Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all 535 articles
Browse latest View live

Ο ΛΑΘΟΣ ΑΞΟΝΑΣ: πολύπλοκα προβλήματα δεν έχουν απάντηση στον άξονα «αριστερά – δεξιά»

$
0
0
Συχνά με ρωτούν αν είμαι «κεντροαριστερός» ή με ποιο κόμμα έχω περισσότερα κοινά. Θεωρώ όμως πιο ουσιαστικό ένα άλλο ερώτημα: πόσο μας βοηθά η συμβατική πολιτική γεωγραφία, δηλαδή ο άξονας δεξιά-αριστερά, για να αξιολογήσουμε έναν πολιτικό φορέα, ένα πρόσωπο ή μια πρόταση δημόσιας πολιτικής;

Η απάντηση είναι: εξαρτάται από τη φύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει μια κοινωνία. Το δεξιό και το αριστερό, ως πολιτικές και ιδεολογικές παραδόσεις, ξεχωρίζουν σε λίγα, μεγάλα ζητήματα, όπως η έκταση του κράτους, η ελευθερία του επιχειρείν, η ατομική ή συλλογική ευθύνη για την ευημερία. Αυτά μεταφράζονται σε λίγο-πολύ τυποποιημένες προγραμματικές διακηρύξεις και (σπανιότερα) σε πρακτική δημόσια πολιτική. Αν, λοιπόν, σε μια κοινωνία το κύριο πρόβλημα είναι, π.χ., η υψηλή φορολογία, τότε έχει αξία μια «δεξιά» πρόταση για μικρότερο κράτος, και αν είναι η μεγάλη ανισότητα, έχει αξία μια «αριστερή» πρόταση για κοινωνικές παροχές στους πιο αδύναμους. Συνήθως τα προβλήματα είναι πολύπλοκα, γι’ αυτό και συχνά «αριστεροί» ηγέτες κάνουν «δεξιές» μεταρρυθμίσεις και το αντίστροφο.
Υπάρχουν όμως μεγάλα προβλήματα που δεν έχουν απάντηση στον άξονα δεξιά-αριστερά. Αυτό ισχύει παντού, και ακόμα περισσότερο σε κοινωνίες όπου δεν κυριάρχησε ποτέ ο κλασικός εργοδοτικός καπιταλισμός της Δύσης. Σε αυτές, όπως στην Ελλάδα, οι σχέσεις παραγωγής, εκμετάλλευσης, εξουσίας, ιδιοποίησης είναι σιωπηρές, χωρίς μια μεγάλη αφήγηση να τις δικαιολογεί ή να τις καταδικάζει. Αλλά είναι πραγματικές και ορίζουν τη ζωή των πολλών, με τρόπο που δεν φαίνεται στις σχηματικές αναλύσεις.

Παράδειγμα, το δημόσιο σχολείο. Έχει αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας κεντρικά προσδιορισμένο από το υπουργείο, και έχει επίσης εργασιακές σχέσεις για τους δασκάλους, που συνοψίζονται σε πολύ λίγες ώρες εργασίας (κατά μέσον όρο), σε πάρα πολλούς δασκάλους, πολύ χαμηλούς μισθούς, μονιμότητα και καμία αξιολόγηση. Αυτή είναι η επίσημη πλευρά. Υπάρχει και η ανεπίσημη πρακτική. Πολλοί δάσκαλοι κάνουν ιδιαίτερα το απόγευμα, άλλοι έχουν δεύτερες δουλειές που δεν τους αφήνουν να συγκεντρωθούν σοβαρά στη σχολική διδασκαλία. Πολλοί μαθητές πάνε στα ιδιαίτερα ή σε φροντιστήρια. Δεν νιώθουν ότι μπορούν να μάθουν πολλά στο σχολείο, και όσοι θέλουν να μάθουν ψάχνουν μόνοι τους. Οι δε δάσκαλοι που θα ήθελαν να διδάξουν με διαφορετικό τρόπο εμποδίζονται από τους περιορισμούς του υπουργείου.

Δίπλα στην επίσημη διδασκαλία υπάρχουν οι «αθέατες σπουδές». Οι μαθητές μαθαίνουν ότι ένας θεμελιακός θεσμός της κοινωνίας δεν επιτελεί τον σκοπό του, αλλά το κράτος και τα κόμματα δεν κάνουν τίποτε για να τον βελτιώσουν. Ότι αν θέλουν να μορφωθούν ή έστω να μπουν σε κάποιο πανεπιστήμιο, πρέπει να απευθυνθούν αλλού. Ότι οι δάσκαλοι παρανομούν με τα ιδιαίτερα, αλλά αυτό είναι κοινωνικά αποδεκτό. Ότι το πιο σημαντικό εφόδιο κοινωνικής ανόδου δεν είναι οι βαθμοί, αλλά οι αγωνιστικές περγαμηνές. Όταν θα βγουν στη ζωή, θα ξέρουν ότι οι κανόνες είναι για τα κορόιδα, ότι το καλύτερο κοινωνικό δίκτυο είναι ένα κόμμα, ότι ακούγεται όποιος φωνάζει. Δεν θα ξέρουν πώς να ερευνήσουν για να βρουν απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα, ούτε ότι τα βιβλία προσφέρουν ιδέες και προσεγγίσεις που δεν βρίσκεις στο facebook. Θα δίνουν ίσες πιθανότητες να καταγόμαστε από τους πρωτόπλαστους όσο από κάποιον πίθηκο, και οι πιο φευγάτοι, απορρίπτοντας την «αστική επιστήμη», θα πιστέψουν ότι έχουμε εξωγήινους προγόνους. Και, όπως διαπιστώνουμε κάθε πέντε χρόνια από το PISA, θα έχουν χειρότερη αντίληψη της γλώσσας τους και των μαθηματικών απ’ όλους σχεδόν τους άλλους Ευρωπαίους.

Η μέθοδος διακυβέρνησης του δημόσιου σχολείου, οι εργασιακές σχέσεις και ο τρόπος διδασκαλίας συγκροτούν ένα μηχανισμό εκμετάλλευσης σε βάρος των μαθητών και των πιο φτωχών οικογενειών, και σε όφελος των πιο ανήθικων δασκάλων και των πιο πολιτικάντηδων «αγωνιστών». Πόσο δεξιά ή αριστερή είναι η προσπάθεια να αλλάξει αυτό; Μέρος της λύσης είναι να έχουμε λιγότερους δασκάλους, με περισσότερες ώρες εργασίας για τον καθένα, και με πολύ καλύτερους μισθούς. Άλλο μέρος είναι κάθε σχολείο και δάσκαλος να έχουν μεγαλύτερη αυτονομία, αλλά και να αξιολογούνται συστηματικά για όσα κάνουν και πετυχαίνουν. Άλλο μέρος, να μην υπάρχει ένα επίσημο βιβλίο για κάθε μάθημα, αλλά πολλές διαφορετικές πηγές. Τι από αυτά είναι δεξιό και τι αριστερό;
Σαν το σχολείο είναι πολλοί άλλοι θεσμοί: τα νοσοκομεία, τα πάντα αναβλητικά δικαστήρια, η αγορά εργασίας που δεν συμμορφώνεται σε νόμους και συλλογικές συμβάσεις. Οσοι πιστεύουν ότι οι λύσεις υπάρχουν στα θέσφατα των στοχαστών της μιας ή της άλλης ιδεολογίας δεν ξεπέρασαν ποτέ την τσαπατσουλιά της σχολικής τάξης.

Γι’ αυτό, όταν με ρωτούν αν είμαι κεντροαριστερός ή φιλελεύθερος, λέω δεν ξέρω, και δεν με ενδιαφέρει. Αλλά με ενδιαφέρει «μια πολιτική που είναι πιθανότερο να κάνει κάτι σοβαρό για την παραγωγή, την ανεργία, τους φτωχούς και τα σχολεία». Και αν, παρά την απέχθειά μου στα συνθήματα, μου ζητούν ένα, δανείζομαι από τον Γιάννη Βούλγαρη: «ριζοσπαστικό μέτρο».
[ΠΗΓΗ: Ο ΛΑΘΟΣ ΑΞΟΝΑΣ, Καθημερινή 15-12-2013 -Αρίστος Δοξιάδης, συγγραφέας του βιβλίου «Το αόρατο ρήγμα: θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία»]

Πώς μπορούμε να τα καταφέρουμε στην ψηφιακή εποχή» χωρίς να μας ισοπεδώσει

$
0
0
Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του χωρίς αναφορά στα μέσα με τα οποία προεκτείνει τις αισθήσεις του. Από τα πρώτα λαξευμένα εργαλεία και τις γλωσσικές συμβολοποιήσεις, μέσω της χειροτεχνίας και της βιοτεχνίας έως την έλευση της μηχανικής, έπειτα της ηλεκτρικής και σήμερα της ηλεκτρονικής εποχής, η εξέλιξη του ανθρώπου είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την εξέλιξη των μέσων προέκτασης των αισθήσεών του… Ο ανθρώπινος ψυχισμός που χρησιμοποιεί τα ψηφιακά πολυμέσα βρίσκεται συχνά σε κατάσταση αλλοφροσύνης.


Όπως κι αν ονομάσουμε τη σύγχρονη εποχή της τεχνικής επικοινωνίας και μετάδοσης πληροφοριών –ηλεκτρονική, ψηφιακή (digital), κινητή (mobile), κ.λπ.– σημασία έχει ένα πράγμα: είναι εδώ. Κι όχι μόνο είναι εδώ, αλλά ήρθε για να μείνει.
Είναι λογικό να μας προκαλεί θαυμασμό, αλλά και σύγχυση, η ψηφιακή εποχή. Οι εξελίξεις είναι τόσο ραγδαίες, οι αλλαγές τόσο ριζικές, ώστε ο ανθρώπινος ψυχισμός που χρησιμοποιεί τα ψηφιακά πολυμέσα βρίσκεται συχνά σε κατάσταση αλλοφροσύνης, νιώθει αδύναμος να ελέγξει την τεχνική επιτάχυνση ή και να προσαρμοστεί καλά σε αυτήν, όσο κι αν επωφελείται (και επωφελείται διαρκώς) από τις ευκολίες της. Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από το πόσο μεταχειρίζεται κανείς τα εργαλεία της ψηφιακής εποχής, πρωτίστως τον υπολογιστή, αφού ο άνθρωπος δεν έχει τη δυνατότητα να πει «όχι» στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος υπάρχει και προχωρά, είτε το θέλει είτε όχι, εντός της∙ σήμερα εντός της ψηφιακής, κυρίως, τεχνολογίας.

Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν δεν είναι, «Πώς μπορούμε να αποφύγουμε την ψηφιακή εποχή» – κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ακόμα κι αν το θέλαμε. Το ερώτημα είναι: «Πώς μπορούμε να τα καταφέρουμε στην ψηφιακή εποχή», και (πράγμα που υπονοείται στο ερώτημα) χωρίς να μας ισοπεδώσει. Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Τομ Τσάτφιλντ, το οποίο κυκλοφορεί στη νέα σειρά «Το Σχολείο της Ζωής» υπό τη διεύθυνση του Αλαίν ντε Μποττόν (εκδ. Πατάκης). Ο Τσάτφιλντ έχει εργαστεί σε μεγάλες εταιρίες υπολογιστών και έχει γράψει τρία βιβλία για την ψηφιακή κουλτούρα.

Δύο δισεκατομμύρια χρήστες, μια μεγάλη επανάσταση 
Τι σημαίνει ψηφιακή εποχή σε ό,τι αφορά τον ανθρώπινο ψυχισμό; Προτού καταφύγουμε στην ανάλυση του Τσάτφιλντ, ας αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιους αριθμούς: το διαδίκτυο, μέσα σε δύο δεκαετίες ζωής ως τεχνολογία διαθέσιμη στο ευρύ κοινό, μετρά ήδη πάνω από 2 δισεκατομμύρια χρήστες, ενώ η κινητή τηλεφωνία, μέσα σε τρεις δεκαετίες, μετρά πάνω από 5 δισεκατομμύρια ενεργούς λογαριασμούς. Αυτή είναι μία παγκοσμιοποιημένη και παγκοσμιοποιητική πραγματικότητα την οποία μόνο συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσαν να είχαν προβλέψει (όπως π.χ. ο Χέρμπερτ Γουέλς, που το 1938 πρόβλεψε στο βιβλίο του World Brain την παγκόσμια εγκυκλοπαίδεια, και μάλιστα στον προσωπικό μας χώρο: projector ονομάζει τον ακόμα ανύπαρκτο, τότε, προσωπικό υπολογιστή). «Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτελούν το πρώτο πραγματικά παγκόσμιο μέσο», γράφει ο Τσάτφιλντ και αναφέρεται, όχι στον Γουέλς, αλλά στην περίφημη φουτουριστική νουβέλα του E. M. Φόρστερ, «The Machine Stops».
Αυτά τα στατιστικά νούμερα, όπως και τα τεχνικά ζητήματα που αφορούν την εφεύρεση και εξέλιξη των ψηφιακών πολυμέσων, έχουν ασφαλώς τη σημασία τους. Όμως για μας τους μη ειδικούς, όπως τονίζει ορθά ο Τσάτφιλντ, ουσιαστική σημασία έχει η «εμπειρία της τεχνολογίας που παρέχουν. Σε ό,τι αφορά την εμπειρία, η μεγάλη ψηφιακή επανάσταση δεν βρίσκεται παρά μόνο στο ξεκίνημά της...». Τα ψηφιακά πολυμέσα εργασίας, επικοινωνίας και ψυχαγωγίας έχουν γίνει πλέον «προσωπικά» (προσωπικός υπολογιστής, προσωπικό λάπτοπ ή τάμπλετ, προσωπικό κινητό), συνεπώς αναπτύσσουμε μαζί τους μια «μύχια» σχέση. Και αυτή η σχέση, όπως κάθε σχέση, έχει τα ωραία της, αλλά και τις δυσκολίες της.
Ένα από τα βασικά προβλήματα που τίθενται στη σχέση ανθρώπων-τεχνολογίας, σύμφωνα με τον Τσάτφιλντ, είναι ότι αυτή η σχέση απειλεί τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Η χρήση των ψηφιακών πολυμέσων προσφέρει συναρπαστικές ευκαιρίες, ωστόσο η κατάχρησή τους απομυζά υπέρμετρο χρόνο και ουσία από την επαφή μας με τους άλλους. Ναι μεν υπάρχει επαφή και είναι πιο γρήγορη, αλλά γι'αυτό τον λόγο δεν είναι αρκετά βαθιά. Προαπαιτούμενο για την παγίωση διαπροσωπικών σχέσεων είναι ο αργός, ήρεμος, εκτεταμένος χρόνος. «Εάν δεν προσέξουμε πώς διαφυλάττουμε και πώς διαχειριζόμαστε τον χρόνο αυτόν, η τεχνολογία θα μας τον πάρει», προειδοποιεί ο συγγραφέας. Και μόνο το γεγονός ότι έχουν επινοηθεί και προωθούνται «διακοπές εκτός δικτύου», δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Σήμερα κάνουμε τα πάντα πιο γρήγορα από ποτέ, κι όμως έχουμε τη φαινομενικά παράδοξη αίσθηση πως δεν έχουμε χρόνο για τίποτα.
Το διαρκές παρόν
Ο χρόνος συνδέεται αναπόσπαστα με τη μνήμη. Ο χρόνος σύνδεσης είναι ένα διαρκές παρόν που δεν επιτρέπει εύκολα στον τεράστιο όγκο των πληροφοριών να κολλήσουν στο μυαλό μας, να γίνουν αναμνήσεις με ουσιαστικό νόημα για τη ζωή μας. Όπως γράφει ο Τσάτφιλντ, όσο περισσότερες είναι οι εικόνες, τα κείμενα, τα σχόλια κ.λπ. για ένα συγκεκριμένο γεγονός (ο ίδιος αναφέρει τη γέννηση των παιδιών των φίλων του) τόσο μικρότερος είναι «ο αντίκτυπος στη συνείδησή μου». Εδώ η καταναγκαστική επανάληψη και συσσώρευση πληροφορίας συνήθως λειτουργεί, όπως έχει δείξει εδώ και δεκαετίες ο Μποντριγιάρ, αντιστρόφως ανάλογα με τη νοηματοδότηση ουσιαστικών αξιών της ζωής μας. Τι χάνουμε; Μεταξύ άλλων, την «ελεύθερη ονειροπόληση που σχετίζεται και με δημιουργική ενόραση και με προσωπική γαλήνη», γράφει ο συγγραφέας. Όχι και αμελητέο τίμημα...
Όμως ο Τσάτφιλντ δεν είναι πεσιμιστής, δεν είναι μίζερος, ούτε νοσταλγός ενός δήθεν χαμένου παραδείσου σε κάποιο δήθεν παραδείσιο φυσικό περιβάλλον. Το βιβλίο του Τσάτφιλντ είναι αφιερωμένο στην ανάλυση της σχέσης ανθρώπου και τεχνολογίας, μιας σχέσης που για τον συγγραφέα ήταν ανέκαθεν αναπόδραστη («Είμαστε πλάσματα της τεχνολογίας»). Αναφορές στην ιστορία των ψηφιακών συσκευών υπάρχουν, αλλά δεν συσκοτίζουν το βασικό, που είναι ο «λόγος για τον οποίο τις χρησιμοποιούμε. Τα ψηφιακά μέσα είναι τεχνολογίες του νου και της εμπειρίας. Εάν επιθυμούμε να ευδοκιμήσουμε πλάι τους, το πρώτο που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι για να τις κατανοήσουμε εποικοδομητικά, δεν πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας την τεχνολογία ως έννοια αφηρημένη, αλλά ως τις εμπειρίες που αυτή επιτρέπει».

Πώς μπορούμε να το πετύχουμε; Ο Τσάτφιλντ δεν περιορίζεται σε μια περιγραφική θεώρηση της κατάστασης, αλλά προτείνει λύσεις. Για παράδειγμα, μπρος στην πραγματικότητα ότι δεν φαίνεται να υπάρχει πια αυθεντία, ότι ο καθένας μας έχει γίνει «η αυθεντία της θέσης του στον κόσμο», ο συγγραφέας αντιτάσσει «τον σεβασμό στις αρχές της ειλικρινούς επιχειρηματολογίας, της θαρραλέας αυτεπίγνωσης και της γνήσιας επιθυμίας για μάθηση». Αυτές οι αρχές, όχι μόνο δεν αφορούν αποκλειστικά τη σχέση μας με τα ψηφιακά πολυμέσα, αλλά και προϋποτίθενται για κάθε ουσιαστική αυτοκατανόηση.

Το βιβλίο εμπλουτίζεται με σύντομες μα στοχευμένες αναφορές σε γνωστούς στοχαστές (Μάρσαλ Μακλούαν, Φρέντρικ Τζέιμσον, Νόαμ Τσόμσκι), σε σύγχρονους γκουρού των ψηφιακών μέσων (Κέβιν Κέλι, Νίκολας Καρ, Τζάρον Λάνιερ), καθώς και σε αρκετούς πεζογράφους (Τζ.Γκ. Μπάλαρντ, Φίλιπ Ντικ, κ.ά.). Πολύ χρήσιμο είναι και το επίμετρο, όπου ο συγγραφέας προτείνει σχετικά βιβλία από τον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών και της λογοτεχνίας.
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και την ψυχολογική σημασία τους για τη δημιουργία εικονικών κόσμων και ρόλων, στον συνδυασμό ελεύθερης πρόσβασης στο διαδίκτυο και εκτεταμένης λογοκρισίας (όπως στην Κίνα), στο άλυτο ακόμα ζήτημα των προσωπικών δεδομένων και της διαχείρισης των ψηφιακών ιχνών που αφήνουν οι εικονικές μας δραστηριότητες, στο οικονομικό και πολιτικό σκέλος της παροχής και του ελέγχου των ψηφιακών πολυμέσων. Ναι μεν το βιβλίο του Τσάτφιλντ είναι αρκετά ευσύνοπτο ώστε να αποτελεί μια ολοκληρωμένη μελέτη αυτών των πολυδιάστατων θεμάτων, αλλά αποτελεί την καλύτερη και πιο εύληπτη εισαγωγή σε αυτά. Έχουμε ανάγκη την κατανόηση αυτών των ζητημάτων, ιδίως στα καθ'ημάς, όπου τα ψηφιακά πολυμέσα φτάνουν στα χέρια και στα μυαλά μας εισαγόμενα και ετοιμοπαράδοτα.
Ο Τσάτφιλντ πιστεύει πως μπορούμε να γίνουμε συνειδητά «ενεργοί πλοηγοί πληροφοριών», αντί να είμαστε απλώς «παθητικοί δέκτες», και επικαλείται τη, βασισμένη στον Αριστοτέλη, ιδέα για μια «ανθρωποκεντρική οπτική» στο ζήτημα της τεχνολογίας. Μπορούμε να το καταφέρουμε; Ή μήπως αυτή η πίστη στην ανθρώπινη δυνατότητα επιλογής είναι μία ακόμα αυταπάτη, ενώ η αλήθεια βρίσκεται στην τεχνική δομή που δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο να παίρνουμε ελεύθερες και υπεύθυνες αποφάσεις; Πέρα από τους τεχνοφοβικούς, που βαυκαλίζονται πως η ανθρώπινη ευτυχία είναι δυνατή και υφίσταται μακριά από το τεχνικό σύστημα, αλλά και πέρα από τους τεχνομανιακούς, που αγνοούν ή παριστάνουν πως αγνοούν τους ουσιαστικούς κινδύνους της ανεξέλεγκτης τεχνολογικής εξέλιξης, το βέβαιο είναι ένα: αν όντως υπάρχει μια κάποια ελευθερία στην επιλογή, αυτή βρίσκεται πλέον και κατ'ανάγκην μέσαστο πλαίσιο της τεχνολογίας, μέσαστο πλαίσιο της ψηφιακής εποχής.

Κάνουμε τα πάντα πιο γρήγορα από ποτέ, κι όμως έχουμε τη φαινομενικά παράδοξη αίσθηση πως δεν έχουμε χρόνο για τίποτα.


[Πηγή: ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣκριτική παρουσίαση του βιβλίου ΠΩΣ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ που αναρτήθηκε στο BOOKPRESShttp://bookpress.gr/ ]

Τα Μικρά Κρατούμενα Μιας Ζωής Γεμάτης Πολλαπλασιασμούς

$
0
0
Όσο μεγαλώνεις όλο και περισσότερο δίνεις σημασία στα καθημερινά και επιτακτικά της επιβίωσης προσπερνώντας ήχους, εικόνες, μυρωδιές που έχουν τεράστια σημασία στη ζωή σου αλλά εκτελούν χρέη κομπάρσου στη μνήμη σου.


Ένας τέτοιος ήχος είναι και αυτός που κάνουν τα κλειδιά σου, όταν ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού σου. Του προσωπικού σου παράδεισου. Του χώρου που αποτελεί το καταφύγιο σου. Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι σου μπορείς και νιώθεις ασφαλής. Οι φωνές του πλήθους, η ένταση της δουλειάς, μια δύσκολη ημέρα που τελείωσε μένουν εκτός. Με το που ξεκλειδώνεις και πετάς τα κλειδιά επάνω στο τραπέζι, με το που βγάζεις το μπουφάν και αφήνεις την τσάντα, «κλειδώνεις» πίσω σου έναν κόσμο που σε αγχώνει και πολλές φορές σε τρομάζει. 
Πόσοι από εμάς άραγε εκτιμούμε τον ήχο που κάνει η κλειδαριά της πόρτας όταν ξεκλειδώνει; Ποτέ μου δεν στάθηκα σ'αυτό το «κλικ». Είναι το δεδομένο στη ζωή μου και τα μικρά…κρατούμενα σ'έναν πολλαπλασιασμό υποχρεώσεων και στιγμών.

Διαβάζοντας όμως για τον άστεγο της οδού Δεληγιώργη, που στόλισε τον μικρό του χώρο στο πεζοδρόμιο με χριστουγεννιάτικα στολίδια, συγκλονίστηκα. Η φωτογραφία του έκανε τον γύρο του διαδικτύου, όμως μια φράση του είναι αυτή που δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου. Όταν λοιπόν ρώτησε η δημοσιογράφος τον 47χρονο άντρα τι δεν θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή του, απάντησε: «Τον ήχο που έκαναν τα κλειδιά κάθε φορά που άνοιγα την πόρτα του σπιτιού μου». 

 Αυτό το δεδομένο «κλικ» για 44 ολόκληρα χρόνια, κάποια στιγμή σταμάτησε να είναι δεδομένο κι έγινε ανάμνηση! Ο άστεγος της οδού Δεληγιώργη είναι ένας άνθρωπος που μιλά αγγλικά, γερμανικά και σουηδικά. Έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων και έκανε μεταπτυχιακό στη Σκανδιναβία. Μια οικογενειακή περιπέτεια τον άφησε χωρίς μία, στον δρόμο, εδώ και τρία χρόνια. Αγωνιά κάθε βράδυ μην πάρει άλλος τη θέση του στο πεζοδρόμιο.
 Δεν παραιτείται από την ομορφιά και, όπως μπορεί, προσπαθεί να βάλει το πνεύμα των Χριστουγέννων στα λίγα μέτρα που απλώνει την πραμάτεια του. Στολίζει με χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια την απόγνωση και τη μοναξιά του. Και το βράδυ όταν ξαπλώνει, μετρά τα βιαστικά βήματα των περαστικών που τον προσπερνούν και θυμάται. Το «κλικ» που κάποτε ήταν δεδομένο, όπως και οι φίλοι, η δουλειά, οι παρέες, η μυρωδιά του μαγειρεμένου φαγητού, η μυρωδιά του μαλακτικού στα ρούχα όταν αυτά βγαίνουν από το πλυντήριο. Μικροί κομπάρσοι που στην ταινία της καθημερινότητάς σου μπορεί να μην αναφέρονται καν στους τίτλους τέλους. Κι όμως ένα «κλικ» για κάποιον, μπορεί να είναι και ο μεγάλος πρωταγωνιστής που εσύ δεν εκτίμησες ποτέ το ταλέντο του…


[ΠΗΓΗ: Κλεοπάτρα Πατλάκη Κομπάρσοι ή πρωταγωνιστές  - http://instagram.com/cleopatlaki ]

Θα μας ξυπνήσει, άραγε ποτέ, ο καλπασμός του ασύδοτου κομματικού τυχοδιωκτισμού που σαρώνει αυτή τη χώρα το τελευταίο τέταρτο του αιώνα;

$
0
0
Το ιλαροτραγικό επεισόδιο της σύλληψης του πρώην υπουργού Μεταφορών Μ. Λιάπη, που οδηγούσε αυτοκίνητο με πλαστές πινακίδες, μπορεί να τύχει μιας δεύτερης ανάγνωσης, για την ακρίβεια αντίστροφης. Διότι η έκπληξη της κοινής γνώμης ελάχιστα απείχε απ'το να γίνει, αυτή η ίδια, πρόξενος δεύτερης έκπληξης: τι άλλο περίμενε δηλαδή η ελληνική κοινωνία;


Δεδομένου του πνευματικού και πολιτικού αναστήματος των πρωταγωνιστών της οικογενειοκρατίας, πώς να αιτιολογήσουμε το υποτιθέμενο σοκ μπροστά σε μια συμπεριφορά καθ'όλα αναμενόμενη; Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο παράπτωμα θεωρήθηκε σκανδαλώδες, ενώ, συγκριτικά, δεν αποτελούσε παρά σταγόνα επιπολαιότητας στον ωκεανό των αμαρτιών της ημισυνταξιοδοτημένης τριτοκοσμικής μας ελίτ, αξίζει από μόνο του να καταστεί αντικείμενο μελέτης.

Σαν να λέμε, στην περίπτωση μιας κοινωνίας με οξυμένη αυτεπίγνωση, ο θόρυβος στα ΜΜΕ ή στο Διαδίκτυο θα ήταν μάλλον αδιανόητος - αν μας είχε όντως ξυπνήσει ο καλπασμός του ασύδοτου κομματικού τυχοδιωκτισμού που σάρωσε αυτή τη χώρα το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, η παραπομπή του Μ. Λιάπη στο Αυτόφωρο, και παρά τις χειροπέδες, θα περνούσε στα ψιλά. Και ανάποδα: η εντύπωση της ειδησεογραφικής ηλεκτροπληξίας που προκάλεσε, συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι ο κόσμος, παραδόξως, διατηρεί ακόμη ελπίδες υπέρ της ανάρρωσης του παλαιού καθεστώτος. Για να σοκάρεται κανείς από κατορθώματα τύπου Λιάπη, θα πρέπει, ομολογουμένως, να πιστεύει ότι υπάρχουν ακόμη σήμερα κάποια υπολείμματα σεβασμού προς τους θεσμούς και τους νόμους, ότι υπάρχουν αναστολές που λειτουργούν, ότι εκείνοι που εκτίθενται στη δημόσια σκηνή εξακολουθούν να είναι ακόμη, ύστερα απ'όσα προηγήθηκαν, άνθρωποι με στοιχειώδη έστω ευαισθησία στα προσχήματα. Πάρτε το βιβλίο «Για ένα νέο ήθος»: είναι ηλίου φαεινότερο ότι κανένας εξ όσων είναι στ'αλήθεια προικισμένοι με ήθος δεν διαλέγει να γράψει πραγματεία περί ήθους.

Έτσι, οι αντιδράσεις στο επίμαχο ολίσθημα προδίδουν, κατά βάθος, το αντίθετο εκείνου που νομίζουμε: μας δείχνουν ότι το παλαιό σύστημα, μολονότι σωριασμένο σε ερείπια, αντέχει εντούτοις να διεκδικεί, κουτσά στραβά, τη νόμιμη αντιπροσώπευση των ιδανικών της πολιτικοκοινωνικής μας ζωής - αντέχει, επομένως, την ειρωνική δοκιμασία τού να παρουσιάζει ένα κρούσμα παρασπονδίας όπως αυτό των πλαστών πινακίδων του Λιάπη σαν να επρόκειτο για μια συγκλονιστική εξαίρεση που αμαυρώνει τάχα την υπόληψη του κοινοβουλευτικού παρθεναγωγείου.

Εξ ου και το σύστημα φαίνεται να αντέχει επίσης εκλογικά. Στο βαθμό που μας εκπλήσσει το θράσος του Μ. Λιάπη, άλλο τόσο παραδεχόμαστε ότι περιμέναμε απ'αυτόν κάτι καλύτερο


[ΠΗΓΗ: Ευγένιος Αρανίτσης, ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ, στην ΕΙΣΟΔΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ της σαββατιάτικης ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ: 21-12-2013 με συμβολική εικόνα «Βυθού» της Φιλοπούλου Ιουστίνης]

Αν δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει παντεσπάνι, αν δεν έχει πετρέλαιο ας ψοφήσει στο κρύο

$
0
0


Η ΜΑΡΙΑ Αντωνία Ιωσηφίνα Ιωάννα, δούκισσα της Αυστρίας και μετέπειτα βασίλισσα της Γαλλίας, φέρεται να είχε δηλώσει, όταν οι Γάλλοι ψωμολυσσούσαν, τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης: «Αν δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει παντεσπάνι».

Οι σύγχρονοι Βουρβόνοι της ημεδαπής, άρχοντες ελέω τρόικας, και συγκεκριμένα οι υπουργοί Υγείας και Περιβάλλοντος, εξέδωσαν μια ανακοίνωση, που θα έκανε ακόμα και την κόρη της Μαρίας Θηρεσίας να κοκκινίσει από ντροπή: συνέστησαν στους πολίτες να περιορίσουν κατά το δυνατό την άσκοπη χρήση τζακιών το Σαββατοκύριακο, λόγω της αιθαλομίχλης. Άσκοπη χρήση!
Οι άνθρωποι κόβουν από το φαγητό τους να αγοράσουν ξύλα, τα οποία και καίνε με ευλάβεια, όπως το λάδι στο καντήλι οι παλιοί, κι έρχονται κάποιοι ευρύπυγοι χαρτογιακάδες, που έχουν βγάλει την μπέμπελη από την αδιάκοπη χρήση καλοριφέρ και καυστήρων στα γραφεία και στις επαύλεις τους, και τολμούν να κάνουν συστάσεις σε πεινασμένους ανθρώπους που ζεσταίνονται με τζάκι, επειδή η κυβέρνηση των Κουίσλινγκ, στην οποία ανήκουν, υπερφορολογεί το πετρέλαιο θέρμανσης.


Εάν η ευφυΐα τους ήταν η μισή από την έπαρσή τους, θα καταλάβαιναν ότι εάν μείωναν το φόρο στα καύσιμα, ούτε αιθαλομίχλη θα είχαμε αφ'ενός και αφ'ετέρου το κράτος θα εισέπραττε έτσι κι αλλιώς από φόρους πολλές εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ, που τώρα χάνει, γιατί ελάχιστοι προμηθεύονται το πανάκριβο πετρέλαιο!

Είναι απύθμενο το θράσος τους. Τους φαντάζομαι ως γιατρούς να συστήνουν σε λιμοκτονούντες και άρρωστους πρόσφυγες υπερτροφία, ασφαλές περιβάλλον, απόλυτη ανάπαυση και μακρόχρονη νοσηλεία σε κουρχάους των Άλπεων για να αναλάβουν.
Τους φαντάζομαι ως εκπαιδευτικούς συμβούλους να συστήνουν σε άγριους, αγράμματους εφήβους από τις φαβέλες του Ρίο φοίτηση στο Κέμπριτζ, το Γέιλ και την Οξφόρδη, ώστε να μορφωθούν, να κοινωνικοποιηθούν και να παύσουν να είναι παραβατικοί. Και βέβαια, τους φαντάζομαι όλους μασκαρεμένους ως μωρές βασίλισσες, με φραμπαλάδες, φτερά και κοσμήματα, να συνιστούν παντεσπάνι σε ανθρώπους που δεν έχουν ψωμί - το σύνδρομο της Αντουανέτας που λέγαμε. Για το οποίο φαίνεται πως δεν υπάρχει γιατρειά.

ΤΑ ΑΔΕΙΑ κεφάλια των πλουσίων και ισχυρών, όταν γίνονται επικίνδυνα για το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να κόβονται προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος - είτε κυριολεκτικά, όπως η χαριτόβρυτος κεφαλή της Μαρίας Αντουανέτας, είτε μεταφορικά, με εκλογές ας πούμε, ή με κοινωνικούς αγώνες, που θα έστελναν αυτά τα αλαλάζοντα κύμβαλα στα σκουπίδια της ελληνικής ιστορίας, όπου και ανήκουν δικαιωματικά
[ΠΗΓΗ: Παύλος Μεθενίτης, ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ]

Η γλώσσα της γης: μια ποιητική ανθολογία όπου επιστήμονες αφουγκράζονται τη Γη και προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τη μεγαλειώδη της γλώσσα

$
0
0


 «Δεν είναι πολλοί εκείνοι -ούτε ανάμεσα στις μεγαλοφυΐες- που κοινωνούν διαρκώς με το Πνεύμα της Γης». Αυτά έγραφε, στα 1930, ο Ρομέν Ρολάν, στη μονογραφία του «Γκέτε - Μπετόβεν», επισημαίνοντας στο απρόθυμο να ακούσει κοινό της εποχής του μια πραγματικότητα, την οποία, ενώ και εμείς βιώνουμε κατά κόρον, σπανίως είμαστε σε θέση ή έχουμε τη διάθεση να αναγνωρίσουμε.


Μέσα στο σύγχρονο αστικό τοπίο, σοβαροί και καθ'όλα ειλικρινείς καλλιτέχνες δεσμεύονται, όχι σπάνια, από νεκρές αρχές, αισθητικές και μη, από προκατασκευασμένους κανόνες ή περιοριστικές ιδεολογίες, από κάθε λογής σχήματα σκέψης ή θολούς προγραμματικούς στόχους, που, ενώ δίνουν την επίφαση κάποιου προσανατολισμού, μάλλον απομακρύνουν τον καλλιτέχνη από το σκοπό του, δηλαδή την καίρια και εναργή έκφραση της ζωής με τη μέγιστη δυνατή ένταση.
Ακόμα και στοιχεία που υπήρξαν κάποτε ζωντανά και προώθησαν την υπόθεση της σκέψης και της τέχνης, μέσα από μια, άλλοτε συνειδητή και άλλοτε ασύνειδη, διαδικασία απόσταξης, μέσα από έναν μηχανισμό αέναης αφαίρεσης, που μοιάζει μάλλον με αφαίμαξη, παύουν να αντιπροσωπεύουν οτιδήποτε το ζωντανό.
Η τέχνη αποξενώνεται σε τέτοιο βαθμό από τη ζωή, που καταλήγει να μη μοιράζεται τίποτε το κοινό μαζί της. Η «αισθαντικότητα» του καλλιτέχνη στομώνεται· χάνεται αυτή η τόσο γόνιμη πρωταρχική αίσθηση ότι ο τίμιος τεχνίτης αποτελεί οργανικό μέρος του σύμπαντος κόσμου και ότι το έργο του είναι ακόμη μία από τις φωνές που μοχθεί να πάρει η ίδια η ζωή στον αγώνα της να εκφραστεί.
Αυτός λοιπόν που άλλες εποχές είδαν και χαιρέτισαν ως τον «έμπιστο της Γης» παύει να εννοεί το Πνεύμα της, η γλώσσα της τού γίνεται ξένη και καταντά στείρος ομφαλοσκόπος, ακόμα ένας διασκεδαστής της ανίας των συγχρόνων του. 

Στο βιβλίο «Η Γλώσσα της Γης: Μια ποιητική ανθολογία», συναντάμε μια λαμπρή χορεία επιστημόνων και εξερευνητών, συγγραφέων και φιλοσόφων, ζωγράφων και ποιητών, που όχι απλώς δεν δέσμευσαν τη σκέψη και τη δράση τους στα όσα επιγραμματικώς εκθέσαμε παραπάνω, μα που δεν έπαψαν στιγμή να αφουγκράζονται τη Γη και να προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τη μεγαλειώδη της γλώσσα, γραμμένη στο χώμα και στην πέτρα. Και η χορεία είναι πράγματι λαμπρή: Αριστοτέλης και Βολτέρος, Καντ και Αϊνστάιν, Κόλεριτζ και Κιτς, Δάντης και Ροντέν, Χέμινγουεϊ και Σεντ-Εξιπερί, Γουέρντσγουερθ και Ντα Βίντσι, Τζέφερσον και Δαρβίνος, Πόουπ και Γκέτε, για να αναφέρουμε ελάχιστους μόνο. 

Μέσα από τα κείμενα 117 συγγραφέων η πρωτότυπη αυτή ανθολογία μάς δίνει μια εξαιρετικά πλούσια προσωπογραφία της Γης. Ημερολογιακές καταγραφές, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αισθητικά δοκίμια, μυθιστορηματικά χωρία και ικανός αριθμός ποιημάτων δίνουν ένα πανόραμα των εντυπώσεων που προξένησε και των σκέψεων που υπέβαλε η Γη σε εμπνευσμένους ανθρώπους ανά τους αιώνες.
Στις τετρακόσιες και πλέον σελίδες του βιβλίου ταξιδεύουμε από τις εκπληκτικές ζωγραφιές του σπηλαίου στην Αλταμίρα μέχρι τις σύγχρονες αναζητήσεις της γλυπτικής και της ζωγραφικής, με πολλούς και σημαντικούς ενδιάμεσους σταθμούς της τέχνης και της σκέψης· σημείο αναφοράς είναι πάντα η Γη και στόχος «να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των θετικών και των ανθρωπιστικών επιστημών».
Το να μιλούν οι ποιητές για ποίηση, πολλές φορές μάλιστα μέχρις εξαντλήσεως, είναι ασφαλώς κάτι το σύνηθες. Το να επιμελούνται ποιητικές ανθολογίες επίσης. Τι είναι όμως αυτό που ωθεί τρεις θετικούς επιστήμονες, έγκριτους γεωλόγους, με ιδιαίτερα πλούσιο ερευνητικό έργο ο καθένας τους, να αφήνουν κατά μέρος, έστω και για λίγο, τις γεωλογικές μελέτες τους; Τι είναι αυτό που τους κάνει να επιδίδονται με την επιμονή και υπομονή Βενεδικτίνων μοναχών στην ανθολόγηση κειμένων που εκφεύγουν των επιστημονικών ορίων, προκειμένου να μιλήσουν για το αντικείμενο της επιστήμης τους; 

Επιστήμονες-ποιητέςΤο ίδιο το βιβλίο δίνει την απάντηση, καθώς συνιστά και μια ομολογία, αν όχι διακήρυξη, ενός credo. Διαβάζουμε: «Ποίηση είναι εκείνο το είδος σύνθεσης που αντίκειται στην επιστήμη προτείνοντας ως άμεσο αντικείμενό της την ευχαρίστηση, όχι την αλήθεια». Ο ορισμός ανήκει στον Κόλεριτζ. «Ομως κατά μία έννοια η ποίηση είναι συμπληρωματική της επιστήμης, όχι ανταγωνιστική», προσθέτουν αμέσως μετά οι επιμελητές της ανθολογίας. Εδώ συμβαίνει το εξής εκπληκτικό: οι επιστήμονες κατά κάποιον τρόπο παρουσιάζονται «ποιητικότεροι του ποιητού», για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση.
Ήδη από τον πρόλογο σημειώνουν χαρακτηριστικά: «Πέρα από το να διαπιστώσουμε τη στενή σχέση της επιστήμης με άλλα είδη έκφρασης και απόκτησης γνώσης, θέλουμε ταυτόχρονα να δώσουμε την αίσθηση της μοναδικότητας, την ενόραση και την έμπνευση που υπάρχουν σε κάθε συνδιαλλαγή με τον πλανήτη-γονέα μας και σε όλες τις περιγραφές του». 

Πόσο συχνά ακούμε από χείλη επιστημόνων, και μάλιστα στην εποχή της υπερεξειδίκευσης, ότι η επιστήμη, με όλα της τα λαμπρά και αδιαμφισβήτητα επιτεύγματα, με όλες τις υποσχέσεις της, που στα μάτια των περισσοτέρων εξακολουθούν να τη δείχνουν σαν τον νέο επί Γης θεό, δεν αρκεί, ότι έχει όρια και ότι το μονοπώλιο της ερμηνείας του κόσμου δεν της ανήκει; Ότι ένα τέτοιο μονοπώλιο δεν υπάρχει και ότι πρέπει να προσφύγουμε στην τέχνη για να σχηματίσουμε μια πιο πλήρη εικόνα του κόσμου;
Μια ανέλπιστη υπεράσπιση της ποίησης από μια απροσδόκητη μεριά. Οι τρεις γεωλόγοι μάς θυμίζουν ότι η τέχνη, η ποίηση, πέραν όλων των άλλων, είναι και μια μορφή γνώσης - και μάλιστα σημαντική. Πόσοι ποιητές σήμερα θα τολμούσαν να αναλάβουν το βάρος μιας τέτοιας συνηγορίας;
Στα εκτενή σημειώματα που συνοδεύουν τα ανθολογημένα κείμενα απτή είναι η μέριμνα των συγγραφέων για τον πλανήτη και το μέλλον του. Αυτή η μέριμνα εξάλλου μαζί με την ανάγκη της απεύθυνσης σε ένα ευρύτερο κοινό υπήρξαν και τα δύο βασικά κίνητρα για τη γένεση της ανθολογίας. 

«Η κατανόηση και η φροντίδα της Γης είναι εξαιρετικά σημαντικά για να αφεθούν απλώς στα χέρια των ειδικών», μας λένε χαρακτηριστικά και ακολουθώντας την αρχή ότι «πρώτα γοητεύεις και κατόπιν διδάσκεις», με όχημα την ποίηση, μας καλούν να γνωρίσουμε τον πλανήτη μας σε όλη του την ομορφιά και τη δύναμη, την ανθεκτικότητα και την ευθραυστότητα, την καλοσύνη και την οργή. Η γνώση αυτή και πρωτίστως η γνώση της ομορφιάς θα μας κάνει πιο ταπεινούς και συνάμα πιο ικανούς να διαφυλάξουμε τον πλανήτη μας από τον κίνδυνο που τον απειλεί: εμάς τους ίδιους. 

Το βιβλίο αυτό είναι ένα κάλεσμα επιστροφής στη Μητέρα Γη. Σαν τον μυθικό Ανταίο, είμαστε αναγκασμένοι να ξαναγυρίζουμε σε αυτήν κάθε φορά που θέλουμε να αντλήσουμε έμπνευση και δύναμη. Αλλά αυτή ακριβώς η ανάγκη μας, αυτό το δέσιμο με τη Γη συνιστά και τη μοναδική, ίσως, υπόσχεση ελευθερίας για τον άνθρωπο· γιατί κάθε φορά που απομακρυνόμαστε από εκείνη, κάθε φορά που επιχειρούμε να σπάσουμε το δεσμό μας με αυτή, επιζητώντας την απόλυτη κατίσχυση, η «ελευθερία» μας αποδεικνύεται φενάκη· μένουμε μετέωροι και τελικά γινόμαστε δέσμιοι και βορά του χειρότερου εαυτού μας. 

Η Γη εξακολουθεί να αποκρίνεται σε αυτούς που τη ρωτούν, εξακολουθεί να διδάσκει εκείνους που αποκαθιστούν τη σχέση μαθητείας μαζί της. Και είναι αυτή η μαθητεία που αποβαίνει άθληση ελευθερίας, καθώς επανασυνδέει τον άνθρωπο με τις ρίζες του και του αποκαλύπτει το αυθεντικό του πρόσωπο: «Είμαστε φτιαγμένοι από χώμα, αλλά το χώμα τούτο είναι χώμα αστεριού και μας ταλανίζουν όνειρα».
[ΠΗΓΗ: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ, Είμαστε Αστέρια από χώμα, Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία 28-12-2013 -Εικονογράφηση: πίνακες του Liber (ΝΙΚΟΣ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ 1956-2013)

Ποιήτριες της Θεσσαλονίκης: από την αποκαλούμενη γενιά του 1960 ως τη γενιά του… «Ιδιωτικού Οράματος»

$
0
0
Όπως είναι ευνόητο, η χαρτογράφηση του έργου ποιητών και ποιητριών που είναι ενεργοί και ενεργές έχει πολλές δυσκολίες, ειδικά όταν αποφασίζουμε να απομακρυνθούμε από την πάντα σημαίνουσα κλίμακα της ατομικής περίπτωσης και να αποπειραθούμε μια θέαση πιο εποπτική μα και πιο επιρρεπή στον κίνδυνο της απλουστευτικής γενίκευσης. Παρ’ όλα αυτά, θα επιχειρήσουμε να περιδιαβούμε τη θεματική που διαπερνά το έργο ποιητριών της Θεσσαλονίκης, με τη δεσμευτική προσημείωση ότι το πορτρέτο αυτό είναι μερικό, γιατί εστιάζεται στο έργο που παράγουν οι ποιήτριες μέλη (μέχρι και τον Οκτώβριο του 2013) της «Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης» (Ε.Λ.Θ.), και πιο συγκεκριμένα οι εξής (αλφαβητικά): Κούλα Αδαλόγλου, Ρούλα Αλαβέρα, Μυρτώ Αναγνωστοπούλου, Μαρία Αρχιμανδρίτου, Μαρία Γούναρη, Ιφιγένεια Διδασκάλου, Καλλιόπη Εξάρχου, Βικτωρία Καπλάνη, Μαρία Καραγιάννη, Μαρία Καρδάτου, Κατερίνα Καριζώνη, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Έλσα Κορνέτη, Άννυ Κουτροκόη, Χλόη Κουτσουμπέλη, Εύα Λιάρου-Αργύρη, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ελένη Μερκενίδου, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Σόνια Πυλόρωφ-Σωτηρούδη, Ζωή Σαμαρά, Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, Γεωργία Τρούλη και Χαρά Χρηστάρα.


Με αφετηρία το έργο της καστοριανής Ιφιγένειας Διδασκάλου (γενν. 1916), η οποία εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο Άνθινες ώρες το 1958 και το 1997 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά της στη μακεδονική λαογραφία, θα λέγαμε ότι στη χορεία των ποιητριών της Ε.Λ.Θ. έχουν ενσωματωθεί τέσσερις κύριες γραμματολογικές αρτηρίες:
(α) Η πρώτη χαράσσεται από τις ποιήτριες της αποκαλούμενης Γενιάς του 1960:τη Ρούλα Αλαβέρα, τη Μαρία Καραγιάννη και τη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, που εμφανίστηκαν στα γράμματά μας από το 1960 μέχρι και το 1974. Με κριτήριο το έτος γέννησης, στην ίδια Γενιά θα εντάσσονταν η Εύα Λιάρου-Αργύρη, η Ζωή Σαμαρά και η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, αν και ως ποιήτριες εμφανίστηκαν αρκετά όψιμα.
(β) Η δεύτερη αρτηρία προέρχεται από τις ποιήτριες εκείνες που, κατά τους γραμματολόγους, ανήκουν στη Γενιά του 1970. Η Κούλα Αδαλόγλου, η Μαρία Καρδάτου, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα και η Σόνια Πυλόρωφ-Σωτηρούδηεξέδωσαν τις πρώτες τους συλλογές κατά τη δεκαετία του 1980, αλλά νωρίτερα είχαν εμφανιστεί η Μυρτώ Αναγνωστοπούλου και η Κατερίνα Καριζώνη,ενώ αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξέδωσαν τις πρώτες τους συλλογές η Μαρία Γούναρη και η Άννυ Κουτροκόη.
(γ) Η τρίτη αρτηρία προέρχεται από τη Γενιά του 1980 ή, όπως την έχει βαφτίσει ο γενεαλόγος της Ηλίας Κεφάλας, Γενιά του «ιδιωτικού οράματος»(Κεφάλας, 1989). Η εμφάνιση στον ποιητικό στίβο της Χλόης Κουτσουμπέλη, της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου και της Ελένης Μερκενίδουέγινε κατά τη δεκαετία του 1980 και συνέπεσε χρονικά με τη δυναμική είσοδο και την ολοένα πυκνότερη παρουσία της Γενιάς του 1970. Δεν λείπουν πάντως ούτε από αυτήν την ομάδα τα παραδείγματα προγενέστερης εμφάνισης, όπως αυτό της Μαρίας Αρχιμανδρίτου, ή μεταγενέστερης, όπως αυτό της Χαράς Χρηστάρα.
(δ) Οι νεότερες φωνές της Καλλιόπης Εξάρχου, της Βικτωρίας Καπλάνη, της Έλσας Κορνέτη και της Γεωργίας Τρούληαιμοδοτούν την τέταρτη αρτηρία. Οι ποιήτριες αυτές βρίσκονται στο στάδιο της χάραξης του προσωπικού τους ύφους και, με το εν προόδω έργο τους, αναμφίβολα συν-διαμορφώνουν το σύγχρονο ποιητικό πρόσωπο της πόλης.
Αναμφίβολα, αυτή η γραμματολογική κατάταξη διευκολύνει τις σχηματοποιήσεις, ωστόσο εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι η σημασία που φαίνεται να αποκτά η δεκαετία του 1980 για το μεταπολιτευτικό ποιητικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, γιατί είναι η περίοδος κατά την οποία αυξάνονται τα βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων ποιητριών και, κυρίως, γιατί διασταυρώνονται εμφατικά η Γενιά του 1970 και η Γενιά του 1980. Ποιο είναι, λοιπόν, το περιβάλλον το οποίο εξέθρεψε τις δύο αυτές ομάδες ποιητριών της πόλης;

Η πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία 1974-1983 μπορεί για άλλες από τις ποιήτριες να είναι περίοδος της ενηλικίωσης και για άλλες περίοδος της εφηβείας ή της νεότητας, για όλες, όμως, ανεξαιρέτως αποτέλεσε την κρίσιμη παράμετρο που συντέλεσε στην πνευματική διαμόρφωσή τους ή στην ποιητική εκκόλαψή τους, μέσα σε ένα αντιφατικό πολιτικό και κοινωνικό εσωτερικό status, όπως ήταν τελικά αυτό της δεκαετίας του 1980. Την περίοδο που πολλές πολιτικές επιλογές φανέρωναν προοδευτικό προσανατολισμό, όπως η εξομάλυνση της πολιτικής ζωής, ο θεσμικός εξευρωπαϊσμός της χώρας, ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος και η επέκταση των δικαιωμάτων των γυναικών, στις παρυφές της εξουσίας οι δυνάμεις που προωθούσαν τις αλλαγές αυτές ακολουθούσαν πρακτικές ουσιαστικά συντηρητικές, παγιώνοντας τις προσωποπαγείς δομές των πολιτικών φορέων και μεταβάλλοντας, σε βάθος χρόνου και υποδόρια όπως αποδείχτηκε πολύ αργότερα, το πολιτικό, πολιτισμικό και αξιακό φορτίο της ελληνικής κοινωνίας.

Στο λογοτεχνικό πεδίο, η πορεία των ποιητριών της Θεσσαλονίκης προς την ωριμότητα, αφενός, συνέπεσε με την καταξίωση του έργου των ποιητών και των ποιητριών της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς και με το πρώτο στάδιο μελέτης της Γενιάς του 1960, αφετέρου, διαπλάστηκε καθοριστικά από την πνευματική ζωή της πόλης. Ο εντόπιος αυτός ιστός, διαμορφωμένος από το 1950 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αποδείχθηκε για τις ποιήτριες όχι μόνο φιλόξενος αλλά και ουσιαστικά παιδευτικός: Η παρακαταθήκη που είχε κληροδοτήσει η μεσοπολεμική και προπολεμική Θεσσαλονίκη της πρωτοπορίας· η παρουσία στην πόλη του Μανόλη Αναγνωστάκη, οι πρωτοβουλίες του και ο κύκλος φίλων ο οποίος γρήγορα έγινε για τους νεότερους εστία πολιτικής και πολιτισμικής αγωγής σχεδόν επί δύο δεκαετίες· ο καρποφόρος λειμώνας τηςΔιαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου και το φυτώριο της Νέας Πορείας του Τηλέμαχου Αλαβέρα, περιοδικά από τα οποία ξεκίνησαν τη διαδρομή τους οι περισσότερες από τις ποιήτριες της πόλης· αλλά και έντυπα και εκδοτικά σχήματα του τέλους της δεκαετίας του 1980, όπως το Τραμ (της περιόδου 1987-1996), Ο παρατηρητής (1987-2003), το μακρόβιο Εντευκτήριο (1987-), καθώς και οι εκλεκτές εκδόσεις της παρέας των «Χειρογράφων» (1989-1996), συνέβαλαν, στο μέτρο των δυνάμεών τους, στην ανάδειξη του έργου των ποιητριών της Θεσσαλονίκης.
Μπορεί κάποιοι από τους κριτικούς να έχουν εκτιμήσει (όχι εσφαλμένα) ότι η ποίηση της Γενιάς του 1980, σε αντίθεση με αυτήν της Γενιάς του 1960 και της Γενιάς του 1970, είναι ένα άθροισμα από ατομικές τροχιές (Χατζηβασιλείου, 2009) ή ότι δεν υπάρχει κοινός μύθος παρά μια διεσταλμένη έκφραση του Εγώ (Κεφάλας, 1989: 23), ωστόσο, τα κύρια θέματα που απασχολούν τις ποιήτριες της Ε.Λ.Θ. μοιάζουν με νήματα που υφαίνουν ένα δίκτυο άρρητης συνομιλίας και άτυπης αλληλεπικοινωνίας: Έρωτας, θάνατος, απώλεια, μνήμη και λήθη, υπαρξιακά ερωτήματα αλλά και ποιητική τέχνη και γραφή αποτελούν τους πυλώνες εκείνους στους οποίους στηρίζονται άλλοι, μικρότεροι θεματικοί σχηματισμοί. Αυτοί ακριβώς οι σχηματισμοί, σε συνδυασμό με την ιδιοτυπία της ποιητικής έκφρασης, συντελούν στην αναγνώριση της ιδιοφωνίας κάθε γραφής.

Κυρίαρχο θεματικό δίπολο για τις ποιήτριες είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Για πολλές από αυτές, ο έρωτας είναι μια δύναμη εξαγνισμού και απολύτρωσης, σχεδόν εξιδανικευμένη· μια δύναμη που λειτουργεί περίπου ως αντίδοτο στις απονεκρωμένες κοινωνικές σχέσεις. Ποιήματα της Μυρτώς Αναγνωστοπούλου, της Μαρίας Αρχιμανδρίτου, της Άννυς Κουτροκόη αλλά και της νεότερηςΚαλλιόπης Εξάρχου διακηρύσσουν την πίστη τους στην αρχέγονη δύναμη του έρωτα.
Σε άλλες ποιήτριες, η ερωτική γραφή αρθρώνεται μέσα από τις πτυχώσεις του ανθρώπινου σώματος, με έντονα ρεαλιστικούς λεκτικούς χρωματισμούς, ύφος λιτό και ισχυρή εικονοπλαστική δύναμη. Στις περιπτώσεις αυτές, το ποιητικό υποκείμενο προσλαμβάνει τον έρωτα όχι τόσο ως ατομικό βίωμα όσο ως πλέγμα κοινωνικών ρόλων που ερείδεται σε στερεοτυπικές συμπεριφορές, όπως πολύ χαρακτηριστικά συμβαίνει στα ποιήματα της Αλεξάνδρας Μπακονίκα. Και εάν η Αλεξάνδρα Μπακονίκα επιμένει με συνέπεια και σθένος να αναμοχλεύει τα δραματικά όρια τής περί σώματος και έρωτος ποιητικής γραφής, η Χλόη Κουτσουμπέλη εκκινεί από τα εφήμερα ερωτικά συναισθήματα και την απονεύρωσή τους για να κατασκευάσει το εναλλακτικό ποιητικό της σύμπαν και η Χαρά Χρηστάρα εξυμνεί με ευαισθησία το ερωτικό σώμα για να δείξει τις ρωγμές και τον κατακερματισμό της ψυχής του ανθρώπου που ζει στις μέρες μας.

Αυτές ακριβώς τις ρωγμές της ανθρώπινης φύσης, τις αντιφάσεις της, τον ψυχικό ακρωτηριασμό της και την υπόρρητη μα βασανιστική αναμέτρηση με όψεις τής νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας ψηλαφεί με το πλούσιο και εύφορο έργο της η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν εξέδωσε την πρώτη της συλλογή Ψυχή και Τέχνη (1961). Στον απόηχο της πολεμικής, εμφυλιακής και πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου, η ποίηση της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου πρωτοστατεί στην ανακίνηση αυτών των ερωτημάτων, ενώ από τη δεκαετία του 1980 επιχειρεί να ακτινογραφήσει τον ανθρώπινο ψυχισμό μέσα από αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε κλίμακα της μικρο-ιστορίας.
Με διαφορετικό τρόπο, τα ερωτήματα αυτά και η αναζήτηση απαντήσεων απασχολούν έντονα την ποίηση της Ζωής Σαμαρά και της Γεωργίας Τρούλη. Τα ποιήματα της Ζωής Σαμαρά συμπλέκουν το παρελθόν με το παρόν και ανάγουν τη φωνή της ποιητικής συνείδησης στη σφαίρα του καθολικού και του πανανθρώπινου, με φορέα κυρίως τον αρχαιοελληνικό μύθο. Στην ποίηση της Γεωργίας Τρούλη, η προσδοκία και η επιθυμία του υποκειμένου για την ανασύσταση της γνησιότητας των ανθρώπινων συναισθημάτων δεν εκπληρώνονται με πληρότητα ούτε διά της γραφής, καθώς επικυριαρχεί η διάσπαση της ανθρώπινης εσωτερικότητας και της συναισθηματικότητάς της.
Σε αρκετές από τις περιπτώσεις εκείνες που το υποκείμενο βιώνει αυτόν τον κατακερματισμό της υπόστασής του επιζητείται επίμονα αλλά συνηθέστατα μάταια η συγκρότηση ή η επανασυγκρότηση πιο συλλογικών και στέρεων δεσμών είτε με το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον είτε με τον Άλλον ως ερωτικό σύντροφο ή ως κοινωνικό εταίρο. Η μάλλον χαμηλόφωνη ποίηση της Εύας Αργύρη-Λιάρου υποβάλλει αυτήν ακριβώς την ανάγκη, ενώ μια από τις κύριες θεματικές συνιστώσες του έργου της Κατερίνας Καριζώνη είναι η αδυναμία του υποκειμένου να προσδιορίσει την ταυτότητά του, καθώς μετεωρίζεται αδιάκοπα ανάμεσα σε ένα οριστικά χαμένο παρελθόν και σε ένα αγχωτικό παρόν. Και αν στα ποιήματα της Κατερίνας Καριζώνη η ανακούφιση φαίνεται να επέρχεται με την αφήγηση ενός λόγου προσωπικής παραμυθίας, στην ποίηση τηςΈλσας Κορνέτη ο αναπροσδιορισμός της ταυτότητας ακυρώνεται και η εστία, ακόμα και αν πρόκειται για το κοινωνικό πρωτοκύτταρο της οικογένειας, παραμένει ελλείπουσα.
Η αίσθηση της έλλειψης, ειδικότερα της στέρησης αγαπημένων προσώπων, βιώνεται από τις ποιήτριες τις περισσότερες φορές ως μια αβάστακτη απώλεια, ειδικά όταν αυτή απολήγει ή οφείλεται στον θάνατο, όπως στην ποίηση της Μαρίας Γούναρη, η οποία έχει συγκεντρώσει το έργο της σε δύο ενότητες (Τριλογία και Συλλογές). Ωστόσο, ο λόγος δεν είναι τόσο αυτός της οιμωγής ή της σπαρακτικής ελεγείας, γιατί η ποίηση καθίσταται για το υποκείμενο ένα προνομιακό πεδίο, όπου διαλέγεται με τον εαυτό του για τα όρια της οικείωσής του με τις ιδέες του θανάτου, της οριστικής απώλειας και της φθοράς. Τα ποιήματα της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου αποτελούν ένα τέτοιο παράδειγμα αυθεντικού λόγου ως αντίδοτο στην απώλεια, που μπορεί να εκπηγάζει από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου αλλά εκτείνεται ανυσματικά μέχρι και τη συνειδητοποίηση της αδυσώπητης επενέργειας του χρόνου πάνω στην ανθρώπινη φύση και ζωή. Η σκληρή αυτή αναμέτρηση με την απώλεια και με την επικυριαρχία του χρόνου βρίσκει, όμως, και άλλες διεξόδους: Στην ποίηση της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου ο ήπια λυρικός ποιητικός λόγος διασώζει τις λεπτές ανθρώπινες συγκινήσεις από τον πλήρη αποχρωματισμό που ο χρόνος και η λήθη επισυσσωρεύουν· στα ποιήματα της Ελένης Μερκενίδου, η κλίμακα του ποιητικού λόγου ανυψώνεται στην κλίμακα της φιλοσοφικής ενατένισης, ενώ στα ποιήματα της Βικτωρίας Καπλάνηο λόγος εις εαυτόν απογυμνώνεται για να αποστάξει τον οριστικά απωλεσθέντα χρόνο, χωρίς να μετατρέπεται σε αυτό που ο Μανόλης Αναγνωστάκης θα χαρακτήριζε «ποιητικίζουσα φιλοσοφία».

Έρωτας, θάνατος, απώλεια, ψυχική και υπαρξιακή ενδοχώρα μπορεί να είναι, λοιπόν, ορισμένα από τα κύρια θεματικά κέντρα αλλά εξίσου κομβικός είναι και ο θεματικός πυρήνας που εκπορεύεται από τη συνομιλία της ποίησης με την ιστορική αναφορικότητά της. Καθώς η σχέση των ποιητριών με την Ιστορία και με την πολιτική δεν εδράζεται στη βάση της ιδεολογικής στράτευσης ή ένταξης, η κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα εκλαμβάνεται συχνά ως ένα πλέγμα υποκειμενικών βιωμάτων με έντονα δραματικά συστατικά, τα οποία επιτείνουν τη διάθεση της φυγής και επιτάσσουν την αναζήτηση ενός φαντασιακού ή άλλου χώρου πιθανής λύτρωσης. Υπό αυτήν την έννοια, ο διάλογος με την ιστορική εμπειρία και το βίωμα, αν δεν είναι άμεσος, είναι τουλάχιστον έμμεσος, και πάντως κάθε άλλο παρά αφανής.

Για τη Ρούλα Αλαβέρα, που εξέδωσε την πρώτη της συλλογή με τίτλο Πέρασμα το 1964, οι ανεξερεύνητες όψεις της γλώσσας και οι ανεκδήλωτες ίσως σημασίες της εγκιβωτίζουν τις δυνάμεις ανασύνταξης του κόσμου και της άκαμπτης πραγματικότητας που τον περιβάλλει. ΗΜαρία Καραγιάννη, από την άλλη, που εξέδωσε την πρώτη της συλλογή Η κατάδυση και ο πυθμένας το 1973, αναμετράται με την πραγματικότητα της εποχής της με εκφραστική τόλμη που σε κάποιο βαθμό θυμίζει τη σαχτουρική ποιητική: εικόνες αποσπασματικές, ποιητικό σύμπαν εφιαλτικό, το παράλογο να έχει εισχωρήσει απειλητικά στη ζώνη της καθημερινότητας και το υποκείμενο να επιζητά την καταβύθιση και την επιστροφή σε μια πρωτο-ζωική κατάσταση. Ο μάλλον ζοφερός αυτός κόσμος της Μαρίας Καραγιάννη κάνει το υποκείμενο να ασφυκτιά, γι’ αυτό και η λύτρωσή του θα μπορούσε να έρθει από την ίδια τη φύση του και τη δύναμή του να δημιουργήσει τον ιδιωτικό και φαντασιακό χώρο, όπως διαβάζει κανείς σε ποιήματα συλλογών τηςΣόνιας Πυλόρωφ-Σωτηρούδη, τόσο της νεότητας (λ.χ. Ποιήματα του ’83 ή Ποιήματα του ’84) όσο και της ωριμότητας (λ.χ., Αποσπερίσματα, 1997, Από άλλη αλφαβήτα, 1999).

Ο κύκλος της αυτοαναφορικότητας, με θέματα την ίδια την ποίηση, τον ποιητή και την ποιητική γλώσσα είναι εξίσου ισχυρός και αρκετά πιο ομοιογενής, συγκριτικά με τις άλλες θεματικές περιοχές που είδαμε ώς τώρα. Με την πεποίθηση ότι ο ποιητικός λόγος μπορεί να εκφράσει το ανείπωτο και το άρρητο, οι ποιήτριες της Ε.Λ.Θ. φαίνεται να έλκονται από μια ρομαντική ή και ρομαντικογενή φλέβα της ελληνικής παραδοσιακής και νεωτερικής ποίησης που αποδίδει περίπου μυστικιστικές ιδιότητες στη γλώσσα και στον ποιητή. Έτσι, δεν είναι μόνον η ποίηση της Ρούλας Αλαβέρα που επιχειρεί να διανοίξει τα όρια της γλώσσας και της σημασιοδότησης του κόσμου· και τα ποιήματα της Μαρίας Καρδάτου, χωρίς εξάρσεις ή περιττές ρητορικές ανυψώσεις, επιχειρούν να διασπάσουν το τείχος της απομόνωσης του ποιητή και να κοινωνήσουν την αγωνία μήπως οι χώροι διαφυγής του, που είναι η φαντασία και το όνειρο, εκπέσουν εξαιτίας του θανάτου και της φθοράς. Παρά τις έντονες αμφιβολίες της για την επάρκεια του ποιητικού λόγου, η Κούλα Αδαλόγλου δείχνει να εμπιστεύεται τελικά στην ποιητική γραφή την ανάγκη της να μιλήσει εξομολογητικά για τα σύγχρονα κοινωνικά αδιέξοδα, για την ατελή ανθρώπινη επικοινωνία, για τις ακυρωμένες επιθυμίες, για την ανομοιογενή ανθρώπινη φύση και τα παράγωγά της, ακόμα και αν πρέπει να αγγίξει τα όρια του αυτοσαρκασμού. Τους φόβους της για το ακατάληπτο και το αμετάδοτο του ποιητικού λόγου εκφράζει σε πολλά ποιήματά της και η Μαρία Καραγιάννη, συχνά μάλιστα μέσα από τη βασανιστική ακροβασία μεταξύ λόγου και σιωπής, που αποτελεί και ένα μείζον θέμα στο έργο πολλών ποιητών της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς.

Σήμερα, τριάντα (και πλέον) χρόνια μετά την εκδοτική ανθοφορία της δεκαετίας του 1980, οι ποιήτριες συνεχίζουν να είναι δημιουργικές· να εκδίδουν μεμονωμένες ή και συγκεντρωτικές συλλογές· να εκδίδουν ανθολογήσεις, όπως αυτή που επιμελήθηκε η Κατερίνα Καριζώνη με τίτλοΤο θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη (Καριζώνη, 2007).[6] Όλες, σχεδόν, συνεχίζουν να δημοσιεύουν ποιήματά τους σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα· να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις αφιερωμένες στο έργο τους· να αναζητούν σύγχρονους τρόπους να κοινωνήσουν τον ποιητικό λόγο δηλώνοντας το παρών τους στον ψηφιακό κόσμο· να μιλούν, όταν νιώθουν την ανάγκη να το κάνουν, με ήθος και χωρίς αμετροέπεια για την ποίηση των ομοτέχνων τους ή με αγωνία αλλά χωρίς κραυγές για το μέλλον της ποίησης και του βιβλίου. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι το κείμενο αυτό, παρά τα πολλά και ανοιχτά ζητήματα που αφήνει στο περιθώριό του, είναι μια απόπειρα αναγνώρισης αυτής της πνευματικής κατάθεσης που είναι ακόμα εν εξελίξει.


[ΠΗΓΗ: Μιχ. Γ. Μπακογιάννης, Κείμενο ομιλίας στο πλαίσιο εκδήλωσης που οργάνωσε η «Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης» (Ε.Λ.Θ.) στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Θεσσαλονίκης (14.10.2013), με θέμα: «Ποιήτριες της Θεσσαλονίκης σήμερα». Ποιήτριες της Θεσσαλονίκης – αναρτήθηκε στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ: http://www.oanagnostis.gr/

Παπα-Σούρας Rock: η φωνή της λογικής... Πώς να την ακούσουν όμως οι εθισμένοι στις άναρθρες κραυγές των παπατζήδων

$
0
0
Προσωπικά (όπως θα έλεγε και ο ίδιος ο παπα-Σούρας) ουδόλως ενοχλήθηκα από την ιερατική μεταμφίεση του βουλευτή του ΣΥΡΙζΑ και την προσπάθειά του να θάψει, έστω και με αυτόν τον τρόπο, το καταραμένο Μνημόνιο. Από την εποχή του Αριστοφάνη ως τα σημερινά καρναβάλια (δες και τη «βλάσφημη» λειτουργία στα Carmina Burana) η παρωδία της θρησκείας είναι σύνηθες φαινόμενο. Και καλά κάνει. Εξάλλου, όπως φαίνεται, ο εν λόγω βουλευτής γι αυτόν ακριβώς τον λόγο εκλέχτηκε: για να παρωδήσει και να εξορκίσει, με βάση τη λαϊκή παράδοση, τα κακώς κείμενα.


Σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του, ο βουλευτής «Είναι πρόεδρος του Εξωραϊστικού Συλλόγου Βοτανίου, αντιπρόεδρος της ΠΕΤ-ΟΤΕ Καστοριάς, μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας, της Κινηματογραφικής Λέσχης Καστοριάς» (sic). Με αυτά τα προσόντα μπήκε στη λίστα των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ και ο λαός αυτά τα προσόντα του εξετίμησε και τον εξέλεξε. Αρα πού το παράδοξο; Αν αφήσουμε κατά μέρος αυτό το «ΠΕΤ-ΟΤΕ» και τη Διεθνή Αμνηστία, ο πρόεδρος ενός εξωραϊστικού συλλόγου ή ένα μέλος μιας κινηματογραφικής λέσχης τι περισσότερο έπρεπε να κάνει; Τι περισσότερο έκαναν οι όσιοι παπαροκάδες; Και, εδώ που τα λέμε, τόσοι και τόσοι βουλευτές με πολυσέλιδα βιογραφικά έχουν κάνει κάτι παραπάνω;

ΣΗΜΕΙΩΣΗ (από τα λεξικά):παπατζής, βέβαια, είναι στην κυριολεξία ο επιτήδειος που παίζει το τυχερό παιχνίδι του παπά αλλά μεταφορικά δηλώνει αυτόν που μεταχειρίζεται τεχνάσματα για να εξαπατήσει τους άλλους ή για να αποπροσανατολίσει το κοινό – οπότε ως συνώνυμα μπορούμε να παραθέσουμε ενδεικτικά τις λέξεις: απατεώνας, αγύρτης, αεριτζής, δημοσιογράφος, πολιτικός (οι κανόνες έχουν και τις εξαιρέσεις τους τόσο σπάνιες σε περιόδους παρακμής)  


[ΠΗΓΗ: Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Παπa-Σούρας Rock, ΤΟ ΒΗΜΑ 07-01-2014]

Γιώργος Γραμματικάκης, Σας παρακαλώ, συλλάβετέ με. Είμαι ένας υποψήφιος τρομοκράτης.

$
0
0
Είμαι ένας υποψήφιος τρομοκράτης. Δεν ξέρω από όπλα. Η ανάγκη μόνον με οδηγεί: Να δω πάλι λίγα χαμόγελα στους δρόμους, να αισθανθώ την ελπίδα να κυκλοφορεί», γράφει ο καθηγητής Γιώργος Γραμματικάκης, στο protagon.gr και επιτίθεται σε νυν και πρώην πρωθυπουργούς για την οικονομική κρίση.


Γράφει ο κ. Γραμματικάκης:
Σας παρακαλώ, συλλάβετέ με. Είμαι ένας υποψήφιος τρομοκράτης. Πριν λοιπόν οδηγηθώ στις πράξεις, που έχω με επιμέλεια σχεδιάσει, κάνω μια τελευταία έκκληση προς όλους: Δεν χρειάζονται πια δισταγμοί, σας παρακαλώ συλλάβετέ με.
Είναι αλήθεια, ότι αυτήν την πορεία ή την κατάληξή της δεν τη φανταζόμουν. Δεν ήταν στις προθέσεις μου. Όταν ακούστηκαν για πρώτη φορά οι λέξεις «κρίση», «δημοσιονομική προσαρμογή», «ελλείμματα», τα πολιτικά κόμματα της χώρας άρχισαν όπως πάντα να αλληλοκατηγορούνται. Δεν φαινόταν όμως να ανησυχεί κανένας. Τη μέρα μάλιστα που ο τότε πρωθυπουργός -μου διαφεύγει προς ώρας το όνομά του- ανακοίνωσε ότι η χώρα «προσφεύγει» στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θεώρησα ότι μπορεί να ήταν και προς το καλό μας. Το περιβάλλον άλλωστε του διαγγέλματος, αυτό υπονοούσε:
Ένα παραδείσιο και μοναχικό ελληνικό νησί, το Καστελλόριζο, αλλά και το αυτάρεσκο ύφος του τότε πρωθυπουργού μας -ξεχνώ τώρα το όνομά του- έπειθαν ότι μια παροδική δυσκολία ήταν όλα, και ότι γρήγορα θα επανερχόταν η εποχή της αμεριμνησίας.

Πόσο λάθος κάναμε, εγώ και οι συνταξιδιώτες μου. Καθώς το πλοίο όδευε προς το Καστελλόριζο, οι κλυδωνισμοί του ολοένα πλήθαιναν, και νερά έμπαιναν ήδη στα αμπάρια και τους διαδρόμους. Το χειρότερο όμως ήταν ότι ο καπετάνιος έμοιαζε να βρίσκεται σε ταραχή και σύγχυση, και δεν έπαυε να υπόσχεται ότι φτάνομε στο Καστελλόριζο· ενώ από δίπλα η αδράνεια των αξιωματικών και του πληρώματος μεγάλωνε την απειλή από τα κύματα. Έτσι ο πανικός οδήγησε κάποια στιγμή στην αλλαγή του καπετάνιου, και άλλα πληρώματα ανέλαβαν τη σωτηρία του σκάφους. Οι κλυδωνισμοί όμως συνεχίστηκαν, και τα νερά εξακολουθούσαν να εισέρχονται ορμητικά. Η φήμη, ότι δεν θα φτάναμε ποτέ στο Καστελλόριζο, άρχισε να γίνεται πια βεβαιότητα.

Πράγματι: Δεν φτάσαμε ποτέ στο Καστελλόριζο. Αντίθετα, μια λαίλαπα χωρίς προηγούμενο έχει σαρώσει τώρα την πατρίδα και τη μοίρα των Ελλήνων. Όχι ότι δεν φταίξαμε, κι ούτε νοσταλγούμε ένα παρελθόν διάτρητο. Δεν ήσαν όμως λίγα και τα επιτεύγματά μας. Άλλη λοιπόν έπρεπε να είναι η Εντολή, και άλλες οι διαδικασίες για να βαδίσει πιο σωστά η χώρα. Τώρα, η φτώχεια και η βαριά σκιά της ανεργίας θερίζουν την καθημερινότητά μας· και από δίπλα τα χιλιάδες κλειστά μαγαζιά, οι χιλιάδες κλειστές ψυχές, οι διαψεύσεις μιας ζωής. Κι ενώ στην ευρωπαϊκή ιδέα είχαμε τα θάρρη μας, για να υπάρξει κάποιο ξέφωτο, εκεί κυριάρχησαν η στυγνή λογική των αριθμών και τα χρονοδιαγράμματα. Καθώς μάλιστα χρειάσθηκε να συμπλεύσουν με το πολιτικό μας σύστημα, που σε κάθε κρίσιμο βήμα έδειχνε την ανεπάρκεια και την κομματική του ιδιοτέλεια, πολλά ήσαν τα δεινά και λίγη η πρόοδος που έζησε η αρχαία μας χώρα. Δεν αξίζει να συνεχίσω: Τώρα και χρόνια βιώνομε ένα θέατρο του παραλόγου, και ο εκφυλισμός των λέξεων και των εννοιών δεν έχει τέλος.

Έτσι λοιπόν, από συνεπής και δημοκρατικός πολίτης, και άνθρωπος -όπως με αποκαλούσαν- των γραμμάτων και των τεχνών, εξελίχθηκα με τον καιρό σε υποψήφιο τρομοκράτη. Λίγο πια με απασχολεί εκείνος ο θίασος, που χρόνια τώρα κατέχει ή ονειρεύεται εξουσίες. Η έγνοια του είναι να διαπληκτίζεται στις τηλεοπτικές οθόνες· και ενώ έπρεπε να επιδιώκει κάποια ενότητα, γιατί πολλοί είναι οι κίνδυνοι που απειλούν τη χώρα, αναλίσκεται σε λόγους διχόνοιας και φανατισμού. Έτσι στρώθηκε ο δρόμος σε δυνάμεις βίαιες και μισαλλόδοξες, που αποτελούν μια μόνιμη απειλή. Όχι, δεν έχω πια ελπίδες, ο δρόμος που επέλεξα εγώ είναι δύσκολος αλλά σωστός.

Γι'αυτό και κάνω αυτήν την έκκληση: Σας παρακαλώ, συλλάβετέ με. Όπως δήλωσα ήδη, είμαι ένας υποψήφιος τρομοκράτης. Δεν έχω μάθει ωστόσο να εκδικούμαι, ούτε γνωρίζω από όπλα και εκρηκτικά. Η ανάγκη μόνον με οδηγεί: Να δω πάλι λίγα χαμόγελα στους δρόμους, να αισθανθώ την ελπίδα να κυκλοφορεί. Με συνοδεύει πάντα η σκέψη εκείνων, που μέσα στη θύελλα άπλωσαν το χέρι τους στους άλλους· και αντλώ το θάρρος μου από όσους κράτησαν -στην παιδεία, την τέχνη, τη ζωή- τις ανάσες της ευθύνης και του ήθους.
Κατάρτισα λοιπόν με επιμέλεια τους στόχους μου, χωρίς προκαταλήψεις αλλά και χωρίς πάθος. Η επόμενη ημέρα με ενδιαφέρει μόνον. Δεν έχω πρόθεση να κρυφτώ, ούτε να αποδράσω, όπως έκαναν πάντα οι θρασύδειλοι του είδους μου. Καθώς εγώ θα οδηγούμαι στις εισαγγελίες και τα κρατητήρια, τι καλύτερο από το να δω την ικανοποίηση στα πρόσωπα, τι πιο σπουδαίο από το να αισθανθώ τις ευχές του κόσμου να με συνοδεύουν.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι η διαδικασία της εκδίκησης λίγο με ελκύει. Άλλα ήταν τα όνειρα, και άλλες οι κατευθύνσεις της ζωής μου. Όσο όμως κατάρτιζα με επιμέλεια τους στόχους μου, όλο και πλήθαιναν οι υποψήφιοι προς αφανισμό: Εδώ οι προύχοντες της πολιτικής, από δίπλα εκείνοι που έκρυβαν με ιδιοτέλεια την αλήθεια, παραπέρα οι κοντόφθαλμοι αξιωματούχοι της Ευρώπης, λίγο πιο κάτω οι αξιολογητές και οι μαύρες οθόνες τους, πιο πέρα όσοι δεν δάκρυσαν μπροστά στον άνεργο. Διαρκώς κατέγραφα κατηγορίες και ενόχους. Ενώ όμως έτσι κατέληξα στον τελικό κατάλογο, τον αριθμό και τα ονόματα των στόχων, εξακολουθούσαν πάντα να με βασανίζουν τα κριτήρια μου, διασταύρωνα ξανά και ξανά όσες πληροφορίες είχα. Δεν πρόκειται ωστόσο να μου ξεφύγει ούτε λέξη παραπάνω: Οι ένοχοι αγρυπνούν, κάθε τους κίνηση περιβάλλεται από φρουρούς και προφυλάξεις, φοβούνται ότι το έγκλημά τους θα αποκαλυφθεί, ξέρουν ότι υπάρχουν πάντα -όπως εγώ- υποψήφιοι τρομοκράτες.
Γι'αυτό επιμένω: Η μόνη λύση είναι να συλληφθώ από τις αρμόδιες αρχές. Διότι, όσο και αν κατάρτισα με επιμέλεια τους στόχους μου, οι αμφιβολίες δεν με εγκαταλείπουν. Αν ήσαν αυτοί και όχι άλλοι, αν παρέλειψα ονόματα ή μερικοί δεν φταίνε, ποιοί επιτέλους οδήγησαν τη χώρα σε μια τραγωδία ανείπωτη. Ότι φταίξαμε και εμείς, οι απλοί πολίτες, δεν είναι δύσκολο να το παραδεχθώ· κι αναγνωρίζω ότι έλειψε πολύ η προσωπική ευθύνη. Άλλοι ωστόσο άνοιγαν διάπλατα τον δρόμο του λαϊκισμού, και κολάκευαν διαρκώς τις ψευδαισθήσεις μας.
Ελάχιστα πάντως με απασχολούν οι φήμες, που ισχυρίζονται ότι αύριο τα πράγματα θα είναι καλύτερα, και ότι η λαίλαπα όπου να 'ναι θα κοπάσει. Θέλω να είμαι κατηγορηματικός: Το εύχομαι, και διπλή θα είναι τότε η χαρά μου. Τα σχέδιά μου όμως δεν πρόκειται να αλλάξουν. Ποιος τότε θα πληρώσει για τους νέους ανθρώπους, που η απόγνωση οδήγησε στα ξένα, πώς θα επιστραφούν τα αγαθά και οι αξίες, που έκλεψε το Άδικο από τους αθώους, με ποια διαδικασία θα αναστηλωθούν τόσες και τόσες ζωές ακυρωμένες; Όχι, οι φήμες ότι θα κοπάσει η θύελλα, δεν με αφορούν, ούτε με επηρεάζουν.
Ο χρόνος όμως της αναμονής έχει ένα τέλος. Είναι λοιπόν καθορισμένη και αμετακίνητη η μέρα, που οι τεχνολογικοί μηχανισμοί μου θα σπείρουν τον όλεθρο και τον αφανισμό. Στη φράση όμως αυτή δεν θα προσθέσω ούτε μια τελεία. Σε τίποτα δεν το 'χουν οι ισχυροί του κράτους και οι επιτηρητές να ανιχνεύσουν την ημερομηνία αυτή της κάθαρσης, και να κηρύξουν από τώρα γενικό συναγερμό. Άδικος βέβαια κόπος: Οι δικοί μου τεχνολογικοί μηχανισμοί δεν ανιχνεύονται, ούτε έχουν να κάνουν με εκρηκτικά και όπλα. Στηρίζονται αντίθετα σε μια παραλλαγή του τρόπου, που οι αρχαίοι ήξεραν ως εξοστρακισμό. Στην ιδιοφυή αυτή εξέλιξη βοήθησαν τα διδακτορικά και οι επιστημονικές μου γνώσεις, που απέκτησα με επιμονή και μόχθο.
Το δίλημμα βέβαια δεν είναι πια μόνον δικό μου. Εγώ προσφέρθηκα, με ανιδιοτέλεια και αίσθημα ευθύνης, να με συλλάβουν οι αρχές, για να αποφύγουν τις σκληρές συνέπειες οι επόμενοι που έρχονται. Διότι όλο και πληθαίνουν οι Έλληνες, που αισθάνονται ως υποψήφιοι τρομοκράτες. Στις ρημαγμένες τους ζωές δεν χωρούν πια όνειρα, κι ούτε μετρούν οι υποσχέσεις που ακόμα ακούγονται. Υπάρχει μόνον μια αχνή ανάμνηση του Καστελλόριζου, και είναι πολλοί όσοι αναζητούν σιωπηλά τον τρόπο που θα φτάσουν στις ακτές του.

Το έσχατο ερώτημα της Ζωής, του Σύμπαντος και των Πάντων: Γιατί υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα;

$
0
0
Η απάντηση στο έσχατο ερώτημα της Ζωής, του Σύμπαντος και των Πάντων: Καθ’ όλη την ιστορία της επιστήμης, ήρθαν στο φως μια σειρά ολοένα και πιο βελτιωμένων θεωριών, ή μοντέλων, από τις ιδέες του Πλάτωνα μέχρι την κλασική θεωρία του Νεύτωνα και τις σύγχρονες κβαντικές θεωρίες. Εύλογα θα ρωτούσε κανείς; Άραγε, θα φτάσει ποτέ αυτή η πορεία σε κάποιο τέρμα , σε μια τελική θεωρία του Σύμπαντος, η οποία να συμπεριλαμβάνει όλες τις δυνάμεις και να προβλέπει το αποτέλεσμα κάθε παρατήρησης που μπορούμε να κάνουμε, ή θα συνεχίζουμε εσαεί να βρίσκουμε ολοένα και καλύτερες θεωρίες, αλλά ποτέ τη μια και μοναδική εκείνη θεωρία που δεν επιδέχεται περαιτέρω βελτίωση;


Δεν έχουμε ακόμη κάποια οριστική απάντηση στο ερώτημα αυτό, διαθέτουμε όμως έναν υποψήφιο για την τελική Θεωρία των Πάντων – αν υπάρχει πραγματικά κάτι τέτοιο- η οποία ονομάζεται θεωρία Μ. Η θεωρία Μ είναι το μοναδικό μοντέλο το οποίο έχει όλες τις ιδιότητες που πιστεύουμε ότι πρέπει να έχει μια τελική θεωρία.
Η θεωρία Μ δεν συνιστά θεωρία με την καθιερωμένη έννοια του όρου. Αποτελεί μια ολόκληρη οικογένεια διαφορετικών θεωριών, καθεμιά από τις οποίες συνιστά απλώς μια καλή περιγραφή παρατηρήσεων σε ορισμένο μόνο φάσμα φυσικών καταστάσεων. Μοιάζει λίγο με χάρτη. Όπως γνωρίζουμε καλά, δεν γίνεται να απεικονίσουμε το σύνολο της γήινης επιφάνειας σε έναν και μόνο χάρτη. Η συνήθης μερκατορική προβολή που χρησιμοποιούμε σε παγκόσμιους άτλαντες κάνει τις περιοχές να φαίνονται ολοένα και μεγαλύτερες καθώς προχωράμε προς βορρά και νότο, ενώ δεν καλύπτει τον Βόρειο και τον Νότιο Πόλο. Αν θέλαμε να απεικονίσουμε πιστά ολόκληρη τη Γη, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε μάλλον μια συλλογή χαρτών, καθένας από του οποίους θα κάλυπτε μια περιορισμένη περιοχή. Οι χάρτες θα επικαλύπτονται και, στις περιοχές αλληλοεπικάλυψης, θα δείχνουν την ίδια τοποθεσία.
Η θεωρία Μ είναι παρόμοια περίπτωση. Όσο διαφορετικές και αν φαίνονται οι επιμέρους θεωρίες στην θεωρία Μ, όλες μπορούν να θεωρηθούν ως όψεις της ίδιας υποκείμενης θεωρίας. Πρόκειται για εκδοχές της θεωρίας εφαρμόσιμες μόνο σε ένα περιορισμένο φάσμα υποπεριπτώσεων – για παράδειγμα, όταν κάποιες ποσότητες, όπως η ενέργεια, λαμβάνουν μικρές τιμές. Όπως και οι αλληλοεπικαλυπτόμενοι χάρτες της μερκατορικής προβολής, οι διαφορετικές εκδοχές στις περιοχές που επικαλύπτονται θα προβλέπουν τα ίδια φαινόμενα. Αλλά όπως δεν υπάρχει επίπεδος χάρτης ο οποίος να αποτελεί καλή αναπαράσταση της συνολικής επιφάνειας της Γης, έτσι δεν υπάρχει και μια μοναδική θεωρία που να αναπαριστά ικανοποιητικά όλες τις παρατηρήσεις μας σε κάθε δυνατή κατάσταση.

Σύμφωνα με τη θεωρία Μ, το Σύμπαν μας δεν είναι το μοναδικό σύμπαν. Όπως προβλέπει η θεωρία Μ μια πληθώρα από σύμπαντα δημιουργήθηκαν από το τίποτα. Η δημιουργία τους δεν προϋποθέτει την παρέμβαση μιας υπερφυσικής οντότητας, ενός θεού. Αντίθετα, τα πολλαπλά αυτά σύμπαντα αναδύονται με φυσικό τρόπο σύμφωνα με τους νόμους της Φύσης. Αποτελούν πρόβλεψη της επιστήμης. Κάθε σύμπαν έχει πολλές δυνατές ιστορίες και υπάρχουν πολλές δυνατές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρίσκεται σε μεταγενέστερες χρονικές στιγμές – σε στιγμές, δηλαδή, όπως το παρόν, πολύ μετά τη δημιουργία του. Οι περισσότερες από τα καταστάσεις αυτές θα είναι πολύ διαφορετικές από το Σύμπαν που παρατηρούμε εμείς και αρκετά αφιλόξενες για οποιαδήποτε τυχόν μορφή ζωής.

Ελάχιστες μονάχα από αυτές θα μπορούσαν να επιτρέψουν την ύπαρξη πλασμάτων όπως εμείς. Έτσι, μέσα από την απέραντη αυτή ακολουθία, η παρουσία μας «ξεδιαλέγει», τρόπον τινά, μονάχα όσα σύμπαντα είναι συμβατά με την ύπαρξή μας. Μπορεί στην κλίμακα του Κόσμου να είμαστε μικροί και ασήμαντοι, αλλά το παραπάνω γεγονός μας καθιστά, κατά μια έννοια, άρχοντες της Δημιουργίας.

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε το Σύμπαν μέχρι και τα βαθύτερα επίπεδά του, δεν αρκεί να γνωρίσουμε μόνο το πώς συμπεριφέρεται, αλλά και το γιατί.
Γιατί υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα;
Γιατί υπάρχουμε εμείς;
Γιατί αυτό το σύνολο νόμων και όχι κάποιο άλλο;
Πρόκειται για το έσχατο ερώτημα της Ζωής, του Σύμπαντος και των Πάντων.

Θεωρίες των Θεωριών ή αλλιώς «Πόσο περιορισμένη είναι η διάνοια όταν είναι αποκομμένη από το Πνεύμα»
Προς μια θεωρία των πάντων: Τις τελευταίες δεκαετίες οι φυσικοί αναζητούν μια Θεωρία των Πάντων, που θα ερμηνεύει τις δυνάμεις της φύσης και την ύλη σε κοινό πλαίσιο και που μέσω αυτής θα μπορούν να εξηγηθούν όλα τα φυσικά φαινόμενα σε κάθε επίπεδο του σύμπαντος. Κατά πολλούς κάτι τέτοιο είναι ουτοπία για την ανθρώπινη ικανότητα. Από την άλλη, οι φυσικοί, στη προσπάθειά τους να βρουν μια τέτοια θεωρία, έχουν βρει θεωρίες οι οποίες όχι μόνο ερμηνεύουν όλα τα φυσικά φαινόμενα βλέποντάς τα από την ίδια σκοπιά, αλλά απαντούν και στο ερώτημα γιατί η φύση είναι όπως είναι: Χαοτική, συμπτωματική, λόγω τύχης, λόγω κάποιας ανώτερης δύναμης ή επειδή δεν μπορεί να είναι αλλιώς; Αλλά η πρώτη ερώτηση που προκύπτει είναι,  ποιά φύση, σε ποιόν πλανήτη και για ποιά οντα;
Θεωρία των Πάντων ή Θεωρία των Θεωριών;  Ο χρόνος θα δείξει. Η εγκυρότητα μιας θεωρίας κρίνεται από την ακρίβεια των προβλέψεών της για πειραματικά δεδομένα. Αλλά τι πειραματικές προβλέψεις κάνει η θεωρία-Μ; Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να επαληθευτεί πειραματικά, αν και -προς το παρόν- κάτι τέτοιο υπερβαίνει τις δυνατότητές μας. Η θεωρία-Μ κάνει πειραματικές προβλέψεις, κυρίως, στα επίπεδα Planck. Υπάρχουν όμως και κάποια πράγματα που σε ένα βαθμό θα την επαλήθευαν και σε λίγο μεγαλύτερες ενέργειες από αυτές που χρησιμοποιούνται στους επιταχυντές σωματιδίων.
Κάτι που θα επιβεβαιώσει, σε ένα βαθμό, τη θεωρία των χορδών (ή τη θεωρία-Μ), θα είναι η ύπαρξη υπερεταίρων. Προηγουμένως είπαμε ότι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να ισχύει η θεωρία χορδών είναι η υπερσυμμετρία, η οποία συσχετίζει τα μποζόνια με τα φερμιόνια. Επειδή δεν φαίνεται τα γνωστά μποζόνια και φερμιόνια να συσχετίζονται μεταξύ τους όπως προβλέπει η υπερσυμμετρία, πιστεύεται ότι έχει σπάσει, με αποτέλεσμα οι υπερεταίροι των διάφορων σωματιδίων να έχουν μάζα χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από τα πρωτόνια. Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε αρκετά μεγαλύτερες ενέργειες στους επιταχυντές σωματιδίων για να τα παράγουμε.
Μια θεωρία, με τη γενική έννοια, είναι μια αναλυτική δομή, σχεδιασμένη για να εξηγεί ένα σύνολο από παρατηρήσεις. Μια θεωρία έχει δυο λειτουργίες: αναγνωρίζει το σύνολο αυτό των διακεκριμένων παρατηρήσεων, ως μια ομάδα φαινομένων και διατυπώνει ισχυρισμούς για την υποκείμενη πραγματικότητα που επιφέρει ή προκαλεί την ομάδα αυτή των παρατηρήσεων
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην καθομιλουμένη αναφερόμενος σε οποιαδήποτε επεξηγηματική σκέψη, ακόμα και φαντασιόπληκτες ή κερδοσκοπικές, αλλά στην ακαδημαϊκή του χρήση χρησιμοποιείται για ιδέες που ικανοποιούν κάποιες βασικές απαιτήσεις για το είδος των παρατηρήσεων, τις μεθόδους κατηγοριοποίησής τους, και τη συνέπεια της θεωρίας στην εφαρμογή της σε μέλη της κάθε κατηγορίας. Οι απαιτήσεις αυτές ποικίλουν ανάμεσα σε διαφορετικά πεδία γνώσης, αλλά γενικά οι θεωρίες αναμένεται να είναι χρηστικές και φειδωλές: δηλαδή μια θεωρία θα πρέπει να είναι το απλούστερο δυνατό εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει ικανοποιητικά τη δεδομένη ομάδα φαινομένων.

Οι θεωρίες είναι διαφορετικές από τα θεωρήματα: τα θεωρήματα συνεπάγονται από θεωρίες σύμφωνα με κάποιο τυπικό σύστημα κανόνων, γενικά σαν πρώτο βήμα στη δοκιμή ή εφαρμογή της θεωρίας σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Οι θεωρίες είναι αφηρημένες και εννοιολογικές, και επομένως δεν θεωρούνται ποτέ ως σωστές ή λανθασμένες. Αντίθετα, στηρίζονται ή προκαλούνται από παρατηρήσεις στον κόσμο. Είναι αυστηρά δοκιμαστικές, με την έννοια ότι προτείνονται ως αλήθεια, αλλά αναμένεται ότι ικανοποιούν προσεκτική εξέταση για διερεύνηση της πιθανότητας λανθασμένων συμπερασμάτων, ή λανθασμένων παρατηρήσεων.

Μερικές φορές οι θεωρίες διαψεύδονται, δηλαδή υπάρχει ένα συγκεκριμένο σύνολο παρατηρήσεων που αντικρούει κάποια στοιχειώδη υπόθεση της θεωρίας. Συχνότερα οι θεωρίες ανασκευάζονται ώστε να συμμορφώνονται με τις νέες παρατηρήσεις, είτε περιορίζοντας την κατηγορία φαινομένων στα οποία εφαρμόζεται η θεωρία, είτε αλλάζοντας τους ισχυρισμούς. Ενίοτε μια θεωρία παραμερίζεται από τους επιστήμονες επειδή δεν γίνεται να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της αναλυτικά. Οι ισχυρισμοί αυτοί μπορεί να συνεχιστούν στην λαϊκή φαντασία σε μια τέτοια περίπτωση, μέχρι να ανακαλυφθεί κάποιος τρόπος εξέτασης που είτε διαψεύδει είτε ενισχύει τη θεωρία

Το σεξ των άλλων: αν είσαι πρόεδρος επιβήτορας οι γυναίκες θα περιμένουν να μάθουν την ετυμηγορία σου

$
0
0
Ένα ωραίο χάπι εντ-ανατροπή στο δράμα του Ελιζέ, που εκτυλίσσεται τις τελευταίες ημέρες, θα ήταν το εξής: «Ευειδής Γάλλος ηθοποιός, ας πούμε ο Ολιβιέ Μαρτίνες, καταφτάνει στην πολυκλινική όπου νοσηλεύεται η Βαλερί Τριερβελέρ. Της βγάζει τα σωληνάκια από τα χέρια, της βάζει την κάσκα της μηχανής και την παίρνει μαζί του για πάντα. Ζουν στο Χόλιγουντ έκτοτε ευτυχισμένοι. Στα απομνημονεύματα της δημοσιογράφου αποκαλύπτεται ότι όλα αυτά ήταν σκηνοθετημένα για να την κοπανήσει μαζί του χωρίς να ξεφτιλίσει τον Φρανσουά Ολάντ. Ο λόγος ήταν ότι είχε βαρεθεί τις υποχρεώσεις της γαλλικής προεδρίας, δεξιώσεις και συγχρωτισμό με διάφορους ανιαρούς ηγέτες. O Ολιβιέ τής άνοιξε νέους δρόμους στον έρωτα και στο σεξ».


Έχουν ενδιαφέρον οι ποικίλες, σεξιστικές ως επί το πλείστον, αναγνώσεις και αντιδράσεις στο γαλλικό saga. Από το Schadenfreude ορισμένων για την Τριερβελέρ (αφού εξώθησε τον Ολάντ στην απιστία πρώτη, καλά να πάθει τώρα) μέχρι τον θαυμασμό για τον «γήινο» καραφλούλη, μπουλούκο πρόεδρο, τον «μπαγάσα», που («πότε προλαβαίνει;») έχει και εξωσυζυγικές περιπέτειες. Λες και δεν έχει σχέση η «γοητεία» του με την εξουσία που ασκεί. Αν για παράδειγμα ήταν ένας ευφυής, χωρατατζής δημόσιος υπάλληλος θα σφάζονταν οι γυναικάρες στο γόνυ του;

Θύματα όμως αυτού του εξουσιαστικού μηχανισμού είναι και οι ίδιες οι εμπλεκόμενες γυναίκες της υπόθεσης. Μια δυναμική, γοητευτική –και πολυγαμική– δημοσιογράφος και μία επιτυχημένη καλλονή ηθοποιός αποδέχονται να ενδυθούν τον ρόλο της γλάστρας, επιτρέποντας στον πασά τους να αποφασίσει σε ποια θα δώσει το μήλον της Έριδος πριν περάσει τον Ατλαντικό, σύμφωνα με τις προχθεσινές δηλώσεις του Γάλλου προέδρου. Η μία υποδυόμενη την υστερική κερατωμένη σύντροφο, η άλλη τη μέγαιρα-θύτη, που σπέρνει τη δυστυχία στα ευνομούμενα νοικοκυριά. Την ίδια στιγμή η δημοτικότητα του Ολάντ, ακόμη και σε αυτήν τη φιλελεύθερη Γαλλία, ανεβαίνει. Ο πρόεδρος επιβήτορας επιβραβεύεται, οι γυναίκες του πάλι τιμωρούνται. Και περιμένουν να μάθουν την ετυμηγορία.

Μπορεί κανείς να αντιπαραβάλει την υπόθεση Ολάντ με αυτήν της ευρωβουλευτού πλέον και πρώην υπουργού Δικαιοσύνης του Σαρκοζί, Ρασιντά Ντατί. «Είχε οκτώ συντρόφους όταν έμεινε έγκυος»,ούρλιαζε ο ταμπλόιντ Τύπος, διαπομπεύοντας το αγνώστου πατρός παιδί της. Ουδείς επιδοκίμασε την πολυγαμικότητά της, η δημοτικότητά της δεν ανέβηκε επειδή υπήρξε γκομενιάρα. Αντίθετα, της φόρτωσαν κι άλλους υποψήφιους πατέρες, μάλλον λόγω της καλπάζουσας φαντασίας τους, από τον πρώην Ισπανό πρωθυπουργό Χοσέ Μαρία Αθνάρ μέχρι τον ίδιο τον προκάτοχο του Ολάντ, Νικολά Σαρκοζί.

Η πολυγαμικότητα είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση, αφορά και τα δύο φύλα. Αν είναι να ασχολούμαστε με το σεξ των άλλων, το οποίο –κατά τη γνώμη μου– είναι εξόχως βαρετό θέμα, τουλάχιστον ας ασχοληθούμε ισότιμα για άνδρες και γυναίκες.

Ποιος είναι ο αφέντης και ποιος ο σκλάβος

$
0
0
Ο δάσκαλος περπατούσε στην εξοχή παρέα με τους μαθητές του χρησιμοποιώντας κάθε ευκαιρία που έβρισκε μπροστά του για να τους διδάξει. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ένας περαστικός άνδρας προχωρούσε τραβώντας την αγελάδα του, που την είχε δεμένη με ένα σχοινί. Ο δάσκαλος του φώναξε να περιμένει και είπε στους μαθητές του να περικυκλώσουν αυτόν και την αγελάδα του. «Θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις για να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα» είπε.

Ο άνδρας με την αγελάδα σταμάτησε και περίμενε με περιέργεια να ακούσει τις ερωτήσεις του φημισμένου σοφού δάσκαλου της περιοχής. Ο δάσκαλος γύρισε προς τους μαθητές του και ρώτησε:


«Ποιος είναι δεμένος σε ποιόν; Είναι η αγελάδα δεμένη στον άνδρα ή ο άνδρας στην αγελάδα;»

Ο άνδρας δεν ήταν πολύ σίγουρος για την απάντηση και περίμενε να ακούσει με περιέργεια τι θα έλεγαν οι μαθητές. Φυσικά οι μαθητές απάντησαν: «Η αγελάδα είναι δεμένη στον άνδρα. Ο άνδρας είναι το αφεντικό, αυτός κρατάει το σχοινί, και η αγελάδα τον ακολουθεί όπου και να πάει.  Αυτός είναι ο  αφέντης και η αγελάδα ο σκλάβος». Ο άνδρας χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση και συμφώνησε με τους μαθητές του δασκάλου.

Τότε ο δάσκαλος είπε: «Πολύ ωραία, ας δούμε λοιπόν ποιος είναι ο αφέντης και ποιος ο σκλάβος». Έβγαλε ένα μαχαίρι από την τσέπη του και έκοψε το σχοινί. Η αγελάδα το έσκασε και ο καημένος άνδρας άρχισε να τρέχει απελπισμένα στην προσπάθεια του να προλάβει και να ξαναπιάσει την ελεύθερη αγελάδα. Στο μεταξύ ο δάσκαλος συμπέρανε: «Τώρα καταλαβαίνετε ποιος είναι ο αφέντης; Προφανώς, ο σκλάβος, η αγελάδα, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τον αφέντη της – αντίθετα, όπως όλοι είδατε η αγελάδα δραπέτευσε αμέσως μόλις κόπηκε το σχοινί και ο πρώην αφέντης, ο άνδρας που τρέχει ξοπίσω της απελπισμένα, είναι πολύ θυμωμένος».

Βλέποντας τους μαθητές του να τον κοιτάζουν με απορία ο δάσκαλος συνέχισε:
«Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση σας, η κατάσταση του ανθρώπινου μυαλού. Όλες οι ανοησίες που εσείς κουβαλάτε μέσα του δεν ενδιαφέρονται καθόλου για σας. Εσείς ενδιαφέρεστε γι’ αυτές, εσείς διασκεδάζετε μαζί τους, εσείς τις ταΐζετε και είστε εσείς που εξαγριώνεστε στην προσπάθεια να τις κρατήσετε μαζί σας, μέσα στο μυαλό σας. Την στιγμή που θα χάσετε το ενδιαφέρον σας γι’ αυτές, τη στιγμή που θα αντιληφθείτε τη ματαιότητά τους, τη στιγμή που συνειδητά θα τις εγκαταλείψετε, θα δραπετεύσουν από το μυαλό σας και θα εξαφανιστούν, ακριβώς όπως η αγελάδα.

Ελευθερώστε το μυαλό σας και ό,τι άχρηστο υπάρχει μέσα του θα εξαφανιστεί. Χρησιμοποιήστε το νοητικό μαχαίρι της θέλησής σας και κόψτε το αόρατο σχοινί των βλαβερών σκέψεων, των σκέψεων που δημιουργούν ενοχές, ντροπή, φόβο, αρνητικότητα ή των άχρηστων σκέψεων που απλώς σπαταλούν τον πολύτιμο χρόνο σας. 
Η επιλογή είναι δική σας και το μαχαίρι της απελευθέρωσης βρίσκεται στην τσέπη του νου σας»

[ΠΗΓΗ: Αφέντης ή σκλάβος; - αναρτήθηκε στο ιστολόγιο ΞΑΝΘΗ ΦΙΛΟΣΟΦΕΙΝ (φιλοσοφικό καφενείο):  http://nekthl.blogspot.gr/

Ποιοι είναι οι καθαροί και ποιοι τα καθάρματα;

$
0
0
Hψυχή και η ηθική της δημοκρατίας βρίσκονται στην Παιδεία. Αν σκεφτούμε ποια πρόσωπα έχουν διατελέσει υπουργοί Παιδείας (παραλείπω το υπουργείο Πολιτισμού) μετά τη Μεταπολίτευση, θα εννοήσουμε γιατί έχουμε πέσει τόσο χαμηλά… Οι δικοί μας «αμαρτωλοί» είναι επίορκοι πολιτικοί, καταχραστές του Δημοσίου, κλέφτες του δικού μας πλούτου και της δικής μας ζωής. Η δημοκρατία έχει τρόπους να τιμωρήσει όλους αυτούς με βάση τους νόμους και το Σύνταγμα. Δεν χρειαζόμαστε «ακάθαρτους» σωτήρες. Τα καθάρματα δεν καθαιρούν.

ΚΑΘΑΡΣΗ και ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ:Η σημασία των δύο παμπάλαιων, συγγενών λέξεων «κάθαρση»και «κάθαρμα»μας είναι λίγο-πολύ γνωστή και δεν χρειάζεται ούτε στα λεξικά να καταφύγουμε ούτε στην αριστοτελική Ποιητική. Η πρώτη δηλώνει την πράξη του καθαρμού και του εξαγνισμού (σωματικού και ψυχικού), η δεύτερη την ακαθαρσία, το απόπλυμα και μεταφορικά τον ανήθικο άνθρωπο, το κοινωνικό απόβρασμα.


Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για κάθαρση, κάτι που ακούγεται συνεχώς στα λερά χρόνια μας, αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι ότι κάθε πολιτική, κοινωνική και οικονομική βρωμιά θα καθαριστεί. Θα επέλθει αυστηρή, άτεγκτη τιμωρία και ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης θα λάμψει, κατά τον ποιητή. Αυτό γίνεται στην τραγωδία, όπου οι θεατές, έχοντας συμμετάσχει ψυχικά στο πάθος του ήρωα, φεύγουν βέβαιοι ότι λειτουργούν οι θεϊκοί, καθαρτήριοι μηχανισμοί. Εμείς όμως, καθημερινοί θεατές πολιτικών και κοινωνικών εγκλημάτων, βλέπουμε κάποια κάθαρση; Σε μια Ελλάδα που ζει κάθε μέρα πραγματικές τραγωδίες (όχι μίμηση) συντελείται μια κάποια καθαρτήρια, εξαγνιστική πράξη; Όχι. Τουναντίον μάλιστα. Αντί ο τίμιος πολίτης (ο συνεπής φορολογούμενος, ας πούμε) να επαινείται, τα πολιτικά και οικονομικά καθάρματα επιβραβεύονται.

Δεν λέμε κάτι άγνωστο, ούτε παράξενο. Όλοι μας έχουμε να αφηγηθούμε και από μια ιστορία διαφθοράς, απάτης, κλοπής του δημόσιου χρήματος. Τέτοια φαινόμενα έχουμε παντού. Στην πολιτική και οικονομική ζωή. Στα ΜΜΕ, στα πανεπιστήμια, στον αθλητισμό, ακόμη και στη Δικαιοσύνη και στην Εκκλησία. Μπορεί να γίνονται κάποια δειλά βήματα. Η Δικαιοσύνη τολμά, έστω και καθυστερημένα, και αποκαλύπτει σκάνδαλα και τιμωρεί επίορκους και απατεώνες πολιτικούς. Αλλά όλα αυτά, όσο και καλά, δεν συστήνουν μιαν αληθινά καθαρτήρια πολιτική. Δεν αποκαθιστούν το αίσθημα της δικαιοσύνης. Τα ελλείμματά μας δεν είναι μόνο οικονομικά. Είναι πρωτίστως πολιτικά, κοινωνικά. Ηθικά. Εάν λοιπόν δεν καλύψουμε πρώτα αυτά τα κενά, δεν μπορούμε να περιμένουμε ανάκαμψη οικονομική. Ακούγεται δασκαλίστικο αλλά η ψυχή και η ηθική της δημοκρατίας βρίσκονται στην Παιδεία. Αν σκεφτούμε ποια πρόσωπα έχουν διατελέσει υπουργοί Παιδείας (παραλείπω το υπουργείο Πολιτισμού) μετά τη Μεταπολίτευση, θα εννοήσουμε γιατί έχουμε πέσει τόσο χαμηλά.

Παρ'όλα αυτά, παρά τα καθημερινά φαινόμενα διαφθοράς, παρά την έλλειψη ουσιαστικής κάθαρσης, δεν είμαστε δα και ο πιο διεφθαρμένος λαός της οικουμένης. Η δημοκρατία μας μπορεί να έχει χάσει σε πολλά την αίγλη της αλλά υπάρχει. Οι θεσμοί, οι νόμοι, το Σύνταγμα υπάρχουν, απλώς μένουν σε αδράνεια. Δεν μας χρειάζονται νόμοι κατασταλτικοί. Αποκλεισμός του λαού από μια ζωή δίκαιη και αξιοπρεπή. Δεδομένου λοιπόν ότι η θεία δικαιοσύνη δεν ξέρουμε πότε, και αν, θα έρθει, ας εφαρμοστεί η δική μας, η ανθρώπινη. Επί της γης. Τώρα.

Όμως το χειρότερο είναι άλλο. Αυτό που όλο πλησιάζει. Υπόκωφα. Εφιαλτικά. Μοιραία. Η έλευση των «καθαρών», των αυτόκλητων τιμωρών και λυτρωτών. Αυτών που θα μας «ξεβρωμίσουν», όπως λένε. Αυτοί όμως, είτε μας έρχονται από τα δεξιά, ντυμένοι χρυσαυγίτες, είτε από αριστερά, κουκουλοφόροι και δολοφόνοι, το ίδιο είναι και βλάπτουν εξίσου τη δημοκρατία. Αυτοί οι πολλαπλώς ακάθαρτοι εμφανίζονται ως καθαρτήριοι άγγελοι και είναι πολλοί εκείνοι που τους επευφημούν. Έτσι οι ακάθαρτοι λοιδορούν τους καθαρούς. Αυτό περίπου κάνουν και οι «καθαροί» ευρωπαίοι τραπεζίτες και πολιτικοί: μας δείχνουν υποτιμητικά και μας λένε κατάμουτρα ότι είμαστε βρώμικοι, ακάθαρτοι και λερωμένοι.

Ποιοι λοιπόν είναι οι καθαροί και ποιοι τα καθάρματα; Τα κριτήρια τα ξέρουμε. Μας τα έχουν πει οι ποιητές μας, μας τα έχουν δείξει και οι παλαιοί Έλληνες, στα κείμενά τους και στο κοίλο του θεάτρου. Η «αμαρτία», μας είπαν, είναι λογικό, επίγειο σφάλμα, όχι θεολογικό παράπτωμα. Ο Κύριος ας τιμωρήσει τους δικούς του αμαρτωλούς, όταν έρθει η ώρα τους. Εμείς έχουμε νόμους, κανόνες. Οι δικοί μας «αμαρτωλοί» είναι επίορκοι πολιτικοί, καταχραστές του Δημοσίου, κλέφτες του δικού μας πλούτου και της δικής μας ζωής. Η δημοκρατία έχει τρόπους να τιμωρήσει όλους αυτούς με βάση τους νόμους και το Σύνταγμα. Δεν χρειαζόμαστε «ακάθαρτους» σωτήρες. Τα καθάρματα δεν καθαιρούν.


[ΠΗΓΗ: Γιώργης Γιατρομανωλάκης , καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας – το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ]

ΜΗΠΩΣ ΕΦΤΑΣΕ Η ΩΡΑ ΝΑ (αυτο)ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΟΥΜΕ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΜΑΣ παίρνοντας «όπλα» αυτοπροστασίας;

$
0
0
ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΥΦΩΝΑ ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ ΣΤΟ ΑΜΠΑΡΙ ΚΑΙ ΤΙΜΟΝΙΕΡΗΔΕΣ ΟΙ ΜΟΥΤΣΟΙ: Δεν είναι ούτε υπερβολή ούτε εμπάθεια να θυμίζουμε συνεχώς στον εαυτόν μας και στους γύρω μας την κοινή τραγωδία: τη στάθμη του κομματικού μας συστήματος. Χρειάζεται υπενθύμιση ο καθημερινός εφιάλτης; Ναι, διότι ο ψυχισμός μας δεν αντέχει τέτοια πραγματικότητα: να ορίζουν τη μία και μοναδική ζωή μας τόσο αρρωστημένα μυαλά…

ΕΠΙΟΡΚΗ πολιτική συγκυρία, μια κόλαση από ΣΩΤΗΡΕΣ:
«Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είναι ο ουρανός και λίγο χιόνι… Έσφιξα τα σκοινιά μου, πρέπει και πάλι να ελέγξω τ’ αστέρια. Εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά, να πετάω» [ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ – Μίλτος Σαχτούρης 1958
«Γιατί ν’ αναβάλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;»

 «Η ανεπάρκεια, η ατέλεια, ο εμβαλωματικός χαρακτήρας του Mνημονίου» έχει οδηγήσει τη χώρα σε «οικονομικό παγετώνα». H ζωή έχει νεκρωθεί. Μέσα στην επόμενη τριετία, λογικά, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψει το ευρωνόμισμα. Αλλά ο λαϊκισμός της κυβερνητικής προπαγάνδας καλλιεργεί κλίμα «δοξαστικής αισιοδοξίας» που «δεν αφήνει να αναπτυχθεί η αίσθηση του συλλογικού κινδύνου»,δηλαδή αντανακλαστικά «απελευθέρωσης μεγάλων κοινωνικών δυνάμεων», προκειμένου να τολμηθούν τομές ικανές να σώσουν τη χώρα.


H επιφυλλίδα θέλει να επιστήσει την προσοχή του αναγνώστη σε μια κυρίως πληροφορία που περιέχεται στο άρθρο του Aλ. Παπαδόπουλου. Ότι στην περίοδο 1994 - 1996, με τα δεδομένα της οικονομίας περίπου ίδια με τα σημερινά, η άσκηση συγκεκριμένης πολιτικής, κατά τον συγγραφέα του άρθρου, οδήγησε σε εκπληκτικό πρωτογενές πλεόνασμα την ελληνική οικονομία και το πλεόνασμα διατηρήθηκε ως το 2001. Το ότι η δημοσίευση αυτής της συγκεκριμένης πληροφορίας δεν προκαλεί την παραμικρή πολιτική αντίδραση, είναι η τρομακτικότερη ένδειξη ότι η καταστροφή και διάλυση κράτους και κοινωνίας επέρχεται νομοτελειακά – η χώρα κυβερνάται ή από ανθρώπους με χαμένη την αίσθηση της πραγματικότητας ή από ψυχρούς αμοραλιστές εξουσιολάγνους.

Ποια λογική δικαιολογεί αυτό το αποτρόπαιο δίλημμα; O αρθρογράφος δεν είναι τυχαίο πρόσωπο, έχει μακρά δημόσια παρουσία, διετέλεσε και υπουργός Οικονομικών. Τα όσα καταθέτει ως πληροφορία κρίνουν τη ζωή όλων μας και το ψωμί των παιδιών μας. Αν οι πληροφορίες του είναι ασύστολα ψεύδη, η κυβέρνηση οφείλει, σε μας τους πολίτες, να τα καταγγείλει ή να αποδείξει ότι η πραγματικότητα σήμερα είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του 1994 - 96.
Αλλά και διαφορετική να είναι η πραγματικότητα, μας οφείλει η κυβέρνηση μιαν απάντηση στη λογική απορία: Γιατί αρνείται, στις σημερινές συνθήκες τυφώνα, να καλέσει έμπειρους καπετάνιους που κράτησαν το πηδάλιο της οικονομίας σε μεγάλες φουρτούνες;Όχι για να της πουν τι να κάνει, αλλά μόνο για να ακούσει γνώμες επαϊόντων – να μεταγγίσει και στους πολίτες την αίσθηση ότι η διαχείριση της καταστροφής δεν μπορεί να είναι κομματικό στοίχημα, είναι βαριά ευθύνη κοινωνική και ιστορική. Γιατί προτίμησε η κυβέρνηση, αντί για τους δοκιμασμένους καπετάνιους, να κρατάει το πηδάλιο μέσα σε τυφώνα ένα πρωτόπειρος μούτσος;

Ακόμα και αν αυτή η επιλογή είναι όρος, από τους πολύ ταπεινωτικούς, που έχουν επιβάλει όσοι επιτροπεύουν το κράτος, θα αποτελούσε ελπιδοφόρο σημάδι κοινωνικής υπευθυνότητας, άρα πολιτικής σοβαρότητας, να ομολογήσει δημόσια η κυβέρνηση τον δραματικό εξαναγκασμό:  Ναι, οι δανειστές επιβάλλουν δικό τους τοποτηρητή, και προτιμάνε οιηματικά παιδάρια, για να τονίζεται εμφατικά ο χαρακτήρας προτεκτοράτου που επιβάλλεται στην υπερχρεωμένη χώρα.
Αν το πολιτικό μας σύστημα δεν το συγκροτούσαν μόνο αρρωστημένα μυαλά, τότε η αναφορά του Aλ. Παπαδόπουλου στη διετία ’94 - ’96 θα προκαλούσε αμέσως κυβερνητικό τηλεφώνημα: «Έχεις την πείρα, έλα να επαναλάβεις το τότε κατόρθωμα». Ανάλογο τηλεφώνημα θα είχε γίνει και στον Στέφανο Mάνο, όταν δημοσιοποιούσε προτάσεις για την ανασύσταση του κράτους και της δημοσιοϋπαλληλίας ή για την αξιοποίηση των εκτάσεων του πρώην αεροδρομίου στο Ελληνικό ή άλλες προτάσεις, οποιουδήποτε, αποδεδειγμένα έμπειρου και ταλαντούχου. Ελα και πράξε. Αν πετύχεις, μισή δόξα δική σου, μισή δική μας με το αζημίωτο. Αν αποτύχεις, εσύ θα λουστείς την κατακραυγή, εμείς θα μείνουμε με τα εύσημα της αμεροληψίας, της εμμονής στη δοκιμασμένη ποιότητα.

Τα αρρωστημένα μυαλά δεν πρόκειται ποτέ να τηλεφωνήσουν σε κανέναν Aλ. Παπ. και σε κανένα Mάνο. Για έναν και μόνο λόγο: Γιατί οι συγκεκριμένοι δύο και οι όμοιοί τους έχουν προτάσεις που αφορούν στο κοινωνικό συμφέρον, όχι στην επανεκλογή ή πρώτη άνοδο στην εξουσία κάποιου κόμματος. Τα αρρωστημένα μυαλά δεν μπορούν πια να προβληματιστούν για οτιδήποτε χωρίς να προτάξουν τη σκοπιμότητα να εξουσιάσουν. Με κραυγαλέα και σπαρακτική την ολοκληρωτική καταστροφή, με λουκέτο στα οχτώ από τα δέκα μαγαζιά στους πρώην εμπορικούς δρόμους των ελλαδικών πόλεων, τους μεσοαστούς (άλλοτε) να συνωστίζονται τώρα στις ουρές των συσσιτίων της Εκκλησίας, περιθωριακούς πεινασμένους να ψάχνουν, με μάτι αγριεμένο, αηδιαστικά υπολείμματα τροφών στους κάδους των σκουπιδιών, με τις ουρές στον EOΠYY, στη ΔEH, στις εφορίες των άλλοτε λειτουργών του κράτους, καταδικασμένων σήμερα στον εξευτελισμό και στην πίκρα των αβοήθητων γηρατειών. Με δεδομένη αυτή τη φρίκη, ο κ. Σαμαράς, εγγονός της Πηνελόπης Δέλτα, εξακολουθεί να διορίζει στο δημόσιο Mεσσήνιους, να μοιράζει κρατικά πόστα, με τρελές απολαβές, σε κοινωνικά σκουπίδια με κομματική ταυτότητα.
Τον υποβλέπει ζηλόφθονα αξιώνοντας μεγαλύτερο μεράδι από τη νομή της εξουσίας ο «σοσιαλιστής» Bενιζέλος εκπεσμένος στο μακάβριο 5% της προτίμησης των ψηφοφόρων. Κι από κοντά το τραγελαφικότερο ρετάλι της ατιμασμένης, συμβιβασμένης με την απανθρωπία των «Aγορών» τάχα και Aριστεράς.

Για κοινωνικές ευαισθησίες θα μιλάμε τώρα;
[ΠΗΓΗ: Χρήστος Γιανναράς, Αρρωστημένα μυαλά, επιφυλλίδα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 9 Ιουνίου 2013]

 «μας γέρασαν προώρως, Γιώργο το κατάλαβες;» («περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου»)

 [ΜΗΠΩΣ ΕΦΤΑΣΕ Η ΩΡΑ ΝΑ (αυτο)ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΟΥΜΕ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΜΑΣ παίρνοντας "όπλα"αυτοπροστασίας;]
ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΞΑΝΑ (με λογοπαίγνια περί τρωικών ή τροϊκών πολέμων με Τροία ή με τρόικα, Αχιλλέα, Οδυσσέα, Βενιζέλο και Σαμαρά): τότε ήταν για ένα πουκάμισο αδειανό για μια Ελένη ένας τρωικός πόλεμος που βάσταξε 10 ολάκερα χρόνια κι έβγαλε των Αχαιών την ψυχή. Τόσο που για να περιγράψει μόνο 52 μέρες από το δέκατο χρόνο ένας τυφλός ποιητής χρειάστηκε 15.692 στίχους. Κι έχει ενδιαφέρον που ξεκινά αυτό το παλιό έπος με την οργή του Αχιλλέα για την άνιση κι άδικη διανομή των λαφύρων (διάλεξε για την πάρτι του τα καλλίτερα ο Αγαμέμνων)! Αν μάλιστα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια προσθέσουμε άλλα δέκα και 24 ραψωδίες για να παλιννοστήσει ο πολυμήχανος στην Ιθάκη του και να τοξοβολήσει τα λαμόγια και μνηστήρες Δημοσίων Έργων, πατριδοκάπηλλους φοροφυγάδες κλπ, αισίως πάμε στα είκοσι χρόνια Τρωικού Πολέμου (τότε)! Άρα υπολείπονται δεκαεπτά έτη συναπτά για την ισοφάριση! Τυχαία σύμπτωση ή πλάκα… δραματική, που τόσα περίπου τα υπολογίζουν τα χρόνια του νέου Τροϊκού Πολέμου οι τροϊκανοί (που προφανώς έχουν ξεσκολίσει τον Όμηρο εξ ου και μας έχουν σε ομηρία). Και που από δικό τους λάθος στην εξίσωση τιμής καυσίμων, κάψαμε το χειμώνα όλα τα ξύλα που φυλούσαμε για το… Δούρειο Ίππο και την κάθαρση ντε… (ιδέες από το ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ του Πέτρου Μανταίου στην Εφημερίδα των Συντακτών 11-06-2013) 


Και δεν είμαστε τάχα παράδοξα πλάσματα που πάμε και προσφέρουμε το πρώτο μας πάθος εκεί όπου δεν υπάρχει ελπίδα ανταπόδοσης

$
0
0
Ψυχές, εσείς, όλων μας τω μοναχικών παιχνιδιών, των περιπετειών μας όλων· ως εσύ απλοϊκή και καλότροπη της μπάλας, ψυχή της οσμής των ψηφίδων του ντόμινο, ψυχή αστείρευτη του εικονογραφημένου βιβλίου. Ψυχή της σάκας που συχνά σε κοιτούσαμε δύσπιστοι κάπως, γιατί ήσουν τόσο ανοιχτή, […] ανήκοη ψυχή της καλής μας τρομπέτας: πόσο αξιαγάπητες ήσασταν όλες, πόσο απτές σχεδόν. Μονάχα εσύ, ψυχή της κούκλας, μόνο για σένα δεν γινότανε κανένας να πει πού αλήθεια ήσουν.


Κούκλες: παρούσες στα παιδικά βάθη της ηλικίας, μάρτυρες των πάντων και καθ’ όλη την ημέρα, συνένοχες και μυημένες στις ακατονόμαστες παρθενικές εμπειρίες των κατόχων τους, συγκάτοικες στις καγκελόφρακτες κούνιες τους, σφιχτοδεμένες κατά τους νυχτερινούς πυρετούς τους. Ακόμα και το σκαιότερο φέρσιμό μας το νιώθουν πάνω τους σαν χάδι. Βέβαια από μια πλευρά δεν έκαναν το ελάχιστο, παρά αφήνονταν να (τις) ονειρευτούν, περνώντας άκοπα της ημέρες τους, ζώντας με τις δυνάμεις των άλλων. Κάποια σίγουρα θα μας είχε εξοργίσει και θα έμενε «ξεγυμνωμένη εμπρός μας σαν αποτρόπαιο αλλότριο σώμα που σπαταλήσαμε πάνω του την πιο άδολή μας θέρμη· σαν τυμπανιαίο πτώμα ψιμιθιωμένο πρόχειρα που αφέθηκε στο ξεχείλισμα της στοργής μας κι ύστερα ξεβράστηκε κι αποξεχάστηκε στις καλαμιές». Μας ήταν ανάγκη να έχουμε τέτοια πράγματα, πρόθυμα να υποστούν το καθετί. κι εμείς με τη σειρά μας να φαινόμαστε ισχυροί, καθώς εκείνη δεν αντιδρούσε διόλου, παρά ενεργούσαμε εμείς για λογαριασμό της.
 Τότε εκείνη σιωπούσε, όχι από ανωτερότητα, σιωπούσε γιατί έτσι υπεξέφευγε πάντα, γιατί ήταν από μια στόφα ανώφελη και ακαταλόγιστη πλήρως – σιωπούσε και ούτε καν της περνούσε η σκέψη να βγάλει ένα κέρδος απ’ αυτό, να διεκδικήσει σημασία ανώτερη σ’ έναν κόσμο όπου η μοίρα, μάλιστα ο Θεός ο ίδιος, είναι περίφημοι πρωτίστως γιατί μας απαντούν με τη σιωπή τους.
 Οι σκέψεις του Ρίλκε, γραμμένες με μια πυκνή ποιητικότητα από την μία νοσταλγούν την πεπερασμένη εποχή του αθώου μας εαυτού και από την άλλη φιλοσοφούν εκ νέου πάνω σε μια σχέση που πιθανώς έχει πλάσει αυτό που είμαστε σήμερα. Ο Αυστρογερμανός ποιητής εμπνέεται από τις ιδιαίτερες Κούκλες για Βιτρίνα της Γερμανίδας κουκλοποιού, εικονογράφου και ενδυματολόγου Λόττε Πρίτσελ, η οποία στις αρχές του εικοστού αιώνα και στο κλίμα του κινήματος της Puppenreform και των εκθέσεων καλλιτεχνικής κουκλοποιίας, δημιούργησε μια σειρά από κέρινες ενήλικες κούκλες με εξαϋλωμένα χαρακτηριστικά και αισθησιακά κοστούμια. Η Πρίτσελ εμπνεόταν από θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, γιορτές μεταμφιεσμένων κ.ά.
Η κάποτε αλλόκοτη, αναμφίβολα αισθησιακή και μελαγχολικά ερωτική αίγλη των αυτών των κέρινων γυναικών σαφώς παρέπεμπαν και στον Ώμπρεϋ Μπήρντσλεϋ, ηγετική φυσιογνωμία του Αισθητισμού και σημαντικού καλλιτέχνη της Αρ Νουβώ, παρά τον πρώιμο θάνατό του, ενώ το ποιητικό τους παράλληλο θα μπορούσε να εντοπιστεί στις Χίμαιρες του Ζεράρ ντε Νερβάλ. Οι λεπτεπίλεπτες, εύπλαστες και διακοσμημένες αυτές μορφές, γοήτευσαν τον Ρίλκε, που επισκέφθηκε μια έκθεσή της το 1913 και ενδιαφέρθηκε για τις καλλιτεχνικές τους δυνατότητες αλλά κυρίως επέστρεψε στις αναμνήσεις του από την παιδική του αγάπη για τα παιχνίδια. Τώρα τα εν λόγω καλλιτεχνήματα αποτελούν αφετηρίες γενικότερου προβληματισμού όσον αφορά τη σχέση τους με τα παιδιά αλλά και τον τρόπο που προετοιμάζονται για την επαφή με το εξωτερικό κόσμο.

Και δεν είμαστε τάχα παράδοξα πλάσματα εμείς, αφού πάμε και προσφέρουμε το πρώτο μας πάθος εκεί όπου δεν υπάρχει ελπίδα ανταπόδοσης; Έτσι που στη γεύση εκείνης της τόσο αυθόρμητης αβρότητάς μας ν’ απλώνεται παντού η πικρία ότι στάθηκε μάταιη; Ποιος ξέρει αν αύριο κανείς, βγαίνοντας έξω στον κόσμο, δεν συμπεράνει από τούτες τις μνήμες ότι δεν είναι άξιος να αγαπηθεί; Αν μήπως, στο ένα σημείο η το άλλο, η κούκλα δεν συνέχιζε ν’ ασκεί πάνω του την αθεράπευτή της επιρροή, τόσο που εκείνος να κυνηγάει ακόμη τέρψεις αόριστες, μόνο και μόνο από πείσμα ενάντια στο αίσθημα του ανικανοποίητου που ερήμωσε τη ζωή του;

Οι κούκλες της Λόττε Πρίτσελ δεν πέρασαν από κανένα παιδικό κόσμο· δεν προϋποθέτουν κανένα πέρασμα από παιδικό δωμάτιο· κανείς δεν αναρωτήθηκε τι θα απογίνουν αργότερα. Αρχάριοι του κόσμου όπως ήμασταν, συλλογίζεται ο Ρίλκε στο εξομολογητικό και ταυτόχρονα φιλοσοφικό δοκίμιό του, γρήγορα καταλάβαμε πως δεν μπορούσαμε να την κάνουμε ούτε πράγμα ούτε άνθρωπο, και κάτι τέτοιες στιγμές γινόταν για εμάς ένας άγνωστος. Σώμα δίχως θέληση οι ίδιες, ίσως κι αυτές μας προετοίμασαν για ένα άλλο σώμα δίχως θέληση, το δικό μας.


Τα άβουλα κέρινα σώματαΣυλλογική έκδοση με τις 16 αυθεντικές λιθογραφίες Εκδ. Περισπωμένη, 2012, μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης, σελ. 74 [Σειρά Οίστρος, 1] [Rainer Maria Rilke / Lotte Pritzel – Puppen, 1921]. Η έκδοση είναι δίγλωσση – αναρτήθηκε στο ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ: pandoxeio.com/

Η Σχεδία της Μέδουσας: προσέγγιση της εμπειρίας μιας πραγματικής σκηνής ναυαγίου (κάθε ομοιότητα με ναυάγια της σύγχρονης πραγματικότητας καθόλου συμπτωματική)

$
0
0
 «Οι αχρείοι που γράφουν αυτές τις ανοησίες δεν έχουν μείνει νηστικοί δεκατέσσερις ολόκληρες ημέρες και δεν μπορούν να νοιώσουν πως είναι να πεθαίνεις της πείνας –μόνο τότε θα μπορούσαν ίσως να καταλάβουν ότι ούτε η ποίηση, μήτε η ζωγραφική μπορούν να αποδώσουν τη φρίκη και την οδύνη που βίωσαν οι ναυαγοί της Σχεδίας» (TheodoreGericault)

 Πώς άραγε θα ένοιωθε ο επιβάτης της Σχεδίας της Μέδουσαςεάν, την ώρα που δοκιμαζόταν από την ανάγκη και πάλευε να σωθεί, γνώριζε ότι η τραγική του ιστορία θα γίνει αντικείμενο αισθητικής απόλαυσης; Την ακραία εμπειρία των ναυαγών θα πασχίσει να συλλάβει ο Théodore Géricault (1791-1824). Η Σχεδία της Μέδουσας/ Σκηνή Ναυαγίουαναφέρεται σε ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός.


Ιούνιος του 1816.Μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων και την παλινόρθωση της μοναρχίας, η φρεγάτα Μέδουσααποπλέει από τη Γαλλία με 365 επιβάτες. Ανάμεσά τους ο νέος κυβερνήτης της Σενεγάλης με μια ομάδα αξιωματούχων πρόκειται να παραλάβει την αποικία από τους Βρετανούς. Ένα μήνα μετά η Μέδουσαπέφτει σε ύφαλο ανοιχτά της Μαυριτανίας. Κάποιοι επιβάτες, μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, επιβιβάζονται στις λιγοστές σωσίβιες λέμβους. Οι υπόλοιποι, περίπου 150 άνθρωποι, στοιβάζονται σε μια σχεδία. Χωρίς τροφή και νερό οι επιβάτες παραδέρνουν στον ωκεανό για δεκατρείς ημέρες. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών στη σχεδία της Μέδουσαςσημειώνονται περιστατικά αγριότητας και εξαθλίωσης – βίαιες συγκρούσεις, φόνοι, ψυχωτικές παραισθήσεις, αυτοκτονίες, κανιβαλισμός. Μετά από δύο εβδομάδες, το πλοιάριο Άργος (Argus) περισυλλέγει δεκαπέντε ανθρώπους. Ανάμεσά τους ο γιατρός Henri Sauvigny και ο γεωγράφος Alexandre Correard, γνωστοί για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα.
Φωτισμένο από τις καταγγελίες τους και από τις αφηγήσεις των υπολοίπων ναυαγών το συμβάν προκαλεί σάλο. Ένα τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο ξεσπά στην Γαλλία και δυναμιτίζει τις ήδη έντονες συγκρούσεις μεταξύ μοναρχικών και αντι-μοναρχικών. Ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ ανάθεσε σε έναν ανάξιο και ανεύθυνο αξιωματούχο την κυβέρνηση του πλοίου. Ο καπετάνιος της Μέδουσας, συνοδοιπόρος της γαλλικής μοναρχίας, είχε εκδιωχθεί από τον Ναπολέοντα και είχε να ταξιδέψει πάνω από είκοσι χρόνια. Οι εφημερίδες ζωντανεύουν το περιστατικό δημοσιεύοντας τις μαρτυρίες των διασωθέντων. Η δίκη μετατρέπει τη Γαλλία σε αληθινό πεδίο μάχης. Οι ριζοσπάστες καταγγέλουν την διαφθορά της μοναρχίας, την περιφρόνησή της για τον γαλλικό λαό. Το 1818, το βιβλίο των Sauvigny και Correard, Η εξιστόρηση ενός ταξιδιού στη Σενεγάλη το 1816, γίνεται μπεστ σέλλερ.
Σεπτέμβριος του 1819. Μαζί με άλλους 1.300 πίνακες, ένα τεραστίων διαστάσεων έργο [4,91 x 7,16] εκτίθεται στο Σαλόν του Παρισιού  – η Σκηνή Ναυαγίου. Ο πίνακας δεν απεικονίζει ήρωες ή μέλη της καλής κοινωνίας αλλά “ανώνυμους” “απλούς” ανθρώπους. Στο κέντρο του, σε πρωταγωνιστικό ρόλο, ένας Αφρικανός. «Κουράγιο, κύριε Ζερικό! Κάντε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσετε τον ενθουσιασμό σας, σας κάνει να ξεστρατίζετε. Αν και ασυνείδητα κολορίστας, χρειάζεται να εξασκηθείτε στην πράξη και να προσπαθείστε συνειδητά. Όντας ακόμα ένας ανώριμος σχεδιαστής, καλά θα κάνετε να εγκύψετε  στην τέχνη του Νταβίντ». Τέτοιου τύπου παραινετικά σχόλια, αν και δεν εξαντλούν το εύρος της κριτικής υποδοχής του έργου, σημαδεύουν ωστόσο τις εντυπώσεις του περίεργου – και έτσι κι αλλιώς ανασφαλούς- ζωγράφου. 

Οι ριζοσπάστες επικρίνουν τον πίνακα διότι δεν αποδίδει με πιστότητα τα γεγονότα και συσκοτίζει τις πολιτικές διαστάσεις του συμβάντος. Οι ακραίοι συντηρητικοί επικρίνουν τον πίνακα διότι παρέχει στήριξη στους ριζοσπάστες και υποδαυλίζει το επαναστατικό πνεύμα. Οι μετριοπαθείς, φιλελεύθεροι αλλά και μοναρχικοί, δεν επικρίνουν τον πίνακα. Ανακουφίζονται με την –οικεία στη ρομαντική τέχνη της εποχής– απεικόνιση μιας καταστροφής. Άλλωστε το 1819 ο  πίνακας εκτίθεται με τον, απαλλαγμένο από τα ιστορικά συμφραζόμενα, γενικό τίτλο «Σκηνή Ναυαγίου». Ο Μισελέ δεν επικρίνει τον πίνακα, αλλά ούτε και τον εκθειάζει. Για τον Μισελέ η αξία του έγκειται στο ότι συνιστά μια πολιτική αλληγορία. Επιβάτης στη σχεδία είναι ο γαλλικός λαός. Ο λαός ο οποίος, στη μεταναπολεόντεια εποχή, συγκλονίζεται από τις πολιτικές αναταραχές και την διάψευση των ελπίδων του. Για τον Μισελέ το πρόβλημα του πίνακα είναι ο ρεαλισμός του, η έλλειψη ιδεαλισμού: δεν αναδεικνύει ένα ηθικό νόημα, τον εθνικό χαρακτήρα του γαλλικού λαού, την άφθαρτη από το χρόνο επιθυμία του για ελευθερία και αδελφοσύνη. Αντίθετα από τους ριζοσπάστες, ο Μισελέ θεωρεί σαν ψεγάδι του έργου το ότι αποδίδει με πιστότητα το γεγονός και παραμένει σε μια ζώνη άμεσης επαφής με το παρόν. Παραδόξως, την διάσταση ανάμεσα στην βιωμένη εμπειρία και την αναπαράστασή της θα αποδώσει με εξαιρετική ευστοχία ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ εγκωμιάζοντας το έργο: «Kύριε Ζερικό, το ναυάγιό σας δεν ναυάγησε». Ο Ζερικό όμως, αποκαρδιωμένος από τις αντιδράσεις, αποτραβιέται στην ύπαιθρο όπου και καταρρέει. «Δεν είναι πολιτικό το νόημα του πίνακα,  η έγνοια μου είναι ανθρωπιστική», έτσι φαίνεται να απάντησε ο Ζερικό στα σχόλια των Γάλλων.

Ιούνιος του 1820. Η Σκηνή Ναυαγίουεκτίθεται στο Egyptian Hall, στο Λονδίνο. Οι Άγγλοι αποσυνδέουν το έργο από τις πολιτικές χρήσεις και τις εθνικές του συνδηλώσεις. Πιστοί στον εθνικό τους χαρακτήρα, οι Άγγλοι ανασηκώνουν το φρύδι, καλωσορίζουν τον πίνακα, εγκωμιάζουν την πρωτοτυπία του και δεν διστάζουν να τον αναγορεύσουν σε ιδεώδες πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση. Στο Λονδίνο ο πίνακας εκτιμάται με αισθητικά κριτήρια. Δεν εξισώνεται με πολιτική αφίσα, δεν ταυτίζεται με καταγγελτικό σχόλιο, αναγνωρίζεται κυρίως ως ένα σημαντικό συμβάν στην ιστορία της τέχνης. Αναγνωρίζεται επίσης η διαφοροποίησή του από την παράδοση της ανιαρής, ηθικοπλαστικής αισθητικής του Νταβίντ, επίσημου ζωγράφου των Ιακωβίνων και του Ναπολέοντα. Στον καμβά του Ζερικό δεν έχει θέση ο Ναπολέοντας, η Ζοζεφίνα, ο Μαρά, ο Άρης και η Αφροδίτη, ο Αχιλλέας, η κυρία Σεριζιά και η κυρία Ρεκαμιέ. Κι αν έχει θέση ο Ντελακρουά που πόζαρε ως μοντέλο, έχοντας στραμμένο το πρόσωπό του στη θάλλασα, ο γάλλος ζωγράφος δεν είναι αναγνωρίσιμος.

Έχουμε εδώ ένα πραγματικό γεγονός, το ναυάγιο˙ τις  αφηγήσεις των διασωθέντων˙ ένα πολιτικό σκάνδαλο, τη σύγκρουση μοναρχικών και αντιπολίτευσης˙ ένα έργο τέχνης, τη Σκηνή Ναυαγίου˙ αναρίθμητα κείμενα από τότε μέχρι σήμερα τα οποία, στην πλειονότητά τους, εστιάζουν στο πολιτικό μήνυμα του έργου. Και ο Ζερικό; Ο Ζερικό δεν είναι ο τελειωμένος πίνακας. Είναι η διαδικασία. Δεν βρίσκεται εκεί όπου τον παραμονεύουμε, αλλά αλλού– εκεί εργάζεται παθιασμένα αδιαφορώντας.

Προσπαθώντας να συλλάβει την πραγματικότητα του ναυαγίου, την βιωμένη εμπειρία των ναυαγών, ο Ζερικό αναχώρησε από την πραγματικότητα και απομονώθηκε από τον κόσμο. Ξύρισε το κεφάλι του. Αφοσιώθηκε στην μελέτη και δούλευε πυρετωδώς ενάμιση χρόνο. Ερεύνησε εξαντλητικά τις παραμικρές λεπτομέρειες του συμβάντος. Συγκέντρωνε τις μαρτυρίες των διασωθέντων που δημοσιεύονταν στον τύπο και τις συμπλήρωνε με στοιχεία  από τις συνεντεύξεις που έπαιρνε ο ίδιος. Νοίκιασε ένα δωμάτιο απέναντι από το νοσοκομείο όπου είχαν μεταφερθεί οι νεκροί και οι τραυματίες της σχεδίας. Σπούδαζε την μορφολογία των τραυμάτων, τα αποσυντεθιμένα απομεινάρια των νεκρών, το ύφος του προσώπου, τον τρόπο των τσακισμένων μελών, τις συσπάσεις των μυών, το αποτύπωμα της οδύνης. Εκπόνησε μια εντυπωσιακή σειρά από σχέδια–μελέτες, απεικονίσεις κεφαλών και διαμελισμένων άκρων, τα οποία δεν χρησιμοποίησε στην τελική σύνθεση. Mε την βοήθεια του ξυλουργού της Μέδουσας έφτιαξε ένα ομοίωμα της σχεδίας στο εργαστήρι του. Στην προσπάθειά του να αισθανθεί κάτι από την οδύνη των ναυαγών δέθηκε στο κατάρτι μιας βάρκας.
Δεν έχει σημασία εάν ορισμένες από τις πληροφορίες σχετικά με την εργώδη προσπάθεια του Ζερικό και την μανιώδη επιδίωξη ενός αποτελέσματος που να τον ικανοποιεί αποτελούν μέρος του μύθου του και όχι διαπιστωμένα γεγονότα. Σημασία έχει ότι όσο πιο πολύ προσπαθούσε να εισχωρήσει στην πραγματικότητα του ναυαγίου, τόσο περισσότερο απογοητευόταν από την απόσταση που άνοιγε με την αναπαράσταση και μειονόταν η απόστασή του από την τρέλα. Υπήρξε ένας ρομαντικός. Τα δημοκρατικά του αισθήματα είναι γνωστά, όπως και ο αγώνας του για την κατάργηση της δουλείας. Εάν θελήσουμε να τον αναζητήσουμε, θα τον βρούμε μαζί με τους ναυαγούς πάνω στη Σχεδία– ο Αφρικανός που κάνει σινιάλο κουνώντας ένα ξεφτισμένο πανί, αβέβαιος για την διάσωση, ελπίζοντας ωστόσο.


[ΠΗΓΗ: Ελένη Ανδριάκαινα, Οι ναυαγοί της Σχεδίας, ο ιδιότροπος ζωγράφος και οι υπολοιποι: η προσέγγιση της εμπειρίας – δημοσιεύτηκε στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ: http://enthemata.wordpress.com/2014/02/02/ea/ ]

ΘΛΙΒΕΡΟ ΤΑΜΕΙΟ: Ο ισολογισμός μιας χώρας που την τρώνε τα παιδιά της

$
0
0
Είναι κατάδηλο ότι στον εικοστό πρώτο αιώνα η χώρα μπήκε ξεκάλτσωτη, με τρύπια παπούτσια και βέβαια -όπως πάντα- με πανάκριβο καπέλο και φρόνημα πτωχαλαζονικό. Η Νέα Ελλάδα, αυτό το γεωπολιτικό τέχνασμα που κρατάει περίπου δυο αιώνες, πραγμάτωσε τη μεγάλη φιλοδοξία της (να ξεφύγει από την Ανατολή και να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια), βρήκε τρόπους να εδραιώσει τη Δημοκρατία της, καθάρισε με όλες τις ιστορικές της υποχρεώσεις (απελευθέρωση, Μεγάλη Ιδέα, πολέμους, ενοποίηση, Σμύρνη, μετανάστευση, κατάργηση της βασιλείας, εμφύλιο, χούντα) και τώρα ατενίζει το μέλλον με μυωπικό βλέμμα διότι, ενώ οι αλήθειες διαρκούν και εκδικούνται, τα ψέματα τελειώνουν κάποτε.  

Φτάσαμε κιόλας στα πρόθυρα της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα και αντί να εμπνεόμαστε αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση από τα δημόσια και ιδιωτικά έργα, έχουμε μετατρέψει την πολιτική σε τέχνη της μοιρολογίστρας: «η χώρα βρίσκεται στην εντατική». Αυτή είναι η αλήθεια, την οποία όλοι λίγο πολύ αναγνωρίζουν αλλά ουδείς -όπως και πριν, όπως και πάντα- δεν είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη.Η χώρα καλόμαθε και κακόμαθε δύο αιώνες τώρα να παίζει το θέατρο του προτεκτοράτου, ήτοι της «προστατευόμενης» οντότητας που με το έτσι και με το αλλιώς τελικά -λόγω στρατηγικής θέσεως- καταφέρνει να της συγχωρούνται τα πάντα. Όλα τα χρέη της γράφονταν στο σφουγγάρι, μόνο που το σφουγγάρι στέγνωσε, οι αριθμοί θέριεψαν και απειλούν πια να μας καταπιούν.  Οι ξένοι που ζουν στη χώρα μας, κατά πλειοψηφία συνταξιούχοι Ευρωπαίοι, διαπιστώνουν: ωραία είναι στην Ελλάδα, αρκεί να μην είσαι Νεοέλλην ή άπορος. Να ζεις δηλαδή εδώ, αλλά να μην είσαι ντόπιος, να απολαμβάνεις τον ήλιο και τη θάλασσα, αλλά να μην έχεις πάρε δώσε (κυρίως «δώσε») με το Δημόσιο.

Αυτό το δεινό οξύμωρο, να ζεις σε μια χώρα η οποία αδυνατεί να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της, να ξοδεύεις τις μέρες σου ξορκίζοντας τους θεσμούς και φτύνοντας στον κόρφο σου, να αισθάνεσαι διαρκώς θύμα του κράτους χωρίς να κάνεις το παραμικρό για να τελειώσει επιτέλους αυτή η μαύρη πολιτική κωμωδία, απέβη άδεια κινήσεως, τέχνη  του χαυνοπολίτη, πατροπαράδοτη και μητροπαράδοτη ατιμία χωρίς κριτή. Σύνολη η κοινωνία, αυτοδίδαχτη και ετεροδίδαχτη, τρώει τα εντόσθιά της, κλέβει το παγκάρι ισοβίως, γίνεται χειρότερη για να απολαύσει το καλύτερο, μιμείται τους χρυσοκάνθαρους με μόνη φιλοδοξία να μη δώσει ποτέ λόγο για τίποτα. 
 
Οι Σουηδοί, μετά τη μετανάστευση του ενός τετάρτου του πληθυσμού τους στις ΗΠΑ, δήλωναν: θέλουμε πλούσιες επιχειρήσεις, αλλά όχι πλούσιους ανθρώπους! Εμείς, ως συνήθως, αντιστρέψαμε τη συνταγή, χωρίς φόβο ότι θα φάμε το κεφάλι μας. Μισώντας το κράτος από καταβολής, καθότι ήταν πάντα εργαλείο σε ξένα χέρια, δεν υποψιαστήκαμε ότι θα έρθει στιγμή που η χαρτωσιά θα φαλιρίσει, η κατεργαριά θα αποβεί κοινωνικό κάτεργο και οι φτηνές πολιτικές μαλαγανιές θα χρεοκοπήσουν.   Όποιος μπορεί να μιλήσει για μιαν ώρα ή για μιαν ημέρα, πιθανώς μπορεί να μιλήσει για μια δεκαετία ή για έναν αιώνα. Τι στο διάολο είναι ο Νεοέλλην πολίτης; Πώς αντιμετωπίζει τον ιδιωτικό και τον δημόσιο χρόνο; Τι αναγνωρίζει ως υποχρέωση και τι ως δικαίωμα; Μια ανάγνωση του Ροΐδη αρκεί για να βάλει την κρίση σε σωστό δρόμο. Τα χάλια δεν είναι αποκλειστικό προνόμιό μας - τα γνώρισαν και άλλοι λαοί. Διδάχτηκαν όμως από τα λάθη τους, απολογήθηκαν, πήραν άλλο δρόμο. Είναι μήπως τυχαίο ότι η χρεοκοπία που μας απειλεί εμφανίζεται λίγα χρόνια μετά από την (πλουσιότερη) διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων; 

Το μέγα χαρακτηριστικό της εγχώριας πολιτικής είναι ότι η αλήθεια λέγεται -και μάλιστα με κεφαλαία- μόνο όταν καταγγέλλονται τα εγκληματικά λάθη του αντιπάλου. Όπερ σημαίνει ότι καμιά παράταξη δεν πολιτεύεται – απλώς αντιπολιτεύεται. Εκμεταλλεύεται την περίοδο χάριτος που της προσφέρει ο αντίπαλος, ωσότου υποπέσει κι αυτή στα ίδια λάθη για να αποσυρθεί καταρρακωμένη. Όσο για τις αποχρώσεις της Αριστεράς η διασφάλιση πάει σόι το βασίλειο. Εφόσον ουδέποτε θα ανέλθει στην εξουσία για να αναλάβει κι αυτή κάποτε ευθύνες, έχει τζάμπα την καταγγελία. Εφαρμόζει δηλαδή το λενινιστικό σύνθημα: όσο χειρότερα τόσο καλύτερα για μας. Μια κοινωνία που περνάει κρίση, θεσμοί ανενεργοί, δημοσιονομικό καθεστώς διαβλητό και άδικο; Ιδανικές συνθήκες για αντιπολίτευση. Πολιτική δεν κάνουμε - απλώς αντιπολιτευόμαστε. Διότι η κρίση ευνοεί όλες τις παρατάξεις.

Υπάρχει όμως και ο ιδιωτικός βίος, η κοινωνία των πολιτών, το αναγνωρισμένο δαιμόνιο του Νεοέλληνα. Επ'αυτού πρέπει κάποτε να ψιθυρίσουμε την αφόρητη αλήθεια. Αν σκοπός του πολίτη είναι η ανάδειξη και η προαγωγή, εννιά στις δέκα περιπτώσεις αυτή η ανάδειξη οφείλεται στις θεσμικές «τρύπες», σε πτυχές που ευνοούν τον τυχοδιωκτισμό, σε κενά που πληρούνται από αετονύχικες πρωτοβουλίες. Σε όλους τους τομείς, αντηχεί ένα κάποιο «Βάστα Ρόμελ!» - οι νέοι που δεν ξέρουν τι σημαίνει ας ρωτήσουν τους παλαιότερους.  

Όσο για τα πνευματικά ζητήματα που τα έχουμε περί πολλού και λανσάρουμε το θλιβερό «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας μας», πρέπει να πούμε ότι κι εκεί -πώς αλλιώς- ισχύει η ίδια ύφεση και η ίδια δευτεράντζα. Κάποιοι φεύγουν στο εξωτερικό για να γλιτώσουν. Οι περισσότεροι που μένουν -έστω κι αν δεν το υποψιάζονται- εκμεταλλεύονται τη γενικευμένη μετριότητα, θρηνούν στα μουγγά τις ανύπαρκτες πηγές νοήματος, με τελική κατάληξη να διακρίνονται για τον οξυμένο κυνισμό τους, τον ανθρωποδιώχτη που αντλεί το κύρος του από την περιφρόνηση του άλλου και πιθανώς όμοιου.


[Πηγή: Κωστής Παπαγιώργης, Θλιβερό ταμείο - www.lifo.gr Eικονογράφηση: beetroot/ TΕΡΑΤΑ]

Όλοι μας είμαστε όπως τα ηλιοτρόπια, προτιμούμε να στρεφόμαστε προς το φως, τον Ήλιο

$
0
0
Η γλώσσα των ονείρων χρησιμοποιεί τη θετική ενέργεια και τον ενθουσιασμό. Η γλώσσα των στόχων δημιουργεί υποχρεώσεις και βάρη. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, τόσο στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, στην οικογένεια, όσο και στις συνεργασίες μας στον εργασιακό μας χώρο να εκφραζόμαστε με βάση τα όνειρα και τις αξίες μας. Και μάλιστα, να μην ονειρευόμαστε απλά, αλλά με λεπτομέρειες. Αυτή, βέβαια, η προσπάθεια χρειάζεται εκπαίδευση στον καινούργιο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, υπομονή κι επιμονή.


Η αλήθεια είναι ότι η αλλαγή στη ζωή ενός ατόμου – ή σ’ ένα σύστημα ανθρώπων – μπορεί να έρθει εάν το άτομο -ή, στην περίπτωση του συστήματος, ένα μέλος του συστήματος- αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει την ζωή, ή εάν αρχίσει να συμπεριφέρεται διαφορετικά, ή εάν συμβούν και τα δυο ταυτόχρονα. Για να συμβούν όμως οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις, πρέπει το άτομο να σταματήσει να επικεντρώνει την προσοχή του στις «αποτυχίες» του παρελθόντος, σε όλες αυτές δηλαδή τις εμπειρίες που συνήθως κάνουν τους ανθρώπους αμετακίνητους, και ενισχύουν την αναποφασιστικότητά τους,  καθυστερώντας έτσι την πορεία τους στη ζωή.

Αντίθετα, όταν το άτομο αρχίσει να εστιάζει την προσοχή του στις «επιτυχίες» του, σε αυτά δηλαδή που κατάφερε στο παρελθόν, μαθαίνει να αναγνωρίζει τις κρυμμένες του δυνάμεις κι αξίες, αρχίζει να αξιολογεί και να επικοινωνεί με τον εαυτό του και τους άλλους με μεγαλύτερη αισιοδοξία, και τότε η ο δρόμος που οδηγεί στην αλλαγή προς ένα καλύτερο μέλλον είναι, όχι μόνο ανοιχτός, αλλά και αναπόφευκτος!...

κάθε πρόβλημα είναι ένα ανεκπλήρωτο όνειρο!
Ας σκεφτούμε λοιπόν ένα πρόβλημα… Ποιο είναι το ανεκπλήρωτο όνειρο πίσω απ’ αυτό; Μπορούμε αντί να μιλήσουμε για το πρόβλημα να μιλάμε για την λύση; Οι λέξεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Η γλώσσα δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα, δημιουργεί την πραγματικότητα. Οι λέξεις φτιάχνουν τον κόσμο, και τα συναισθήματα μας γι’ αυτόν. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε θετικές αξίες δημιουργούν έναν άλλον, καλύτερο κόσμο!

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος σκέφτεται το πρόβλημα. Αν πιέσει τον εαυτό του να μιλήσει για την λύση, αλλάζει και ο τρόπος σκέψης του, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε άλλα μέρη του εγκεφάλου μας, δημιουργούμε άλλα συναισθήματα, άλλες ορμονικές δυνατότητες. Οι νευρολόγοι αρχίζουν να συζητούν πώς διαμορφώνεται ο εγκέφαλός μας από την γλώσσα που χρησιμοποιούμε και μελετούν τις διαφορές των εγκεφάλων π.χ. των Ιαπώνων και των Ευρωπαίων, εξαιτίας της διαφορετικής χρήσης που κάνουν στη γλώσσα. Η γλώσσα ουσιαστικά δημιουργεί τον εγκέφαλό μας.
Σύμφωνα με έρευνες, το 70% του πληθυσμού μαθαίνει περισσότερο από ένα παράδειγμα που βασίζεται σε θετικές έννοιες, όπως η ανάδειξη ικανοτήτων και αξιών, παρά από κάποιο αρνητικό, που διογκώνει την ύπαρξη ενός προβλήματος.

Η Αξία είναι προωθητική Δύναμη.
Όποιος πιστέψει σ’ αυτήν θα τη φτάσει. Φαντάζεστε τι θα συνέβαινε αν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έλεγε, όχι «έχω ένα όνειρο», αλλά «έχω ένα σκοπό»; Πόσο θα είχε αποδυναμωθεί η γλώσσα, αλλά και η δυναμική του!
Η γλώσσα των ονείρων χρησιμοποιεί τη θετική ενέργεια και τον ενθουσιασμό. Η γλώσσα των στόχων δημιουργεί υποχρεώσεις και βάρη. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, τόσο στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, στην οικογένεια, όσο και στις συνεργασίες μας στον εργασιακό μας χώρο να εκφραζόμαστε με βάση τα όνειρα και τις αξίες μας. Και μάλιστα, να μην ονειρευόμαστε απλά, αλλά με λεπτομέρειες. Αυτή, βέβαια, η προσπάθεια χρειάζεται εκπαίδευση στον καινούργιο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, υπομονή κι επιμονή
.
Όπως έλεγε και η Αναΐς Νιν, «… Δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι, αλλά όπως είμαστε…». Με άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο κοιτάμε τα πράγματα γύρω μας είναι η βάση για να δημιουργήσουμε τον κόσμο. Εάν ο τρόπος αυτός είναι θετικός τότε και ο κόσμος θα είναι θετικός.

Μπορεί να υπάρχει άραγε αισιοδοξία σε μια τόσο ζοφερή εποχή; Κι όμως, η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τις θετικές ιστορίες, κι όχι για τις αρνητικές. Όταν ακούσεις ή διαβάσεις μια καλή ιστορία, σε επηρεάζει σωματικά, πριν ακόμα σε επηρεάσει συναισθηματικά, ή ψυχικά. Μπορείς να ταυτιστείς, να χαρείς, να παραδειγματιστείς. Ισχύει, με άλλα λόγια, αυτό που αποκαλούμε «ηλιοτροπική αρχή»:

Όλοι μας είμαστε όπως τα ηλιοτρόπια, προτιμούμε να στρεφόμαστε προς το φως, τον Ήλιο…


[ΠΗΓΗ: Δρ. Γρηγόρης Βασιλειάδης B.A., M.Sc., Ph.D.  - Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής ΜΙΛΗΣΤΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΛΥΣΕΩΝ – περιοδικό HolitsicLife ]

Η δυστυχία του να είσαι ο… μαλάκας της Ιστορίας και η «ευτυχία» αυτών που γελούν με την «τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»

$
0
0
Η ιδιωτία είναι μια συνιστώσα του παρηκμασμένου κόσμου. Ο σύγχρονος ευρωπαϊκός ιδεαλισμός, τουτέστιν το μάντρωμα γύρω απ’ το σφοδρό γερμανικό παράγοντα, έχει την ιδιωτία κορώνα στο κεφάλι του. Από το ελάχιστο τσόλι της διανόησης που έχει δημόσιο λόγο, μέχρι το μέγιστο εργολάβο πάσης φύσεως πολιτικών τελετών, κυριαρχεί η εγωιστική μαγκιά και το θα τα καταφέρω μόνος μου… Μιλάμε γι’ αυτούς που ξεχάστηκαν στα περιστρεφόμενα αλογάκια της εξουσίας με τη μέθη που τους προσφέρει η αναπαραγωγή της μπούρδας σε ένα δημόσιο τηλεοπτικό οργασμό

Ένα ιδεολόγημα στρατευμένο που εκφράζεται από άτομα φοβικά που έχουν δεμένα τ’ αρχίδια τους με συρματόσχοινο απ’ τη μάντρα της αμερικάνικης πρεσβείας και τους πολυελαίους του ινστιτούτου Γκαίτε. Από ξενέρωτους τύπους που ξεχάστηκαν στα περιστρεφόμενα αλογάκια της εξουσίας. Με τη μέθη που τους προσφέρει η αναπαραγωγή της μπούρδας που θα ξεστομίσουν σε μια συνέντευξη, σε μια παρουσίαση ή σε ένα δημόσιο τηλεοπτικό οργασμό.

Κινήσεις διανοουμένων, ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων, αστρολόγων και μέντιουμ, που καταδικάζουν μετά βδελυγμίας τα κόμματα και τους μηχανισμούς, αφού βεβαίως αυτά δεν τους προσφέρουν τίποτε πλέον.Φυσικά το γλειφιτζούρι της σοσιαλδημοκρατίας πασπαλισμένο με τις περιώνυμες πουστιές περί σεβασμού του ατόμου δίνει και παίρνει. Ελεημοσύνες και χείμαρροι ανθρωπιάς, πέφτουν πάνω στο πανωφοράκι κάθε κακομοίρη που έχει χάσει την ελπίδα και τον ύπνο του, περιμένοντας απ’ τους σοφούς αντικρατικούς κρατικοδίαιτους, δικαιοσύνη και ιαματικό λόγο.

Σ’ αυτόν το νοικοκύρη που ακόμα και η πίστη του αποδείχτηκε άχρηστη όταν σφύριζε πάνω απ’ το κεφάλι του ο μπαλτάς της εφορίας, του ενοικίου και της τράπεζας. Σ’ αυτόν τον ιδιώτη που στέκεται σούζα μπροστά στις φασιστικές δομές, αλλά τα βάζει με τα πρόσωπα και τους κακούς που τα φάγανε. Σ’ αυτό το νοικοκύρη που έχει ανοίξει τρύπες στο κορμί του παιδιού του κι είναι περήφανος γιατί δουλεύει σε εταιρία, έ και τα χρήματά του έπιασαν τόπο, αφού χρόνια τώρα με θυσίες και στερήσεις επένδυε στη γνώση. Αυτός ο πελάτης των παλαιοκομματικών μηχανισμών τώρα γίνεται ανένταχτος, φτύνει αυτούς που είχε υπουργούς, γραμματείς, φαρισαίους και δε συμμαζεύεται. Τα βάζει με τους κακούς τρομοκράτες που τρομοκρατούν το κεφάλαιο κι όχι με το κεφάλαιο που του σκίζει τον κώλο. Αυτός ο καημενούλης στέκεται σα χάνος μπροστά στις τρομερές και φοβερές κινήσεις των ανθρώπων της κουλτούρας, των γραμμάτων και του σεμνού πισωκολλητού. Των ανθρώπων που του κουνάνε το δάχτυλο και τον θέλουν πότε φασίστα, πότε δημοκράτη και πότε μετανεωτερικό κουμουνιστή. Των ανθρώπων που κατασκεύασαν μέσα στα εργαστήρια της επικοινωνίας, τους θυμωμένους και τους αγανακτισμένους που τώρα ξεφούσκωσαν. Για να συνηθίσουν τη φτώχια και την κακομοιριά. Τη βλακεία και τον ανορθολογισμό. Άνεργοι, ψόφιοι, κλαταρισμένοι, να έχουν ελπίδα και να μετράνε τη ζωούλα τους με το πρωτογενές πλεόνασμα και τα ψίχουλα των πολιτισμένων Ευρωπαίων. Πακτωμένοι σε διαμερίσματα που χτίστηκαν για να στεγάσουν την εργατική τους δύναμη και την προοπτική αναπαραγωγής αυτής της δύναμης, που κινεί τον τεχνολογικό φουτουρισμό του διαφημιστή που έγινε φιλόσοφος και γατούλης και της νευρωτικής συγγραφέως που τραγουδά α καπέλα την αμερικανιά και τον κλιματιζόμενο εφιάλτη της
[ΠΗΓΗ: ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣ, Η δυστυχία του να είσαι μαλάκας: http://dromos.wordpress.com/  ]

Εσωτερικός μονόλογος του τεμπέλη: με την κρίση περνάω καλύτερα
«Κι όμως! Εγώ με την οικονομική κρίση περνάω καλύτερα ! Δεν είμαι ούτε πλούσιος, ούτε πολιτικός, ούτε έχω ενεχυροδανειστήριο χρυσού, ούτε είμαι Γερμανός που ζω στην Ελλάδα. Απλά, δεν ακολούθησα τις συμβουλές των γονιών μου. Ποτέ δεν έκανα οικονομίες, δεν αγόρασα σπίτι ή εξοχικό για τα παιδιά μου, δεν πήρα στεγαστικό δάνειο, δεν αγόρασα μεγάλο αυτοκίνητο για να τους παρέχω ασφάλεια και άνεση, ξόδευα όλα μου τα χρήματα στα μπαρ, στις ταβέρνες, στα εστιατόρια, στα μπουζούκια, στα ρούχα και στα ταξίδια. "Έφαγα" ακόμη και την κληρονομιά που μου άφησαν οι γονείς μου στη διασκέδαση και στην καλοπέραση. Στο σχολείο, όταν οι συμμαθητές μου διάβαζαν, εγώ έκανα κοπάνες και τελικά επειδή είχα μέσον (τότε δεν υπήρχε ΑΣΕΠ) διορίστηκα στο δημόσιο, δεν έφαγα τα χρόνια μου σε πτυχιακές και μεταπτυχιακά, δεν ξέρω τί σημαίνει η λέξη λειτουργικά έξοδα, βιωσιμότητα, ούτε ξέρω τί είναι το ΣΔΟΕ, ούτε τι είναι το κλείσιμο βιβλίων. Αρκετοί από τους συμμαθητές μου δεν βρήκαν ποτέ καλύτερη δουλειά από μένα ή τελικά απολύθηκαν. Όσοι έγιναν ελευθεροεπαγγελματίες ζουν με ένα καθημερινό τρόμο ή φυτοζωούν ή φαλίρισαν.
Εγώ αντίθετα δεν ήμουν ποτέ αυτό που λένε νοικοκύρης και τελικά με την οικονομική κρίση και τα "δίκαια"μέτρα που έχουν ληφθεί, δικαιώθηκα ! Μπορεί να έχω υποστεί μείωση στον μισθό μου, αλλά αν τα βάλεις κάτω, περνάω πολύ καλύτερα ! Έχουμε και λέμε λοιπόν... Μένω σε ένα καταπληκτικό σπίτι το οποίο πριν την κρίση δεν θα μπορούσα με τίποτα να το νοικιάσω, άσε που ο ιδιοκτήτης όποτε του δίνω το ενοίκιο στην ώρα του με κοιτάει στα μάτια, σαν να βλέπει την Μόνικα Μπελούτσι με μαγιό! Έχω αγοράσει αυτοκίνητο με λίγα χρήματα μεταχειρισμένο μεν 1600cc, αλλά πολύ καλύτερο απ 'αυτό που οδηγούσα προ κρίσης και βέβαια επειδή δεν έχω ακίνητη περιουσία και άρα τίποτα στο όνομα μου, δεν πληρώνω κανένα χαράτσι, ανήκω δηλαδή στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες ! Δεν πληρώνω τέλος ακινήτων στη ΔΕΗ, ΔΕΝ πληρώνω τέλος επιτηδεύματος, ΔΕΝ πληρώνω εισφορά αλληλεγγύης, ούτε Φόρο ακινήτου περιουσίας, αλλά πρακτικά ούτε και φόρο εισοδήματος, γιατί μου τα κρατάει το κράτος από το μισθό μου. Οτι παίρνω είναι καθαρά στό χέρι.
Άσε που και η διασκέδαση έχει γίνει πιο φθηνή σε κάποια καταστήματα και ξενοδοχεία. Και βέβαια όλ'αυτά τα χρόνια που οι συγγενείς και οι φίλοι μου έκαναν οικονομίες, πήραν δάνεια και δεν πούλησαν την κληρονομιά που τους άφησαν οι γονείς τους, για να αγοράσουν ένα σπίτι ή ένα οικόπεδο για την οικογένεια τους, τώρα βρίσκονται σε απόγνωση και κινδυνεύουν να χάσουν σπίτια, αυτοκίνητα, εξοχικά, όλα ! Ενώ εγώ, όχι μόνον δεν στερήθηκα τίποτα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά πέρασα καλά και τώρα περνάω καλύτερα ! Επειδή είμαι μεγαλόψυχος δεν θα τους αποκαλέσω κορόϊδα, παρόλο που εκείνοι με χαρακτήριζαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια ανεπρόκοπο, χαραμοφάη και "χαμένο κορμί", πρέπει όμως να τους πω, ότι στην Ελλάδα της κρίσης δεν ισχύει η γνωστή παροιμία "τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν", γιατί εγώ ούτε "μαγείρεψα"και βέβαια ούτε "πείνασα"! "
Το ότι δεν σπούδασα με γλύτωσε από άσκοπα έτη σπουδών, και άσκοπα έξοδα, εγώ εργαζόμουνα και έτσι σύντομα θα πάρω σύνταξη, και θα ξύνω ....#*ΧΧ περνώντας φίνα, ενώ αντίθετα οι σπουδασμένοι συμμαθητές μου θα εργάζονται και θα πληρώνουν ΤΕΒΕ κλπ ασφαλιστικές εισφορές μέχρι τα 67 τους."


[ΠΗΓΗ: Ένας τέως αποτυχημένος WWW.4yourfamily.gr

Μήτε αρκετή σοφία, μήτε εμπειρία μήτε Άγιο Δισκοπότηρο, τίποτα. Μονάχα σύγκρουση…

$
0
0
Αλλά το μόνο που μπορεί ν'ανακουφίσει τη σύγκρουση είναι η ΑΓΑΠΗ, το πιο φυσικό παυσίπονο
Υπάρχουν επαναστάτες που από μόνοι τους αποτέλεσαν μια ολόκληρη Κεντρική Επιτροπή (κλασικό παράδειγμα: ο Γκυ Ντεμπόρ). Υπάρχουν συγγραφείς που από μόνοι τους αποτέλεσαν μια ολόκληρη σχολή (κλασικό παράδειγμα ο Μπόρχες). Υπάρχουν καλλιτέχνες που από μόνοι τους αποτέλεσαν ένα ολόκληρο κίνημα (κλασικό παράδειγμα: ο Μαρσέλ Ντυσάν). Υπάρχει μια προσωπικότητα, μια εμβληματική μορφή του εικοστού αιώνα που υπήρξε και τα τρία, και όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο: επαναστάτης, συγγραφέας, καλλιτέχνης, και, συνάμα, κεντρική επιτροπή, σχολή, κίνημα. Άκουγε στο όνομα Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ. Επηρέασε τους πάντες και τα πάντα. Επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την τέχνη, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη ζωή. Επηρέασε το γράψιμο, την εικαστική έκφραση, τον κινηματογράφο, το ροκ. Ανακάτεψε την τράπουλα ξανά. Ανέτρεψε τα δεδομένα. Ήταν από εκείνους που δεν παίζουν με τους κανόνες αλλά τους αναδημιουργούν, τους επινοούν, και τους επιβάλλουν – όχι με τη βία αλλά με μια σπάνια μειλιχιότητα, με μια καταλυτική και ακαταμάχητη ηδύτητα. Τέτοιος ήταν ο γαλανομάτης Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 5 Φεβρουαρίου του 1914, πριν από έναν αιώνα.


Ο Μπάροουζ υπήρξε εξαρχής ένας ανήσυχος πειραματιστής. Οι απανωτοί πειραματισμοί με τη μορφή είχαν σκοπό να μπορέσει να εκφραστεί όπως αρμόζει στο καλειδοσκοπικό, τεθλασμένο, ιλιγγιώδες, συνταρακτικό περιεχόμενο. Ο Μπάροουζ συνθέτει έργα που είναι μυθιστορίες και συνάμα κοινωνιολογικές έρευνες, γλωσσολογικές καταβυθίσεις στο χάος, αδιάλλακτα μανιφέστα εξέγερσης, τολμηρές διαγνώσεις, ψύχραιμες καταγραφές ασύλληπτων εμπειριών, διεξοδικά δοκίμια πάνω στη φύση και στον προορισμό του ανθρώπου. Με τη μέθοδο του cut-up και του fold-in, καταφέρνει να διεισδύσει στο οργιαστικό κενό του 20ού αιώνα, να διαβεί τις ναρκοθετημένες ζώνες του, να χαρτογραφήσει τις ανεξερεύνητες περιοχές του. Και θα είναι αμείλικτος, οδηγώντας ενάντια στην Αρρώστια του Ελέγχου και του Συστήματος έναν πάνοπλο ουλαμό, ένα πειθαρχημένο «τσούρμο» που απαρτίζεται από το Χιούμορ και την Αγανάκτηση, τη Συγγραφική Ιδιοφυΐα και την Τόλμη της Πρωτοτυπίας, την Ακρίβεια της Επιστήμης και το Πάθος της Τέχνης (όπως έλεγε, όχι και τόσο στα αστεία, ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ). Ο Μπάροουζ γράφει, γράφει και γράφει, γιατί ζει και ζει και ζει: Τζάνκι, Γυμνό Γεύμα, Απολυμαντής, Το εισιτήριο που εξερράγη, Νόβα Εξπρές, Η μαλακή μηχανή, Σε ποιον ανήκει η θανατηφόρος TV, Οι τελευταίες λέξεις του Ντατς Σουλτς, Τα άγρια αγόρια. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι στη χώρα μας οι εκδοτικοί οίκοι Απόπειρα, Ελεύθερος Τύπος και Μαύρος Ήλιος κοινοποίησαν κάτω από όχι και τόσο ευνοϊκές συνθήκες το έργο του Μπάροουζ. Γόνιμες συζητήσεις για το έργο του διεξήχθησαν σε βαθμό πυρωμένων και πωρωμένων διαξιφισμών μέσα από τις σελίδες των τότε κραταιών μουσικών περιοδικών «Ήχος», «Μουσική», «Pop & Rock», «Phenomenon». Φυσικά, τα λεγόμενα «κατεστημένα» λογοτεχνικά έντυπα καθώς και οι εφημερίδες δεν έδιναν σημασία. Φωτεινή εξαίρεση η «Ελευθεροτυπία», όπου ιερουργούσε κυβοφουτουριστικά και ηλεκτρολετριστικά για τα ελληνικά δεδομένα ο Ευγένιος Αρανίτσης, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να γράψει για τον Μπάροουζ. Είχαμε μάλιστα αναλάβει, ο Ευγένιος κι εγώ, να γράψουμε ένα μεγάλο βιβλίο για τον συγγραφέα του Γυμνού Γεύματος, το οποίο εντέλει έγραψα μόνος, για λογαριασμό των εκδόσεων Οξύ. Την περίπλοκη και δύσκολη γραφή του μετέφρασαν άρτια παθιασμένοι αναγνώστες του όπως ο μακαρίτης φίλος μας Νίκος Μπαλής, η Ιουλία Ραλλίδη, ο Άγγελος Μαστοράκης, ο Γιώργος Γούτας, ο Γιάννης Τζώρτζης, ο Κώστας Ματσούκας, ο Βασίλης Κιζήλος. Σήμερα, οι εκδόσεις Τόπος έχουν πάρει τη σκυτάλη και εκδίδουν συστηματικά το έργο του Παππού του Πανκ, του Βαρυμεταλλικού Αόρατου Πιστολέρο, του Μπάροουζ. Έχουν ήδη κυκλοφορήσει το αποκατεστημένο πλήρες Γυμνό Γεύμα, την οριστική έκδοση του Τζάνκι και το θρυλικό πειραματικό μυθιστόρημα Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους που συνέθεσε ο Μπάροουζ μαζί με τον Τζακ Κέρουακ το μακρινό 1945! Όλα αυτά τα βιβλία είναι επιμελέστατα μεταφρασμένα από τον άξιο Γιώργο Μπέτσο.
O Mπάροουζ στα ελληνικά. Στη χώρα μας οι εκδοτικοί οίκοι Απόπειρα, Ελεύθερος Τύπος, Μαύρος Ήλιος και Τόπος κοινοποίησαν το έργο του. Την περίπλοκη και δύσκολη γραφή του μετέφρασαν ο Νίκος Μπαλής, η Ιουλία Ραλλίδη, ο Άγγελος Μαστοράκης, ο Γιώργος Γούτας, ο Γιάννης Τζώρτζης, ο Κώστας Ματσούκας, ο Βασίλης Κιζήλος.
Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, λαμπρός φοιτητής, ένας απ'τους γενάρχες του κινήματος των μπιτ, ακούσιος φονιάς της συζύγου του, ποιητής, περιπλανώμενος, ιδιωτικός ντετέκτιβ, απολυμαντής, αέναος πειραματιστής, ανατρεπτικός μελετητής της γλωσσικής λειτουργίας, εικαστικός καλλιτέχνης και τόσα άλλα. Σωστά, πολύ σωστά, η ιέρεια του αμερικανικού πανκ, η Πάτι Σμιθ, λέει: «Ήταν ο παππούς όλων μας». Χώθηκε στον λαβύρινθο των τεχνητών παραδείσων, αλλά δεν χάθηκε. Βρήκε την Αριάδνη του, το γράψιμο, και βγήκε από κει. Φαίνεται ότι για τα δημιουργικά πνεύματα ο λαβύρινθος της Τέχνης είναι πιο θελκτικός, πιο απαιτητικός, πιο περίπλοκος. Έως τον θάνατό του, ο Ουίλιαμ Σιούαρντ, όπως και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο λατρεμένος του, παρέμεινε σ'αυτόν το λαβύρινθο, στον Λαβύρινθο της Στρατιάς των Είκοσι Τεσσάρων Γραμμάτων. Αυτοί οι δύο Ουίλιαμ Σ. είχαν πολλά κοινά (να ποια θα ήταν η υπέρτατη φιλοφρόνηση για τον πρώτο Ουίλιαμ Σ. – μια τέτοια συσχέτιση με τον Μεγάλο Βάρδο θα τον έκανε πάντα ευτυχή). Το κυριότερο κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η επίγνωση ότι γράφοντας αλλάζουν την τάξη του κόσμου, κινούν τον κόσμο έστω κατά ένα εκατομμυριοστό της ίντσας, όπως έλεγε ένας άλλος ποιητής. Λιγότερο από έναν χρόνο προτού πάρει τα χειρόγραφά του παραμάσχαλα και πάει να συναντήσει στις Βιβλιοθήκες του Ουρανού τον Τζέιμς Τζόις και τον Τζόζεφ Κόνραντ, ο συγγραφέας του Τόπου των νεκρών δρόμων σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Ναι, για όλους εμάς της Συμμορίας Σαίξπηρ, το γράψιμο είναι αυτό ακριβώς: όχι μια φυγή από την πραγματικότητα αλλά μια απόπειρα να αλλάζουμε την πραγματικότητα». Γι’ αυτό και ο Μπάροουζ δεν ακολούθησε πορεία γραμμική, προβλέψιμη, βατή. Αλλά τεθλασμένη, όλο ποιοτικά άλματα, γεμάτη απρόβλεπτα, με αλλεπάλληλους ελιγμούς και σχεδόν πολεμικού τύπου τακτικές και στρατηγικές. Ήταν κάτι πέρα από συγγραφέας, μολονότι θεωρούσε ύψιστη τιμή αυτό που είχε δηλώσει ο Μπέκετ για τον Μπάροουζ: «Ναι, είναι ένας συγγραφέας».
Όπως πολλοί συγγραφείς που σέβονται τον εαυτό τους, ο Μπάροουζ επέδειξε από μικρός αδιαφορία για τις αθλήσεις, τα ομαδικά παιχνίδια, τους εφηβικούς κομπασμούς. Του άρεσε να παίζει σκάκι, του άρεσε να απομονώνεται, του άρεσε να διαβάζει. Και πάνω απ'όλα, ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Αντρέ Ζιντ, θα είναι απ'τους πρώτους αγαπημένους του μάστορες του λόγου. Παρατηρούμε ότι κανένας δεν είναι Αμερικανός. Ήδη από τότε. Αλλά και αργότερα, ο Μπάροουζ, ένας συγγραφέας πάντα πρόθυμος να επιδαψιλεύσει φιλοφρονήσεις σε όσους καλλιτέχνες, φίλους και ανθρώπους εκτιμούσε, φρόντιζε να είναι στα γραπτά του παρόντες ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ζαν Ζενέ, ο Σάμιουελ Κόλεριτζ, ο Τόμας ντε Κουίνσι, και, κυρίως ο Μεγάλος Βάρδος, ο άλλος Ουίλιαμ Σ., ο Σαίξπηρ. Ελάχιστοι Αμερικανοί, συνήθως συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών ή επιστημονικής φαντασίας δευτεροκλασάτοι, αγνοημένοι, λησμονημένοι, εμφανίζονται στο έργο του Μπάροουζ. Μία εξαίρεση (αλλά τι εξαίρεση!): ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Πάπα Χεμ, ο απόλυτος Άνθρωπος και Συγγραφέας, η κολοσσιαία προσωπικότητα που στοιχειώνει το μυαλό κάθε άντρα που έπιασε κάποτε χαρτί και μολύβι, αποφασίζοντας να αφιερώσει τη ζωή του στο γράψιμο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1940ο Μπάροουζθα συνδεθεί φιλικά με τους Άλεν Γκίνσμπεργκκαι Τζακ Κέρουακ, με τους οποίους θα αποτελέσει τον αρχικό και κεντρικό πυρήνα της περιλάλητης γενιάς μπιτ, εκείνου του κινήματος που έμελλε να συγκλονίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, αλλά και του 1960, όχι μόνο με τα έργα όσο με τον τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές που προπαγάνδιζαν αυτά τα έργα. Ο αντικομφορμισμός, η παραβίαση κάθε λογοτεχνικού κανόνα χάριν της ανεμπόδιστης έκρηξης των δημιουργικών δυνατοτήτων, η διαρκής περιπλάνηση από τόπο σε τόπο, ένας ιδιότυπος νομαδισμός, η λατρεία της τζαζ και ο εκθειασμός της παραβατικότητας σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής αποτελούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του κινήματος. Ο Μπάροουζ θα είναι η πιο σεβαστή προσωπικότητα ανάμεσα στους άλλους μπιτ συγγραφείς και ποιητές, ο αδιαφιλονίκητος αντι-ηγέτης και κρυφός καθοδηγητής τους…………………
Ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα όλο εξορίες, περιπλανήσεις, περιπέτειες, ο Μπάροουζ θα επιστρέψει στην Αμερική. Θα πίνει πολύ βότκα. Θα κάνει περιοδείες διαβάζοντας δημοσίως αποσπάσματα από το έργο του. Ανάμεσα στο 1974 και το 1987 διάβασε σε μεγάλα ακροατήρια 150 φορές, αποκομίζοντας 75.000 δολάρια. Το 1977 διάβασε μαζί με τον θρυλικό Τένεσι Γουίλιαμς, τον συγγραφέα του Λεωφορείον ο Πόθος. Το 1981 διάβασε μαζί με τον μετρ του θρίλερ, τον Στίβεν Κινγκ. Η μορφή του θα επηρεάζει ολοένα και περισσότερο το ροκ. Ήδη οι Beatles τον είχαν συμπεριλάβει στο εξώφυλλο του «Sergeant Pepper's Lonely Hearts Club Band», ενός από τους πιο ξακουστούς δίσκους στην ιστορία της μουσικής. Θα τον επισκέπτονται συχνά ο Φρανκ Ζάππα, ο Ντέιβιντ Μπερν, ο Ντέιβιντ Μπάουι, η Ντέμπι Χάρι (η φοβερή και τρομερή Μπλόντι), ο Ίγκι Ποπ, και, φυσικά, η Πάτι Σμιθ. Όλη η ενδιαφέρουσα σκηνή της Νέας Υόρκης θα πίνει νερό, κρασί, βότκα, τεκίλα και ουίσκι στ'όνομά του!
Κι άλλοι θα έρθουν να τον συναντήσουν. Η Λόρι Άντερσον, η οποία θα συνεργαστεί με τον Μπάροουζ. Ο Τζον Κέιτζ, ο συνθέτης της πρωτοπορίας που εισήγαγε τη σιωπή στη μουσική. Ο «πάπας της ψυχεδέλειας» Τίμοθι Λήρυ. Ο μινιμαλιστής Φίλιπ Γκλας. Ο Μπάροουζ είναι πια ένας σταρ! Η περιλάλητη τηλεοπτική βεντέτα Λορίν Χάτον θα τον παρουσιάσει σε ένα κοινό εκατό εκατομμυρίων θεατών. Θα πει ότι ο Ουίλιαμ Μπάροουζ είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Αμερικής. Και δεν είναι λίγο. Δεν είναι καθόλου λίγο αυτό.
Διάσημα πια ροκ και ηλεκτρονικά συγκροτήματα εμπνέονταιαπό τον Μπάροουζ. Οι Soft Machine διαλέγουν τον όνομά τους από το μυθιστόρημά του με τον ίδιο τίτλο. Το κινηματογραφικό αριστούργημα της επιστημονικής φαντασίας Blade Runnerπαίρνει τον τίτλο του από ένα βιβλίο του. Η video art, το ηχητικό κολάζ της hip-hop και της electronica, αντλούν από το έργο του Μπάροουζ πολλές θαυμάσιες στιγμές τους. Ο Κερτ Κομπέιν των Nirvana ηχογραφεί το «The Priest they call him», ένα εφιαλτικό σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, με τον Μπάροουζ να απαγγέλλει. Ο σκηνοθέτης Γκας Βαν Σαντ τον καλεί να εμφανιστεί σε μια ταινία του. Ο Μπάροουζ και το έργο του είναι πια ένα και το αυτό.
Παιδί και θραύσμα, μαζί με τον Μπόρχες, τον Μπέκετ και τον Μπάλαρντ, της λυτρωτικής έκρηξης που προκάλεσε το Finnegans Wake του Τζέιμς Τζόις, ο Μπάροουζ θα δοκιμάσει κάθε τέχνασμα προκειμένου να μιλήσει για τα δεινά που σαλεύουν φρικιαστικά στη χοάνη του αιώνα μας. Το Νταντά και ο Υπερρεαλισμός αποτελούν τις δύο άλλες καθοριστικές επιρροές που δέχτηκε. Ο λησμονημένος (μάλλον ο άγνωστος) κόμης Αλφρεντ φον Κορζίμπσκι, καταλυτικός πολέμιος της αριστοτελικής λογικής, είναι πάντα η κρυφή αναφορά του. Ο Νίτσε και ο Γέρος του Βουνού, επίσης. Βαθιά ηθικός, όσο κι αν διασκεδάζει καταγράφοντας απτούς εφιάλτες, όσο κι αν μιλάει ολοένα για δυστοπίες, ο Μπάροουζ θα συνθέσει και το magnumopus του, την τριλογία Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας, Ο τόπος των νεκρών δρόμωνκαι Western Lands, και δεν θα πάψει να πειραματίζεται με τη ζωή και την τέχνη. Δεν θα πάψει να αγαπάει τους φίλους του. Δεν θα πάψει να αγαπάει τις γάτες. Τα τελευταία του λόγια, χαραγμένα στο ημερολόγιό του, στις 30 Ιουλίου του 1997, δεν θα πάψουν ποτέ να με συγκλονίζουν: «Τίποτα. Μήτε αρκετή σοφία, εμπειρία – τίποτα. Μήτε Άγιο Δισκοπότηρο, μήτε Ύστατο Σατόρι, καμία τελική λύση. Μονάχα σύγκρουση. Το μόνο που μπορεί ν'ανακουφίσει τη σύγκρουση είναι η Αγάπη. Η Αγάπη. Τι να 'ναι; Το πιο φυσικό παυσίπονο. Αυτό είναι. Η ΑΓΑΠΗ»


[ΠΗΓΗ: Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ουίλιαμ Στιούαρτ Μπάροουζ Ο παππούς όλων μας, ΑΠΟΠΕΙΡΑΤΕΣ: http://apopeirates.blogspot.gr/
Viewing all 535 articles
Browse latest View live