμε. Αλλιώς δεν μπορούμε να δεχθούμε ούτε τη διαφορετικότητα, ούτε κανέναν δίπλα μας. Αυτό το διακρίνεις στην Ελλάδα, στα λαϊκά δρώμενα. Εκεί βλέπεις στρώματα, στρώματα, πολιτισμούς. Σε όσα επιβιώνουν ακόμα μέχρι σήμερα. Ο λαϊκός πολιτισμός διέσωσε μία συνέχεια, μια ταυτότητα».

Λίγα φώτα, πολλά μουσικά όργανα
Ο Σίμος Κακάλας ξεκίνησε να σπουδάζει μουσική, αλλά μετά την εγκατέλειψε για το θέατρο. Εκτός από τη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ, σπούδασε και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. «Είχα μεγάλο κόλλημα κάποτε με την τεχνολογία. Τώρα με έχει ξενερώσει». Τη χρησιμοποιεί πια όλο και λιγότερο στις παραστάσεις του. Τι τεχνολογία θα έχει αυτή η παράσταση; «Τίποτα. Και φώτα που θα έχει, με ενοχλεί», λέει. Μόνο όργανα θα υπάρχουν, λίρες (πολίτικη, μακεδονίτικη, κρητική), πνευστά, λαούτο, σάζι, νταούλι και νταιρέ. «Ακόμα δοκιμάζουμε».
Και πάντα δοκιμάζει ο Σίμος Κακάλας, Διαρκώς. Μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι λίγο πριν από την παράσταση. Και μετά.

[ΠΗΓΗ: Ολγα Σελλα, Ελληνική Γλώσσα περιπέτεια αιώνων, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18-08-2013]

Μεσούντος του Αυγούστου, που ως γνωστόν δεν έχει ειδήσεις

$
0
0
Όχι, δεν υπάρχουν πια γιαπιά και σκαλωσιές για να πέσει κανείς όπως ο ήρωας της ταινίας του Β. Γεωργιάδη -οικοδομή δεν σηκώνεται ούτε για δείγμα. Ούτε είναι όλοι διατεθειμένοι να υποστούν το ηλεκτροσόκ του εξευτελισμού όπως ο άτυχος Μπαζ, που κραύγαζε πως όλοι στο σπίτι του είναι άνεργοι. Το κράτος, σαν θεματοφύλακας της τάξης και της έννοιας δικαίου γι' αυτούς που έχουν και κόβουν εισιτήριο, και μαζί τους και η κυρία καθηγήτρια, ωθεί τους παραβάτες στο κενό, πατώντας το κόκκινο κουμπί για λογαριασμό τους...


«Η ΕΒΔΟΜΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ»: Μία από τις καλύτερες ταινίες του Βασίλη Γεωργιάδη της δεκαετίας του '60 κι ένα κοινωνικό σχόλιο, τολμηρό και ευθύβολο,σε εποχές που οι θαλασσιές οι χάντρες και τα ραντεβού του αέρα έφερναν δειλά τα πρώτα ρίγη οικογενειακής αναστάτωσης σε μικρό ή μεγαλοαστούς που αρρώσταιναν στη θέα μιας μεγαλοθυγατέρας που καβαντζάρισε τα... σαράντα. Κι αν ο σοσιαλισμός στην πράξη ήρθε αργότερα από τη... Λίζα Δέλβη(!), κόρη του εργοστασιάρχη Κωνσταντάρα, που συμμαχεί με το προλεταριάτο με σύνολο total σιελ(!) και ανάποδο γιο-γιο στο κεφάλι για καπέλο, η μαυρόασπρη δημιουργία του Γεωργιάδη σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη βάζει αλλιώς το πρόβλημα και ξύνει πληγές με το τραγικό της φινάλε. Βλέπετε, ακόμη και στο νεοελληνικό σινεμά της δεκαετίας του '60, που λαχταρούσε για σινεμασκόπ, η τέχνη που σεβόταν τη ζωή και τον αδόκητο θάνατο φρόντιζε να τον απεικονίζει διακριτικά, ασπρόμαυρα, ταπεινά, σχεδόν με τρυφερότητα...
Δείτε την ταινία και επικεντρωθείτε στη σκηνή που ο νεαρός ήρωας δεν έχει να πληρώσει τον καφέ του στο συνοικιακό ζαχαροπλαστείο. Από τις πιο σκληρές σκηνές του ελληνικού σινεμά και η όποια αναγωγή της στο σήμερα είναι απλή σύμπτωση και τίποτα περισσότερο.
Κάτι ανάλογο δεν συνέβη και με την περίπτωση του νεαρού Μπαζ, όπως αποκαλούσαν οι φίλοι του τον άτυχο δεκαεννιάχρονο που έχασε τη ζωή από πτώση όταν επιχείρησε να τον ελέγξει ο ελεγκτής του λεωφορείου; Πέρασαν δυο βδομάδες ήδη και ο θόρυβος δεν λέει να κοπάσει. Προφανώς συνετέλεσαν σε αυτό και η εμπρηστική, απαράδεκτη κατ' εμάς, δήλωση γνωστής καθηγήτριας και οι συντρέξαντες προς συμπαράσταση γνωστοί μαϊντανοί, που δεν χάνουν ευκαιρία να δηλώσουν «παρών». Αλλά η ζημιά είχε γίνει. Και η δημοσιότητα που μυρίστηκε σφάγιο έπεσε με τα μούτρα από το λεωφορείο, γλείφοντας και τις τελευταίες σταγόνες αίματος, για να χαρίσει, μεσούντος του Αυγούστου, την ΕΙΔΗΣΗ, όταν ο Αύγουστος, ως γνωστόν, δεν έχει ειδήσεις...
Κι έτσι ξέμεινε στα απόνερα της γαλαζοπράσινης κορβέτας η απόπειρα αναγνώρισης πλασματικού συντάξιμου χρόνου σε πρώην βουλευτές, νομάρχες, δημάρχους και τα άλλα τσακάλια της «αφιλοκερδούς προσφοράς!»Και οι Έλληνες πολίτες, που χτυπιούνται αλύπητα στις ξέρες της υστέρησης και της φτώχειας, ακούν την είδηση και τρίβουν τα μάτια τους από κατάπληξη και οργή. Όχι, δεν υπάρχουν πια γιαπιά και σκαλωσιές για να πέσει κανείς όπως ο ήρωας της ταινίας του Β. Γεωργιάδη -οικοδομή δεν σηκώνεται ούτε για δείγμα. Ούτε είναι όλοι διατεθειμένοι να υποστούν το ηλεκτροσόκ του εξευτελισμού όπως ο άτυχος Μπαζ, που κραύγαζε πως όλοι στο σπίτι του είναι άνεργοι. Το κράτος, σαν θεματοφύλακας της τάξης και της έννοιας δικαίου γι' αυτούς που έχουν και κόβουν εισιτήριο, και μαζί τους και η κυρία καθηγήτρια, ωθεί τους παραβάτες στο κενό, πατώντας το κόκκινο κουμπί για λογαριασμό τους...
«Πατάς το κόκκινο κουμπί.  Κι όλο το δάκρυ κι ο ιδρώτας απ' τα σώματα.  Ανατινάζεται αυτόματα...»
λέει το γνωστό τραγούδι του Στ. Κραουνάκη με τη θεϊκή φωνή της Βίκυς Μοσχολιού.
Μπορεί οι πόρτες εισόδου να ανοιγοκλείνουν αυτόματα για τον Παράδεισο στους έχοντες και κατέχοντες εισιτήριο, αλλά η Εβδόμη Ημέρα είναι εκείνη που ο Θεός αφού δημιούργησε το έργο Του θέλησε να το ευλογήσει και να αναπαυθεί.
Αλλά σ' αυτή τη χώρα που πατάμε, όχι η Εβδόμηαλλά ούτε καν η Πρώτη δεν έχει αρχίσει να αχνοφέγγει καθώς το σκότος και το έρεβος επικρατούν ακόμη πάνω από τα νερά και το πνεύμα του Θεού είτε δεν καλοβλέπει είτε μας σιχάθηκε και απέστρεψε την κεφαλήν. Θ' αργήσει πολύ να ξεχωρίσει η στεριά από τη θάλασσα, κι ακόμη περισσότερο θ' αργήσουμε να φτάσουμε στο γκραν φινάλε της Δημιουργίας.
Γιατί θα πρέπει να προηγηθούν η Δεύτερη Ημέραπου δημιουργήθηκε το σπίτι που το παίρνουν οι τράπεζες, η Τρίτη με τη στεριά και τη θάλασσα που περιφράζουν,η Τέταρτη με τους φωστήρες (όχι τους πολιτικούς, αλλά) το φεγγάρι και τα άστρα, η Πέμπτημε τα ψάρια και τα πετεινά να αυξάνονται και να πληθύνονται αλλά να μην μπαίνουν στο τσουκάλι του και η Εκτη όταν ο Θεός έπλασε τα κτήνη και τον Ανθρωπο κατ' εικόνα και ομοίωσίν Τουγια να τον κυνηγούν και να τον εξευτελίζουν.
Έτσι η παραδείσια επικοινωνία του άτυχου Μπαζ με τον Θεό δεν συντελέσθηκε καμία από τις επτά ημέρες. Γιατί ποτέ, ούτε καν την Εβδόμη δεν ένιωσε ο Θεός την αγωνία και τη συμπόνια του δημιουργού γι' αυτόν το σημερινό, ταραγμένο και πελαγωμένο νέο άνθρωπο.
Και τον ξέχασε στη μοίρα του.

[ΠΗΓΗ: ΑΝΤΩΝΗΣ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΦΑΛΗΣ, Η έβδομη μέρα της δημιουργίας, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 25-08-2013]

«Η ΑΜΜΟΣ ΠΕΦΤΕΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ»: Η ροή της ύπαρξης σε συγκλονιστική μεταφορά

$
0
0
Δίπλα στην άμμο, όλα τα πράγματα που έχουν μορφή είναι αβέβαια και μάταια. Μόνη βεβαιότητα η ροή της άμμου, που αρνείται όλες τις μορφές…. Η άμμος… Η αιώνια, χωρίς τέλος ροή, του 1/8 του χιλιοστού… Η αιώνια κινούμενη άμμος είναι το αναποδογυρισμένο πορτρέτο του… Υπάρχει μια γυναίκα… Υπάρχει η άμμος… Υπάρχει ο ήλιος… Υπάρχει το εντελώς άδειο κιούπι του νερού… Από πού τέλος πάντων θα ’πρεπε λοιπόν ν’ αρχίσει προκειμένου να λύσει αυτή την εξίσωση, τη γεμάτη με άγνωστους Χ… Η άμμος «ψιθυρίζει στους μυς και στις αρθρώσεις του το άσκοπο της αντίστασης και πυργώνεται όλο και περισσότερο προς τα ύψη». Σε αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο, η άμμος έχει διαβρώσει όλες τις καθημερινές συμβάσεις. Και έντρομος αντιλαμβάνεται πως οι υπαινιγμοί για την μακρόχρονη παραμονή του μπορεί να μην ήταν μόνο παραδρομές της γλώσσας…



Ένας άντρας την πρώτη ημέρα των διακοπών του παίρνει ένα λεωφορείο ως το τέρμα του, ένα μακρινό παραθαλάσσιο χωριό. Σκοπός του η συλλογή εντόμων που ζουν σε αμμώδεις περιοχές. Βρίσκεται σε ένα τοπίο με διαρκείς τοπογραφικές διακυμάνσεις· όλα τα σπίτια μοιάζουν σαν να χτίστηκαν μέσα σε μεγάλα κοιλώματα που σκάφτηκαν στην άμμο. Η περιοχή θύμιζε διατομή κυψέλης μελισσών και, ανάλογα με την πλευρά όπου βρίσκεται, είτε το χωριό μοιάζει χτισμένο σε επάλληλα επίπεδα πάνω στους αμμόλοφους είτε οι αμμόλοφοι υψώνονται σε επάλληλα επίπεδα πάνω από το χωριό.
Το ενδιαφέρον του αλλά και η περιέργειά του για την άμμο είναι έντονο. Η άμμος είναι σαν κάτι ζωντανό, έρπει εισχωρώντας παντού, δεν ησυχάζει ποτέ· αθόρυβα αλλά σταθερά απλώνεται, θανατώνοντας την επιφάνεια του εδάφους. Τι διαφορά, σε σύγκριση με την μελαγχολία της καθημερινότητας, που εξαναγκάζει στη συνεχή, ακίνητη προσκόλληση σε όλη τη διάρκεια του χρόνου… Τόσο η επιστημονική του ανησυχία όσο και μια φιλοσοφική διάθεση τον ωθούν να συλλογίζεται πάνω στη φύση της άμμου ….που ρέει αδιάκοπα… Της άμμου, που εκτός από τον μέσο όρο του 1/8 χιλιοστού, δεν έχει καν δικό της σχήμα… Κι όμως, κανένα πράγμα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την άμορφη, καταστροφική δύναμη…Ή ακριβώς το ότι δεν έχει μορφή, είναι ίσως η ύψιστη έκφραση δύναμης… [σ. 50]

Η αναζήτηση των εντόμων φαίνεται μάταιη: δεν φαίνεται να υπάρχει ζωή παρά ελάχιστα αγριόχορτα, καλαμένια απομεινάρια φραχτών και σπασμένα όστρακα. Σε κάθε περίπτωση ο χώρος του προξενεί ένα αίσθημα ανησυχίας. Ξαφνικά βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, σε μια πολύ βαθιά σκαμμένη τρύπα, στον πυθμένα της οποίας είναι βυθισμένο ένα μικρό σπίτι. Όταν ο ήλιος αρχίζει να δύει ένας γέρος προθυμοποιείται να του βρει κατάλυμα και τον οδηγεί στα γραφεία του τοπικού συνεταιρισμού. Τον οδηγούν σε μια από τις τρύπες, όπου κατεβαίνει με μια ανεμόσκαλα κάθετα στο γκρεμό. Σωροί άμμου πέφτουν στο κεφάλι του και τελικά μια νεαρή μικρόσωμη γυναίκα έρχεται να τον υποδεχτεί εγκάρδια. Το σπίτι είναι άθλιο – αντί για πόρτες έχει ψάθες, οι κολώνες έχουν στραβώσει, στην θέση των παραθύρων υπάρχουν καρφωμένες σανίδες. Το πάτωμα είναι σάπιο, σαν να πατάει κανείς σε βρεγμένο σφουγγάρι. Μια απαίσια οσμή από την αποσύνθεση της καμένης άμμου πλανιέται σ’ όλο το χώρο.
Από εκείνη τη στιγμή ο άντρας δεν παύει να εκπλήσσεται διαρκώς. Την ώρα του φαγητού του η γυναίκα στέκεται με μια χάρτινη ομπρέλα από πάνω του γιατί, όπως τον πληροφορεί, «η άμμος πέφτει από παντού». Αν μια μέρα δεν τη σκουπίσει από το πάτωμα μαζεύεται μισός πόντος άμμου. Αν δεν την σκουπίσει από το ταβάνι κάτω από τη στέγη, οι σανίδες κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Αν αφεθεί πάνω στα ξύλινα τσόκαρα, σε μισό μήνα θα έχουν λιώσει. Αν στους τυφώνες σταματήσει το μάζεμα, μπορεί μέσα σ’ ένα βράδυ να φτάσει τα τρία μέτρα ύψος. Κάπως έτσι θάφτηκε ο άντρας της με την κόρη τους, του ομολογεί. Το σπίτι έχει μόνο μια λάμπα, που συχνά τρεμοσβήνει – απ’ την άμμο. Τα μισά σπλάχνα αυτού του ετοιμόρροπου οικήματος έχουν φαγωθεί από τα πλοκάμια της άμμου που ρέει αδιάκοπα. Σύντομα αντιλαμβάνεται πως το μόνο διαθέσιμο νερό βρίσκεται σε μια στάμνα – και τώρα ο πάτος της έχει μόνο μια κοκκινωπή απόχρωση.
Μια φωνή φωνάζει πως ήρθαν οι τενεκέδες και το φτυάρι «για τον άλλο». Ο άλλος δεν είναι παρά αυτός. Αναρωτιέται αν έγινε κάποιο λάθος. Αργότερα το βράδυ ακούγεται ο ήχος της μηχανής από ένα τρίκυκλο φορτηγάκι. Η γυναίκα μαζεύει την άμμο και την αδειάζει σε τενεκέδες πετρελαίου, κοντά στη σχοινένια σκάλα. Ο άντρας πάει να τη βοηθήσει, κι εκείνη του απαντά: «δεν χρειάζεται απ’ την πρώτη μέρα…». Η δουλειά γίνεται τη νύχτα που η άμμος είναι υγρή και το μάζεμά της ευκολότερο.  «Η άμμος δεν μας κάνει τη χάρη να ξεκουραστεί… Και το ζεμπίλι και το φορτηγάκι δουλεύουν συνέχεια, όλη τη νύχτα…». Ο άντρας πληροφορείται από τη γυναίκα πως το χωριό υπάρχει ακριβώς χάρη στο φτυάρισμα της άμμου· αν παρατηθεί, το ένα σπίτι μετά το άλλο θα θαφτούν ολότελα. Μια προεξοχή άμμου στη μέση του γκρεμού κρέμεται απειλητικά από πάνω τους σαν ομπρέλα μανιταριού. Ο ύπνος είναι δύσκολος, τα πρόσωπά τους τυλίγονται με πετσέτες.

 Το πρωί η ανεμόσκαλα έχει εξαφανιστεί. Σε όποια κατεύθυνση κι αν κινηθεί, τα πόδια του βυθίζονται στην αναμμένη άμμο, ο καυτός ήλιος καψαλίζει το σώμα του, ο ιδρώτας του αναβλύζει από παντού. Η άμμος «ψιθυρίζει στους μυς και στις αρθρώσεις του το άσκοπο της αντίστασης και πυργώνεται όλο και περισσότερο προς τα ύψη». Σε αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο, η άμμος έχει διαβρώσει όλες τις καθημερινές συμβάσεις. Και έντρομος αντιλαμβάνεται πως οι υπαινιγμοί για την μακρόχρονη παραμονή του μπορεί να μην ήταν μόνο παραδρομές της γλώσσας· πως τον έπιασαν σε παγίδα και τον πρόσφεραν στη χήρα σαν είδος ελεημοσύνης. Και δεν έχει κανέναν να τον αναζητήσει – μόνο την υπηρεσία του, που κι αυτή θα αδιαφορήσει, καθώς πάντα θεωρούνταν «ιδιαίτερος». Ακόμα χειρότερα: προτού φύγει έγραψε ένα γράμμα στην σύντροφό του για την επιθυμία μοναχικών διακοπών, με την παράκληση να μην τον αναζητήσει…
Εκείνη την εποχή, κάπου δέκα χρόνια πριν, όταν όλα είχαν σωριαστεί σε ερείπια, όλοι απελπισμένα αναζητούσαν την ελευθερία να μη χρειάζεται πια να περπατούν. Τώρα, λοιπόν, μπορούσε να πει κάποιος ότι τελικά είχαν χορτάσει απ’ αυτή την ελευθερία; Ή όχι; Κι όμως, μήπως ακόμα κι εσένα δεν ήταν τάχα η κούραση να ζεις παρέα με το διάβολο της ψευδαίσθησης μιας ζωής ελευθερίας και ασφάλειας που σ’ έβγαλε και σε οδήγησε μέχρι τούτους εδώ τους αμμόλοφους;… Η άμμος…Η αιώνια, χωρίς τέλος ροή, του 1/8 του χιλιοστού… Η αιώνια κινούμενη άμμος είναι το αναποδογυρισμένο πορτρέτο του μέσα στο αρνητικό φίλο με της προσκόλλησης στη ελευθερία του να μη χρειάζεται πια να κινείται. Όμως, όσο κι αν ένα παιδί λαχταράει για καιρό μια εκδρομή, τη στιγμή που θα χαθεί στη διάρκειά της, οπωσδήποτε θα κλάψει γοερά. [σ. 110]

Και μέσα στον εφιάλτη, η παράξενη γυναίκα· αφοσιωμένη στη δουλειά της αλλά και στον φιλοξενούμενό της. Με μια επίμονη σιωπή, απαντάει μόνο όταν της απευθύνει το λόγο, αλλά σιωπά στις διαμαρτυρίες του. Κάποτε γελά σαν να την γαργαλούν, άλλοτε παίρνει μια σκυφτή, πάνω στα διπλωμένα γόνατα στάση, σαν ολοκληρωτικά ανυπεράσπιστη… Κάποια στιγμή εκείνος, μέσα στο θολό από τα δάκρυα εξαιτίας της άμμου οπτικό του πεδίο την βλέπει καθώς κοιμάται γυμνή. Εκτός από το πρόσωπό της είχε εκτεθειμένο όλο το υπόλοιπο σώμα. Έτσι αποκάλυπτε ό,τι οι άνθρωποι συνήθως κρύβουν, ενώ, αντίθετα, μόνο το πρόσωπο, που κανένας δεν διστάζει να εκθέσει, το είχε κρυμμένο με μια πετσέτα.

Ο απελπισμένος ήρωας αδυνατεί να ερμηνεύσει την κατάσταση με βάση τα εφόδια του ορθολογισμού, της επιστήμης, του κοινωνικού κράτους. Δοκιμάζει όλους τους τρόπους σκέψης, εικάζει τον δικό τους, πιστεύοντας πως κάθε άνθρωπος έχει τη δική του λογική, που δεν ισχύει για τους άλλους. Επιχειρεί γενναίο σκαρφάλωμα διαφυγής αλλά καταπλακώνεται από την άμμο και παθαίνει ηλίαση. Αντιλαμβάνεται την πλέον εφιαλτική έκφραση της αιχμαλωσίας του: εκείνοι ελέγχουν το νερό και μπορούν να το ελαττώσουν, ως τιμωρία, ή και να τους το στερήσουν. Στην καθημερινότητά του δεν μπορεί παρά να προσαρμοστεί στην αδιανόητη ζωή όπου βρίσκεται παγιδευμένος. Μια φορά τη βδομάδα γίνεται διανομή σάκε και τσιγάρων. Η φωτιά ανάβει με σπίρτο προσεκτικά τυλιγμένο σε νάιλον σακούλα, τα πιάτα καθαρίζονται …με τι άλλο; με άμμο. Η πηχτή άμμος εισχωρεί παντού: στο στόμα, στα αυτιά, στη μύτη, στις μασχάλες, σε κάθε κοιλότητα. Το αίσθημα της άμμου που έχει κολλήσει στο δέρμα με τον ιδρώτα του ύπνου δεν υποφέρεται με τίποτε.
Ο άντρας καθόταν κι αυτός ανακούρκουδα, ακίνητος, πάνω στο χώρισμα της παραστιάς. Βγάζοντας με δυσκολία κάποιο σάλιο, το κατάπιε. Επανέλαβε το ίδιο κάμποσες φορές, ώσπου το σάλιο έγινε κολλώδες, σα λιωμένα φύκια, και στάθηκε στο λάρυγγά του. Σίγουρα δεν αισθανόταν υπνηλία, όμως απ’ την εξάντληση η συνείδησή του είχε γίνει σαν βρεγμένο χαρτί. Ήταν σαν να ’βλεπε τα πάντα μέσα από ένα τέτοιο χαρτί, που το είχε σηκώσει στο φως. Το τοπίο γύρω είχε γίνει ένα σύνολο από βρόμικες κηλίδες και γραμμές, που έπλεε μπροστά του. Ήταν ένα τοπίο σαν αινιγματική εικόνα. Υπάρχει μια γυναίκα… Υπάρχει η άμμος… Υπάρχει ο ήλιος… Υπάρχει το εντελώς άδειο κιούπι του νερού… Από πού τέλος πάντων θα ’πρεπε λοιπόν ν’ αρχίσει προκειμένου να λύσει αυτή την εξίσωση, τη γεμάτη με άγνωστους Χ; [σ. 149 – 150]
Σε όλο αυτό το διάστημα, μόνος με τις σκέψεις του φιλοσοφεί πάνω στην ζωή, την ερωτική του σχέση, το σεξ, τις επαγγελματικές του σχέσεις, την αρχιτεκτονική, την δυναμική δομή του σπιτιού, που στέκει γερμένο προς τη μία πλευρά, σαν μισοπαράλυτο κορμί, τις έγνοιες της προηγούμενης καθημερινότητάς του που τώρα του φαίνονται μακρινές και γελοίες.
Καλοκαίρια γεμάτα με αστραποβόλους ήλιους είναι σίγουρα κάτι που υπάρχει μόνο μέσα στα μυθιστορήματα ή σε κινηματογραφικά έργα. Αυτό που στην πραγματικότητα είναι ταπεινές Κυριακές σε μικρές πόλεις, όπου κάποιος παίρνει τον υπνάκο του κάτω απ’ τις πολιτικές στήλες μιας εφημερίδας, που το χαρτί της βγάζει μια μυρουδιά σαν από καπνό μπαρούτης… Χυμοί σε κουτιά αλουμινίου και θερμός με μαγνητικά καπάκια…. Βάρκες για νοίκιασμα, εκατόν πενήντα γεν την ώρα, όπου μπαίνεις αφού σταθείς στην ουρά, και παραλίες με μολυβένιους αφρούς που αναβλύζουν απ’ τα πτώματα των ψόφιων ψαριών… Και στο τέλος, ένα υπερπλήρες ηλεκτρικό τρένο, που έχει αρχίσει να σαπίζει απ’ την κούραση. Αν και όλοι τα ξέρουν αυτά, κανένας δεν θέλει να παραδεχτεί ότι υπήρξε ένας βλάκας που εξαπατήθηκε Όλοι ζωγραφίζουν με ενθουσιασμό πάνω σ’ αυτόν τον γκρίζο καμβά την απομίμηση μιας φανταστικής γιορτής. Θλιβεροί, αξύριστοι πατεράδες, που ταρακουνώντας παιδιά που κλαψουρίζουν, προσπαθούν να τα κάνουν με το ζόρι να πουν τι ωραία Κυριακή που ήταν… Μικρές σκηνές που θα καθένας έχει δεις στη γωνιά κάποιου ηλεκτρικού τρένου… Η μίζερη δυσαρέσκεια και η ζήλια για τον ήλιο των άλλων… [σ. 119 - 120]

Φυσικά στο επίκεντρο της σκέψης του βρίσκεται η κατανόηση της άμμου, η άμμος ως το άλλο όνομα της καθαρότητας, η αντισηπτική της λειτουργία, το σπίτι που ως ελεύθερο πλοίο, πλέει πάνω στην άμμο, σε χωριά ρέοντα και πόλεις δίχως μορφή… Συχνά επιδίδεται σε φαντασιακούς διαλόγους και προβληματίζεται για την μεταμόρφωσή του σε μια άλλη μορφή ύπαρξης. Είναι χαρακτηριστικό πως η γυναίκα τον πληροφορεί πως αν ιδρώσει ντυμένος αμέσως βγαίνουν εξανθήματα της άμμου, και το δέρμα γίνεται πυώδες και μετά σαν λέπια. Μήπως δεν είναι ακριβώς η προσπάθεια της προσκόλλησης σε κάτι σταθερό, από την οποία ξεκινάει ο μισητός ανταγωνισμός; Αν εγκαταλείπαμε τα σταθερότητα κι αφηνόμασταν εντελώς στη ροή της άμμου, τότε σίγουρα κι ο ανταγωνισμός δεν θα μπορούσε πια να υπάρξει. Πραγματικά, ακόμα και στην έρημο ανθίζουν λουλούδια και ζουν έντομα ή άλλα ζώα. Πρόκειται για πλάσματα που, χρησιμοποιώντας την ισχυρή τους ικανότητα προσαρμογής, κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη σφαίρα του ανταγωνισμού. [σ. 33]

Η υπόγεια σχέση με την γυναίκα είναι υπεράνω περιγραφής. Έλκεται και απωθείται, ποθεί και αηδιάζει.Συχνά αναρωτιέται για την ιδιότητά της σε όλον αυτόν το εφιάλτη. Όμως εδώ, πίσω από τη γυναίκα, περιμένουν τόσα μάτια… Η γυναίκα κινείται απ’ τις κλωστές των βλεμμάτων τους, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μαριονέτα. Αν αγκαλιάσεις τη γυναίκα, μετά με τη σειρά σου θα γίνεις μαριονέτα κι εσύ... [σ. 111]. Τουλάχιστον αυτές οι σκέψεις του θα επαληθευτούν: σε μια συγκλονιστική σκηνή, εκείνοι, ακροβολισμένοι στο χείλος του λάκκου θα ζητήσουν ως αντάλλαγμα τη συνεύρεσή του με την γυναίκα…
Το βιβλίο σε απορροφά όπως η ίδια η άμμος. Είναι εκπληκτικό πως μια ιστορία «ακίνητη», ένας μύθος «στατικός» μπορούν να γραφτούν με τόσα στρώματα άμμου…λάθος, παρασύρθηκα, ανάγνωσης εννοώ, και με τέτοιον εκπληκτικό πλούτο λέξεων. Ο Άμπε θαυματουργεί σε μεταφορές και παρομοιώσεις: η χωρίς όγκο φωνή του γέρου σαν να βγαίνει από φορητό ραδιόφωνο, το λάλημα του κόκορα σαν τριγμός σκουριασμένης κούνιας,  το ξεφλουδισμένο πρόσωπό της γυναίκας σαν φτηνή κοτολέτα χωρίς αυγά, το παχύ στρώμα ιδρώτα σαν λιωμένο βούτυρο, το ξύσιμο του δέρματος μοιάζει σαν να γίνεται σε φλοιό από δαμάσκηνο. Ο ήλιος είναι ίδιος υδράργυρος που έχει φτάσει σε σημείο βρασμού, το σπίτι το μεσημέρι μοιάζει με δοχείο από καιόμενη άμμο, η άμμος κυλάει μ’ έναν ελαφρό ψίθυρο. Τα κύματα της ζέστης δημιουργούν μεμβράνη ίδια με λιωμένο γυαλί, η φωνή του πια μοιάζει σαν μοσχαριού με τενεκεδένιο κλαρίνο χωμένο στο λάρυγγα, η φωνή της σαν να βγαίνει από παλιό, τσακισμένο σωλήνα, η πετσέτα των προσώπων τους σαν πτώμα ψόφιου ποντικού, βαριά απ’ το σάλιο κι απ’ τη σάπια αποφορά του σώματος. Οι αρθρώσεις του ηχούν σαν τενεκεδένιες στέγες όταν φυσάει μέσα τους ο άνεμος, οι φωνητικές του χορδές σαν ξερό καλαμάρι σκισμένο σε ίνες, η άμμος καίει σαν άδειο τηγάνι πάνω στη φωτιά.
Ο συγγραφέας (γεν. Τόκυο, 1924 – 1993) έγραψε μυθιστορήματα (ορισμένα επιστημονικής φαντασίας) και θεατρικά έργα. Η γραφή του σαφώς συνομιλεί με εκείνες των Κάφκα, Σαρτρ και Μπέκετ, με την υπαρξιστική φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, με το Θέατρο του Παραλόγου. Φυσικά πρόκειται για επιρροές που απορρόφησε ο αμιγώς ιαπωνικός λόγος του, με τον ίδιο τρόπο που το κορυφαίο του αυτό έργο απορρόφησε στοιχεία από τη ζωή του: ο ίδιος ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και τη συλλογή εντόμων, διάβασε έγκαιρα Πόου, Ντοστογιέφσκι, Νίτσε και Ρίλκε και υπήρξε για ένα διάστημα υπήρξε μέλος του Ιαπωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος· το τελευταίο είναι υπογείως φανερό στην ατμόσφαιρα της πλήρους υποταγής κάθε ατομικότητας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Διόλου τυχαία κάποια στιγμή ο ήρωας αναρωτιέται αν «η ύπαρξή του έχει ήδη περαστεί σε κάποιον κατάλογο ανταλλακτικών, σαν ένα από τα πολλά γρανάζια που κινούν την ζωή του τόπου».
Τα τελευταία 7 από τα 31 κεφάλαια (που μαζί με μια ανακοίνωση και μια δικαστική απόφαση συναπαρτίζουν το μυθιστόρημα) περιγράφουν με συγκλονιστικό τρόπο την έσχατη προσπάθεια διαφυγής του, την κατάληξη της, τη νέα μορφή ζωής και το νέο εφιαλτικό πυρήνα της, που αντανακλά το δίκαιο των άλλων:

Ήταν μια αλλαγή τόσο ριζική, σαν απ’ το πρόσωπό της να είχε πέσει μια μάσκα. Έμοιαζε σαν μέσα απ’ τη γυναίκα να αποκαλυπτόταν γυμνό το πρόσωπο του χωριού. Μέχρι τότε το χωριό υποτίθεται ότι βρισκόταν στη μια πλευρά, εκείνη του εκτελεστή. Ήταν ένα μηχανικά κινούμενο, σαρκοφάγο φυτό, ήταν μια θαλάσσια ανεμώνη, ενώ ο ίδιος δεν ήταν παρά το θλιβερό θύμα, που έτυχε να πιαστεί στα πλοκάμια τους. Όμως, αν κάποιος έβλεπε το πράγμα από τη μεριά του χωριού, ο εγκαταλελειμμένος στην τύχη του ήταν αυτοί οι ίδιοι. Φυσικό ήταν, λοιπόν, να μην έχουν καμιά υποχρέωση στον έξω κόσμο. Μάλιστα, εφόσον κι ο ίδιος ήταν απ’ την πλευρά των εχθρών, τότε δεν είναι περίεργο που έδειξαν τα γυμνά δόντια τους και σ’ αυτόν. Ποτέ ως τώρα δεν είχε σκεφτεί μ’ αυτό τον τρόπο τη σχέση μεταξύ του εαυτού του και του χωριού. Ήταν φυσικό να βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση της σύγχυσης. Όμως, ακόμα κι αν ήταν έτσι, αν παραδεχόταν το δίκιο τους, τότε θα ήταν σαν να πέταγε με τα ίδια του τα χέρια το δικό του δίκιο. [σ. 254]

Δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Τεσιγκαχάρα Χιρόσι δοκίμασε τόλμησε την κινηματογραφική του εκδοχή, από την οποία προέρχονται και οι φωτογραφίες της ανάρτησης [Hiroshi Teshigahara, Woman in the dunes, 1964]

[ΠΗΓΗ: Kōbō Abe, Η Γυναίκα της Άμμου (Suna no onna, 1962), Εκδ. Άγρα, 2005, μτφ. από τα ιαπωνικά: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος αναρτήθηκε στο ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ: http://pandoxeio.com/ ]

Το τίποτα χρειάζεται ένα πάμφθηνο κάτι… στη χαμένη υπόθεση της πολιτικής

$
0
0
Αφού δεν μπορεί να παραχθεί μεγάλη ή στοιχειωδώς λειτουργική πολιτική, ας ακουστεί τουλάχιστον ένα τιτίβισμα στο Twitter… καθ’ ότι οι διαδικτυακοί τραμπουκισμοί, οι εξυπνακίστικες, στεγνές συντομογραφίες υποκαθιστούν την κοινοβουλευτική πράξη, την πολιτική δυνατότητα, τη δύναμη και τη χαρά της δημοκρατίας, την αμυντική αποτελεσματικότητα της ελεύθερης σκέψης και κυρίως υποκαθιστούν τη χρησιμότητα


Αν κάποιος επαγγελματίας της πολιτικής είναι ανίκανος να λύσει ένα πρόβλημασυντεθλιμμένος στις εσωκομματικές και θεσμικές συμβάσεις, αν κάποιος πολιτικός αδυνατεί να συνθέσει μια πολιτική κατεύθυνση ή θεωρεί μη χρήσιμο να δουλέψει σε δυσδιάκριτα και μη επικοινωνιακά αντικείμενα-νομοσχέδια, ας κάνει ένα τζέρτζελο ανέβασμα, μια «εικονοκλαστική» χειρονομία,ας ρίξει μια καρπαζιά σε μια γριά ενώ περνάει ξυστά δίπλα της με το μηχανάκι, ας κάνει μια αταξία (απ' αυτές που δεν του επέτρεψε η μαμά του) ώστε να «γράψει» επικοινωνιακά.
Όσο περιορίζεται ή δυσκολεύει το πεδίο πολιτικής παραγωγής τόσο τα ιντερνετικά πρεζόνια -για να επικυρώσουν την ασήμαντη οντότητά τους- προκαλούν θορύβους, στιγμιαία μίση, χαράκωμα της μπογιάς του αυτοκινήτου.Εάν κανείς δει τη διαδικτυακή ύλη που διεκδικεί τη θέση της πολιτικής παραγωγής, κατανοεί έκπληκτος τη δυσαναλογία ηλιθιότητας, ναρκισσισμού και προβλημάτων της κοινωνίας. Το τίποτα χρειάζεται ένα πάμφθηνο κάτι. Οι διαδικτυακοί τραμπουκισμοί, οι εξυπνακίστικες, στεγνές συντομογραφίες υποκαθιστούν την κοινοβουλευτική πράξη, την πολιτική δυνατότητα, τη δύναμη και τη χαρά της δημοκρατίας, την αμυντική αποτελεσματικότητα της ελεύθερης σκέψης και κυρίως υποκαθιστούν τη χρησιμότητα.

Η πτώση του επιπέδου που τυλίγει Κοινοβούλιο και διαδικτυακό καφενείο δεν οφείλεται μόνο στην κάμψη των πολιτικών ποιοτήτων(στη χαμηλή στάθμη των οποίων ούτως ή άλλως η χώρα μας είναι σταθερά και διιστορικά προσηλωμένη), αλλά και στη σοβαρή έκπτωση πολλών δομών της δημοκρατικής συνθήκης και πολιτικής παραγωγικότητας. Για παράδειγμα,απαγορεύονται απεργίες με τις επιστρατεύσεις ή τις απειλές λόγω ανεργίας (έχουμε, δηλαδή, μια βαθύτατη πολιτικοθεσμική υποχώρηση)· ως παράλληλο συμβάν «τρέχει» ένα νομοθετικό έργο, αντιφατικό, εκβιασμένο, πρόχειρο, αδιάβαστο, αστοιχείωτο (έχουμε δηλαδή μια θεσμοποιητική υποχώρηση)· διευρύνονται και βαθαίνουν κάθε λεπτό τα κοινωνικά μίση, η βία, το έγκλημα, ο υποσυνείδητος εκφασισμός της κοινωνίας (έχουμε δηλαδή μια πολιτισμική υποχώρηση)· ως σύνθεση όλων αυτών των πολλαπλών υποχωρήσεων έχουμε τη μετάθεση της τέλεσης στον αυτοσχεδιασμό, στην ενδοτικότητα, στην κούτρα και ενίοτε τις σκοταδιστικές ιδεοληψίες ελαχίστων (επιλεγμένων) πολιτικών στελεχών, υπό την απόλυτη εξουσία της τρόικας. Απέναντι στα μείζονα, που συμβαίνουν στην κοινωνία, αντιστοιχούν τα ποιοτικώς ελάσσονα στην πολιτική.

Το επίσης σημαντικό είναι ότι με αυτή την πολλαπλή καχεξία μετατίθενται και οι αξιολογήσεις.Όπως αποκαλύπτεται από τα περιστατικά της απαράδεκτης συμπεριφοράς του κ. Σταυρίδη, του κ. Χρονόπουλου κ.λπ., ακριβώς σε αυτή την συνθήκη δεν τιμωρείται η ανεπάρκεια ή η ανηθικότητα, αλλά η διαδικτυακή και μιντιακή τους απεικόνιση, οι συμβολισμοί και οι αναπαραστάσεις τους. Το πολιτικό προσωπικό λοιπόν, βυθισμένο, άπρακτο, συχνά συνένοχο, μελαγχολικό και αχρηστευμένο, καταλήγει στο τιτίβισμα, στο Facebook, στα χρονοβόρα γκουγκλαρίσματα, στην αυτοπεριγραφή. «Ποια απάντηση θα κάνει σουξέ;», «ποιοι με αναφέρουν;», «τι να φορέσω σήμερα;».

Στη συνθήκη έκρηξης του ναρκισσισμού και της εγωπάθειας, το πολιτικό προσωπικό ασφυκτιά από τις ελάχιστες αρμοδιότητες που έχει, από τις λίγες θέσεις που του διαθέτει το σύστημα και εκτός από τις μικρές οικογενειακές αυτοεξυπηρετήσεις, που και εθιμικά του επιτρέπονται ακόμα, εκτός από την επαγγελματική κρατικοκεντρική αποκατάσταση στενά δικών του παιδιών, το μόνο που του μένει είναι η τιτιβιστική αυτοδήλωση, η αυτο-εικόνιση. Και όμως αυτό δημιουργεί πολιτικά (ή παραπολιτικά) γεγονότα, σουξέ, αναγνωσιμότητα, αναγνωρισιμότητα. Αυτό φαίνεται ότι θέλει ο κόσμος. Αυτό του δίνουν.

Τα «βερίκοκα» του κ. υπουργού Υγείας, οι καθεστωτικές εγωπάθειες της κ. Διβάνη, οι μελετημένες παραπολιτικές αφλογιστίες πιάτσας του κ. Τατσόπουλου, οι φιλαρέσκειες της κ. Ρεπούση, η αργόφωνη βία του κ. Κεδίκογλου, η σπαρταριστή ωμότητα του κ. Κρανιδιώτη, ο επιτηδευμένος πρωτογονισμός του κ. Κασιδιάρη κ.λπ.Η εναρμόνιση οικονομικού, πολιτικού και θεσμικού αφανισμού της χώρας, με την πολιτική και πολιτιστική εν τέλει αποδιάρθρωσή της, είναι εφιάλτης. Η έκπληξη όλων των αναλυτών για την ηλίθια, ανεπαρκή, ασύντακτη θέση της χώρας μας στην επιχειρούμενη και στημένη επέμβαση στη Συρία στο βάθος έχει αυτή τη ρίζα, αυτή την εκπτωτική φλέβα: τη συμμορφωτική τυχαιότητα στη θέση της πολιτικής. Χαμένη υπόθεση...


[ΠΗΓΗ: Δημήτρης Σεβαστάκης, Ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ, ΤΙΤΙΒΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ, άρθρο στη Σαββατιάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 31-08-2013]

Με μια πιρόγα αυλαία στην Επίδαυρο: κατανυκτική η παράσταση «Σύσσημον»

$
0
0
«Χθες στην παράσταση του Σίμου Κακάλα στην Επίδαυρο συγκρατούσα τη συγκίνησή μου, βλέποντας να παρουσιάζεται στον πιο ιερό, αλλά και πιο εκπορνευμένο ίσως θεατρικό μας χώρο -από τον κάθε πικραμένο, κυριολεκτικά- ένα τόσο καθαρό, τόσο αγνό σε πνεύμα και λόγο πράγμα. Τόσο απροσποίητο, τόσο χωρίς το άγχος του "σουξέ" και με τόση δουλειά από πίσω. Διάβασα ότι ήταν "ελιτίστικο". Διαφωνώ. Δύσκολο, ναι. Γυμνό, ναι. Με ρωγμές, ναι. Αλλά ξέπλυνε τα μάτια μου και τ' αυτιά μου. Τους ευχαριστώ».


Ήταν μια γλυκιά, αλησμόνητη για όσους την έζησαν φθινοπωρινή θεατρική βραδιά -η γη ευωδίαζε από το ψιλόβροχο-, το περασμένο Σάββατο στην Επίδαυρο. Η παράσταση του Σίμου Κακάλα με το «Σύσσημον» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, μια γενναιόδωρη χειρονομία υπέρ της ποίησης, ήταν η λιγότερο θορυβώδης και ενδεχομένως η πιο κατανυκτική αυλαία που έχει πέσει διαχρονικά στα Επιδαύρια
Επιανε γλυκά το χέρι των λίγων (περίπου 1.500) αλλά υποψιασμένων θεατών ήδη από το φιδωτό δρομάκι μετά το γκαράζ. Στην αλάνα με τα ξύλινα ταμεία, αντί για τα παιδιά που μοίραζαν όλο το καλοκαίρι διαφημιστικά φυλλάδια, βρίσκονταν μουσικοί που έπαιζαν παραδοσιακές μουσικές με λύρες, ζουρνάδες και γκάιντες, χτυπώντας στον πυρήνα της συλλογικής μνήμης μας. Ενα γερό «ζέσταμα» για την εξίσου έντονη μουσική συνέχεια μέσα στην ορχήστρα (οι μουσικοί ήταν διαρκώς παρόντες και συμμετέχοντες), αλλά και τον ποιητικό χείμαρρο που κατέκλυσε το αρχαίο κοίλον.
Λίγη ώρα μετά, οι μουσικοί έδωσαν το σύνθημα για την έναρξη της παράστασης, σηκώνοντας τελετουργικά μία ξύλινη πιρόγα, το μοναδικό σκηνικό στοιχείο της πρότασης που επαλήθευε το όνομά της «Ασκηση Επίδαυρος». Πίσω τους ακολουθούσαν ώς το θέατρο οι θεατές, σχηματίζοντας μια μικρή ανθρώπινη πομπή που μετάγγιζε την κατάνυξη της περιφοράς του Επιταφίου. Δεν θα μπορούσες να φανταστείς ιδανικότερη εισαγωγή για μια δουλειά που συνέδεε με σεβασμό και κόπο το τραγικό στη σύγχρονη και στην αρχαία ποίησή μας, το «Σύσσημον», με το πρώτο μέρος του «Οιδίποδα Τυράννου», εμβολισμένα επιτυχώς από ένα άλλο κομμάτι του πολιτισμού μας, το λαϊκό παραμύθι «Αρς Αρσινό» απ' το Καστελόριζο.
Το ξύλινο σκαρί, σύμβολο του ταξιδιού και της αέναης ανθρώπινης περιπλάνησης, κομμάτι της ελληνικής παράδοσης, «φύλαγε» τις τοτεμικές τελετουργικές ζωόμορφες μάσκες (της Μάρθας Φωκά) που φορούσαν για δύο και πλέον ώρες οι ηθοποιοί. Μαζί με ένα σκαμπό, που βρισκόταν αντί βωμού στη θυμέλη, αποτελούσαν τα «φτωχά», πλην λειτουργικά σκηνικά στοιχεία μιας δουλειάς λιτής στα μέσα αλλά πυκνής στο περιεχόμενο, που βασιζόταν στο λόγο, και δη τον ποιητικό. Τον ζωντάνεψαν με φροντίδα, διαχωρίζοντας τους τόνους από τα ημιτόνια, οι ντυμένοι με τα καθημερινά σύγχρονα ρούχα τους ηθοποιοί: Ελενα Μαυρίδου, Δήμητρα Κούζα, Δήμητρα Λαρεντζάκη, Βασίλης Παπαγεωργίου, Βαγγέλης Κρανιώτης, συνοδευόμενοι από τους μουσικούς Κωστή Κυριτσάκη, Γιάννη Παπαδόπουλο και Χρήστο Μπάρμπα.
Κάποια στιγμή υπήρξε και αλληλεπίδραση μεταξύ ορχήστρας και κερκίδων. Όταν οι ηθοποιοί αναρωτήθηκαν για τη γλώσσα του παραμυθιού απ' το Καστελόριζο, κατέφυγαν στις γνώσεις του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Τον ρώτησαν ευθέως και ο ποιητής απάντησε μέσα από τις κερκίδες: «Είναι μαγικά ελληνικά». Θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος όλης της παράστασης.
Θερμό το χειροκρότημα και αρκετά τα μπράβο στην υπόκλιση - αν και λίγο πριν από το τέλος υπήρξαν διαρροές.
Υπήρχαν θεατές που μιλούσαν για την ωριμότερη κατάθεση του Σ. Κακάλα, ο οποίος φάνηκε έτοιμος για την αττική τραγωδία. Κάποιοι είχαν αντιρρήσεις για τη διάρκειά της. Κάποιοι άλλοι υποστήριζαν ότι δύσκολα προσλάμβανες το κείμενο ως προφορικότητα, αν προηγουμένως δεν είχες μελετήσει το ποίημα-ποταμό.
Ήταν αναμενόμενο το «Σύσσημον» να προσελκύσει τον περισσότερο θεατρόκοσμο από οποιαδήποτε άλλη παράσταση των εφετινών Επιδαυρίων. Εκτός από τον «οικοδεσπότη» Γιώργο Λούκο, που υποστήριξε την είσοδο της σύγχρονης ποίησης στο αρχαίο θέατρο, και ανταμείφθηκε («Ηταν μια συγκινητική δουλειά», διαπίστωνε στο πέρας της), παρόντες ήταν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, η Αμαλία Μουτούση, η Ολια Λαζαρίδου, η Δήμητρα Χατούπη, ο Αγγελος Παπαδημητρίου, ο Αγγελος Μέντης, η Εφη Θεοδώρου, ο Βίκτωρ Αρδίττης κ.ά. Είναι χαρακτηριστική για το ύφος και το ήθος της ιδιάζουσας σκηνικής πρότασης η ανάρτηση της Ολιας Λαζαρίδου στην προσωπική σελίδα της στο facebook: «Χθες στην παράσταση του Σίμου Κακάλα στην Επίδαυρο συγκρατούσα τη συγκίνησή μου, βλέποντας να παρουσιάζεται στον πιο ιερό, αλλά και πιο εκπορνευμένο ίσως θεατρικό μας χώρο -από τον κάθε πικραμένο, κυριολεκτικά- ένα τόσο καθαρό, τόσο αγνό σε πνεύμα και λόγο πράγμα. Τόσο απροσποίητο, τόσο χωρίς το άγχος του "σουξέ" και με τόση δουλειά από πίσω. Διάβασα ότι ήταν "ελιτίστικο". Διαφωνώ. Δύσκολο, ναι. Γυμνό, ναι. Με ρωγμές, ναι. Αλλά ξέπλυνε τα μάτια μου και τ' αυτιά μου. Τους ευχαριστώ».


[ΠΗΓΗ: Ιωάννα Κλεφτογιάννη, Με μια πιρόγα, αυλαία στην Επίδαυρο, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 02-09-2013]

ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ, Η αναζήτηση των λόγων της σιωπής σε καιρούς που όλοι μιλάνε τόσο πολύ

$
0
0
Σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου όλοι κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους για να διατυμπανίσουν κάποια γνώμη ή κρίση τους, ο κύριος Πάλομαρ απόκτησε τη συνήθεια να δαγκώνει τη γλώσσα του τρεις φορές πριν υποστηρίξει οτιδήποτε. Αν στο τρίτο δάγκωμα της γλώσσας είναι ακόμα πεισμένος γι’ αυτό που ήθελε να πει, το λέει, αν όχι, μένει σιωπηλός. Πράγματι, περνά εβδομάδες ή και μήνες ολόκληρους στη σιωπή.

Ο ΠΑΛΟΜΑΡ και η κοινωνία: το δάγκωμα της γλώσσας (το ταλέντο της σιωπής πιο δύσκολο από το ταλέντο του λόγου)


Δε λείπουν ποτέ οι κατάλληλες ευκαιρίες που τον βοηθάνε να σιωπά. Συχνά όμως τυχαίνει να μετανιώνει γιατί δεν είπε κάτι που θα μπορούσε να πει την κατάλληλη στιγμή.Συνειδητοποιεί ότι τα γεγονότα επιβεβαιώνουν εκείνο που σκεφτόταν, και ότι αν τότε είχε εκφράσει τη σκέψη του, ίσως θα επηρέαζε θετικά –έστω και σ’ ένα μικρό βαθμό- αυτά τα γεγονότα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει διχασμένος ανάμεσα στην ικανοποίηση ότι είχε σκεφτεί σωστά και στην ενοχή που του δημιουργεί η υπερβολική επιφυλακτικότητά του. Κι είναι αυτά τα συναισθήματα τόσο δυνατά, ώστε προσπάθησε κάποια φορά να τα εκφράσει με λέξεις, αφού όμως δάγκωσε τη γλώσσα του τρεις φορές, ή μάλλον έξι, πείστηκε ότι δεν έχει κανένα απολύτως λόγο είτε να υπερηφανεύεται είτε να έχει ενοχές.
Το ότι είχε σκεφτεί σωστά δεν είναι κανενός είδους ανδραγάθημα:στατιστικά μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτο ότι ανάμεσα στις πολλές λαθεμένες, συγκεχυμένες ή και κοινότυπες ιδέες που του έρχονται καθημερινά στο μυαλό, κάποια θα είναι ξεκάθαρη ή και ευφυής, όπως άλλωστε ήρθε στο δικό του μυαλό θα μπορούσε σίγουρα να έρθει και στο μυαλό κάποιου άλλου.

Πιο πολύπλοκη είναι η αναζήτηση των λόγων που τον σπρώχνουν να μην εκφράζει τη σκέψη του. Σε καιρούς γενικής σιωπής, το να συμμορφώνεται με τη σιωπή των πολλών είναι αναμφισβήτητα μια πράξη ένοχη. Σε καιρούς, αντίθετα, όπου όλοι μιλάνε πολύ, το σημαντικότερο δεν είναι να πεις το σωστό πράγμα –έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν  μέσα στην πλημμύρα των λέξεων- όσο το να το πεις ξεκινώντας από μερικές προκαταρκτικές βάσεις και εμπλέκοντας στη συνέχεια το παιχνίδι των συνεπειών που θα δώσει  στα λεγόμενά σου τη μεγαλύτερη δυνατή αξία. Αν όμως η αξία μιας συγκεκριμένης κοινοποίησης βρίσκεται στη συνέχεια και στη συνέπεια της γενικότερης συζήτησης στην οποίαν η κοινοποίηση εαυτή εντάσσεται, τότε η μόνη δυνατή επιλογή για κάποιον είναι να μιλά συνεχώς ή να μη μιλά καθόλου. Στην πρώτη περίπτωση ο κύριος Πάλομαρ θα φανέρωνε ότι η σκέψη του δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα αλλά με ζιπ-ζακ, με συνεχείς ταλαντεύσεις, αντιφάσεις, επανορθώσεις, μέσα στις οποίες θα χανόταν τελικά η ορθότητα εκείνης της κοινοποίησής του. Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη εναλλακτική λύση, αυτή προϋποθέτει το ταλέντο της σιωπής, ταλέντο ακόμα πιο δύσκολο από το ταλέντο του λόγου.

Πράγματι, ακόμα και η σιωπή μπορεί να θεωρηθεί ομιλία, αφού δεν είναι παρά άρνηση της χρήσης του λόγου που κάνουν άλλοι, η έννοια όμως αυτής της σιωπής-ομιλίας βρίσκεται στις διακοπές της, δηλαδή σε όσα λέγονται κάθε τόσο και δίνουν μια βαρύτητα σε όσα δε λέγονται ποτέ.

Με άλλα λόγια, η σιωπή μπορεί να είναι χρήσιμη για ν’ αποκλείει  ορισμένες λέξεις ή για να τις φυλάει κάπου παράμερα ώστε να χρησιμοποιηθούν σε μια καλύτερη ευκαιρία. Το ίδιο, μια λέξη που λέγεται σήμερα μπορεί να σε γλιτώσει από εκατό αυριανές λέξεις ή να ανοίξει το δρόμο σε άλλες χίλιες. «Κάθε φορά που δαγκώνω τη γλώσσα μου –καταλήγει νοερά ο κύριος Πάλομαρ- πρέπει να σκέφτομαι όχι μόνο όσα πρόκειται να πω ή να μην πω, αλλά και όσα θα ειπωθούν από μένα ή δε θα ειπωθούν από μένα ή τους άλλους, αν εγώ μιλήσω ή δεν μιλήσω. Έχοντας κάνει αυτή τη σκέψη, δαγκώνει τη γλώσσα του και παραμένει σιωπηλός.

 [Ένας διανοούμενος, «κατ’ εξοχήν», ένας ηδονιστής της σκέψης, είρωνας λεπτολόγος, νευρωτικός: αυτός είναι ο Πάλομαρ. Η ομοιότητα του ονόματός του με του μεγάλου αστεροσκοπείου Παλομάρ δεν είναι καθόλου τυχαία. Το ερευνητικό του, όλο περιέργεια βλέμμα του, ίδιο με τεράστιο τηλεσκόπιο, ανιχνεύει ακατάπαυστα τον κόσμο, προσπαθώντας να ανακαλύψει το κρυμμένο του είναι. Ο Πάλομαρ είναι ολόκληρος ένα βλέμμα που ανακαλύπτει κι αποκαλύπτει τη Φύση, την Πόλη και τη… ΣιωπήΤο ακούραστο, αδηφάγο βλέμμα του ΠΑΛΟΜΑΡ παρατηρεί αέναα: το γυμνό στήθος μιας κολυμβήτριας και τους έρωτες μιας χελώνας, το κρυμμένο νόημα των γιαπωνέζικων βραχόκηπων και τα βαθιά μυστικά των προκλητικών τυριών στις προθήκες κάποιου τυροπωλείου, την αρχαία σημαντική των Ίνκας και τα ιερογλυφικά της κοιλιάς του σαμιαμιδιού… Ο Πάλομαρ – ο Καλβίνο – κοιτάζει, διαλογίζεται προσπαθώντας ν’ αποκωδικοποιήσει το παμπάλαιο και πάντα ανεξιχνίαστο αλφάβητο της ζωής

Θα πέσει ο ουρανός και θα μας πλακώσει;

$
0
0
Η οικονομική κρίση δεν είναι μόνο ελληνική· δεν είναι καν μόνο πρόβλημα του ευρωπαϊκού νότου και των υποβαθμισμένων οικονομιών του. Είναι πρόβλημα της γηραιάς ηπείρου, αλλά και της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας που δημιουργούσε εδώ κι εκεί φούσκες, για να βαυκαλίσει τη συνείδησή της για το υψηλό βιοτικό επίπεδο και τις κατακτήσεις στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και αξιών.


Κι όταν η Δήμητρα Κολλιάκου, που ζούσε και εργαζόταν για χρόνια στην Αγγλία και τώρα μετακόμισε στη Γαλλία, βάζει τον Σαμ να χάνει τη θέση του στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και να αναζητεί εργασία στη φτωχή και γεμάτη ανεργία Ισπανία, κάτι δείχνει για τις ισορροπίες στην οικονομία των κοινωνιών τού κόσμου. Αντίθετα, η Νεφέλη, η ελληνίδα σύζυγός του, μένει πίσω στη Βρετανία, διατηρεί τη δουλειά της, μεγαλώνει τον γιο τους Νίκολας και πασχίζει να συνηθίσει τη μετακόμιση στο καινούργιο τους σπίτι. Βασικά προσπαθεί να συνηθίσει τη νέα ζωή, καθώς δεν είναι μόνο οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, αλλά και ο ορατός πλέον χωρισμός της με τον Σαμ, χωρισμός που δεν έγινε με ακαριαίο τρόπο, αλλά μέσα από ένα καθεστώς αμοιβαίου χωνέματος της νέας κατάστασης. Τελικά ο Σαμ δεν μετοικεί στην Ισπανία, αλλά –κρυφά απ’ όλους– βρίσκει θέση ταχυδρόμου στο Σάδερλαντ, γεγονός ακόμα πιο αναξιοπρεπές για τον ίδιο και το προφίλ που είχε έως τότε.

Η κρίση ως προσωπική αποτυχία
Η κρίση ξεκινά ως κοινωνικό φαινόμενο, αλλά αφορά πρωτίστως συγκεκριμένες οικογένειες ή, τανάπαλιν, βιώνεται ως προσωπική αποτυχία και έχει τις δικές της συνέπειες στην ατομική ισορροπία του καθενός, ενώ δείχνει και τη γενικότερη συλλογική ανεπάρκεια. Ο προσωπικός χώρος στα μυθιστορήματα της Κολλιάκου, όσο κι αν φαίνεται να προκύπτει από τα στενά βιώματά της, αντανακλά επιφανειακές ή βαθιές αναταράξεις στον φλοιό της κοινωνικής πραγματικότητας και δείχνει πως οι μικροί σεισμοί που τον δονούν είναι αποτέλεσμα βαθύτερων τεκτονικών μετακινήσεων. Η γενιά της συγγραφέως επιχειρεί –κι η ίδια το κατορθώνει με επαρκή τρόπο– να συγκεράσει τις μεγάλες αφηγήσεις των πολιτικών, εθνικών και διεθνών προβλημάτων με τις προσωπικές ανησυχίες, που κλονίζουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν σε μια ανεξέλεγκτη ανισορροπία.

Ένα αλληγορικό μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα
Το κείμενο στίζεται από διακειμενικές αναφορές σε ταινίες, στον γνωστό στίχο του Μαγιακόφσκι «σύννεφο με παντελόνια», στον Χάρι Πότερ κ.ά. Κι αυτό που διαβάζουμε ως σημερινή, υπαρκτή πραγματικότητα αντιστίζεται στα παρένθετα αποσπάσματα από ένα μυθιστόρημα, που γράφει ο Σαμ. Πρόκειται για ένα έργο επιστημονικής φαντασίας που αναφέρεται σε δυο πιλότους οι οποίοι βομβάρδισαν τα σύννεφα και άθελά τους έπνιξαν στο νερό ένα απομονωμένο χωριό. Παράλληλα, η αγγλίδα γειτόνισσα της Νεφέλης, με όνομα από τον Ρομπέν των Δασών (Μάριον), της εμπιστεύεται τη γραπτή μαρτυρία του πατέρα της, ο οποίος πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης και αφήνει πίσω του τα βιώματα και τα τραύματα που αποκόμισε. Πώς όλα αυτά συνδέονται στο μυθιστόρημα της Δήμητρα Κολλιάκου και μέχρι ποιο σημείο πετυχαίνει η συνταγή της ανάμειξής τους;
Πρόθεση της συγγραφέως είναι να προβάλει μέσα στο μελλοντολογικό μυθιστόρημα του Σαμ την ασφυξία που αυτός νιώθει από έναν κόσμο ο οποίος διοικείται με αφανείς όρους κι από ανώνυμους λήπτες αποφάσεων. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούν τους απλούς πολίτες ως αθύρματα, σε ένα κείμενο που λειτουργεί ως αλληγορία της εξουσίας, η οποία διατάζει και επιβάλλει ή υποβάλλει τις απόψεις της, και ως ένα δίκτυο καφκικών απειλών. Η πεζογράφος, με τον υβριδικό χαρακτήρα που υιοθετεί στο έργο της, επιδιώκει να δείξει ότι η ζωή κάθε ανθρώπου γίνεται μαριονέτα στα χέρια των ανώτερων, όπως οι ήρωες του μυθιστορήματος του Σαμ μετατρέπονται άθελά τους σε πειραματόζωα και ο πατέρας τής Μάριον, μαζί με πολλούς συστρατιώτες του, αφήνεται στην τύχη του, αφού οι επικεφαλής στην Κρήτη εγκατέλειψαν όσους δεν χωρούσαν στα πλοία τής αναχώρησης από το νησί.

Προβλήματα ώσμωσης
Η ώσμωση όμως που επιχειρήθηκε παρουσιάζει προβλήματα που υποβαθμίζουν εν μέρει το τελικό αποτέλεσμα. Καταρχάς, η ειδολογική ανάμειξη πανεπιστημιακού μυθιστορήματος και επιστημονικής φαντασίας, πεζογραφίας οικογενειακών σχέσεων και μαρτυρίας αποβαίνει ημιτελής, καθώς το μήνυμα καθενός από αυτά τα είδη δεν αντανακλάται πετυχημένα στο άλλο. Θα περίμενα ο αντικατοπτρισμός να είναι πιο πλήρης ή το ένα κείμενο να παραπέμπει στο άλλο, όπως έκανε σε ανάλογο εγχείρημα ο Αλέξης Πανσέληνος στη «Μεγάλη πομπή» (1985 και αναθεωρημένη έκδοση 2013). Επίσης, συχνά η Δήμητρα Κολλιάκου αναγκάζεται να δηλώσει ρητά τις προθέσεις της και έτσι χειραγωγεί την υπόθεση με τις επεξηγηματικές της οδηγίες. Κι αυτό, ακόμα περισσότερο, μετατρέπεται σε έναν, μερικό έστω, διδακτισμό, όταν λ.χ. δηλώνονται δοκιμιακά οι ανωμαλίες στη βρετανική ανώτατη εκπαίδευση. Γενικά η συγγραφέας δείχνει –για άλλη μια φορά– την αδυναμία της να δημιουργήσει κορυφώσεις, να στήσει συναισθηματικά φορτισμένες συγκρούσεις και έτσι να μεταδώσει το πνεύμα των ιδεών της μέσα από τις εντάσεις του ίδιου του μυθιστορήματος.
Το φιλόδοξο σχέδιο της Δήμητρα Κολλιάκου, που έθεσε ποικίλα είδη μυθιστορήματος, εγκιβώτισε το ένα μέσα στο άλλο, προσπάθησε να μεταφέρει το οικονομικό αδιέξοδο της Ευρώπης σε μια οικογένεια, αν και θα μπορούσε να δουλευτεί περισσότερο στην εφαρμογή του, δεν προδίδει τα βασικά πλεονεκτήματα της γραφής της συγγραφέως: εναλλαγή εξωτερικών και εσωτερικών δρώμενων, στρωτή γλώσσα, μυθιστορηματοποίηση της κρίσης, ανάδειξή της στις παγκόσμιές της διαστάσεις, αλληλεπίδραση ατομικών και συλλογικών αναταράξεων κ.λπ.


[ΠΗΓΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ BOOKPRESShttp://www.bookpress.gr/ με εικόνα Λεπτομέρεια από τον πίνακα της Αμερικανίδας εικαστικού Deborah Barrett, με τίτλο Man and Woman under Cloudy Sky 
Viewing all 535 articles
Browse latest View live